Κυριακή 28 Απριλίου 2013

ΣΥΜΕΩΝ (ΜΕΝΙΟΣ) ΑΔΑΜΙΔΗΣ του Λεωκράτη και της Πηνελόπης (1828) - Μέρος Ε΄

ΣΥΜΕΩΝ (ΜΕΝΙΟΣ) ΑΔΑΜΙΔΗΣ του Λεωκράτη και της Πηνελόπης(1828)

Επιμέλεια Δημήτρη Π. Καρατζιτζή *

 Ε’ ΜΕΡΟΣ
συνέχεια από το προηγούμενο (Δ΄μέρος)

Από το Μεταγωγών της Αθήνας

Στο Μεταγωγών Αθηνών που μας πήγανε, μας βάλανε σε ένα κρατητήριο που ήταν στο υπόγειο και είχε ένα παραθυράκι διαστάσεων 20Χ40, ήταν ψηλά και έβλεπε στο δρόμο, φραγμένο με κάγκελα και σύρμα, εκεί στο δρόμο βάζανε τα αυτοκίνητα, που δουλεύανε συνέχεια, και με την εξάτμιση τους στα παράθυρα, ήταν καλοκαίρι, είχε πολύ ζέστη και μέσα στο κελί έβραζε ο τόπος και σε ερχότανε να λιποθυμήσεις και όλη τη μέρα κάναμε αέρα με το σεντόνι γιατί βρωμούσε και ήταν ανυπόφορα.
Το πρωινό που μας βγάζανε για να πλυθούμε και να πάμε στην τουαλέτα, είχαμε στη διάθεσή μας πέντε λεπτά και ήταν κάποιος Ανθυπομοίραρχος, ονομαζόμενος Μόρφης, που μας έλεγε: «Κύριοι κομμουνιστές, πέντε λεπτά έχετε για πλύσιμο ή χέσιμο, διαλέγεις και κάνεις!!»
Εκεί μας φέρανε ένα κρατούμενο, από άλλες φυλακές, που είχε μεγάλη γενειάδα, το θεώρησαν αντάρτη και θέλανε να τον πάρουν και να το δείρουν, γι’ αυτό μας ζήτησε ξυραφάκι να ξυριστεί, αλλά εμείς δεν είχαμε ούτε σαπούνι, ούτε ξυραφάκι για ξύρισμα, με τα πολλά βρέθηκε ένας που είχε ένα για να ξύνει το μολύβι του και με αυτό τον ξυρίσαμε.

Το 1967, στις 21 Απριλίου

Η τότε τρόικα των συνταγματαρχών, οι πραξικοπηματίες, για να «σώσουν» την Ελλάδα από τον κομμουνισμό, όπως αυτοί έλεγαν, κήρυξαν τη δικτατορία - αυτοί την έλεγαν δημοκρατία γιατί για τον καπιταλισμό δημοκρατία είναι όταν ο λαός δεν μπορεί να μιλήσει… και τότε άρχισαν να μαζεύουν τους κομμουνιστές και έτσι την ίδια μέρα, το βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα κατά στις 2 η ώρα χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού μου, ο υποδιοικητής της Ασφάλειας μαζί με 2-3 άλλους ασφαλίτες και μου είπαν να ετοιμαστώ για να με πάρουν για να με πάνε στην ασφάλεια και έτσι και έγινε.

Όταν με πήγανε στην ασφάλεια, που ήταν στο Κιόσκι, με βάλανε στο κρατητήριο μόνο μου γιατί τους άλλους που είχαν μαζέψει από νωρίς τους είχαν πάει στην Ακαδημία. Όταν ξημέρωσε μαζί με δυο άλλους, που φέρανε τις πρωινές ώρες, μας πήγαν και εμάς στην Ακαδημία. Εκεί μαζευτήκαμε γύρω στα 150 άτομα και καθίσαμε καμιά δεκαριά μέρες και εκεί κάναμε Πάσχα.
Στο διάστημα που μας είχαν στην Ακαδημία αρρώστησα και γιατρός δεν υπήρχε, μόνο ένας φαρμακοποιός κρατούμενος από την Αγία Παρασκευή, ο Πάνος Ευαγγελινός, που ήταν συνέχεια κοντά μου γιατί ήμουν σε άσχημη κατάσταση. Διαμαρτυρηθήκαμε στη Διοίκηση και μας φέρανε ένα γιατρό - στο μεταξύ αρρώστησαν και άλλοι - και το μόνο που μας έκανε ήταν να διαπιστώσει την ασθένεια. Είχαμε  πάθει δηλητηρίαση από χαλασμένα φαγητά γιατί δεν υπήρχε ψυγείο για να προφυλάγουμε τα φαγητά.

Ο Διοικητής της φυλακής (κτήριο της Ακαδημίας) όταν διαμαρτυρόμασταν για κάτι - όπως για το φαγητό ή για την παραμονή μας - μας αντιμετώπιζε με ειρωνεία. Όταν ήρθε η ώρα για να μας πάρουν από εκεί, γιατί θα άνοιγε η Ακαδημία μετά τις διακοπές του Πάσχα, μας ειδοποίησαν να ετοιμαστούμε γιατί θα φεύγαμε. Εμείς συμμαζέψαμε τα πράματά μας και περιμέναμε πότε θα μας φωνάξουν για να φύγουμε. Πράγματι το απόγευμα της ίδιας μέρας είδαμε τα φορτηγά του στρατού με μουσαμάδες κλειστοί που μας περιμένανε. Όταν μας βάλανε στα φορτηγά δεν ξέραμε που θα μας πάνε, μόνο βλέπαμε από καμιά χαραμάδα του μουσαμά ότι ανά πέντε με έξη μέτρα είχαν βάλει ένα φαντάρο σκοπό για να μην τυχόν… και δραπετεύσουμε.

Τότε είδαμε ότι η κατεύθυνσή μας ήταν προς τη Μυτιλήνη και έτσι είδαμε το αρματαγωγό που ήταν στο λιμάνι και καταλάβαμε πως για εκεί μας πάνε. Όταν φτάσαμε, μας κατεβάσανε από τα φορτηγά και μας είπανε να πάρουμε τα πράματά μας και να περάσουμε μέσα στο καράβι. Θα έπρεπε να μπορέσουμε να τα πάρουμε όλα με μιας γιατί δεν θα μπορούμε να βγούμε ξανά να πάρουμε τα υπόλοιπα. Εγώ επειδή ακόμη δεν είχα συνέλθει από την αρρώστια και δεν μπορούσα να τα πάρω όλα, περίμενα να τελειώσουν όλα και τότες μου τα έδωσαν αυτοί.
Στο καράβι δεν άφηναν να μας πλησιάσουν οι δικοί μας. Μέσα στο αρματαγωγό βρήκαμε και άλλους 150 που τους φέρανε από τη Μακεδονία. Όταν φτάσαμε στη Χίο το καράβι χάλασε και περιμέναμε μερικές ημέρες ώσπου νάρθει ένα άλλο αρματαγωγό για να μας πάρει. Στο μεταξύ μας φέρανε και από τη Σάμο και από άλλα μέρη άλλους 150 περίπου και όταν ήρθε το άλλο αρματαγωγό μας μεταφέρανε σ’ αυτό για να πάμε εκεί που μας προορίζανε και που δεν ξέραμε ακόμα για πού θα μας πάνε. Μας μοιράσανε και σωσίβια γιατί είχε μεγάλη φουρτούνα. Ρωτούσαμε τους ναύτες για πού μας πηγαίνουν και μας λέγανε: Πιο πολύ ξέρετε εσείς παρά εμείς. Ρωτούσαμε τους Αξιωματικούς, ούτε αυτοί μας λέγανε.
Μας είχανε δεμένους ανά δύο και δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε από τη θέση μας. Το καράβι σηκωνόταν όρθιο και περιμέναμε πότε θα βουλιάξουμε. Τους λέγαμε να μας μιλήσουν, μας έλεγαν πως δε μπορούνε, γιατί αυτή είναι η διαταγή. Δεν μπορούσαμε να πάμε στην τουαλέτα που ήταν στον καταπέλτη, σαν να λέμε στην ύπαιθρο, από κάτω στο αμπάρι που μας είχαν, εκεί που βάζανε τα άρματα και τα αυτοκίνητα.

 Μετά από πολλές ώρες ταλαιπωρία ακούσαμε να ρίχνουν την άγκυρα και τότες ησυχάσαμε, αλλά το καράβι δε μπορούσε να δέσει, γιατί είχε πολύ φουρτούνα. Μάζεψε ξανά την άγκυρα και έφυγε μακριά για να κάνει στροφή για να βρει κατάλληλο μέρος για να δέσει. Εμείς δεν ξέραμε, ακόμη, σε πιο μέρος έχουμε φτάσει γιατί δε μπορούσαμε να δούμε μέσα από το αμπάρι που μας είχαν. Μετά από αρκετή ώρα έριξαν ξανά άγκυρα και τότε πια μας βγάλανε και όταν είδαμε τα κτίρια της φυλακής καταλάβαμε ότι μας φέρανε στα Γιούρα (Γυάρο), στον τέταρτο όρμο. Εκεί βρήκαμε και άλλους που τους είχαν πάει πριν από μας. Μας μοιράσανε σκηνές για να τις στήσουμε εμείς, εκεί τη νύχτα. Έκανε και πολύ κρύο και την ημέρα πολύ ζέστη. Όταν ξεκινήσαμε να στήνομαι τη σκηνή εγώ δε μπορούσα γιατί ήμουν ακόμη άρρωστος και από τη ταλαιπωρία του καραβιού δεν άντεξα και λιποθύμησα. Τότε τρέξανε οι άλλοι που με γνώριζαν από παλιά, με πήρανε στη σκηνή τους για τις πρώτες βοήθειες γιατί ήμουν πολύ εξαντλημένος. Βγήκα στην αναφορά για να με δει ο γιατρός, αλλά δεν είχαν γιατρό στρατιωτικό, παρά μόνο γιατροί δικοί μας, κρατούμενοι, υπήρχαν.

Μετά από 3 μήνες φωνάξανε το όνομά μου, μαζί με άλλους, για να φύγω. Στους 3 μήνες που έμεινα εκεί δεν έγιναν έκτροπα γιατί ο στρατός που ήταν εκεί και μας φύλαγε ένοιωθαν και αυτοί «εξόριστοι». Μετά που άλλαξε η φρουρά ήταν χειρότερα. Όταν έφτασα στη Μυτιλήνη, μετά από λίγες μέρες με φωνάζουν στην Ασφάλεια και μου είπαν να περνάω μια φορά τη βδομάδα από εκεί για να δίνω παρόν και πως δε μπορώ να βγαίνω έξω από τα σύνορα του Δήμου Μυτιλήνης. Μας γράψανε σε ένα κατάλογο, σε ειδικό βιβλίο, με τη φωτογραφία καθενός και εκεί υπογράφαμε και όταν ήταν να βγούμε έξω από τα όρια που μας είχαν καθορίσει θα έπρεπε να μας δώσουνε ειδική άδεια. Άδεια γραπτή για το συγκεκριμένο μέρος που θα πηγαίναμε και εκεί να δείχναμε την άδεια στο Σταθμάρχη να την υπογράφει για να είμαστε «νόμιμοι», γιατί αν δε γινόταν αυτό και μας εύρισκε κάποιος ασφαλίτης θα είχαμε συνέπειες. Και όταν θα φεύγαμε από κει θα έπρεπε να πάμε πάλι στο σταθμό χωροφυλακής να την υπογράψει ξανά ο σταθμάρχης για να τη δείξουμε πάλι στην Ασφάλεια. Εγώ και λόγω της δουλειάς μου - ηλεκτρολόγος - που έπρεπε να βγαίνω τακτικά εκτός πόλης και επειδή δεν ήθελα να μπαινοβγαίνω στην Ασφάλεια, κατάργησα από μόνος μου την άδεια και δεν πήγαινα να δίνω παρών. Και έτσι σιγά-σιγά πέρασε η δικτατορία. Πότε να με καλούν στην Ασφάλεια, πότε να με παρακολουθούν, φτάσαμε στην ανατροπή της δικτατορίας.
 
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Νέο Εμπρός", φ. 997, 10.4.2013 (http://issuu.com/neoempros/docs/997)

* Ο Δημήτρης Π. Καρατζιτζής είναι εκπαιδευτικός, πρώην Δήμαρχος Μανταμάδου

 Διαβάστε επίσης:
Α΄ μέρος: ΣΥΜΕΩΝ (ΜΕΝΙΟΣ) ΑΔΑΜΙΔΗΣ - Α΄ ΜΕΡΟΣ
Β΄ μέρος: ΣΥΜΕΩΝ (ΜΕΝΙΟΣ) ΑΔΑΜΙΔΗΣ - Β΄ ΜΕΡΟΣ
Γ΄ μέρος: ΣΥΜΕΩΝ (ΜΕΝΙΟΣ) ΑΔΑΜΙΔΗΣ - Γ΄ ΜΕΡΟΣ
Δ΄ μέρος: ΣΥΜΕΩΝ (ΜΕΝΙΟΣ) ΑΔΑΜΙΔΗΣ - Δ΄ΜΕΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου