Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

ΣΥΜΕΩΝ (ΜΕΝΙΟΣ) ΑΔΑΜΙΔΗΣ - Α΄ ΜΕΡΟΣ


ΣΥΜΕΩΝ (ΜΕΝΙΟΣ) ΑΔΑΜΙΔΗΣ του Λεωκράτη και της Πηνελόπης (1828)

Επιμέλεια Δημήτρη Π. Καρατζιτζή *

 Α’ ΜΕΡΟΣ

Στο δρόμο για τη Μακρόνησο

Γεννήθηκα το 1928 στη Μυτιλήνη, στον Απάνω Χάλικα. Ο πατέρας μου ήταν Μικρασιάτης και η μητέρα μου Μυτιληνιά. Τον πατέρα μου δεν το γνώρισα γιατί πέθανε όταν εγώ ήμουν ενός χρόνου, έμεινα ορφανός και με μεγάλωσαν ο παππούς μου Σωκράτης Ευαγγελινός και ο θείος μου Παναγιώτης Ευαγγελινός.
 

Όλοι στην οικογένεια ήταν κομμουνιστές και εγώ μεγάλωσα μέσα σε μια οικογένεια κομμουνιστών. Από την κατοχή άρχισα να παίρνω μέρος στην Εθνική Αντίσταση, πότε να φυλάμε να μην έρθουν οι Γερμανοί όταν οι μεγάλοι έκαναν συνεδριάσεις, πότε να μεταφέρουμε ειδήσεις και διάφορες τέτοιες δραστηριότητες. Μετά την Απελευθέρωση, που είχαμε τους Άγγλους και Αμερικάνους, και το Κομμουνιστικό κόμμα το βγάλανε στην παρανομία, τότε έκρυβα στελέχη του κόμματος στο σπίτι μου και είχαμε και έναν πολύγραφο που τυπώναμε διάφορα έντυπα παράνομα, όπως εφημερίδα, προκηρύξεις, τρικ και τα μοιράζαμε σε διάφορους συντρόφους για να τα πάνε σε κάποιο καθορισμένο μέρος να τα πάρουν και να τα ρίξουν μέσα στην πόλη της Μυτιλήνης. Εγώ τα έδινα στον Τάκη Γιαννακόπουλο που αυτός τα κανόνιζε.

Οι κυβερνήσεις τότε, των Άγγλο-Αμερικάνων, ένα σκοπό είχαν, πως θα εξοντώσουν τους κομμουνιστές και το λαϊκό κίνημα του ΕΑΜ και για το σκοπό αυτό επιστράτευσαν όλα τα υπολείμματα που άφησαν οι κατακτητές, όπως τους δοσίλογους, τους γερμανοτσολιάδες, που λέρωσαν και τη στολή του τσολιά κλπ, όλα τα αποβράσματα της κοινωνίας, για να τους εξαπολύσουν και να τρομοκρατούν τον Ελληνικό λαό.

Οι Μπουραντάδες μαζί με τους Χίτες, χτύπησαν τη Χορωδία που έλεγε τα κάλαντα στο Νοσοκομείο Μυτιλήνης, γιατί αυτός ήταν ο σκοπός τους να τρομοκρατούν. Τη νύχτα δε μπορούσε να κυκλοφορήσει άνθρωπος, τότε δεν υπήρχε συγκοινωνία από τη Μυτιλήνη στο Χάλικα και μόνος σου δε μπορούσες να πάς, γιατί βγαίνανε στο δρόμο οι Χίτες με τον περιβόητο Βυζαντινό και άλλους τρομοκράτες και χτυπούσαν κάθε άνθρωπο που δεν ήταν μαζί τους.

Ο κόσμος αναγκάστηκε να βγει στο βουνό, για να σωθεί από αυτά τα κατακάθια της κοινωνίας, που τα είχαν επιστρατεύσει τότε, αυτοί που δοξάζονται σήμερα ως μεγάλοι δημοκράτες, που σώσανε την Ελλάδα από τους κομμουνιστές που έχυσαν το αίμα τους για τη λευτεριά της πατρίδας, ενώ τότες, αυτοί φύγανε στο εξωτερικό για να έχουν την καλοπέραση τους, και όταν διώξαμε τους κατακτητές επέστρεψαν και κάθισαν πάλι στο σβέρκο του Ελληνικού λαού για να τον κυβερνήσουν, και τα κατέφεραν γιατί βρήκαν πάλι τα τσιράκια τους εδώ και με τη βοήθεια των Άγγλων και μετά των Αμερικάνων, τρομοκρατούσαν τους Έλληνες πατριώτες και τους κομμουνιστές. Τους έστελναν στα ξερονήσια και στα καταναγκαστικά έργα, τους έφτιαχναν κατηγορίες και τους στέλνανε στα στρατοδικεία και στα εκτελεστικά αποσπάσματα.

Ένα παιδί, από τη Θήβα, στο όνομα Δέδες, δικάστηκε σε θάνατο γιατί όπως έλεγε το κατηγορητήριο του «σκότωσε» κάποιον, ενώ αυτός, ο δήθεν σκοτωμένος, έλειπε από τον τόπο του σε άλλο μέρος και όταν εμφανίστηκε κάποια στιγμή και τον είδαν οι άνθρωποι του φυλακισμένου τον ρώτησαν: «Πως είναι δυνατόν, αφού εσύ είσαι ζωντανός, να βρίσκεται το παιδί μας στη φυλακή καταδικασμένος σε θάνατο και να περιμένει μέρα με τη μέρα να τον εκτελέσουν;» και τότε πήγε στο Υπουργείο και τους είπε: «Πως εμένα δεν με σκότωσε κανένας!», αλλά ο καταδικασμένος παρέμεινε φυλακισμένος στα Γιούρα, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα. Κάποια μέρα όμως, ο Υπουργός ήρθε στα Γιούρα με το επιτελείο του για περιοδεία και τότε ο Δέδες ζήτησε ακρόαση από τον Υπουργό για να του πει το παράπονό του και ο Υπουργός του απάντησε ότι ξέρει την υπόθεσή του αλλά δε μπορεί να κάνω τίποτα!! «Κάνε μια αίτηση χάριτος για να την εγκρίνουμε και να αποφυλακιστείς!»

Έγινε αίτηση χάριτος και μετά από τόσα χρόνια, με το χάρο πάνω από το κεφάλι του τον αποφυλάκισαν. Συνταξιδέψαμε μαζί, αυτός λεύτερος και εγώ για τις φυλακές Μυτιλήνης. Υπήρχε και άλλος θανατοποινίτης, που δε θυμάμαι το όνομα του, γιατί πέρασαν από τότε 50 χρόνια, που δικάστηκε γιατί σκότωσε «άγνωστο, σε άγνωστο μέρος και με άγνωστο όπλο». Τέτοια κατηγορητήρια και καταδίκες ήταν πάρα πολλά!


Το 1948, μήνα Ιούνιο, με πιάσανε γιατί είχαν την πληροφορία για τον κρυμμένο τον πολύγραφο που είχα και τύπωνα τον παράνομο τύπο – «Ελεύθερη Λέσβος», προκηρύξεις και διάφορα τρικ - που ριχνόταν στην αγορά. Η Ασφάλεια διάδωσε πως είχα κρυμμένα όπλα, αλλά δεν είχαμε τίποτα άλλο εκτός από τον πολύγραφο. Επίσης ξέρανε ότι περιέθαλπα στελέχη του κόμματος που τους είχαν κηρύξει παράνομους και στην έρευνα που κάνανε στο σπίτι μου στο Χάλικα και ύστερα από πληροφορία που είχαν, σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι δίπλα σ’ αυτό που έμεινα, πιάσανε τον Γιάννη Βασάλο και τον Μαρίνο Βόμβα, που είχε δραπετεύσει από το Α΄ Τμήμα που τον κρατούσαν. Μας πήγαν στην Ασφάλεια και από εκεί αρχινάει ο Γολγοθάς!

Ο Μαρίνος έκανε το λάθος να κρατάει ημερολόγιο για το τι γινόταν κάθε μέρα, ποιοι τον επισκεπτόταν και για όλη τη δράση. Η Ασφάλεια εκτός από τις ανακρίσεις που γινότανε εκεί, όταν δεν τους ικανοποιούσαν, μας πηγαίνανε μετά τα μεσάνυχτα στον «Καρά-Τεπέ» για ανάκριση γιατί εκεί δεν ακουγόταν οι φωνές μας από τα βασανιστήρια που μας κάνανε.

Μας έκαναν και εικονική εκτέλεση, μας στήνανε στον τοίχο και απέναντι μας στεκότανε το εκτελεστικό απόσπασμα. Μετά έτρεχε αυτός που έκανε την ανάκριση για να μας σώσει και ότι δήθεν δεν είχε πάρει χαμπάρι το τι γινόταν έξω από το κτήριο. Όσο μέναμε στην Ασφάλεια, καθημερινά φέρνανε κόσμο από όλη τη Μυτιλήνη, που ήταν άγνωστοι σε μας, έφτιαχναν σε όλους από μια κατηγορία και έτσι μαζευτήκαμε γύρω στα 30 άτομα.

Μαζί με εμένα πιάσανε και το θείο μου τον Παναγιώτη Ευαγγελινό, αδελφό της μάνας μου, σαν κηδεμόνα μου, αλλά τον ξέρανε και σαν παλιό κομμουνιστή. Εκείνος δικάστηκε 2 χρόνια εξορία γιατί δεν είχε καμιά ανάμειξη και τον πήγαν πάλι στη Μακρόνησο και σε ένα χρόνο απολύθηκε γιατί είχε ήδη κάνει τον ένα χρόνο. Άμα τελείωσαν πια όλες οι ανακρίσεις, μας πήγανε στις ποινικές φυλακές στη Λαγκάδα, εκεί καθίσαμε λίγο καιρό και μετά μας πήγανε στις φυλακές Βούρλων που ήταν στον Πειραιά.

Από εκεί, μετά από λίγο καιρό, μας πήρανε 150 άτομα περίπου και μας πήγανε στη Μακρόνησο. Τότε άρχισε το μεγάλο μαρτύριο για όλους μας. Μας βάλανε να καθίσουμε προσωρινά σε μια πλαγιά για να αρχίσει το «σεμινάριο» της τρομοκρατίας.


συνεχίζεται_  (Μέρος Β΄)

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Νέο Εμπρός", φ. 993, 13.03.2013 (http://issuu.com/neoempros/docs/993)
 
*  Ο Δημήτρης Π. Καρατζιτζής είναι εκπαιδευτικός, πρώην Δήμαρχος Μανταμάδου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου