Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

ΤΡΕΙΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ

Εικαστική δημιουργία για τους αγώνες του λαού
Η ΠΕΚΑΜ (www.pekam.org.gr) τίμησε τρεις Μακρονησιώτες εικαστικούς

Τρεις σημαντικούς εικαστικούς καλλιτέχνες - αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, τον Χρήστο Δαγκλή, την Κατερίνα Χαριάτη - Σισμάνη και τον Γιώργη Φαρσακίδη τίμησε τον περασμένο μήνα η  ΠΕΚΑΜ (ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΥ). Για τους τρεις εικαστικούς μίλησε η Εύα Μελά, ζωγράφος - χαράκτρια, πρόεδρος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας.
Πριν την τοποθέτησή της για τον καθένα ξεχωριστά η Εύα Μελά μίλησε για την παρουσία στην Αντίσταση γενικότερα των εικαστικών καλλιτεχνών, απ' το ξεκίνημα του πολέμου, προκειμένου να κατανοηθεί καλύτερα ο αγώνας και η δράση των συγκεκριμένων τιμώμενων καλλιτεχνών.

«Ξαπόσταγμα» του Γ. Φαρσακίδη
«Τα έργα των εικαστικών καλλιτεχνών στις μέρες μας» - σημείωσε η Εύα Μελά - «δεν έχουν την απήχηση που τους αξίζει. Αιτίες, η χαμηλή ποιότητα της Παιδείας γενικότερα και της καλλιτεχνικής Παιδείας ειδικότερα, αλλά κύρια οι πολιτικές που ακολουθούνται από τις κυβερνήσεις όλα τα χρόνια στην υπόθεση του πολιτισμού και της ζωής μας συνολικά. Ομως, εκείνα τα δύσκολα χρόνια, η εικαστική δημιουργία πήγαινε χέρι χέρι με τους αγώνες του λαού. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες επιστρέφοντας από το αλβανικό μέτωπο ζωγράφισαν εμπνευσμένοι από τα βιώματά τους. Μερικοί μάλιστα, που επιστρατεύτηκαν αργότερα, είχαν κιόλας κάνει προπαγανδιστικά έργα (αφίσες κλπ.), όπως οι Σπύρος Βασιλείου και Α. Τάσσος, ή είχαν συμμετάσχει σε ομαδικές εργασίες του εργαστηρίου του καθηγητή της ΑΣΚΤ Γιάννη Κεφαλληνού. Ο Γιάννης Κεφαλληνός, ένας σημαντικός δάσκαλος που άφησε τα σημάδια του χάρη στην προσωπικότητά του στους μαθητές του, δημιούργησε στο εργαστήρι του μια κυψέλη αντιστασιακής δράσης, εκπαιδεύοντας τους σημαντικότερους χαράκτες της εποχής. Το εργαστήριο αυτό με πρωτοβουλία του Γιάννη Κεφαλληνού προσφέρθηκε να φιλοτεχνήσει αφίσες για τον αγώνα κατά των επιδρομέων. Για τις αφίσες αυτές εργάστηκαν οι Λουίζα Μοντεσάντου, Χρήστος Δαγκλής, Γιώργος Δήμου, Γιώργος Μανουσάκης, Κ. Γραμματόπουλος, Βάσω Κατράκη, Α. Τάσσος και Γ. Βελησσαρίδης. Λιθογραφικές αφίσες για τον πόλεμο του 1940 είχαν κάνει και οι Γ. Γουναρόπουλος, Αγήνωρ Αστεριάδης, Νίκος Καστανάκης, Νίκος Νείρος, Νικόλαος Πασχαλίδης, Εκτορας Δούκας, Φρίξος Αριστεύς, ο Σβόλος και ο Ευθύμης Παπαδημητρίου».


ΕΑΜ Καλλιτεχνών

«Τσαγκαρίνες» της Κατερίνας Χαριάτη - Σισμάνη
«Οι περισσότεροι από τους εικαστικούς καλλιτέχνες που στρατεύτηκαν στον πόλεμο κατά των Ιταλών» - τόνισε η Εύα Μελά - «συνέχισαν τον αγώνα στην Κατοχή και εμπνεύστηκαν έργα βιωματικά από την Κατοχή, για την Αντίσταση, που τα ολοκλήρωσαν μετά την απελευθέρωση. Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων καλλιτεχνών με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εντάχθηκε στην Αντίσταση. Μια τεράστια δραστηριότητα αναπτύχθηκε απ' τους καλλιτέχνες. Τα σωματεία των καλλιτεχνών αγωνίσθηκαν για την επιβίωση των καλλιτεχνών και του λαού. Οι καλλιτέχνες κατέβηκαν μαζί με το λαό στις μεγάλες διαδηλώσεις και συγκρούστηκαν στους δρόμους με τα στρατεύματα Κατοχής και με τους συνεργάτες τους. Ιδιαίτερα οι σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών, με τον ενθουσιασμό και την αυτοθυσία τους, έγραψαν μερικές από τις πιο λαμπρές σελίδες της Αντίστασης. Το Σεπτέμβριο του 1941, με την ίδρυση του ΕΑΜ, ιδρύεται και το ΕΑΜ Καλλιτεχνών, με πυρήνα μέλη της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών που έπαιρναν συσσίτιο σε αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Ένα χρόνο αργότερα, το Νοέμβριο του 1942, η Ηλέκτρα Αποστόλου συσπείρωσε στο ξύλινο καφενείο του Ζαππείου μεγάλη ομάδα χαρακτών, μελών του ΕΑΜ Καλλιτεχνών, ως καλλιτεχνικό συνεργείο για τις ανάγκες της προπαγάνδας: Τις προκηρύξεις, τις αφίσες και τα συνθήματα, όλα χαρακτικά σε ξύλο και λινόλαιουμ. Το Νοέμβριο του 1942 μπήκαν τα θεμέλια για την πρώτη ξεχωριστή αντιστασιακή οργάνωση των καλλιτεχνών».



Χρήστου Δαγκλή - ΜΑΚΡΟΝΗΣΙ 1949
Σημειώνεται επίσης ότι στην Αντίσταση και στους μετέπειτα αγώνες συμμετείχαν πολλοί μεταξύ των οποίων οι Α. Τάσσος, Μέμος Μακρής, Λουκία Μαγγιώρου, Βάσω Κατράκη, Κ. Πλακωτάρης, Φ. Ζαχαρίου, Γ. Σικελιώτης, Σπύρος Βασιλείου, Α. Θεοδωρόπουλος, Ορέστης Κανέλλης, Α. Παχής, Χ. Δαγκλής, Σ. Πολυχρονιάδου, Αγ. Αστεριάδης, Βάλιας Σεμερτζίδης, Δ. Γιολδάσης, Γ. Βακιρτζής, Γ. Δήμου, Αλ. Κορογιαννάκης, Γ. Βελησσαρίδης και άλλοι. Σημαντική συμμετοχή στον αγώνα είχαν οι Ηλίας Φέρτης, Γιάννης Στεφανίδης, Βασίλης Αρμάος, Ιάσων Μολφέσης, Αντώνιος Δάλκος, Θόδωρος Δρόσος, Απόστολος Μπάρμπογλου, Μίνως Αργυράκης, Π. Ευθυμιάδης, Νίκος Καστανάκης, Γ. Μαρουδής, Τ. Καλμούχος, Δημ. Σακελλαρίδης, Αννα Κινδύνη, Δάβης, Γ. Τσαρούχης, Ορέστης Κανέλλης, Χατζής, Ασαντούρ Μπαχαριάν, Κ. Θετταλός, Κ. Ηλιάδης, Φωκίων Δημητριάδης, Γ. Μανουσάκης, Τ. Μάρδας, Μαρία Ζωϊτοπούλου, Δέσποινα Αρμάου, Γ. Λυδάκης, Πάνος Σαραφιανός, ο Μεγαλίδης, ο Μελετζής, ο Γιώργης Βαρλάμος κ.ά.
Από τη δράση της οργάνωσης των καλλιτεχνών στην Κατοχή στον τομέα των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων ήταν η παροχή συσσιτίου στους καλλιτέχνες και η σύσταση του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου. Το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος ήταν καρπός της Αντίστασης και έγινε νόμος του κράτους το 1944 στην Ελεύθερη Ελλάδα.


Ο ακούραστος δάσκαλος

Από την εκδήλωση
«Τον Χρήστο Δαγκλή τον θυμάμαι στα γραφεία του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος, μετά τη δικτατορία, να συμμετέχει πάντα στις συνελεύσεις σεμνά και διακριτικά. Ο ζωγράφος και χαράκτης Χρήστος Δαγκλής γεννήθηκε στα Γιάννενα, σπούδασε και αυτός στην ΑΣΚΤ, από το 1937. Το 1940 ήταν μέλος της ομάδας του Εργαστηρίου Χαρακτικής του δασκάλου του Γιάννη Κεφαλληνού, για τη φιλοτέχνηση πολεμικών αφισών. Τον Μάιο του 1944 συνελήφθη και κρατήθηκε στο Γουδή, στο θάλαμο μελλοθανάτων για τρεις μήνες, έως την Απελευθέρωση. Eνα χρόνο αργότερα, τον Μάιο του 1946, τον συνέλαβαν πάλι και εκτοπίστηκε. Στην εξορία έζησε έως το 1956. Στην εξορία ζωγράφιζε και παράλληλα έκανε τα σκηνικά και τα κοστούμια πολλών θεατρικών έργων, για το θέατρο της εξορίας. Μας άφησε πολλά και σημαντικά σχέδια με μελάνι και υδατογραφίες προσωπογραφιών και στιγμές από τους τόπους εξορίας, από τον Μούδρο Λήμνου, τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Πολλοί από τους καλλιτέχνες που εξορίστηκαν τον αναφέρουν σαν τον ακούραστο δάσκαλο τέχνης που απ' αυτόν πήρανε τις βασικές γνώσεις για την τέχνη τους».

Καταγγελτική η ζωγραφική του
«Τον Γιώργη Φαρσακίδη έχουμε τη χαρά να τον έχουμε κοντά μας. Να είναι δίπλα μας σήμερα, ένα ζωντανό αρχείο των αγώνων του λαού μας. Και το ευτύχημα είναι που φροντίζει και φρόντισε όλους αυτούς τους αγώνες που τους έζησε, να τους καταγράψει και τους διασώσει μέσα από το συγγραφικό και εικαστικό του έργο, που είναι πολύτιμο, και μέσα από το προσωπικό του αρχείο που με πολλή φροντίδα διασώζει. Η ζωή και η τέχνη του κομμουνιστή δημιουργού ταυτίζονται με τους αγώνες του λαού μας. Ο Γ. Φαρσακίδης δημιουργεί έργα τα οποία αποτελούν "κομμάτια" της ιστορίας του λαού. Ο Γιώργης Φαρσακίδης λέει "την αγάπη μου για την τέχνη δεν την είδα μόνο σαν μια προσωπική ευχάριστη ενασχόληση, αλλά σαν μια γέφυρα επικοινωνίας με τους άλλους". Στην περίοδο της Κατοχής σατιρίζει με τις γελοιογραφίες του τον εισβολέα και τους συνεργάτες του. Το καλοκαίρι του '44 εντάσσεται στον ΕΛΑΣ Χαλκιδικής. Σε μια μάχη κοντά στο Σπήλαιο Πετραλώνων, στο χωριό Κρήνη, τραυματίζεται βαριά και στα δυο χέρια, παρ' όλα αυτά συνεχίζει να δημιουργεί εικαστικά. Σαν ανταρτοΕΠΟΝίτης θα απεικονίσει τη ζωή στα βουνά της Χαλκιδικής, στο Σύρμα της Μακρονήσου, τα βασανιστήρια και τους βασανιστές. Μα πάντα βλέποντας αυτές τις καταγραφές του περισσότερο σαν μαρτυρίες. Οπως σημείωνε ο Νίκος Παπαπερικλής στον "Ριζοσπάστη": "...Ζωγράφιζε κι έβλεπε τον Χάρο...κι έγινε τέχνη και μας ξυπνάει απότομα...". Οπως λέει ο οι ίδιος ο Γιώργης: "Ζωγράφιζα πάντα με πρόθεση να τους καταγγείλω και να πληροφορήσω τους έξω". Τα βασανιστήρια, τα καψώνια, οι τρελοί, οι ξυλοδαρμοί... ήταν τα θέματα που κυριαρχούσαν στα λιγοστά σχέδια εκείνης της σκληρής περιόδου».

Η Τέχνη στην εξορία

Από την εκδήλωση
Γράφει ο Γιώργης Φαρσακίδης: «Η χειροτεχνική δραστηριότητα διατηρήθηκε στη Μακρόνησο, έως τη μεταφορά μας στα Στρατιωτικά Τάγματα, σαν συνέχεια μιας δημιουργημένης παράδοσης... Αργότερα οι συνθήκες δεν άφηναν περιθώρια... όλα τα χειροτεχνήματα κι ό,τι σχεδίασα δεν πρόλαβα να τα στείλω παράνομα έξω, χάθηκαν μαζί με τα περισσότερα από τα προσωπικά μας είδη»... «Ακολούθησε ο Αϊ-Στράτης. Στο στρατόπεδο των πολιτικών εξόριστων του Αϊ-Στράτη, ο δάσκαλος, που μας μύησε στην τεχνική της ξυλογραφίας, στάθηκε ο ζωγράφος - χαράκτης Χρήστος Δαγκλής... Το πρώτο χαρακτικό, στη βιασύνη μου για πρακτική επαλήθευση, το είχα σκαλίσει με σουγιαδάκι κι ένα κοπίδι από ...καρφί. Αργότερα, τα συνεργεία μας, με την καθοδήγηση του Χρήστου Δαγκλή, κατασκεύασαν εργαλεία της αγοράς. Οι μαραγκοί μας διαμόρφωσαν πλάκες ξύλου για σκάλισμα. Κι ο κύλινδρος για μελάνωμα, κι αυτός δικής μας κατασκευής, ντυμένος σαμπρέλα από ποδήλατο. Αρχικά, το τύπωμα γινόταν με την πίεση μιας τσατσάρας, όμως τον επόμενο χρόνο εξασφαλίσαμε πιεστήριο με μοχλό, δικής μας κατασκευής, και για το χειρισμό του επιστρατεύτηκαν οι πιο χειροδύναμοι... Στέλνοντας κάρτες δηλώναμε ότι ζούμε, ότι αντιστεκόμαστε. Οι κάρτες θα ήταν μια επαφή, θα είχαμε μια συμπαράσταση από τις οικογένειές μας και τον περίγυρο».
Στην εξορία πάλι ο Γ. Φαρσακίδης, το 1967. Γράφει: «Μέσα στα πρώτα "απαγορεύεται" της διοίκησης συμπεριλαμβάνονταν και τα "οιαδήποτε αιχμηρά αντικείμενα". Ετσι τα πρώτα μαχαίρια και σκαλιστικά εργαλεία υπήρξαν κάποια σιδερικά και κουτάλια ακονισμένα. Και η πρώτη μας ύλη από καυσόξυλα, κασόνια και τελάρα λαχανικών. Αλλά και οι πέτρες και τα βότσαλα του γιαλού, που δουλεύτηκαν με επιτυχία από την Βάσω Κατράκη, τον Γιάννη Ρίτσο και άλλους αργότερα».
Στη Γυάρο, ο Γ. Φαρσακίδης θα μεταφέρει παράνομα έναν πυρογράφο, τον οποίο θα δουλέψει συνδυάζοντας πυρογραφία και χρώμα. Πάνω από διακόσια άτομα είχαν ασχοληθεί ή είχαν αποκτήσει πυρογράφους στρατοπεδικής κατασκευής.
«Ο Γιώργης Φαρσακίδης» - συνέχισε η Εύα Μελά - «παραμένει νέος ως σήμερα... Αρκεί να σκεφτούμε ότι έμαθε να εργάζεται στον υπολογιστή σε αυτή τη μεγάλη ηλικία για να μπορεί ανεξάρτητος να σελιδοποιεί μόνος του τα βιβλία του. Γιατί εκτός από το σημαντικό και πρωτοπόρο εικαστικό του έργο, έχει καταγράψει τις μαρτυρίες με τη λογοτεχνική του δημιουργία, βιβλία που εξέδωσε μόνος του, αφήνοντάς μας σημαντικότατα ντοκουμέντα από τον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, για το σοσιαλισμό».

Η Τέχνη που υπηρετεί τον άνθρωπο
«Θυμάμαι την Κατερίνα τα τελευταία χρόνια της ζωής της, την γνώρισα το 1976» - είπε η Εύα Μέλα. «Τη θυμάμαι πάντα με μια γλύκα... Ήταν πάντα περιποιημένη. Ερχόταν στα κομματικά γραφεία (ήταν πάντα μέλος του ΚΚΕ) για τις συνεδριάσεις - όπως άλλωστε και οι άλλες αγωνίστριες της Εθνικής Αντίστασης - με τα μαλλιά πάντα καλοχτενισμένα, με το ταγέρ, λουλούδια στο πέτο, με την καρφίτσα της και τα σκουλαρίκια της, σαν να πήγαινε σε γιορτή. Εμείς αντίθετα, οι περισσότεροι, κατευθείαν από το εργαστήριο, κακοντυμένοι, με τα ρούχα της δουλειάς. Μας μάλωνε που τα παπούτσια μας δεν ήταν καθαρά, αλλά είχαν γύψους, χρώματα και σκόνες. Λίγο νερό δεν έχετε; μας έλεγε. Κρατούσε στις συνεδριάσεις ένα κερί για να διώχνει τον καπνό των τσιγάρων που την ενοχλούσε, γιατί ποτέ δεν ήθελε να περιορίσει τους περισσότερους που ήταν καπνιστές και να ζητήσει να μην καπνίζουν στις συνεδριάσεις... Τη θυμάμαι πάλι κοντά στο τέλος της ζωής της να προσπαθεί να μάθει ιταλικά κάνοντας ιδιαίτερα, ώστε η ίδια να μεταφράζει τα ποιήματα του πατέρα της που ήταν γραμμένα στα ιταλικά. Η Κατερίνα ήταν άνθρωπος με δημιουργικότητα ως το τέλος, με τη χαρά και την αγάπη για τη ζωή».
«Η Κατερίνα ήταν μια από τις λιγοστές μαθήτριες του Γιώργου Μπουζιάνη» μας θύμισε η Εύα Μελά «και η δουλειά της φέρνει το βάρος της διδασκαλίας του μεγάλου αυτού ζωγράφου. Την αγάπη της για το δάσκαλό της την έκανε βιβλίο που το εξέδωσε το 1985 με δική της δαπάνη, το βιβλίο "Μαθητεύοντας κοντά στον Μπουζιάνη" όπου περιγράφει και διασώζει έτσι τον τρόπο διδασκαλίας του μεγάλου αυτού εξπρεσιονιστή. Η Κατερίνα απαθανάτισε με τα έργα της στο κολαστήριο της Χίου, του Τρίκερι, της Μακρονήσου, τις συγκρατούμενές της. Τις γυναικείες μορφές, τις γυναίκες που μαρτύρησαν για την ελευθερία, την ανεξαρτησία, για μια άλλη Ελλάδα τη σοσιαλιστική. Διακόσια σκίτσα γυναικών αγωνιστριών στα ξερονήσια σχεδίασε η Κατερίνα και εξέδωσε μόνη της το 1975 ένα λεύκωμα-μνημείο: Το λεύκωμα "Γυναίκες από όλη την Ελλάδα", το οποίο χαρακτηρίστηκε μεγαλειώδες ιστορικό ντοκουμέντο. Θα πρέπει να πούμε ότι αυτό το σημαντικότατο λεύκωμα-ντοκουμέντο η Κατερίνα το εξέδωσε "με το αίμα της καρδιάς της", με προπώληση του λευκώματος πριν από την έκδοσή του, προκειμένου να συγκεντρώσει τα χρήματα ώστε να εκδώσει μόνη της την πολυτελή και πολύ σημαντική αυτή έκδοση. Έτσι βλέπουμε τα σκίτσα της Κατερίνας να παριστάνουν επώνυμες και ανώνυμες αγωνίστριες από κάθε γωνιά της Ελλάδας. Μια Τέχνη που υπηρετεί την ανθρωπιά, που υπηρετεί τη ζωή. Η Κατερίνα με το μολύβι της τίμησε ανταρτομάνες, αναλφάβητες αγρότισσες, μωρομάνες, εργάτριες, αγωνίστριες του Πνεύματος. Και όλα αυτά με ένα φτηνό μολυβάκι που έγραψε όλο το βάρος και το μεγαλείο που έφερε πάνω της η αγωνιζόμενη γυναίκα, η γυναίκα του λαού».

Αγέρωχη, χαρούμενη, αδάμαστη
'Οπως λέει η ίδια η Κατερίνα Χαριάτη - Σισμάνη, στον πρόλογο του λευκώματος: «Το λεύκωμα παρουσιάζει την εξόριστη όπως ακριβώς ήταν. Αγέρωχη, χαρούμενη, ζωντανή και αδάμαστη... Η ομαδική ζωή τις βοηθάει να νικήσουν τις μικροαδυναμίες τους, το τραγούδι δεν λείπει από τα χείλη τους και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που ετοιμάζουν καθημερινά δεν τις αφήνουν να μελαγχολήσουν... μπορεί να μην είχαμε δικαίωμα να απλώσουμε τα ρούχα μας για να ξεμουχλιάσουν, αλλά είχαμε όλη τη διάθεση και τον καιρό να μελετήσουμε τον "Προμηθέα Δεσμώτη" και να αποστηθίσουμε τους ρόλους μας. Πώς να ζωγραφίζω όμως σκηνές απόγνωσης; Παίρνανε τις γυναίκες μας για στρατοδικείο... Με τι καρδιά να γίνω θεατής; Να ξεχωρίσω από τις άλλες για να ζωγραφίσω;... Ημουν ένα με αυτές όλες. Μια αξεχώριστη μονάδα. Η ψυχή μου εκείνη τη στιγμή είχε ξεχάσει την Τέχνη. Ζούσε την πραγματικότητα τη φοβερή. Και περιμέναμε εκτελέσεις. Και γίνανε».

Η Κατερίνα Χαριάτη - Σισμάνη στο Τρίκερι έστησε μια σκηνή ανάμεσα σε δυο άγριες αχλαδιές και την έκανε εργαστήριο. Ομως το Γενάρη του 1950 χίλιες γυναίκες τις πήραν για τη Μακρόνησο. Το πρωί οι 800 στάθηκαν στη γραμμή χωρίς να δεχθούν να υπογράψουν δήλωση. Στη Μακρόνησο δοκιμάστηκαν με βασανιστήρια. Μετά από έξι μήνες ήταν ανεπιθύμητες γιατί «χαλάρωναν την πειθαρχία». Η Κατερίνα ξαναγύρισε στο Τρίκερι. Εκεί είχαν φτιάξει συνεργεία: Τσαγκαρίνες, παπλωματούδες, ράφτρες, μαραγκούδικο. Καθηγήτριες δίδασκαν αρχαία, μαθηματικά, ιστορία, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά. Γυρίζοντας από την εξορία η Κατερίνα ζωγράφισε σημαντικότατους πίνακες. Η ποιότητα του έργου της ανάγκασε τους μεγαλύτερους κριτικούς Τέχνης της εποχής στον τόπο μας να αναγνωρίσουν και να γράψουν για το έργο της. Εκανε σκηνικά θεάτρου, μάσκες, ασχολήθηκε με το ζακυνθινό θέατρο το οποίο και την τίμησε. Παράλληλα έγραψε και εξέδωσε: Το 1962 τη συλλογή ποιημάτων «Χτύποι της καρδιάς» με το ψευδώνυμο Ινα Χάρη. Το 1964 εξέδωσε το βιβλίο «Η Τέχνη στα Επτάνησα» Κριτική Παράδοση, Επτανησιακή σχολή. Το 1972 το βιβλίο «Σκίτσα θεάτρου». Το 1980 «Το παραμύθι της Μαρούλας», ζακυνθινό παραμύθι εικονογραφημένο από την Κ. Χ. Το 1986 τα «Προπολεμικά ειδύλλια». Και το 1991 τα «Δύο Ζακυνθινά σαλόνια - όπως τα είδε ο Στάθης Χαριάτης το 1925».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου