Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΧΡΕΟΣ, ΟΙ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΙ ΚΑΙ Ο "ΚΛΕΨΑΣ ΤΟΥ ΚΛΕΨΑΝΤΟΣ"

Του Σταύρου Μαυρουδέα *
Από τις τελευταίες εκλογές και μετά ένα άθλιο θέατρο παίζεται σε βάρος του λαού μας. Θεατρίνοι είναι όλα τα διεθνή και εγχώρια προπαγανδιστικά και πολιτικά φερέφωνα του συστήματος. Σκηνοθέτες όμως είναι οι «αγορές» (οι πολυεθνικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί), η ΕΕ (σαν έκφραση των ισχυρότερων ευρωπαϊκών ιμπεριαλισμών) και το ελληνικό κεφάλαιο. Καθένας τους έχει δικά του ιδιαίτερα συμφέροντα και επιδιώκει να τα φορτώσει στους συν-σκηνοθέτες του. Όμως όλοι μαζί – μετά τις μεταξύ τους μικροκλεψιές – τον τελικό λογαριασμό τον στέλνουν στους εργαζόμενους της χώρας μας.

Κατ’ αρχήν οι θεατρίνοι. Όλα τα φερέφωνα του συστήματος εκεί που μας τάιζαν κουτόχορτο, «ισχυρή Ελλάδα» και αλματώδεις αυξήσεις του ΑΕΠ άλλαξαν τροπάριο και κανοναρχούν ότι «έχουμε χρεοκοπήσει», ότι τόσα χρόνια ζούμε με δανεικά χάρη στη φιλευσπλαχνία των κουτόφραγκων της ΕΕ. Σήμερα όμως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και κάθε κατεργάρης θα μπει στον πάγκο του. Επομένως καλούμαστε «όλοι» – δηλαδή οι κοινοί θνητοί μισθοσυντήρητοι γιατί οι «άλλοι» δεν πιάνονται πουθενά και ούτε υπάρχει η βούληση να πιαστούν – να πληρώσουμε το μάρμαρο. Η οικονομική πολιτική έχει μπει κυριολεκτικά και απροκάλυπτα υπό τον έλεγχο των Βρυξελλών με όρους που, επί της ουσίας, δεν απέχουν από τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο του 1898. Μάλιστα κάποια από τα πιο εξωνημένα πολιτικά και δημοσιογραφικά παπαγαλάκια δεν ντρέπονται να διαλαλούν ότι πάλι καλά που υπάρχει ο ξένος έλεγχος επικαλούμενα αντίστοιχα παραδείγματα από το πιο μαύρο παρελθόν της χώρας μας. Η αλήθεια βέβαια δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά τα γκαιμπελικά κατασκευάσματα.

Η ελληνική (καπιταλιστική) οικονομία είναι όντως σε κρίση τόσο λόγω της συνολικότερης οικονομικής κρίσης του συστήματος (που τα φερέφωνα του διαβεβαίωναν ότι δεν θα αγγίξει την χώρα μας) όσο και λόγω των ιδιαίτερων ελληνικών προβλημάτων. Όχι γιατί δεν παράγεται τίποτα – όπως φωνασκούν διάφοροι σχολιαστές που αυτοί πράγματι δεν παράγουν παρά αέρα κοπανιστό αλλά με πολύ ψηλές αμοιβές – αλλά γιατί η ελληνική παραγωγική δομή έχει προφανή διαρθρωτικά προβλήματα. Το βασικότερο απ’ αυτά – και αυτό που γνωρίζουν αλλά τρέμουν να ονοματίσουν οι ιθύνοντες – είναι η ένταξη στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Το ελληνικό κεφάλαιο προσδοκούσε από αυτή την αναβάθμιση του από τα μεσαία προς τα ανώτερα κλιμάκια της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.

Η ένταξη είχε εν τέλει σαν αποτέλεσμα την απώλεια ανταγωνιστικότητας έναντι των ευρωπαϊκών ηγεμονικών οικονομιών (σαφής απόδειξη η μετατροπή του εμπορικού ισοζυγίου από πλεονασματικό σε ελλειμματικό) και ταυτόχρονα αποδιάρθρωσε την παραγωγική δομή της «λαμπρής 20ετίας» (1950-70) του ελληνικού καπιταλισμού. Την υποβάθμιση αυτή το ελληνικό κεφάλαιο προσπάθησε να αντισταθμίσει με την στυγνή ιμπεριαλιστική οικονομική εκμετάλλευση ιδίως των Βαλκανικών οικονομιών.

Αυτή, μαζί με την αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων της χώρας μας (όπου οι ντιρεκτίβες της ΕΕ έπαιξαν κρίσιμο ρόλο), πράγματι στήριξε σοβαρά την καπιταλιστική κερδοφορία. Όμως με το ξέσπασμα της κρίσης το πάρτυ τελείωσε. Οι Βαλκανικές οικονομίες είναι από τις πιο ευάλωτες στην κρίση (π.χ. Ρουμανία) και επίσης ισχυρότεροι δυτικοί ιμπεριαλισμοί πιεζόμενοι από την κρίση δεν αφήνουν πλέον ούτε κοκαλάκι για τους πιο παρακατιανούς έλληνες εταίρους τους. Μάλιστα, για να αναβαθμισθεί στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα ο ελληνικός καπιταλισμός ουσιαστικά υπήγαγε εν πολλοίς την δημοσιονομική και νομισματική πολιτική στις επιλογές των ηγεμονικών ευρωπαϊκών οικονομιών που – καθώς έχουν άλλα δομικά χαρακτηριστικά και οικονομικούς κύκλους – δεν συνάδουν με τις ελληνικές συνθήκες. Αυτή είναι η πραγματική κρίση του «αναπτυξιακού μοντέλου» του ελληνικού καπιταλισμού και όχι κάποιες νεοφιλελεύθερες διαχειρίσεις.

Το ελληνικό αστικό κράτος για να στηρίξει οικονομικά και πολιτικά την καπιταλιστική συσσώρευση και να παρακάμψει τα διαρθρωτικά αυτά προβλήματα εκτίναξε τις δημόσιες δαπάνες όχι για τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων αλλά επιδοτώντας πλουσιοπάροχα το ιδιωτικό κεφάλαιο (π.χ. οι πιο ακριβοί Ολυμπιακοί Αγώνες) και ταυτόχρονα εξαγοράζοντας με ψίχουλα νομιμοποίηση μέσω πελατειακών σχέσεων. Το αποτέλεσμα ήταν η εκτίναξη του δημόσιου χρέους το οποίο, ακριβώς λόγω των ευρωενωσιακών ρυθμίσεων προς όφελος των μεγάλων πολυεθνικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών (π.χ. δυσκολίες στην έκδοση «λαϊκών ομολόγων»), είναι κυρίως εξωτερικό χρέος.

Και ενώ όλα αυτά πήγαιναν θεωρητικά μία χαρά ξαφνικά κηρύχθηκε ο πανικός της χρεοκοπίας. Τίποτα ψευδέστερο. Κατ’ αρχήν αν πράγματι υπάρχει κίνδυνος χρεοκοπίας κάποιων οικονομιών τότε αυτός αφορά πρώτα απ’ όλα τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τη Βρετανία, την Ιταλία και την Ισπανία. Οι οικονομίες αυτές είναι πολύ μεγαλύτερες και πιο σημαντικές για την παγκόσμια οικονομία και επίσης κάποιων το ποσοστό χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ είναι μεγαλύτερο από το ελληνικό (π.χ. Ιαπωνία 170%, Ιταλία 113%). Άλλωστε στα πρόσφατα στοιχεία για τις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι το έλλειμμα θα είναι περίπου 90% και ότι θα χρειασθούν πάνω από 10 χρόνια απλά για να επιστρέψει σε ελέγξιμα επίπεδα. Κανείς όμως δεν βάζει στο στόχαστρο τις οικονομίες αυτές. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που οικονομίες εμφανίζουν τέτοια επίπεδα χρέους.

Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι για να απαλύνουν την οικονομική κρίση οι αστικές κυβερνήσεις έριξαν μεγάλα «πακέτα» στήριξης που επιβάρυναν ιδιαίτερα τα δημόσια οικονομικά. Όμως ξέρουν και οι ίδιοι ότι δεν είναι βέβαιη η έξοδος από αυτή, ιδιαίτερα όταν τελειώσουν τα προγράμματα στήριξης. Επιπλέον, για να καλυφθεί το κόστος τους χρειάζονται ιδιαίτερα μεγάλοι μελλοντικοί ρυθμοί ανάπτυξης – πράγμα καθόλου βέβαιο. Εδώ επεμβαίνουν διάφορα ατομικά κεφάλαια που δεν διστάζουν να κερδοσκοπήσουν με το δημόσιο χρέος. Επιπλέον, οι ενδο-ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί παίζουν ένα ιδιαίτερο ρόλο στο παιχνίδι αυτό καθώς οι ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες επιδιώκουν να μετακυλήσουν τα δικά τους κόστη σε άλλους. Έτσι οι πολυεθνικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κερδοσκοπούν σε βάρος πιο αδύνατων οικονομιών (και όχι φυσικά των ηγεμονικών ιμπεριαλιστικών οικονομιών όπου είναι οι βάσεις τους) που μπορούν εύκολα να εκβιασθούν και να δώσουν ψηλά λύτρα με την μορφή ψηλότερων επιτοκίων δανεισμού.

Το άθλιο θέατρο στην ελληνική περίπτωση αποδεικνύεται από το ότι η ίδια η Moody’s είχε προκαταβολικά αποκλείσει την περίπτωση της χρεοκοπίας αλλά και το ότι ενώ στον πρόσφατο δανεισμό το ελληνικό κράτος ζητούσε 3-5 δις ευρώ του προσφέρθηκαν (από τις ίδιες αμερικανικές, αγγλικές, γερμανικές, ιταλικές κλπ. τράπεζες που πριν φωνασκούσαν ότι θα χάσουν τα λεφτά τους) 25 δις φυσικά με το γνωστό παραφουσκωμένο επιτόκιο. Άλλωστε όλοι αυτοί, ακόμη και σε περίπτωση χρεοκοπίας, έχουν ήδη βγάλει τα λεφτά τους με το παραπάνω από τους μέχρι τώρα τόκους αλλά και από το γεγονός ότι εν πολλοίς δανείζουν χρήμα που δεν το έχουν πραγματικά (πιστωτικό χρήμα). Επιπλέον, γνωρίζουν πολύ καλά ότι η χρεοκοπία ενός κυρίαρχου κράτους είναι πολύ διαφορετική από την χρεοκοπία μίας επιχείρησης γιατί δεν μπορούν να του κατάσχουν την κρατική του υπόσταση. Στην περίπτωση αυτή οι δανειστές είναι αυτοί που θα χάσουν περισσότερο και γι’ αυτό τρέχουν αμέσως να επαναδιαπραγματευθούν το χρέος συνήθως διαγράφοντας ένα μεγάλο μέρος του. Χαρακτηριστικά, στην πρόσφατη περίπτωση της Αργεντινής από το περίπου 70% του χρέους της σε ιδιωτικούς οργανισμούς πληρώθηκε τελικά περίπου το 25% (και αφού μάλιστα χορήγησαν και άλλα δάνεια για ταμειακές διευκολύνσεις). Εξάλλου όλοι αυτοί οι διεθνείς λωποδύτες τρέμουν την ιδέα του πολιτικού ντόμινο. Ας θυμηθούμε τον πανικό τους και τις εσπευσμένες ρυθμίσεις χρεών όταν ο Φιντέλ Κάστρο κάλεσε παλιότερα τις αναπτυσσόμενες χώρες να αρνηθούν να τους πληρώσουν.

Ο άλλος συν-σκηνοθέτης είναι οι ηγεμονικοί ευρωπαϊκοί ιμπεριαλισμοί. Πρώτον, γιατί πολλοί από αυτούς τους χρηματοπιστωτικούς λωποδύτες είναι δικοί τους. Δεύτερον, γιατί έτσι αυξάνουν την ισχύ τους σε σχέση με τους υποδεέστερους ευρωπαϊκούς ιμπεριαλισμούς. Τρίτον, γιατί δεν σκοπεύουν να δώσουν ούτε δεκάρα τσακιστή για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της δική τους ευρωπαϊκής ενοποίησης αλλά μετακυλύουν το κόστος σε άλλους. Το πρόβλημα της ΕΕ είναι ότι αποτελεί μία νομισματική εμπορική ένωση πολύ διαφορετικών πραγματικών οικονομιών. Αυτή η ανισομέρεια των πραγματικών οικονομιών κάνει την ευρωζώνη ιδιαίτερα ευάλωτη σε κρίσεις που επιδρούν διαφορετικά στις διαφορετικές οικονομίες της (οι λεγόμενες «ασύμμετρες κρίσεις») και συνεπώς εντείνουν την εσωτερική της βαβέλ και βάζουν σε κίνδυνο και την εμπορική και νομισματική ενοποίηση. Για να απαλυνθεί έστω αυτό το (άλυτο) πρόβλημα θα έπρεπε οι πιο ισχυρές οικονομίες να στηρίξουν τις πιο αδύναμες. Όμως όταν νοιώθουν οι πρώτες ότι οι ίδιες κινδυνεύουν – παρά τα φληναφήματα περί εξόδου από την κρίση – τότε δεν είναι διατεθειμένες να δώσουν φράγκο για τους «πτωχούς συγγενείς» τους και αντίθετα τις πιέζουν στυγνά να συνεισφέρουν κιόλας στην δική τους κρίση.

Τελευταίος συν-σκηνοθέτης η ελληνική αστική τάξη. Γνωρίζει πολύ καλά όλα αυτά τα παιχνίδια, που σε μεγάλο βαθμό, παίζονται και σε βάρος της. Τρέμει όμως το πολιτικό και οικονομικό κόστος του να δοκιμάσει να τα αμφισβητήσει, όπως ακόμη και η Ιταλία του Μπερλουσκόνι έκανε. Πάνω απ’ όλα τρέμει την κοινωνική έκρηξη εάν αποδεχθεί ότι αυτά τα ευρωπαϊκά «χρυσά κουτάλια» που οι νέοι ΓΑΒ διαλαλούσαν όλα αυτά τα χρόνια αποδείχθηκαν τσίγκινα και τρύπια. Γι’ αυτό αποδέχεται όλους τους εκβιασμούς παρόλο ότι γνωρίζει ότι η ΕΕ δεν μπορεί να της κάνει και πολλά πράγματα. Οι περιορισμοί του Μάαστριχτ είναι ήδη ένα κουρελόχαρτο από τους ίδιους τους εισηγητές τους. Μία ελληνική χρεοκοπία απλά θα μετέφερε το πρόβλημα της ΕΕ στην Πορτογαλία ή ακόμη και στην Ισπανία και την Ιταλία, που εκεί τα πράγματα σοβαρεύουν πολύ. Αλλά το ελληνικό κεφάλαιο είναι ένας μεσαίος ιμπεριαλισμός και δεν διανοείται, υπό τις παρούσες συνθήκες, να αμφισβητήσει τους ανώτερους του. Έτσι στέλνει και αυτό με τη σειρά του την «λυπητερή» στον τελικό αποδέκτη: τους έλληνες εργαζόμενους. Είναι τραγελαφικό ότι αυτό ονομάζεται από διάφορα λεβεντόπαιδα επαϊοντες ως «εσωτερική υποτίμηση» (internal devaluation). Πρόκειται για μία αντίφαση εν τοις όροις καθώς υποτιμάς το νόμισμα σου εξωτερικά μόνο και όχι εσωτερικά. Η ερμηνεία που δίνεται είναι κυνικότατη: δραστική μείωση του εργατικού κόστους για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα.

Όμως όλο αυτό το άθλιο θέατρο σκηνοθετείται ερήμην του κοινού. Τι θα συμβεί όμως εάν το κοινό κράξει θεατρίνους και σκηνοθέτες μαζί;


................................................................................................
* Ο Σταύρος Μαυρουδέας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.








αναδημοσίευση από το dipakpatras.wordpress.com

...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου