Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

ΣΥΜΕΩΝ (ΜΕΝΙΟΣ) ΑΔΑΜΙΔΗΣ - Μέρος Γ

ΣΥΜΕΩΝ (ΜΕΝΙΟΣ) ΑΔΑΜΙΔΗΣ του Λεωκράτη και της Πηνελόπης (1828)
 
Επιμέλεια Δημήτρη Π. Καρατζιτζή
Γ’ ΜΕΡΟΣ
 
Στη ΓΙΟΥΡΑ
 
Στα Βούρλα μείναμε γύρω στους 6 μήνες και μετά μας πήρανε και μας πήγανε στα Γιούρα που είναι απέναντι στη Σύρο. Το καράβι μας έβγαλε στη Σύρο και μας πήγανε αμέσως στο Μεταγωγών που ήταν ένα δωμάτιο 3Χ4 και μείναμε μόνο μια μέρα, ευτυχώς, γύρω στα 40 άτομα ώσπου να ‘ρθει το καΐκι για να μας μεταφέρει στη Γιούρα.
 
Στο διάστημα που ήμασταν στο Μεταγωγών μας φέρανε φαγητό από τις φυλακές Σύρου. Το φαγητό το έστειλαν με το συμπατριώτη μας Νίκο Γανίτη που ήταν και αυτός κρατούμενος στις φυλακές του νησιού.  Επίσης στο Μεταγωγών που μείναμε μια μέρα δεν υπήρχε τουαλέτα αλλά ούτε νερό να πλυθούμε.
 
Ήρθε κάποια στιγμή το καΐκι, μας βάλανε μέσα και μας πήγανε στα Γιούρα και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας είχαν δεμένους ανά δύο με χειροπέδες και μάλιστα είχε και  φουρτούνα.
 
Φτάσαμε επιτέλους στην περίφημη Γιούρα!! Εκεί μας περίμεναν οι κουρείς και ο φωτογράφος και αφού μας κούρεψαν με την ψιλή μηχανή γουλί, μας υποχρέωσαν να έχουμε πολύ ανοιχτά τα μάτια μας, για να φαινόμαστε αγριάνθρωποι, και μας βγάλανε φωτογραφία που θα τη βάζανε στην ταυτότητα που θα μας βγάζανε και θα μας δίνανε και ένα συγκεκριμένο αριθμό που θα μας ξέρανε με αυτόν.
 
Στη Γιούρα μάς πήγανε στον 4ο όρμο και μας μοίρασαν σε σκηνές και την πρώτη βραδιά μείναμε μέσα, μάλιστα έπιασε ένας αέρας και η σκηνή έπεσε επάνω μας και κανένας δεν μπορούσε να σηκωθεί για να τη φτιάξει, φυσούσε πολύ και έβρεχε.
 


Τη Γιούρα τη λένε το νησί των αέρηδων, των σκορπιών και των ποντικών και όταν δάγκωναν κάποιον τον μετέφεραν στην Αθήνα για θεραπεία και αυτό γινόταν συχνά. Όταν ξημέρωσε πια και σταμάτησε η βροχή, μας φώναξαν να περάσουμε στα μαγειρεία να πάρουμε τσάι και μετά μας βάλανε στη σειρά για να πάμε στην αγγαρεία.
 
Στη σκηνή μέναμε 20 άτομα γιατί ήταν πολύ μεγάλες, πράσινες Αμερικάνικες σκηνές -βλέπετε φρόντισαν οι σύμμαχοι μας και μας προμήθεψαν και από αυτές.
 
Διαμαρτυρηθήκαμε πως η μέση μας έχει πιαστεί και θα πρέπει να μας αφήσουν, να μην πάμε στην αγγαρεία για να συνέλθουμε και η απάντηση ήταν: «Το μεσημέρι που θα γυρίσετε θα ‘ρθει το συνεργείο για να σας τη φτιάξει» γιατί και το συνεργείο ήταν από μας, κρατούμενοι και θα πήγαιναν αυτοί αγγαρεία.
 
Ο 4ος όρμος ήταν εκεί που γινόταν τα έργα για την ανέγερση των φυλακών, αυτές που δείχνουν σήμερα, καμιά φορά, στην τηλεόραση. Στην αγγαρεία, μας μοιράζανε σε ομάδες, άλλους μας πήγαιναν για να μαζέψουμε πέτρες από το βουνό και άλλους στο εργοτάξιο που είχε πολύ δουλειά, άλλους στα καρότσια, άλλους για την λάσπη, άλλους στα βαγόνια και άλλους να σπάνε τις πέτρες, που φέρναμε από το βουνό, σε μικρά κομμάτια και την κάναμε χαλίκι για το μπετόν, όπως αυτές που κάνουν τώρα οι μηχανές στα νταμάρια.
 
Αυτοί που έσπαγαν την πέτρα, γινόντουσαν από τη σκόνη αγνώριστοι και δε μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιος ήταν ο διπλανός σου.
 
Αυτό γινότανε κάθε μέρα από Δευτέρα μέχρι και το Σάββατο, την Κυριακή που καθόμαστε θα έπρεπε να πλυθούμε, να πλύνουμε τα ρούχα μας, μας βάζανε και το ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών να ακούσουμε τη Λειτουργία και για το σκοπό αυτό μας υποχρέωναν να βγούμε από τις σκηνές μας και να καθόμαστε προσοχή όση ώρα θα βαστούσε η Λειτουργία και έτσι μας έμεινε λίγος χρόνος για να δούμε και τον εαυτό μας, ούτε μισή μέρα.
 
Στην κορυφή του βουνού θέλανε να χτίσουν ένα φυλάκιο και υλικά θα έπρεπε να τα κουβαλήσουμε στην πλάτη μας μέσα σε τσουβάλια. Βγάζαμε άμμο από τη θάλασσα και όπως ήταν βρεγμένη θα έπρεπε να την κουβαλήσουμε στην κορυφή του βουνού που ήταν μια απόσταση, όση από την παραλία Μυτιλήνης μέχρι τον Προφήτη Ηλία, και οι φύλακες να σε κυνηγούν και να σε βρίζουν και αν διαμαρτυρόσουν σε χτυπούσαν.
 
Πολλές φορές, αν κάτι που μας επιβάλλανε να κάνουμε ήταν αντίθετο με αυτά που πιστεύαμε, τότε διαμαρτυρόμαστε και συνήθως δεν το κάναμε.
 
Η τιμωρία τότε ήταν, να σε πάνε σε ένα απομονωμένο μέρος, σε δένανε σε μια συκιά, που ήταν και η μοναδική – που τη λέγαμε η «Συκιά του Γλάστρα» γιατί έτσι λέγανε το Διευθυντή, Γλάστρα και εκεί σε βασανίζανε όσες μέρες θα σε είχαν εκεί. Μάλιστα έχει γραφτεί και τραγούδι για τη «Συκιά».
 
Όταν είχες κήλη και πήγαινες στο γιατρό για να σε απαλλάξει από την αγγαρεία, να σηκώνεις βαριά αντικείμενα, σου έδινε ένα χαρτί απαλλαγής και αυτό το χαρτί θα έπρεπε να το δείξεις στο Διευθυντή για να απαλλαγείς. Αυτός με τη σειρά του σου επέβαλλε, μπροστά σε όλους τους φυλακισμένους και τους φύλακες, να βγάλεις τα ρούχα σου για: «Να σε δω και εγώ!» έκανε και αυτός το γιατρό.
 
Αυτό βέβαια το έκανε για να σε εξευτελίσει και αν δεν το έκανες ή αν το έκανες και δεν το διαπίστωνε ο Γλάστρας, τότε θα σε πήγαινε στη «Συκιά» για τα γνωστά βασανιστήρια και έτσι απέφευγες να πας στο γιατρό ή αν πήγαινες δεν το έδειχνες του Γλάστρα ή στον Αρχιφύλακα.
 
Τις ημέρες που δεν μαγειρεύανε, γιατί μας δίνανε και ξηρή τροφή - δηλαδή λίγες ελιές και μια κουταλιά λάδι ή λίγη ρέγγα - τους ζητούσαμε να μας επιτρέψουν να μαγειρέψουμε εμείς, δικό μας φαγητό, από αυτά που μας στέλνανε οι δικοί μας στα δέματα –μακαρόνια, τραχανά κλπ - τότε για να μας το επιτρέψουν, μας υποχρέωναν να δώσουμε και στους ποινικούς.
 
Εμείς βέβαια το δεχόμαστε γιατί και αυτοί ήταν άνθρωποι που υπέφεραν όσο και εμείς, γι’ αυτό οι πιο πολλοί, μας εκτιμούσαν και ήταν μαζί μας.
 
Στον 4ο όρμο κάθισα 5 μήνες αλλά αρρώστησα και ήμουν και πολύ αδύνατος και έτσι πήγα στο γιατρό, τον συγκρατούμενό μου, και μετά στο στρατιωτικό και του ζήτησα με στείλει σε άλλο όρμο γιατί εδώ δεν μπορούσα να μείνω. Με εξέτασε και εγκρίνανε και έτσι με στείλανε στον 1ο όρμο.
 
Και εκεί είχε αγγαρεία, αλλά λιγότερη. Ξεφορτώναμε καΐκια που φέρνανε ξύλα για τα μαγειρεία, κουβαλούσαμε πέτρες για διάφορα έργα που γινόταν και μας βάζανε και σκάβαμε για να κάνουμε δρόμο και πολλά άλλα.
 
Ένα Πάσχα, το 1950 θα πρέπει να ήταν, μας άφησαν να επισκεφτούμε τους όρμους που ήταν ένα χιλιόμετρο μακριά γιατί εκεί βρήκαμε άλλους συντοπίτες μας που δεν μπορούσαμε να τους δούμε, αλλά και αδελφός σου να ήταν δεν υπήρχε δυνατότητα μέχρι τότε να το δεις. Νομίσαμε ότι μας άφησαν ελεύθερους, αυτό όμως βάσταξε λίγες μέρες μόνο.
 
Σκόρπιες αναμνήσεις…
 
Στα Γιούρα, όπως και το Μακρονήσι, καθώς και οι άλλες φυλακές την εποχή εκείνη, τα πέτρινα χρόνια, δεν ήταν παράδεισος όπως θέλανε να τον παρουσιάσουν οι τότε κυβερνήσεις. Ήτανε κόλαση.
 
Εμείς όμως προσπαθούσαμε να βελτιώσουμε τη ζωή μας παρόλα τα εμπόδια που μας βάζανε.
 
Στη φυλακή υπήρχαν άνθρωποι που δεν είχαν πάει καθόλου σχολείο για να μάθουν γράμματα, γιατί ο καπιταλισμός από τότε φρόντιζε τα φτωχά παιδιά να μην μαθαίνουν γράμματα. Εμείς όμως οργανώναμε «σχολές» και ζητούσαμε από την υπηρεσία ένα χώρο για να μπορούμε να τον κάνουμε σχολείο και έτσι μας έδωσαν μια σκηνή και τη χρησιμοποιούσαμε γι’ αυτό το σκοπό. Επιστρατεύαμε όσοι ήταν δάσκαλοι αλλά και άλλους μορφωμένους που είχαμε για να μας κάνουν διάφορα μαθήματα.
 
Εγώ είχα ένα δάσκαλο, το Χρήστο Ρήγα, αλλά γρήγορα μας τον πήραν και τον έστειλαν αλλού, και επειδή δεν μπορούσαν να μας πολεμήσουν αλλιώς έπαιρναν αυτούς που μας βοηθούσαν – δάσκαλοι, γιατροί, δικηγόροι - για να μην μπορούμε να μάθουμε γράμματα. Τότε εμείς βάζαμε αυτούς που ξέρανε κάτι παραπάνω από τους άλλους να διδάξουν αυτούς που δεν ξέρανε ή ξέρανε λιγότερα και έτσι άνθρωποι που δεν ξέρανε να γράφουν ούτε το άλφα, μάθανε να γράφουνε μόνοι τους τα γράμματα στους δικούς τους ανθρώπους.
 
Επίσης άλλοι μαθαίνανε ξένες γλώσσες και μια παρέα, μαζί τους και εγώ, μαθαίναμε ηλεκτρολογία, γιατί θα έπρεπε να σκεφτούμε και τι θα κάνουμε όταν μια μέρα θα βγούμε από τη φυλακή, μας δίδασκε ένας Μηχανολόγος-Ηλεκτρολόγος.
 
Όταν μας παίρνανε κάποιον, από αυτούς που μας βοηθούσαν να καλυτερέψουμε τη ζωή μας, τότε μαζευόμαστε όλοι στο προαύλιο και καθόμαστε στη σειρά για να τον αποχαιρετίσουμε και να τον ευχαριστήσουμε για τη βοήθεια που μας έδωσε. Θυμάμαι το γιατρό, το Στάθη Καναβό.
 
Αυτά τα βλέπανε οι φύλακες και σκύλιαζαν από το κακό τους. Όταν ερχόταν γιορτές και θέλαμε να στείλουμε ευχετήριες κάρτες στους δικούς μας ανθρώπους, οι καλλιτέχνες που είχαμε, μας σχεδιάζανε κάρτες με διάφορα σχέδια - ήλιους, περιστέρια, αστέρια κλπ - ανάλογα με τη γιορτή, κατόπιν έπρεπε να τις δώσουμε στη διεύθυνση να τις εγκρίνει για να μπορούμε να τις στείλουμε, γιατί αλλιώς θα τις έκοβε η λογοκρισία. Και μας έκοβαν όσες μιλούσαν για Ειρήνη, το θεωρούσαν επιλήψιμο, εμείς τους λέγαμε: «Μα και ο παπάς, αυτές τις μέρες στην εκκλησία, θα πει το επί Γης Ειρήνη» και μας απαντούσαν: «Θα δούμε αν θα το πει» ήταν όλοι τους άνθρωποι του μίσους και πολεμοχαρείς.
συνεχίζεται_ (Δ΄ Μέρος)
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Νέο Εμπρός", φ. 995, 20.03.2013 (http://issuu.com/neoempros/docs/995)
προηγούμενα:
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου