Τελικά, μετά την τελευταία (...κρίσιμη,
ιστορική, κλπ, κλπ) απόφαση της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ και του Γιούρογκρουπ δεν
υπάρχει πλέον «ο τρομακτικός κίνδυνος εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη»; Έπαψε
να σκιάζει τον ουρανό της χώρας το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή»; Και, τέλος πάντων,
πόση αλήθεια κρύβουν τα προαναφερόμενα, ποιοι είναι οι βασικοί παράγοντες που
συνθέτουν το σχετικό ζήτημα και ποιες οι προοπτικές;
Σταχυολογούμε μερικές απαντήσεις στα
ερωτήματα αυτά, από τις Κυριακάτικες εφημερίδες:
«Η
συμφωνία είναι βιώσιμη» διαβεβαιώνει με κατηγορηματικό τρόπο ο πρωθυπουργός,
Αντώνης Σαμαράς, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα». Στην ίδια
κατεύθυνση, ο υπουργός Οικονομικών Γ. Στουρνάρας δηλώνει στο «Έθνος»: «Απομακρύναμε το νέφος της χρεωκοπίας και
γυρίζουμε σελίδα». Στην ίδια εφημερίδα, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της
Γερμανίας, Χ. Ντ. Γκένσερ δηλώνει θερμός οπαδός της «ενωμένης Ευρώπης» και
τάσσεται κατηγορηματικά, υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη, ενώ
πλέκει το εγκώμιο της κυβέρνησης Σαμαρά, η οποία «δείχνει αυτή την στιγμή μεγάλη υπευθυνότητα».
Την ίδια στιγμή, ο Κριστόφ Σμιντ, σύμβουλος
της Μέρκελ και μέλος της «επιτροπής σοφών» της γερμανικής κυβέρνησης, σε
συνέντευξη του στην εφημερίδα «Real», δηλώνει: «Όχι, η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη δεν είναι εγγυημένη» και
συμπληρώνει σχετικά με την απόφαση του Γιούρογκρουπ: «Αυτό το σχέδιο σίγουρα δεν αποτελεί μόνιμη λύση για την δέσμη των
ελληνικών προβλημάτων. Το σχέδιο αυτό φέρνει μόνο προσωρινή ανακούφιση,
δεδομένου ότι πολλές παραδοχές σε σχέση με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους
φαίνεται να μην είναι βάσιμες». Στην ίδια κατεύθυνση, σε κύριο άρθρο της
εφημερίδας «Νιου Γιορκ Τάιμς» διατυπώνονται αμφιβολίες για την βιωσιμότητα του
ελληνικού χρέους και αναφέρεται, ότι η συμφωνία διατηρεί την Ελλάδα οικονομικά
φερέγγυα για τους επόμενους μήνες, αλλά το τίμημα μπορεί να αποδειχθεί πολύ
μεγάλο για να το αντέξει η ελληνική οικονομία και κοινωνία. Η εφημερίδα κάνει
λόγο για «εύθραυστο χαρακτήρα» της ελληνικής κυβέρνησης συνεργασίας και
διατυπώνει την άποψη, ότι η Ελλάδα μπορεί να μην αντέξει μέχρι τις γερμανικές
εκλογές, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα ακόμη και τη χρεοκοπία και έξοδο από το ευρώ.
Τι
σημαίνουν και, κυρίως, τι κρύβεται πίσω απ' όλα αυτές, τις διαφορετικές έως και
αντίθετες εκτιμήσεις και απόψεις;
Οι αστικές κυβερνήσεις της ΕΕ (και όχι
μόνο), οι Σύνοδοι Κορυφής και τα Γιούρογκρουπ, κλπ, είναι υποχρεωμένες να
διαχειρισθούν τις παρακάτω βασικές πλευρές της σύγχρονης καπιταλιστικής πραγματικότητας:
Πρώτον: Την συνεχιζόμενη,
βαθιά και σε μεγάλο βαθμό συγχρονισμένη κρίση. Όχι, τις μεγάλες αμοιβές των
γκόλντεν μπόις ή τα όποια παρασιτικά φαινόμενα του λεγόμενου καζινοκαπιταλισμού
ή την βουλιμία και τις αστοχίες κάποιων τραπεζών, κλπ. Αυτά είναι για να
θολώνουν τα νερά και να κρύβουν την πραγματικότητα. Η κρίση είναι καραμπινάτη
καπιταλιστική, κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων και προϊόντων. Η διαχείρισή της
απαιτεί την ανάλογη καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων. Και κάνουν ό,τι μπορούν,
βέβαια, για να φορτώσουν τις συνέπειες στις πλάτες των λαών. Αλλά δεν φτάνει.
Χρειάζεται και καταστροφή κεφαλαίων. Αυτό κρύβεται πίσω από τις βιωσιμότητες
των δημοσίων χρεών, τα «κουρέματα», τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, κλπ.
Εδώ, όμως, αρχίζουν τα δύσκολα. Η ΕΕ είναι λυκοσυνεταιρισμός των μονοπωλίων.
Ενωμένα και συντονισμένα καταληστεύουν τους εργαζόμενους και τους λαούς, αλλά
τρώγονται μεταξύ τους στο μοίρασμα της λείας κι ακόμη περισσότερο στον
επιμερισμό ζημιών. Ζημιές, που δεν περιορίζονται στο ελληνικό δημόσιο χρέος των
μερικών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ. Ότι γίνει στην ελληνική περίπτωση
δημιουργεί προηγούμενο για ανάλογη διαχείριση στις επόμενες και στην ουρά -όπως
όλα δείχνουν - περιμένουν η Ισπανία, η Ιταλία, ενδεχομένως η Γαλλία και το Βέλγιο,
κλπ. Με άλλα λόγια, αρκετά τρισεκατομμύρια ευρώ..!
Δεύτερον: Το ξέσπασμα της
κρίσης οξύνει ακόμη περισσότερο την ανισόμετρη ανάπτυξη και προσδίνει
πρωτόγνωρες διαστάσεις στους εντεινόμενους ενδομονοπωλιακούς ανταγωνισμούς και
αντιθέσεις. Τόσο, στο εσωτερικό των χωρών και ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη –
μέλη της ΕΕ, όσο και με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Ινδία,
Βραζιλία, κλπ). Ανταγωνισμοί, που φέρνουν, πλέον, έντονα στο προσκήνιο τις
ενδογενείς και αγιάτρευτες αντιφάσεις του λυκοσυνεταιρισμού (π.χ. ενιαίο
νόμισμα σε διαφορετικού επιπέδου και ανισόμετρα αναπτυσσόμενες οικονομίες),
αυξάνουν την ρευστότητα των όποιων καπιταλιστικών συμμαχιών και την
προσωρινότητα των συμβιβασμών και αποφάσεων, αμφισβητούν τους μέχρι σήμερα
άξονες πλεύσης (π.χ. Γαλλογερμανικός), ακόμη και την ίδια την ύπαρξη της
ευρωζώνης ή την σημερινή μορφή της.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι ορατές πλέον τρεις
γραμμές διαχείρισης των ζητημάτων στη σημερινή ΕΕ: Η γραμμή της κυρίαρχης
μερίδας του γερμανικού κεφαλαίου, που θέλει ισχυρή ευρωζώνη και ευρώ, αλλά με
δημοσιονομική αυστηρότητα και σύμφωνο με τα συμφέροντά του επιμερισμό ζημιών –
κερδών. Η γραμμή της κυρίαρχης μερίδας του γαλλικού κεφαλαίου, που θέλει κι
αυτό ισχυρή ευρωζώνη και ευρώ, αλλά με χαλάρωση της δημοσιονομικής αυστηρότητας
και άλλους όρους επιμερισμού ζημιών – κερδών. Η γραμμή τμημάτων του κεφαλαίου
διάφορων χωρών, που ζητούν τη μια ή την άλλη αναμόρφωση της ευρωζώνης, ακόμη
και σπάσιμο της ευρωατλαντικής συμμαχίας και αναπροσανατολισμό προς την
κατεύθυνση της Ρωσίας, της Κίνας, κλπ.
Τρίτον: Την παραπέρα
εφαρμογή και κλιμάκωση της στρατηγικής του σύγχρονου καπιταλισμού. Μια
στρατηγική, η οποία ξεκίνησε στην δεκαετία του 1980 (ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία),
κατόπιν επεκτάθηκε σε όλη την ΕΕ (Ενιαία Εσωτερική Αγορά, Συνθήκη Μάαστριχτ και
ΟΝΕ, Στρατηγική Λισαβόνας, Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, κλπ) και
επιχειρεί να απαντήσει στην ταχύτατη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας
και τον εντεινόμενο ανταγωνισμό, με συνεχή κλιμάκωση πολιτικών και μέτρων σε
βάρος της εργατικής τάξης και των λαών. Φτηνή εργατική δύναμη, αντιδραστικές
αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, «απελευθερώσεις» αγορών, ιδιωτικοποιήσεις,
συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίων, κλπ, κλπ. Μια στρατηγική, η οποία,
ανεξάρτητα από την συγκεκριμένη έκφρασή της (μείγμα λιτότητας ή ανάπτυξης,
αλλιώς μείγμα Μέρκελ, Ολάντ ή Ομπάμα, κλπ), μέσα στις συνθήκες της
συνεχιζόμενης κρίσης, οξύνει παραπέρα τα προβλήματα του καπιταλιστικού
συστήματος (ανισομετρίες, αντιθέσεις, κλπ), οδηγεί σε φαινόμενα «φαύλου κύκλου»
(λιτότητα – μείωση ΑΕΠ – αύξηση χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ) και, βέβαια, κάθε
άλλο παρά απαντά στα προβλήματα και τις σύγχρονες ανάγκες των λαών.
Αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα. Γι'
αυτό και τα πολύμορφα προβλήματα, έως και αδιέξοδα, που συναντά η αστική
διαχείριση της κρίσης. Γι' αυτό και οι διαφορετικές, έως και αντίθετες
εκτιμήσεις και προβλέψεις των διάφορων, πολιτικών εκπροσώπων του κεφαλαίου ή
των αστικών ΜΜΕ.
1. Το δίλημμα «ευρώ ή
δραχμή» ήταν, είναι και θα είναι ψεύτικο. Όσο στην Ελλάδα κατέχουν την εξουσία
τα μονοπώλια και η αστική τάξη, η πολιτική της όποιας κυβέρνησης, είτε
κεντροδεξιάς, είτε κεντροαριστεράς και ΣΥΡΙΖΑ, θα σφραγίζεται από την
αναφερόμενη παραπάνω στρατηγική του σύγχρονου καπιταλισμού. Είτε η χώρα
βρίσκεται στην ευρωζώνη, είτε η εγχώρια αστική τάξη αλλάξει συμμάχους και
εταίρους. Η εφαρμογή φιλολαϊκής πολιτικής έρχεται αντικειμενικά σε ρήξη και
σύγκρουση με την στρατηγική αυτή, με τα μονοπώλια και την αστική τάξη, με τους
όποιους εταίρους και συμμάχους τους (ΕΕ - ΝΑΤΟ ή άλλους), βάζοντας αυτομάτως
στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της εξουσίας.
2. Η παραμονή της
σημερινής (καπιταλιστικής) Ελλάδας στην ευρωζώνη εξυπηρετεί τα συμφέροντα της
κυρίαρχης μερίδας του εγχώριου κεφαλαίου και δεν εξαρτάται (όπως ισχυρίζεται η
κυβέρνηση και όχι μόνο) από το βαθμό επιτυχούς εφαρμογής των αντιλαϊκών
πολιτικών μέτρων. Πρώτα και κύρια, εξαρτάται από την εξέλιξη των γενικότερων
ανταγωνισμών και αντιθέσεων στην ευρωζώνη για τον επιμερισμό ζημιών και κερδών.
Όσο αυτές συνεχίζονται και εντείνονται, θα παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο
αποπομπής - εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, καθώς ήταν και είναι ο
«αδύνατος κρίκος» του λυκοσυνεταιρισμού και η ελληνική περίπτωση έχει μετατραπεί
σε εργαλείο των ανταγωνιζομένων πλευρών.
3. Τα όποια
διαφορετικά μείγματα της αστικής πολιτικής για την διαχείριση της κρίσης και
του χρέους (περισσότερη ή λιγότερη διαπραγμάτευση, περισσότερο ή λιγότερο
«κούρεμα», κλπ), οι διαφωνίες για την προτεραιότητα μεταξύ λιτότητας και
ανάπτυξης, οι επικρίσεις του ΣΕΒ για την τρόικα, το ένα ή το άλλο εθνικό σχέδιο
ανασυγκρότησης, οι φωνές, περί υποτέλειας και οι εθνικιστικές κορώνες, τα
λοξοκοιτάγματα προς Ρωσία και Κίνα, αφορούν στην κατανομή (λόγω κρίσης) ζημιών
και κερδών, μεταξύ τμημάτων της αστικής τάξης. Τους εντεινόμενους
προβληματισμούς και παζάρια των κεφαλαιοκρατών για τους όρους παραμονής στην
ευρωζώνη, τις διεργασίες για αλλαγή συμμάχων και εταίρων, την γενικότερη
διαπάλη για έλεγχο αγορών μεταξύ ιμπεριαλιστικών κέντρων. Η εργατική τάξη και ο
λαός μας, όμως, δεν έχει τίποτε να κερδίσει απ' όλα αυτά. Μόνο ζημιές θα έχει,
εγκλωβιζόμενος και στοιχιζόμενος με όποια «ξένη σημαία». Είτε της
καπιταλιστικής Ελλάδας του ευρώ, είτε αυτής του δολαρίου, είτε της δραχμής.
4. Το πραγματικό και
κρίσιμο ερώτημα σήμερα βρίσκεται στο εξής: «Ανάπτυξη για ποιον, για το λαό ή τα
μονοπώλια;». Ακόμη κι αν -παρά τις αντίθετες προβλέψεις- στα επόμενα αρκετά
χρόνια, επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί καπιταλιστικής ανάπτυξης, προσελκυσθούν
ιδιωτικές επενδύσεις, κλπ, κλπ, ο λαός, όχι μόνο δεν θα ωφεληθεί, αλλά θα
υποστεί και νέες θυσίες. Το συνεχές και κλιμακούμενο πετσόκομμα των εργατικών
δικαιωμάτων είναι προϋπόθεση της όποιας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η θυσία των λαϊκών αναγκών στο βωμό της
ανταγωνιστικότητας είναι νόμος της καπιταλιστικής αγοράς, είτε ένα
καπιταλιστικό κράτος είναι υπερχρεωμένο, είτε όχι. Είτε κυβερνούν οι λεγόμενοι
νεοφιλελεύθεροι, είτε οι όποιοι εκπρόσωποι της «υπεύθυνης και κυβερνώσας
αριστεράς». Όπως και η επάνοδος της κρίσης και, μάλιστα, ακόμη βαθύτερης, ως
αναπόσπαστο στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής και της
ανάπτυξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου