Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

ΣΥΜΕΩΝ (ΜΕΝΙΟΣ) ΑΔΑΜΙΔΗΣ - Μέρος Δ


ΣΥΜΕΩΝ (ΜΕΝΙΟΣ) ΑΔΑΜΙΔΗΣ του Λεωκράτη και της Πηνελόπης (1828)

Επιμέλεια Δημήτρη Π. Καρατζιτζή

Δ’ ΜΕΡΟΣ (συνέχεια από βλ. το Γ΄μέρος εδώ)

Θύμησες και από τις φυλακές της Αίγινας

Όταν μια μέρα στις φυλακές Αίγινας μας φέρανε ένα παπά για να μας βγάλει λόγο, εμείς φύγαμε από το προαύλιο που ήμασταν συγκεντρωμένοι και μπήκαμε μέσα στους θαλάμους και από εκεί τον ακούγαμε. Φύγαμε, γιατί όταν εμείς διαμαρτυρόμασταν στην εκκλησία για τις εκτελέσεις των συντρόφων μας αγωνιστών, θέλαμε να διαμαρτυρηθούν και αυτοί σαν κλήρος στο κράτος για να σταματήσουν οι εκτελέσεις, γιατί κανένας δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρεί τη ζωή του άλλου, η απάντησή τους ήταν: «Το κράτος έχει το δικαίωμα να το κάνει αυτό». Όταν τελείωσε την ομιλία του ο παπάς, τότε εμείς βγήκαμε από τους θαλάμους στο προαύλιο, ο παπάς γύρισε πίσω και μας ρώτησε, γιατί δεν καθίσαμε να ακούσουμε την ομιλία του, τότες το περίλαβαν τα στελέχη μας στη φυλακή και του είπανε για τα αίσχη που γενότανε σε βάρος μας, για τις στημένες κατηγορίες, για τις εκτελέσεις και για τις διάφορες άλλες τρομοκρατικές ενέργειες που γινόταν σε μας και τους δικούς μας ανθρώπους που βρισκόταν έξω.  Τότε ο παπάς, δεν ήξερε τι να μας απαντήσει. Έβαλε κάτω το κεφάλι και έφυγε.

Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τους συντρόφους μας που τους έπαιρναν μέσα από τα χέρια μας για να τους εκτελέσουν και πολλές φορές τους έπαιρναν με ύπουλο και άνανδρο τρόπο;

Τους φωνάζανε στο Αρχιφυλακείο, δήθεν ότι έχουν κάποιο γράμμα, και δεν τους ξαναβλέπαμε ποτέ. Γιατί όταν τους ειδοποιούσαν ότι θα πάνε για εκτέλεση, περνούσαν από τα κελιά μας και μας χαιρετούσαν έναν-έναν και μετά πιάναμε όλοι μαζί το χορό του Ζαλόγγου.

Αυτά δεν τα θέλανε οι κυβερνήσεις και ορισμένοι φύλακες μας έλεγαν: «Εσείς κάνατε ρεζίλι και το θάνατο!»

Όταν παίρνανε τους μελλοθάνατους από κοντά μας για εκτέλεση, αποβραδίς τους βάζανε στην απομόνωση και τα ξημερώματα ερχόταν ο εισαγγελέας με το εκτελεστικό απόσπασμα να τον πάρουν για τον τόπο της εκτέλεσης. Τότε οι μελλοθάνατοι βάζανε μια φωνή: «Για σας αδέλφια». Εμείς δεν κοιμόμαστε όλη νύχτα, περιμέναμε στα παράθυρα, για να ακούσουμε αυτήν την τελευταία φωνή χαιρετισμού, τους μελλοθάνατους συντρόφους μας, και τότε φωνάζαμε όλοι μαζί: «Γεια σας αδέλφια».

Πολλοί συγκατηγορούμενοί μας που ερχότανε από τις φυλακές Κέρκυρας μας λέγανε ότι: Τους μελλοθάνατους που τους πήγαιναν για εκτέλεση μέσα στα στρατιωτικά αυτοκίνητα τους μαχαιρώνανε, βλέπανε αίματα στη διαδρομή προς τον τόπο εκτέλεσης. Ξεσηκώθηκε ο λαός της Κέρκυρας και από τότε τους μεταφέρανε στην Αθήνα και τους εκτελούσαν στο Γουδή ή σε άλλους τόπους εκτέλεσης αγωνιστών.

Μετά την αναθεώρηση της δίκης

Το 1952 έγινε η αναθεώρηση της δίκης και μας πήγανε πάλι στις φυλακές Βούρλων για να είμαστε κοντά στο δικαστήριο γιατί η δίκη βάσταξε αρκετές μέρες.
Η ποινή μου μετριάστηκε στα 20 χρόνια.

Στα Βούρλα βρήκα και το χωριανό μου Δημητρό Βλάχο και κάναμε αίτηση να μας μεταφέρουν στις φυλακές Μυτιλήνης, αλλά αντί για Μυτιλήνη μας πήγαν στις φυλακές της Αίγινας. Εκεί κάθισα κάμποσο καιρό και όταν έγινε η απόδραση από τις φυλακές Βούρλων, μας είπαν ένα πρωί, ότι πρέπει να ετοιμάσουμε τα πράματά μας γιατί θα φύγουμε αλλά δε λέγανε που θα μας πάνε. Εμείς τότε αντιδράσαμε, κάναμε χωνιά ότι χαρτιά είχαμε- εφημερίδες, περιοδικά - και βγήκαμε στα παράθυρα και καλούσαμε τον εισαγγελέα και μάλιστα επειδή τα παράθυρα ήταν ψηλά και δε φτάναμε ανέβαινε ο ένας πάνω στον άλλο. Τότες ξεσηκώθηκε όλη η Αίγινα, αλλά εισαγγελέα δεν είδαμε.

Ξανά στη Γιούρα

Το απόγευμα μας πήρανε και μας κατεβάσανε στο λιμάνι, μας βάλανε μέσα σ’ ένα αρματαγωγό, δεν ξέραμε που θα μας πάνε, ρωτούσαμε τους ναύτες αλλά και αυτοί δε ξέρανε να μας πούνε. Τελικά φτάσαμε στις φυλακές της Γιούρας. Εμείς δεν περιμέναμε να μας πάνε εκεί γιατί είχαν καταργηθεί. Φορτωθήκαμε πάλι τα πράματά μας και ανεβήκαμε την ανηφόρα για να μας κλείσουν στα κτήρια που είχαμε χτίσει με τα καταναγκαστικά έργα που κάναμε. Εκεί δεν μας άφησαν να βάλουμε τα πράματά μας μέσα στα κτήρια παρά τα αφήσαμε κάτω από ένα υπόστεγο και τότες μας μοιράσανε στρώματα και κουβέρτες που είχε πάει πιο μπροστά ο στρατός. Όποιος ήταν από τους πρώτους στη σειρά έπαιρνε στρώμα και κουβέρτα, οι τελευταίοι πέρανε ή μόνο στρώμα ή μόνο κουβέρτα. Ζητήσαμε νερό να πιούμε και μας έδειξαν κάτι βαρέλια γεμάτα με νερό, αλλά επειδή ήταν νύχτα και δε βλέπαμε, ήπιαμε γιατί διψούσαμε πολύ. Το πρωί όταν πήγαμε και είδαμε τα βαρέλια ήταν μέσα δυο δάχτυλα γράσο. Τότες τα αδειάσαμε, τα πλύναμε, τα ξαναγεμίσαμε και τα σκεπάσαμε.

Τα πράματά μας τα έδωσαν μετά από δυο μέρες, τα είχαν ανοίξει μόνοι τους χωρίς να μας φωνάξουν και όσοι τα είχαν σε τσουβάλια και τα είχαν καλά δεμένα τα σχίσανε με το σουγιά, τα σκόρπισαν για να τα ελέγξουν και ότι έπιανε ο σουγιάς δεν το άφηνε άθικτο. Τα ξυραφάκια, τους νυχοκόπτες και ότι άλλο αιχμηρό αντικείμενο υπήρχε, μας τα πήρανε.
Βγάλαμε έναν κουρέα, αλλά ποιος να πρωτόπαει, ήμασταν 200 άτομα και έτσι μέναμε αξύριστοι αρκετό καιρό, μέχρι που μας δώσανε ένα ξυραφάκι για τρία άτομα, πράγμα που δεν το δεχτήκαμε γιατί ήταν γελοίο και έτσι αναγκάστηκαν να μας επιστρέψουν τα ξυραφάκια και τους νυχοκόπτες.

Ήρθε η 28η Οκτωβρίου, Εθνική Γιορτή, και θέλαμε να τη γιορτάσουμε. Από τις προηγούμενες μέρες φροντίσαμε να φτιάξουμε μια σημαία και όποιος είχε μεταξωτό πουκάμισο άσπρο ή μπλε το έδωσε. Τα κόψανε λουρίδες οι ραφτάδες, το ράψανε και τα κάναμε σημαία.


 Το πρωί της γιορτής μόλις μας μέτρησε ο φύλακας και έφυγε για να δώσει αναφορά, βγήκαμε στο προαύλιο με τη σημαία και τη χορωδία που ήταν έτοιμη και ψάλαμε τον Εθνικό Ύμνο. Τρέξανε σαν λυσσασμένοι οι φύλακες και αμέσως μας πήραν τη σημαία, τη σχίσανε και είπαν να διαλυθούμε γιατί εμείς δεν είμαστε πατριώτες και ότι δε δέχονται αυτά που κάνουμε.

Εμείς το καταγγείλαμε το γεγονός, το γράψανε και οι εφημερίδες, αλλά αυτοί δικαιολογήθηκαν ότι η σημαία ήταν ένα κουρελόπανο και αυτό πρόσβαλε την Εθνική Γιορτή. Λες και αυτοί ήταν οι πατριώτες και σεβόταν την Εθνική Γιορτή και τη σημαία, αφού απ’ αυτούς οι πιο πολλοί ήταν συνεργάτες των κατακτητών, τότες με τους Ιταλό-Γερμανούς και μετά με τους Άγγλο-Αμερικανούς.
Την πρώτη φορά που μας είχαν στη Γιούρα και μέναμε στις σκηνές, ήρθε ένας αξιωματικός Αμερικανός για να κάνει επιθεώρηση και να δει πως περνάμε εκεί. Τότε βγάλαμε τα πουκάμισά μας για να δει τα σκελετωμένα μας κορμιά και του προσφέραμε ένα ποτήρι νερό από το πηγάδι που πίναμε, που ήτανε θάλασσα (τα πηγάδια τα ανοίγαμε εμείς με τους κασμάδες για την επιβίωση μας). Επίσης βγήκε ένας φοιτητής, που ήξερε τη γλώσσα τους, και επειδή δεν μπορούσε να περπατήσει - από την πολύ «καλοπέραση» - τον πήρε κάποιος στον ώμο του και του τα έψαλε για τα καλά του Αμερικάνου.

Όταν έφυγε ο Αμερικάνος, σε λίγες μέρες ήρθε ένα συνεργείο για να βάλει διπλή σειρά συρματόπλεγμα, μας βρήκε, λέει, ζωηρούς και θα μπορούσαμε να φύγουμε.

Στα κτήρια που μέναμε, το νερό που μας δίνανε ήταν μετρημένο, ο φύλακας καθόταν στη βρύση και μετρούσε πόσο νερό θα πάρουμε, ένα σταμνί (κουμάρι) την ημέρα, με αυτό θα πίναμε, θα πλενόμαστε και θα πλέναμε τα ρούχα μας. Ενώ όταν ερχόταν το αρματαγωγό για να μας φέρει νερό, το έριχνε στη σιδερένια δεξαμενή, έκανε υπερχείλιση και έτρεχε στη θάλασσα και τότες τους λέγαμε: Να πάρουμε λίγο παραπάνω για να μην πάει χαμένο στη θάλασσα και η απάντηση ήταν: «Αυτό δικαιούστε, αυτό θα πάρετε!». Όταν έβρεχε, από την ταράτσα του κτηρίου, από τις υδρορροές έτρεχε το νερό και το βάζαμε σε βαρέλια για να πλενόμαστε και να πλένουμε τα ρούχα μας. Μάλιστα, αυτοί τότες, παίρνανε φωτογραφίες τις υδρορροές που έτρεχαν και τις δημοσίευαν στις εφημερίδες για να δείξουν ότι έχομε μπόλικο νερό και δεν πρέπει να διαμαρτυρόμαστε και ότι περνάγαμε πολύ καλά.

Στην δεκαετία του 1950, βγήκε ένας νόμος να μας απολύουν όσοι είχαμε εκτίσει τα δύο τρίτα της ποινής μας και επειδή και εγώ είχα πλησιάσει τα 2/3, έκανα αίτηση να με μεταφέρουν στη Μυτιλήνη από τη Γιούρα γιατί ήμουν άρρωστος και έπρεπε να πάω εκεί που βρισκόταν και οι δικοί μου άνθρωποι για να με φροντίζουν.
Στη Μυτιλήνη υπήρχε ένας εισαγγελέας ο Πατακιάς, που έδινε το 1/3 με αναστολή, πράγμα που δεν το έκαναν όλοι οι εισαγγελείς, και έτσι η αίτησή μου να μεταφερθώ εγκρίθηκε, αλλά με δικά μου έξοδα να γίνει η μεταφορά. Τα έξοδα όμως ήταν 1000 δραχμές, γιατί θα έπρεπε να πληρώσω, εκτός από τα δικά μου και τα έξοδα των δύο αστυνομικών που θα με συνόδευαν. Επειδή αυτά τα χρήματα δεν τα είχα, αλλά ούτε και οι δικοί μου τα είχανε, έκανα ξανά αίτηση πως είμαι άρρωστος και ότι θα πρέπει να μεταφερθώ και ότι δεν έχω τα χρήματα που χρειαζόταν να πληρώσω και τότε εγκρίθηκε να μεταφερθώ με δαπάνη του κράτους, όπως και τελικά έγινε.

Με φέρανε στη Μυτιλήνη, εγκρίθηκε η αίτηση της αναστολής και έτσι σε λίγο καιρό απολύθηκα.

Το 1961, ύστερα από 13 χρόνια, τα βάσανα δεν τελείωσαν εδώ γιατί όπου πήγαινα να δουλέψω η Ασφάλεια με παρακολουθούσε, πήγαινε στο εργοδότη και του έλεγε να με διώξει γιατί θα έχει συνέπειες με το κράτος -δηλαδή την Ασφάλεια - και έτσι παρατούσα τη δουλειά στη μέση και έφευγα όπως έγινε με το εργοστάσιο του «Καλαμάρη» πήγα με σύμβαση 6 μηνών και σε σαράντα μέρες με σταμάτησαν γιατί επενέβηκε η Ασφάλεια.

Κάποτε έκανα αίτηση να δώσω εξετάσεις για να πάρω άδεια εξάσκησης επαγγέλματος (ηλεκτρολόγος) αλλά το υπουργείο δε δέχτηκε τα χαρτιά μου γιατί με τούς νόμους που είχα δικαστεί – ΑΝ 509 και Γ’ Ψήφισμα - απαγορευόταν να μου δώσουν άδεια εξάσκησης του επαγγέλματος του ηλεκτρολόγου.

Έπρεπε όμως να ζήσω και γι’ αυτό αναγκάστηκα και πήγα στο Βουλευτή της Ε.Δ.Α. το Θεόφραστο Παππά και τα πήγε ο ίδιος στον υπουργό και με τα πολλά ζόρια, τα δέχτηκε και τότε μπόρεσα και έδωσα εξετάσεις και έτσι πήρα την άδεια.




Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Νέο Εμπρός", φ. 996, 3.4.2013 (http://issuu.com/neoempros/docs/996)
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου