Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΙΓΑΛΑ

Η αλήθεια για το Μελιγαλά
Επί δεκαετίες ακροδεξιές ομάδες, με την ανοχή επίσημων εκπροσώπων της αστικής τάξης, συναθροίζονται στο Μελιγαλά, για να «τιμήσουν» τους «ηρωικούς» όπως λένε νεκρούς, που σφαγιάστηκαν από τους «κομμουνιστοσυμμορίτες»! Φέτος, μάλιστα, επιχειρείται να διοργανωθούν διάφορες εκδηλώσεις με τη συμμετοχή και ξένων νεοφασιστικών οργανώσεων από διάφορες χώρες της ΕΕ, όπου διώκονται οι κομμουνιστές ενώ οι νεοφασίστες δρουν ελεύθερα.
Για τη μάχη του Μελιγαλά έχουν γραφτεί και γράφονται από τους αντιπάλους του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ πάρα πολλά, παραποιώντας τα γεγονότα και την ιστορική αλήθεια. Πρόκειται για μια προσπάθεια συγκάλυψης της εγκληματικής και αντιλαϊκής πολιτικής της αστικής τάξης και σε εκείνα τα χρόνια. Κανενός Έλληνα εργαζόμενου δεν μπορεί να πονάει η καρδιά του για τους ταγματασφαλίτες. Πληρώθηκαν όπως τους άξιζε.
Τα «Τάγματα Ασφαλείας», που είχαν συγκροτηθεί προς το τέλος του 1943 από την κατοχική κυβέρνηση Ι. Ράλλη για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου» και την «προστασίαν του κοινωνικού καθεστώτος», είχαν συγκεκριμένη αποστολή κατά τη στιγμή της αποχώρησης των Γερμανών, να αποτελέσουν την οπισθοφυλακή και πλαγιοφυλακή τους, ώστε να κρατήσουν τις θέσεις τους και να απασχολήσουν και φθείρουν τον ΕΛΑΣ. Ετσι, όχι μόνο θα στερούσαν τον ΕΛΑΣ από τα ηθικά και υλικά οφέλη που θα αποκόμιζε από το χτύπημα των Γερμανών, αλλά θα του προξενούσαν και απώλειες.
Κυρίως, όμως, τα «Τάγματα Ασφαλείας», όπως προαναφέρθηκε, συγκροτήθηκαν ως ένα ένοπλο χέρι της αστικής τάξης, ενταγμένο στους σχεδιασμούς της για τη μεταπολεμική εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης. Γι' αυτό και στη συγκρότηση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» συμμετείχαν οι Βενιζελικοί Θ. Πάγκαλος και Στυλ. Γονατάς, καθώς και άλλοι.
Έγραψε σχετικά με τα «Τάγματα Ασφαλείας» ο ιδρυτής τους Ι. Ράλλης: «Κατορθώσαμεν να έχωμεν εις τη διάθεσιν της Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος, δύναμιν εγγυωμένην πλήρως την ασφάλεια και την τάξιν. Κατορθώσαμεν τέλος να εύρουν οι κ.κ. Παπανδρέου, Κανελλόπουλος, κλπ. ενταύθα αποβιβαζόμενοι, ΕΛΛΑΔΑ». «Ο κίνδυνος του κομμουνισμού είναι εγγύς. Η εξουθένωσις της Ελληνικής Φυλής και ημών αυτών έσεται βέβαια αν δεν ετοιμασθώμεν και αντιδράσωμεν». («Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου», Αθήναι 1947, σελ. 70 και 92).
Εξάλλου πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι Γερμανοί είχαν εγκαταλείψει την Πελοπόννησο όταν διαδραματίστηκαν τα γεγονότα στο Μελιγαλά.
Η απόφαση της κυβέρνησης της λεγόμενης «Εθνικής Ενότητας», που ενώ κατάγγειλε τα «Τάγματα Ασφαλείας» στην πράξη τα προστάτευε, δεν ήταν παρά μια καταδολίευση του ΕΑΜ. Οι μυστικές οδηγίες των Άγγλων και των παλαιοκομματικών προς τα «Τάγματα Ασφαλείας» ήταν να μην παραδοθούν και να πολεμήσουν τον ΕΛΑΣ. Ο ΕΛΑΣ δεν είχε άλλη διέξοδο από το βίαιο αφοπλισμό και τη διάλυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας», τα οποία, όμως, προσπαθούσαν να κρατηθούν ως τον ερχομό των Άγγλων, που όπως αποδείχτηκε αργότερα, θα τα μετατρέπανε σε «συμμαχικό» στρατό.
Επομένως η βίαιη διάλυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας», ήταν βέβαιο ότι θα προσέκρουε στις επιδιώξεις των Άγγλων και της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας». Ο Γ. Παπανδρέου άλλωστε είχε αρχίσει από παλιά (και οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές το ίδιο), να κάνει λόγο ευθέως για τρομοκρατία του ΕΑΜ ή της «ΕΑΜικής μειοψηφίας κατά της πλειοψηφίας», και το επισημοποίησε στο Λίβανο.
Στις 8/9/1944, ο ΕΛΑΣ έδωσε τη μάχη για την απελευθέρωση της Καλαμάτας από τους ταγματασφαλίτες. Αιχμαλώτισε το μεγαλύτερο μέρος, ένα τμήμα όμως, με επικεφαλής τον κατοχικό Νομάρχη Μεσσηνίας Περωτή, διέφυγε προς Μελιγαλά. Στο δρόμο προς το χωριό Ασπρόχωμα, οι ταγματασφαλίτες έσφαξαν 30 πολίτες και 4 ΕΛΑΣίτες, οι οποίοι εκτελούσαν τηλεφωνική υπηρεσία σ' αυτό το χωριό.
Η μάχη του Μελιγαλά
Οι εκκλήσεις του ΕΛΑΣ να σταματήσουν οι συγκρούσεις δε βρήκαν καμιά ανταπόκριση, εξαιτίας των ραδιουργιών των Άγγλων και της κυβέρνησης του Καΐρου, που πίστευαν ότι μ' αυτά θα μπορέσουν να καταβάλουν τις ισάριθμες σχεδόν δυνάμεις της ΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ και να κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους την Πελοπόννησο ως την άφιξη των αγγλικών στρατευμάτων.
Για την τριήμερη σκληρή μάχη που έδωσε ο ΕΛΑΣ στο Μελιγαλά, όπου είχαν συγκεντρωθεί γύρω στους 1.000 ταγματασφαλίτες, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το «Ματωμένο και ένδοξο χρονικό» του γιατρού Στάθη Κανναβού, Επάρχου διοικητικού αντιπροσώπου της ΠΕΕΑ, εκείνη την εποχή. Το χρονικό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εθνική Αντίσταση» (τεύχος 21, 1979).
«11 Σεπτέμβρη. Στην οχυρωμένη μ' όλα τα μέσα της πολεμικής τέχνης από τους Γερμανούς κωμόπολη του Μελιγαλά, έχουν συγκεντρωθεί να δώσουν την αποφασιστική δολοφονική τους μάχη, οι πιο αιμασταγείς ταγματαλήτες 2 επαρχιών. Οι βάσεις Βελίκας, Καλαμάτας, Μελιγαλά, Διαβολιτσιού, Δώριου, Κοπανακιού. Αποβραδίς, οι ηρωικοί ΕΛΑΣίτες του 8ου και 9ου Συντάγματος, έχουν δέσει γύρω από το άντρο αυτό της εθνοπροδοσίας ασφυκτικό κλοιό. Εφεδροελασίτες και από τις 3 επαρχίες πλαισιώνουν κι εδώ, στις πρώτες γραμμές, τον ΕΛΑΣ, ενεργούν αναγνωρίσεις, δίνουν πληροφορίες. Και τρεις μέρες και τρεις νύχτες, από το χάραμα της 12 Σεπτέμβρη, ο μικρός κάμπος και τριγύρω τα βουνά κρατούν την ανάσα τους στο ασταμάτητο σάλαγο της φονικής σύρραξης. Για τον ΕΛΑΣ, χάρη στις Καζέρτες και στα Λίβανα, κάθε σφαίρα, είναι ακριβότερη κι από το χρυσό. Είσαι υποχρεωμένος χίλιες να σφυρίζουν στ' αυτιά σου και ν' απαντάς με μία. Μονάχα που διαθέτει κανόνι! Είναι μια σκέτη κάννη, ψαρεμένη από το ΕΛΑΝ στ' απομεινάρια κάποιου ναυαγίου. Για να ψευτοσταθεί στον τόπο της, ύστερα από κάθε βολή, φορτώνεται μ' έναν αρμακά πέτρες. Μα κι έτσι, πάλι κλοτσοπηδάει και τα φέρνει όλα γύρω της, άνω - κάτω. Και οι άντρες για σιγουριά έχουν δέσει από τη σκανδάλη της ένα καραβόσκοινο, κι αυτό τραβάνε από καμιά δεκαριά μέτρα μακριά κάθε φορά που θέλουν να πυροβολήσουν!
14 Σεπτέμβρη. Μια εγγλέζικη αποστολή έρχεται καταϊδρωμένη και ζητάει να περάσει στις γραμμές της εθνοπροδοσίας. Θα έπειθε λέει, τους αλήτες να σταματήσουν την αιματοχυσία, να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ και να περιμένουν να κριθούν από την Κυβέρνηση. Όταν το παράλλο πρωινό, αιχμάλωτοι πια του ΕΛΑΣ, οι διπλοπουλημένοι αυτοί στους ξένους επιδρομείς "εθνικόφρονες" ρωτήθηκαν γιατί έστω και την τελευταία στιγμή δε δέχτηκαν να σταματήσουν την αιματοχυσία, η απάντησή τους ήταν και πάλι αυτή του αναίσθητου, επαγγελματία προδότη.
- Οι Εγγλέζοι μας πίεσαν να συνεχίσουμε...
Για το Μεσσηνιακό λαό για μια ακόμη τώρα φορά ενισχύονταν οι ανησυχίες του για το αύριο, ενώ οι ταγματαλήτες με τις ευλογίες τώρα γερμανών, εγγλέζων, της κυβέρνησης συνέχιζαν με πιο πολλή λύσσα, και αναισθησία το αιματοκύλισμα του λαού. Ο ΕΛΑΣ έχασε όσα σε καμιά μάχη του με τους Γερμανούς, κάπου 200 διαλεχτά παλικάρια. Οι ταγματαλήτες ως την τελευταία στιγμή, έβγαλαν από το Μπεζεστένι ομήρους τους και τους εκτελούσαν.
15 Σεπτέμβρη. Λίγο μετά το ηλιβάρεμα, οι δολοφόνοι του Μελιγαλά, σηκώνουν από παντού λευκές σημαίες. Πετούν στα φυλάκια τα άτιμα όπλα τους και μπουλούκια - μπουλούκια, τρέχουν να κλειστούν στο Μπεζεστένι. Λίγες στιγμές πριν την παράδοσή τους, στις ανατολικές παρυφές της κωμόπολης είχε φτάσει χωρίς να προλάβει να πάρει μέρος στη μάχη το 11ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ μαζί με το θρυλικό καπετάνιο του Λαϊκού μας στρατού - τον Άρη Βελουχιώτη. Ο πόνος, η οργή και το αίσθημα της πιο άγριας εκδίκησης των χιλιάδων μαυροφορεμένων από τα γύρω χωριά που πλημμύρισαν την κωμόπολη ήταν ολόκληρο βουνό. Και μ' όλα αυτά, ο πατριωτισμός και η ανθρωπιά του εθνικολαϊκού μας κινήματος δεν υστέρησε. Από την πρώτη ημέρα με τη βοήθεια του ΕΛΑΣ διώχτηκαν στα χωριά τους εκατοντάδες ανοργάνωτοι, που περιφέρονταν στην πόλη, λεηλατούσαν και προκαλούσαν ανεύθυνα. Από τις πρώτες στιγμές οι κατά τόπους οργανώσεις ξεκαθάρισαν από το Μπεζεστένι πάνω ίσως κι από χίλιους Γερμανοντυμένους που υποτίθονταν ότι δε βαρύνονταν μ' εγκλήματα και τους έστειλαν στα σπίτια τους. Από την ίδια ημέρα το Λαϊκό Συμβούλιο Αυτοδιοίκησης συνέρχονταν και με εισήγηση του υποφαινόμενου αποφάσιζε την οργάνωση συσσιτίου για τις οικογένειες των ταγματαλητών!
Και μέσα σ' ένα τέτοιο αιμοσταγές περιβάλλον το ανθρώπινο πρόσωπο του Λαϊκού μας αγώνα, εύρισκε και πάλι την αντοχή του να εκδηλωθεί.
16 Σεπτέμβρη. Ένα μετά το άλλο τα 3 Συντάγματα του Λαϊκού Στρατού αποσύρονται από το Μελιγαλά και προχωρούν από την απάνω Τριφυλία, την Ιθώμη, την Εύα, τη Βουφράδα, σ' ένα μέτωπο που πιάνει όλο το μάκρος του Νομού. Όλες οι δυνάμεις θα συγκλίνουν στους Γαργαλιάνους, τη μεγάλη αντάρτισσα πόλη του Μωρηά, με τους 600 αντάρτες της και τους χιλιάδες κυνηγημένους της. Εδώ έχει φωλιάσει ο αρχιδολοφόνος Στούπας και με τις ορδές του συνεχίζει και μετά την αποχώρηση των Γερμανών τις επιδρομές και τη σφαγή στα χωριά της Κάτω Τριφυλίας και της Πυλίας.
Στη σύρραξή του αυτή με τα τελευταία υπολείμματα της εθνοπροδοσίας, ο ΕΛΑΣ πληρώνει και πάλι μ' ακριβές απώλειες. Οι δολοφόνοι του Στούπα, ηττημένοι, σκορπίζονται στις σταφίδες και στην πορεία τους προς την Πύλο αιματοκύλησαν την περιοχή, σκοτώνοντας άνανδρα, κάθε χωριάτη που δούλευε ανύποπτος στα χτήματά του. Ο αρχιπροδότης Στούπας κλείνεται στο Κάστρο της Πύλου να γλιτώσει. Μα κάποτε αποκάνει από την αντιλαϊκή λύσσα του και αυτοκτονεί.
Έτσι, στις 20 Σεπτέμβρη η Μεσσηνία είναι λεύτερη. Ο ηρωικός καπετάνιος του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα Άρης Βελουχιώτης προχωρεί σ' όλο το μάκρος, από Πύλο - Μεσσήνη, Αρκαδικά σύνορα, αποχαιρετάει το λαό και με τα 3 Συντάγματα του ΕΛΑΣ τραβάει για το κέντρο του Μωρηά.
 
Εκεί, στα τέλη του Σεπτέμβρη, έφτανε στην Καλαμάτα και ο αντιπρόσωπος της Κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» κ. Παναγ. Κανελλόπουλος. Από την πρώτη κι όλας στιγμή φάνηκε ότι μοναδική έγνοια και αγωνία της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου ήταν το πώς θα περιμαζέψει, θα διατηρήσει οπλισμένους και θα μεταφέρει στην Αθήνα τους ταγματαλήτες, για τη νέα αιματοχυσία που ετοίμαζε με τους Άγγλους πάτρωνές της. Λαϊκές επιτροπές από όλα τα στρώματα ανεβοκατεβαίνουν κάθε μέρα στο ξενοδοχείο που στάθμευε ο Αντιπρόσωπος της κυβέρνησης, χωρίς να παίρνουν έστω μια αόριστη απάντηση για τα προβλήματα ζωής ή θανάτου, που τους πίεζαν. Κι ήταν πάλι και τότε η πρωτοβουλία και πίεση των λαϊκών οργανώσεων, που έδινε μια άμεση και σωστική λύση σε πολλά αδιέξοδα. Με την υπογραφή του κ. Κανελλόπουλου του Διοικητ. Αντιπροσώπου Επαρχίας Καλαμάτας και του υποφαινόμενου σαν Διοικητικού αντιπροσώπου της Επαρχίας Μεσσήνης, εκδίδονταν για το Νομό και κυκλοφορούσαν ειδικά χαρτονομίσματα, εγγυημένα από το κράτος που θα δημιουργούνταν. Μ' αυτά πληρώθηκαν χιλιάδες υπάλληλοι που ένα δυο μήνες έμειναν απλήρωτοι και νηστικοί. Μ' αυτά άνοιξε και κινήθηκε η αγορά κι ο λαός ένιωσε ξανά ότι μπορεί μόνος του να κουμαντάρει κάθε πλευρά της ζωής του».
«Προσοχή νάρκες»
Η μάχη του Μελιγαλά δεν τελείωσε με τη νικηφόρα έκβαση που είχε η μάχη για τον ΕΛΑΣ. Δημιουργήθηκε ένα φοβερό κλίμα που μύριζε θανατικό. Ο λαός της περιοχής ζητούσε με κάθε τρόπο να εκδικηθεί, ξεπαστρεύοντας τις εγκληματικές αυτές μορφές των ταγματασφαλιτών που είχαν διαπράξει ανήκουστα κακουργήματα σε βάρος του.
Η κατάληψη της μισητής εχθρικής εστίας από τον ΕΛΑΣ και μετά μάλιστα από τέτοιο φοβερό κόστος σε αίμα, είχε εξαγριώσει τα πράγματα. Κάποιοι αντάρτες είχαν αρχίσει να καίνε σπίτια απ' τα οποία τους χτυπούσαν και χρειάστηκε να επέμβει ο καπετάνιος Φώτης Αποστολόπουλος, για να συγκρατήσει την εκδικητική τους ορμή (1).
Για την εκδικητική μανία του κόσμου, ο Αρίστος Καμαρινός λέει σχετικά: «Είχα την ευθύνη της συγκέντρωσης των αιχμαλώτων στο Μπεζεστένι. Το έργο μας ήταν πολύ δύσκολο. Έπρεπε να συγκρατήσουμε ομάδες εξοργισμένων πολιτών, οι οποίοι οπλισμένοι με τσεκούρια ορμούσαν να εκδικηθούν για τα θύματά τους. Για να περιφρουρήσουμε τους αιχμαλώτους, βάλαμε ισχυρή φρουρά στο Μπεζεστένι και γράψαμε με μεγάλα γράμματα: "Προσοχή Νάρκες!"» (2).
«Τους αιχμαλώτους», διηγείται ο Βαγγέλης Μαχαίρας, «σε πρώτη φάση τους μεταφέραμε στις αρχικές μας θέσεις. Συγκεντρώθηκαν εκεί εκατοντάδες αγανακτισμένοι Μεσσήνιοι, που φώναζαν: "Δολοφόνοι, προδότες, σκοτώσατε τους δικούς μας". Και απειλούσαν λιντσαρίσματα. Με το πιστόλι στ' αριστερό μου χέρι (το δεξί το είχα στο γύψο), τους είπα: "Δεν θα επιτρέψω να θιγεί ούτε ένας αιχμάλωτος" και τους εξήγησα: "1. Δεν ξέρουμε ποιοι κάνανε εγκλήματα. Χρειάζεται ανάκριση και 2. Αν θέλατε να εκδικηθείτε ας ερχόσαστε να λάβετε μέρος στη μάχη. Τρεις μέρες κράτησε"». (3)
Συνεχίζει ο Στάθης Κανναβός: «Όπως και στη Μεσσηνία, η ιστορία στην ένδοξη για το λαό εκείνη περίοδο περπάτησε με βήματα βαριά και απαραχάρακτα. Σπιθαμή με σπιθαμή το χώμα της έχει ποτιστεί με το αίμα χιλιάδων αγνών πατριωτών και ηρώων. Στη μνήμη του Κώστα Ξυδέα, του Νικήτα Σούμπλη, του Αντώνη Δημόπουλου, του Γιώργη Ζερμπίνου, της Ελένης Πιερράκου, του Τάκη Μουντζουρέα, του Κώστα Μπασακίδη, του Κώστα Κανελλόπουλου, του Μήτσου Κανελλόπουλου, του Γιάννη Δρυνέα, του Θόδωρου Κορμά, του Τάκη Αλεβιζάτου, του Μήτσου Οικονομόπουλου, του Πούλου Πουλόπουλου, του Τάκη Κουλαμπά, του Νίκου Μητρόπουλου, του Κώστα Σταθόπουλου, του Κλέαρχου Συρράκου, του Χρίστου Αντωνόπουλου, του Κώστα Νέζη, του Αντώνη Νέζη, του Βασίλη Μπράβου, του Νίκου Ανδριανόπουλου, του Παναγιώτη Κατσώλη, του Παναγιώτη Μπάρτζιου, του γιατρού Ματζή, του Μήτσου Κούκλινου, του Θόδωρου Μπουμπού, του Κούτρη, του Παναγιωτακάκη και των άλλων δεκάδων νεκρών κι αθάνατων στελεχών του» (4).
Η μάχη του Μελιγαλά ήταν μια μάχη ταξική μεταξύ των δυνάμεων της λευτεριάς και κοινωνικής προόδου και της πιο μαύρης αντίδρασης.
Συμπεράσματα
Είναι θεμελιακής σημασίας το γενικότερο συμπέρασμα που προκύπτει, τόσο από τα γεγονότα στο Μελιγαλά όσο και από τα ανάλογα σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, που αφορούσαν σε συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τα «Τάγματα Ασφαλείας», με τον ΕΔΕΣ, με την ΕΚΚΑ και άλλες οργανώσεις: Εχθρός όλων των αστικών δυνάμεων (και των Γερμανόφιλων και Αγγλόφιλων) ήταν το λαϊκό κίνημα (ΕΑΜ) και φυσικά το ΚΚΕ, παρά τις οξύτατες αντιθέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις, αντιθέσεις που τις έφεραν να μάχονται μεταξύ τους και με τα όπλα.
Ωστόσο, κι ενώ συγκρούονταν μεταξύ τους, ταυτόχρονα συνεργάζονταν για την αντιμετώπιση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Το γεγονός εξηγείται: «... η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας περιέχονταν στον αντιφασιστικό χαρακτήρα του πολέμου» (5). Και εκδηλώθηκε με ακόμη πιο ανοιχτό και οξύτατο τρόπο μετά την άνοιξη του 1943, όταν είχε επέλθει η στροφή στον πόλεμο σε βάρος της Γερμανίας και υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης. Από τότε ακριβώς αναπροσαρμόστηκε πιο συγκροτημένα η στρατηγική των αστικών δυνάμεων (Εγγλέζων - ντόπιων) κατά του ΕΑΜ (όχι όμως και η στρατηγική του ΕΑΜικού κινήματος), με τις γνωστές εξελίξεις που ακολούθησαν.
Πηγές:
1. Κωνσταντίνος Μπρούσαλης: «Η Πελοπόννησος στο Πρώτο Αντάρτικο 1941-1945», εκδόσεις «Επικαιρότητα», σελ. 469.
2. Γρηγόρη Κριμπά: «Η Εθνική Αντίσταση στη Μεσσηνία και τους γύρω νομούς», σελ. 334.
3. Στο ίδιο, σελ. 333.
4. Περιοδικό «Εθνική Αντίσταση», τεύχος 21, 1979.
5. «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των λαών», σελ. 12.
 
Tου Χρήστου ΤΣΙΝΤΖΙΛΩΝΗ *
* Ο Χρήστος Τσιντζιλώνης είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
 
 
Γιατί η μάχη για την ιστορία μας είναι στην καρδιά της αντιφασιστικής δράσης.
Η διακριτική αποσιώπηση της ταυτότητας των νεκρών αποτελεί συστατικό στοιχείο των «μνημοσύνων» του Μελιγαλά ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και συνδέεται με τη γενικότερη στρατηγική βάσει της οποίας επιχειρήθηκε στη χώρα μας η «δικαίωση» του ένοπλου δωσιλογισμού.
Με δυο λόγια: αυτό που συνήθως αποκρύπτει η φιλολογία περί «αθώων θυμάτων» είναι
(α) το ιστορικό γεγονός ότι ο Μελιγαλάς υπήρξε βάση και ορμητήριο των ένοπλων συνεργατών της Βέρμαχτ που το 1943-44 έπνιξαν στο αίμα τη Μεσσηνία και τους γύρω νομούς
και (β) ότι το μακελειό του 1944 ήταν το αποτέλεσμα μιας από τις σκληρότερες μάχες που έδωσε ο ΕΛΑΣ, με εξουσιοδότηση του συμμαχικού στρατηγείου και της κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Ας δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
*Κωμόπολη 2.482 κατοίκων το 1940, ο Μελιγαλάς χρησιμοποιήθηκε το 1941-43 ως βάση ιταλών καραμπινιέρων (1941-43) και μιας διλοχίας γερμανικού στρατού (1943-44).
*Όταν την άνοιξη του 1944 οι Γερμανοί συγκρότησαν τα Τάγματα Ασφαλείας, ένοπλους δωσιλογικούς σχηματισμούς με αποστολή την «αξιοποίηση της αντικομμουνιστικής μερίδας του ελληνικού λαού» για τη μετατροπή της αντιφασιστικής Αντίστασης σε εμφύλιο πόλεμο και την «εξοικονόμηση γερμανικού αίματος», εγκαταστάθηκε εκεί το 3ο Τάγμα Ασφαλείας Καλαμών-Μελιγαλά.
Την υποστήριξή του ανέλαβε μια «πολιτική επιτροπή», με πρόεδρο τον πολιτευτή Περικλή Μπούτο και μέλη τον κοινοτάρχη, δυο δικηγόρους κι ένα γιατρό (Θεοδωρόπουλος 2001, σ. 133-4).
Ο τρόπος με τον οποίο «αξιοποιήθηκε» από τους ναζί αυτή η δωσίλογη «μερίδα του ελληνικού λαού» ήταν αναμενόμενος: Δεν πρόλαβε να εγκατασταθεί το Τάγμα στο Μελιγαλά, και τα γερμανικά αρχεία καταγράφουν τη συμμετοχή του σε «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» των κατοχικών στρατευμάτων.
Στηριγμένοι στη Βέρμαχτ, οι ταγματασφαλίτες αναλαμβάνουν να κονιορτοποιήσουν τη μαζική βάση του ΕΑΜ με μαζικές συλλήψεις, βασανιστήρια, εκτελέσεις και κάψιμο σπιτιών, εγκαινιάζοντας ένα φαύλο κύκλο βίας και αντεκδικήσεων, που θα οδηγήσει στις εκτελέσεις των ημερών της Απελευθέρωσης.
Η μάχη και η σφαγή
Η συμβολή τους στην πολεμική προσπάθεια του Άξονα υπήρξε ουσιαστική.
Δεν είναι μόνο ο προϊστάμενός τους, αντιστράτηγος των SS Βάλτερ Σιμάνα που, στην τελική έκθεσή του προς τον Χίμλερ (2.11.44), διαπιστώνει ότι τα Τάγματα Ασφαλείας «ήταν πολύτιμες βοηθητικές μονάδες στην ενεργό καταπολέμηση των συμμοριών».
Βρετανική έκθεση του 1944 τονίζει πως «η τοπική γνώση των προσώπων και του χώρου από τα Τάγματα Ασφαλείας, τους προσδίδει μοναδική αξία για τους Γερμανούς, που μπορούν έτσι να κρατήσουν την Ελλάδα με έναν ελάχιστο αριθμό δυνάμεων», (ΔΙΣ 1998, σ. 43).
Αποκαλυπτική είναι τέλος η πρακτική της Βέρμαχτ να περιλαμβάνει τους νεκρούς, τραυματίες ή αγνοούμενους ταγματασφαλίτες στους πίνακες των δικών της απωλειών.
*Για τη στάση του πληθυσμού, αρκετά εύγλωττες είναι οι μεταπολεμικές αναμνήσεις του υποδιοικητή του Τάγματος Μελιγαλά, ταγματάρχη Καζάκου, για τις εκκαθαριστικές του καλοκαιριού του 1944 στον Ταΰγετο:
«Η επιχείρησις αύτη απέβη άκαρπος», σημειώνει, «καθ’ όσον ο ΕΛΑΣ είχεν οργανώσει σχεδόν ολόκληρον την ύπαιθρον (Μεσσηνίας και Λακωνίας) από του εργάτου μέχρι του ανωτάτου τιτλούχου, ώστε επληροφορήθη εγκαίρως φαίνεται την όλην προπαρασκευήν» των Γερμανών και των συνεργατών τους.
Αντισυνταγματάρχης πλέον του ελληνικού στρατού, ο συντάκτης των παραπάνω γραμμών φροντίζει πάντως να διευκρινίσει, εν έτει 1955, ότι «η στάσις των Αρχών κατοχής υπήρξε ειλικρινής και φιλική» απέναντι στη μονάδα του (ΔΙΣ 1998, σ. 193). Αναφερόμενος πάλι στην αποχώρηση της Βέρμαχτ, δεν διστάζει να καταγγείλει τους Γερμανούς για «προδοτικήν στάσιν» (σ. 197).
*Οι Γερμανοί εγκατέλειψαν το Μελιγαλά στις 4.9.1944 και την Καλαμάτα την επομένη.
Ο ΕΛΑΣ μπήκε στην μεσσηνιακή πρωτεύουσα στις 9 Σεπτεμβρίου, μετά ολοήμερη μάχη με τον εκεί «λόχο ασφαλείας» και τη χωροφυλακή.
Στις 13 Σεπτεμβρίου ήρθε η σειρά του Μελιγαλά, όπου είχαν οχυρωθεί οι εναπομείναντες ταγματασφαλίτες.
Όταν η ηγεσία τους απέρριψε το κάλεσμα του ΕΑΜ να καταθέσουν τα όπλα και να τεθούν στη διάθεση της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, το λόγο είχαν τα όπλα.
Οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν ισοδύναμες αριθμητικά (1.000-1.200 ένοπλοι εκατέρωθεν), ενώ οι αντάρτες διέθεταν την υποστήριξη χιλιάδων χωρικών του εφεδρικού ΕΛΑΣ, που συνέρρεαν από τα πέριξ με αυτοσχέδιο οπλισμό.
Η μάχη κράτησε τρεις ολόκληρες μέρες (13-15.9.44). Το τελικό ανακοινωθέν του ΕΛΑΣ αναφέρει ότι σκοτώθηκαν 60 αντάρτες και 800 «ράλληδες». Ο δεύτερος αριθμός περιλαμβάνει προφανώς χοντρικά και τους εκτελεσμένους των επόμενων ημερών.
*Παρά τις αντιφάσεις, τις υπερβολές και τις αποσιωπήσεις τους, οι διαθέσιμες αφηγήσεις δίνουν μια γενική ιδέα όσων συνέβησαν μετά τη μάχη: Αρχικά σημειώθηκαν σποραδικοί φόνοι και καταστροφές περιουσιών.
Ακολούθησε το ξεκαθάρισμα των συλληφθέντων με συνοπτικές διαδικασίες, από μια επιτροπή με επικεφαλής τους δικηγόρους Βασίλη Μπράβο και Γιάννη Καραμούζη.
Από σημειώματα που δημοσιεύθηκαν αργότερα στον τοπικό εθνικόφρονα τύπο προκύπτει ότι αποφασιστικό ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία έπαιξαν οι τοπικές οργανώσεις της Εθνικής Πολιτοφυλακής, στις οποίες είχε ανατεθεί η συγκέντρωση στοιχείων για την προηγούμενη δράση κάθε αιχμαλώτου.
Όσοι καταδικάζονταν οδηγούνταν σε ένα εγκαταλειμμένο ξεροπήγαδο έξω απ’ την κωμόπολη (την «Πηγάδα») κι εκτελούνταν.
 
*Πόσοι ήταν;
Το 1945, το ιατροδικαστικό συνεργείο του Καψάσκη ανακοίνωσε ότι ξέθαψε 708 πτώματα. Στο μνημείο είναι γραμμένα 787 ονόματα από 61 πόλεις και χωριά.
Η εθνικόφρων φιλολογία προβάλλει φυσικά πολύ μεγαλύτερα νούμερα: «περί τους 1.500 εις την Πηγάδα» μετρά ο Κώστας Καραλής (1958), «περί τα 1.800 άτομα πάσης ηλικίας και φύλου» βρίσκουν το Αρχηγείο Χωροφυλακής (1962) και ο καθηγητής Απόστολος Δασκαλάκης (1973), 1.900 τους θέλει ο Κων/νος Αντωνίου (1965), «άνω των 3.500 κατά τους μετριωτάτους υπολογισμούς» τους προτιμά η χουντική ιστορία του ΓΕΣ (1973).
Ο Κοσμάς Αντωνόπουλος, πάλι, αναφέρει 2.100 «δολοφονηθέντες», παραθέτει όμως τα στοιχεία μόλις 699.
Το βιβλίο που διανέμει ο «Σύλλογος Θυμάτων» περιέχει 1.144 ονόματα, ο συγγραφέας του όμως δείχνει μάλλον αναποφάσιστος: αλλού μιλάει για 1.500 νεκρούς (σ. 118), αλλού για «1.500 και πλέον» (σ. 115), αλλού για πάνω από 2.000 (σ. 26 & 166) κι αλλού για «5.000 εκατέρωθεν» (σ. 23). Σε κάθε περίπτωση, οι αριθμοί περιλαμβάνουν όχι μόνο τους «σφαγιασθέντες» αλλά και τους νεκρούς της τριήμερης μάχης.
*Την αντίθετη τάση επιδεικνύουν οι συγγραφείς της εαμικής πλευράς. Η αναλυτικότερη σχετική πηγή υπολογίζει 120 σκοτωμένους στη μάχη και 280-350 εκτελεσμένους στην Πηγάδα (Ξιάρχος 1982, σ. 38), ενώ δεν λείπουν αναφορές μέχρι και σε 1.200 νεκρούς.
*Πιο ενδιαφέρουσα απ’ αυτή την… κολοκυθιά αποδεικνύεται η εξέταση του καταλόγου της έκδοσης του «Συλλόγου Θυμάτων». Σε σύνολο 1.144 ονομάτων (οι 108 κάτοικοι Μελιγαλά) υπάρχουν μόνο 18 γυναίκες, 18 ηλικιωμένοι, ένας έφηβος και κανένα παιδί.
Όλοι οι υπόλοιποι, το 96,8% του συνόλου, είναι άντρες λίγο πολύ μάχιμης ηλικίας. Κάθε άλλο παρά σφαγή «γυναικόπαιδων», δηλαδή
Μνημόσυνο ακατονόμαστων
Ευθύς εξαρχής, οι εκδηλώσεις στη μνήμη των «σφαγιασθέντων» πήραν ρεβανσιστικό χαρακτήρα.
*Το πρώτο μνημόσυνο (24.6.45) καταλήγει σε απόπειρα λιντσαρίσματος των αντιστασιακών που κρατούνταν στη φυλακή της κωμόπολης (Β. Κλεφτόγιαννης, «Όπως τα ‘ζησα», σ. 143-4).
*Από το Σεπτέμβριο του 1945 η τελετή τυποποιείται, με φαινομενικό οργανωτή την κοινότητα και ουσιαστικό τη νομαρχία. Συμμετέχουν οι πολιτικές, εκκλησιαστικές, αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές, τοπικοί πολιτικοί, τα σχολεία.
Επί χούντας θα καθιερωθεί και αθλητικό τουρνουά ποδοσφαίρου και ανώμαλου δρόμου, με κύπελλα που αθλοθέτησαν τοπικοί παράγοντες και οι κυλινδρόμυλοι «Ευαγγελίστρια» («Θάρρος» 17.9.67).
*Παράλληλα, «διευθετείται» ο χώρος των εκδηλώσεων. Βασιλικό διάταγμα του 1953 συστήνει ερανική επιτροπή με πρόεδρο το μητροπολίτη και μέλη το νομάρχη, το διοικητή Χωροφυλακής κ.ά.
Από τον δημοσιευμένο απολογισμό του εράνου, πληροφορούμαστε ότι τη μερίδα του λέοντος «συνεισέφεραν» τα σχολεία και οι φαντάροι: 244.413 και 65.529 δρχ. αντίστοιχα, σε σύνολο 332.614 («Σημαία» 19.9.54). Μ’ αυτά τα λεφτά χτίζεται παρεκκλήσι, «καλλωπίζεται» η Πηγάδα και υψώνεται ένας τεράστιος σταυρός.
Η τελική διαμόρφωση (μάντρες, πάρκινγκ κ.λπ.) θα γίνει επί χούντας, με πιστώσεις και επίβλεψη Ασλανίδη.
*Η χουντική επταετία γνωρίζει άλλωστε το απόγειο του ιδιότυπου αυτού γιορτασμού. Το 1967 το μνημόσυνο τιμά με την παρουσία του ο Παττακός, εξηγώντας ότι «η 21η Απριλίου απέτρεψε νέον Μελιγαλάν» και ανακοινώνοντας την αναβάθμιση της κοινότητας των 1.800 κατοίκων σε «ιστορικό» δήμο («Έθνος» 18.9.67).
*Το 1968 παρευρίσκεται πρώτη φορά ο «ανώτατος άρχων» της χώρας, στο πρόσωπο του αντιβασιλιά Ζωιτάκη («Θάρρος» 24.9.68). Το 1969, η επιμνημόσυνη λειτουργία μεταφέρεται από την κεντρική εκκλησία της κωμόπολης στο χώρο της Πηγάδας και η τροχαία εκδίδει προληπτικές οδηγίες για την κυκλοφορία («Θάρρος» 21.9.69).
*Το 1973, ενόψει φιλελευθεροποίησης, οι αρχές δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους για το μνημόσυνο. Ειδικά δρομολόγια λεωφορείων και τρένων μεταφέρουν «προσκυνητάς» απ’ τους γύρω νομούς («Θάρρος» 14-16.9.73).
Αποκαλυπτικότερη είναι η «φρονηματιστική» λειτουργία της Πηγάδας τον υπόλοιπο χρόνο.
Από τις τακτικές καταχωρίσεις του δελτίου πληροφοριών της νομαρχίας, πληροφορούμαστε ότι μεταφέρονται ομαδικά εκεί για «προσκύνημα» φαντάροι, ευέλπιδες, σπουδαστές επαγγελματικών σχολών, «κλιμάκια φοιτητών», δημόσιοι υπάλληλοι, φιλοξενούμενοι της «Εθνικής Εστίας», ταξιδιώτες των προγραμμάτων του «Εθνικού ιδρύματος» και -φυσικά- ολόκληρα σχολεία.
*Μετά τη Μεταπολίτευση ο επίσημος γιορτασμός συνεχίζεται, χωρίς ιδιαίτερους ενθουσιασμούς. Τον τόνο δίνουν τώρα οι δυναμικές εμφανίσεις της ακροδεξιάς: βασιλόφρονες που διαβεβαιώνουν ότι «σύντομα θα επιστρέψει ο Κωνσταντίνος», χουντικοί που προπηλακίζουν τον κοινοτάρχη «διότι ανεφέρθη στην αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού» (1976) και γιουχάρουν το νομάρχη (1977), χιτλερικοί που ψαρεύουν στα θολά νερά μιας εθνικοφροσύνης σοκαρισμένης απ’ την περιθωριοποίησή της…
Ο τοπικός τύπος καταγράφει τα συνθήματα: «Τη λύση θα δώσει ο στρατός», «Ο Φλωράκης στο Γουδί», «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».
*Ο κύκλος κλείνει το 1982, όταν το υπ. Εσωτερικών γνωστοποιεί στο δήμο τον τερματισμό της συμμετοχής των επίσημων κρατικών αρχών, «επειδή οι εκδηλώσεις αυτές αποτελούσαν κηρύγματα μισαλλοδοξίας και τροφοδοτούσαν επί 40 χρόνια το διχασμό».
Τη σκυτάλη στην οργάνωση του μνημοσύνου παίρνει πια ο «Σύλλογος Θυμάτων Πηγάδας», που ιδρύθηκε το 1980.
*Από κοντά και η Ν.Δ., που βλέπει το μνημόσυνο του 1982 ως τη δέουσα απάντηση στην επίσημη αναγνώριση της εαμικής Αντίστασης.
Ο νεαρός βουλευτής Αντώνης Σαμαράς ανακοινώνει π.χ. με ειδικό δελτίο τύπου την έλευσή του «για να παραστεί στο Μνημόσυνο των σφαγιασθέντων από τους εαμοκομμουνιστές» («Ελευθερία» 18.9.82).
Σταδιακά, ωστόσο, η λογική του «μεσαίου χώρου» επικρατεί και τα φερέλπιδα στελέχη αποφεύγουν πια να δίνουν το παρών.
Η σταδιακή αυτή περιθωριοποίηση έχει, ωστόσο, ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα: πρώτη φορά τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους και οι πεσόντες ταγματασφαλίτες «τιμώνται» ως τέτοιοι.
Ένα χαρακτηριστικό των επίσημων γιορτασμών ήταν η διακριτική αποφυγή κάθε αναφοράς στα δωσίλογα Τάγματα Ασφαλείας, με την προσφυγή σε εξωραϊστικά σχήματα λόγου:
«αγρίως σφαγιασθέντες υπό αναρχικών στοιχείων», «μαρτυρικώς σφαγιασθέντες εθνικόφρονες πατριώτες», «θυσιασθέντες διά το μεγαλείον και την ελευθερίαν της Πατρίδος», «Ήρωες και Μάρτυρες οίτινες προσεφέρθησαν ολοκαύτωμα εις τον βωμόν της υπερτάτης θυσίας», ακόμη και «αδίκως σφαγιασθέντες διά την ελευθερίαν και τα ανθρώπινα δικαιώματα»!
*Μετά το 1982, αντίθετα, οι ομιλητές του «απολίτικου», «οικογενειακού» μνημοσύνου δεν αισθάνονται τέτοιου είδους αναστολές: «Το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και το ΕΛΑΣ υπήρξε χειρότερος κατακτητής από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς» διαβάζουμε π.χ. στον πανηγυρικό που εκφώνησε το 1999 η Ειρήνη Δορκοφίκη, διαβεβαιώνοντας τους συγκεντρωμένους ότι ο χαρακτηρισμός των ταγματασφαλιτών ως «προδοτών» και «συνεργατών των κατακτητών» δεν είναι παρά «αισχρή συκοφαντία» των κομμουνιστών και λοιπών «ευρωλιγούρηδων».
Στην ομιλία πάλι του 1997, ο δικηγόρος Βασίλειος Δημαρέσης ξεκαθαρίζει: «Οι ηρωικοί νεκροί μας δεν πολέμησαν με Έλληνες, διότι οι Κομμουνιστές έπαυσαν να είναι Έλληνες, τα εγκλήματά τους είναι εγκλήματα ξένων, εγκλήματα γενοκτονίας»!
Άραγε, τι απ’ όλα αυτά θα μπορούσαν να «αμαυρώσουν» οι επίσημοι νοσταλγοί του Χίτλερ;
Τα ξεχασμένα θύματα
Μια ελάχιστα γνωστή πτυχή της τραγωδίας του Μελιγαλά αφορά τα θύματα των «αγρίως σφαγιασθέντων» ταγματασφαλιτών της Πηγάδας. Έδρα ιταλών καραμπινιέρων, γερμανικής διλοχίας και του Τάγματος Ασφαλείας, η κωμόπολη χρησιμοποιήθηκε σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής ως στρατόπεδο συγκέντρωσης, χώρος βασανιστηρίων και τόπος εκτελέσεων αντιστασιακών και ομήρων.
Η απουσία μιας ολοκληρωμένης καταγραφής όσων σκοτώθηκαν απ’ τους ταγματασφαλίτες είναι αποκαλυπτική για το κλίμα που επικράτησε στην περιοχή, τόσο κατά τα μετεμφυλιακά χρόνια όσο και αργότερα. Καταφανώς ελλιπή, τα διαθέσιμα στοιχεία είναι ωστόσο διαφωτιστικά.
Ο απολογητής των ταγματασφαλιτών Κοσμάς Αντωνόπουλος παραθέτει τα ονόματα 27 ατόμων που εκτελέστηκαν στο Μελιγαλά από τις κατοχικές δυνάμεις. Οι 6 είναι κάτοικοι της κωμόπολης. Από τον πίνακα απουσιάζουν ωστόσο τα περισσότερα ονόματα που γνωρίζουμε από άλλες πηγές («Η Ελληνική Αντίστασις 1941-1945», Αθήναι 1964).
Στο «Μεσσηνιακό βιογραφικό λεξικό» του Νίκου Καράμπελα (1962) αναφέρονται τα ονόματα 16 εκτελεσμένων στο Μελιγαλά το 1943-44. Στο δικό του βιβλίο ο Σπύρος Ξιάρχος καταγράφει τρεις ομαδικές εκτελέσεις 22 ατόμων κι άλλους 23 μεμονωμένους φόνους («Η αλήθεια για το Μελιγαλά», Καλαμάτα 1982, σ. 46-47).
Απροσδιόριστο παραμένει, τέλος, πόσοι απ’ τους 924 εκτελεσμένους Μεσσήνιους που μνημονεύονται σε πρόσφατη έκδοση, θανατώθηκαν στην έδρα του Τάγματος (Τάσος Αποστολόπουλος, «Μεσσηνιακή εκατόμβη 1940-1944», Καλαμάτα 2000).
Αποκαλυπτικότερες είναι κάποιες επιμέρους λεπτομέρειες: Στις 27.4.44 ο ΕΛΑΣ Λακωνίας σκότωσε σε ενέδρα τον γερμανό στρατηγό Κρεντς και 3 συνοδούς του.
Ο «Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος» διέταξε σε αντίποινα τον τουφεκισμό 200 «κομμουνιστών» στο σκοπευτήριο της Καισαριανής κι όσων χωρικών θα συναντούσαν τα στρατεύματά του στην ύπαιθρο μεταξύ Μολάων και Σπάρτης.
Όπως διαβάζουμε στη σχετική ανακοίνωση, οι ταγματασφαλίτες του Παπαδόγκωνα έσπευσαν να τιμήσουν με τον τρόπο τους τη μνήμη του γερμανού στρατηγού: «Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς» («Καθημερινή» 30.4.44).
Σαράντα απ’ αυτές τις «αυτόβουλες» εκτελέσεις έγιναν από το Τάγμα Ασφαλείας Καλαμών-Μελιγαλά την Πρωτομαγιά του 1944 – τριάντα στην Καλαμάτα και δέκα στο νεκροταφείο του Μελιγαλά.
Μεταξύ των τελευταίων ήταν και μια 18χρονη επονίτισσα, η Ασπασία Ξιάρχου, από τη γειτονική Ανθούσα. Είχε πιαστεί (και βασανιστεί) από τους ταγματασφαλίτες ενώ επέστρεφε από την Καλαμάτα για το μνημόσυνο της μάνας της.
Ένας κρατούμενος διέφυγε και, την επομένη, εκτελέστηκαν στη θέση του άλλοι δύο (Γιάννης Σχινάς, «Η εθνική Αντίσταση στη Μεσσηνία», Αθήνα 1984, σ. 98-99).
Ακολούθησε στις 15.6.44 ο τουφεκισμός 10 κρατουμένων στο Μελιγαλά (ανάμεσά τους 2 γυναίκες κι ένας ηλικιωμένος ανάπηρος) -σε αντίποινα, προφανώς, για το θανάσιμο τραυματισμό του ταγματασφαλίτη ταγματάρχη Γεωργανά στην Καλαμάτα.
Την επομένη, 27 κρατούμενοι, 22 άντρες και 5 γυναίκες, τουφεκίστηκαν από το λόχο Καλαμάτας στις όχθες της Νέδας.
Δυόμισι δεκαετίες μετά την επίσημη αναγνώριση της ΕΑΜικής Αντίστασης, μάταια θ’ αναζητήσει κανείς στο Μελιγαλά ή τα περίχωρά του κάποιο μνημείο γι’ αυτούς τους πεσόντες.
«Δεν έχω ακούσει ποτέ κάτι τέτοιο», ήταν η απάντηση του προέδρου του «Συλλόγου Θυμάτων Πηγάδας» κ. Μανιάτη, όταν τον ρωτήσαμε για τους εκτελεσμένους από το Τάγμα Ασφαλείας.
Στην Καλαμάτα, μια λιτή στήλη (χωρίς ονόματα ή αριθμούς) στήθηκε από το Δήμο στο χώρο των εκτελέσεων, μακριά από τα μάτια του κοινού, μόλις το 2002. Η επιγραφή κάνει λόγο για «εκτελεσθέντες πατριώτες από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους», αποφεύγει όμως να αναφέρει την ακριβή ταυτότητα των εκτελεστών.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, σταματήσαμε στο επιβλητικό μνημείο για τους 204 εκτελεσμένους της Παλιόχουνης, λίγο πριν από τη Μεγαλόπολη. Απ’ αυτούς, οι 154 είχαν συλληφθεί από ταγματασφαλίτες στην Καλαμάτα και τουφεκίστηκαν απ’ τη Βέρμαχτ σε αντίποινα για την καταστροφή γερμανικής φάλαγγας απ’ τον ΕΛΑΣ.
Το τμήμα της επιγραφής που πληροφορεί ότι σκοτώθηκαν «από τους Γερμανούς» έχει σβηστεί με φαιοπράσινη μπογιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου