Αυτή η
ανασκολόπιση, που η «αντικειμενικότητά της» εδράζεται στην τακτική να
παίρνει ορισμένα πραγματικά γεγονότα και να τα ρίχνει στο μίξερ της
διαστρέβλωσης σαν άλλοθι του εκκωφαντικού της ψεύδους, έχει μια
αποστολή: Το ξαναγράψιμο της Ιστορίας με τρόπο που ό,τι αμφισβητεί το
καθεστώς κυριαρχίας της αστικής τάξης θα συκοφαντείται και ό,τι ξεπλένει
την δικτατορία του κεφαλαίου θα καθαγιάζεται.
Αλλά ας δούμε κατ’ αρχάς το ποιόν του συγκεκριμένου. Ονομάζεται Καλύβας Ευστάθιος. Τι εστί «Καλύβας»; Διαβάζουμε:
«Ο Στάθης Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Yale
των ΗΠΑ, ενώ έχει διδάξει και σε άλλα αμερικανικά και ευρωπαϊκά
πανεπιστήμια και ινστιτούτα. Η έρευνά του για τους εμφυλίους πολέμους
έχει χρηματοδοτηθεί από το Harry Frank Guggenheim Foundation, το United States Peace Institute (Ινστιτούτο χρηματοδοτούμενο από το αμερικανικό Κογκρέσο), τη Folke Bernadotte Academy
(χρηματοδοτούμενη από τη σουηδική κυβέρνηση) και από το Ίδρυμα
Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης» («23+Παθιασμένα ψέματα για τον ένοπλο λαικό αγώνα
1941-1949», Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, Σύγχρονη Εποχή).
Πριν
φτάσουμε στο τελευταίο «επιστημονικό κατόρθωμα» του εν λόγω, δηλαδή
στον εκθειασμό εκ μέρους του της επταετούς χούντας των συνταγματαρχών –
όπως συνέβη από τις στήλες της «Καθημερινής» στις 18/6/2017 σε άρθρο του
υπό τον τίτλο «Μια παράδοξη κληρονομιά» – θα πάρουμε μια γεύση από
προηγούμενα «επιστημονικά του ανδραγαθήματα».
Αυτός,
λοιπόν, ο Καλύβας, μαζί με έναν άλλον (Μαραντζίδης), από την εκπνοή του
προηγούμενου αιώνα – και από τις αρχές του νέου πιο μαχητικά – ανέλαβαν
την αναθεώρηση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ασφαλώς δεν είναι του
παρόντος να ανατρέξει κανείς σε όλες τις πλευρές του εγχειρήματός τους.
Ορισμένες επισημάνσεις όμως είναι απαραίτητες για να φανεί η κατεύθυνση
και ο προσανατολισμός τους.
- Το 2004 οι δύο αυτοί κύριοι εγκαινίασαν έναν διάλογο μέσα από την εφημερίδα τα «Νέα» όπου προέβαλαν επιτακτικά την ανάγκη η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας να αναθεωρηθεί. Το εναρκτήριο λάκτισμα το έδωσαν με κοινό άρθρο στο φύλλο της 20-03-2004 όπου μεταξύ άλλων έγραφαν:
«Ώριμη για
διερεύνηση είναι πλέον και η ιδέα πως η συνεργασία με τον εχθρό δεν ήταν
πραγματικά ελληνικό φαινόμενο, πως μόνο λίγοι “καιροσκόποι” έπαιρναν
εντολές από τους Γερμανούς. Το όλο ζήτημα της ελληνικής συνεργασίας θα
αποτελέσει αντικείμενο συνεδρίου που θα πραγματοποιηθεί το ερχόμενο
καλοκαίρι. Είναι σαφές όμως ότι οι Έλληνες εργάστηκαν πλάι στους
Γερμανούς για πολλούς λόγους: ένας είναι το κοινό αντικομμουνιστικό
μένος, ένας άλλος ο φόβος των Βουλγάρων (στον Βορρά) και ένας τρίτος το
μίσος και ο φόβος του EAM/ΕΛΑΣ».