Το βιβλίο ως έργο Τέχνης
Από το Παρίσι στη Λέσβο και από εκεί στην Αθήνα, στο Βυζαντινό Μουσείο, η
συλλογή του Τεριάντ με τα βιβλία - εικαστικά γεγονότα διά χειρός μεγάλων
καλλιτεχνών, μας «συστήνει» ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά γεγονότα του
20ού αιώνα
Σε
ένα από τα σημαντικότερα εικαστικά αλλά και λογοτεχνικά γεγονότα του 20ού αιώνα
μας καλεί το Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, μέσα από την περιοδική έκθεση με
τίτλο «Βιβλία καλλιτεχνών της συλλογής Teriade» που εγκαινιάστηκε τον περασμένο
Ιούνη, θα διαρκέσει μέχρι και τις 12 Ιανουαρίου του 2014 και αξίζει της προσοχής
μικρών και μεγάλων.
Ουσιαστικά, πρόκειται για την πρώτη παρουσίαση της συλλογής που θα εκτεθεί
στο Μουσείο - Βιβλιοθήκη Στρατή Ελευθεριάδη - Teriade στη Βαρειά της Λέσβου, το
οποίο παραμένει κλειστό στο πλαίσιο των απαραίτητων εργασιών συντήρησης και
αποκατάστασης του κτιρίου, οι οποίες φυσικά θα συνοδευτούν από τη μόνιμη
επανέκθεση όλων των σημαντικών συλλογών που δώρησε ο Ελευθεριάδης στην ιδιαίτερη
πατρίδα του, ανάμεσά τους και η συλλογή των «Μεγάλων Βιβλίων» που αποτελεί και
το αντικείμενο της περιοδικής έκθεσης στο Βυζαντινό Μουσείο.
Το Βυζαντινό Μουσείο παρέλαβε στις αρχές Νοεμβρίου του 2012 τα «Mεγάλα
Βιβλία» των καλλιτεχνών και τα περιοδικά «Verve» από τη συλλογή του Μουσείου -
Βιβλιοθήκης Στρατή Ελευθεριάδη -Teriade, για να τα συντηρήσει και να τα
προετοιμάσει για την επανέκθεσή τους. Πρόκειται για 26 «Μεγάλα Βιβλία» (15
βιβλία άδετα, με κείμενο και κάλυμμα ή και θήκη) και 1.143 ελεύθερα χαρακτικά
και τα περιοδικά «Verve» (20 αντίτυπα και 547 φύλλα).
Τα
έργα φωτογραφήθηκαν πριν τις εργασίες συντήρησης, καθαρίστηκαν, στερεώθηκαν,
συμπληρώθηκαν, αποκαταστάθηκαν, ταξινομήθηκαν και εν γένει συντηρήθηκαν στα
εργαστήρια συντήρησης χαρτώων αντικειμένων του Μουσείου. Στα βιβλία αποτυπώνεται
η εκδοτική δραστηριότητα του Teriade για τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες (1943 -
1975) σε συνεργασία με κορυφαίους καλλιτέχνες και συγγραφείς του 20ού αι.
Ανάμεσά τους οι Πικάσσο, Ματίς, Σαγκάλ, Τζιακομέτι κ.ά.
Συγκεκριμένα, όπως μας πληροφορεί το σημείωμα της ιστορικού Τέχνης Ιωάννας
Αλεξανδρή στον κατάλογο της έκθεσης, το 1937, ο Teriade, «ξεκινά την έκδοση του
δικού του περιοδικού με τον τίτλο Verve (Οίστρος). Κυκλοφόρησαν 38 τεύχη έως το
1960. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1943, θα ξεκινήσει ένα φιλόδοξο εγχείρημα, τη
σειρά των "Μεγάλων Βιβλίων" καλλιτεχνών. Για τα "Μεγάλα Βιβλία" ο Τεριάντ
κινητοποίησε πολλούς από τους εικαστικούς που διαμόρφωσαν την πρωτοπορία στη
Γαλλία. Και δεν τους ζητούσε απλώς να εικονογραφήσουν, αλλά να φιλοτεχνήσουν
εκδόσεις: Να επιλέξουν κείμενα, εξώφυλλα, τυπογραφικά στοιχεία, τεχνικές
εκτύπωσης, είδη χαρτιού. Ο Τεριάντ εισέφερε στη διαδικασία: Πρότεινε ή ανέθετε
στους καλλιτέχνες έργα για εικονογράφηση και θέματα για συγγραφή, ενώ ανακάλυπτε
τα τεχνικά μέσα που θα απογείωναν την έκδοση».
«Το
αποτέλεσμα», καταλήγει το κείμενο αφού αναφέρεται σε ορισμένα από τα έργα,
«δικαίωσε τον εμπνευστή του απόλυτα. Διαφορετικές καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες
οδήγησαν την τέχνη και την αισθητική του βιβλίου σε νέα μονοπάτια. Τα βιβλία στο
σύνολό τους αποτελούν επιπλέον ένα χρονικό της πρωτοπορίας, ένα είδος καθρέφτη
σε μικρογραφία - στο πεδίο του βιβλίου - των κυριοτέρων ρευμάτων του πρώτου
μισού του 20ού αιώνα».
Ανήσυχο πνεύμα
Ο Στρατής Ελευθεριάδης (γνωστός ως Τεριάντ) ήταν ένας φωτισμένος πνευματικός
άνθρωπος που συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη και διάδοση της ευρωπαϊκής
καλλιτεχνικής πρωτοπορίας του μεσοπολέμου. Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1897
(πέθανε το 1983 στο Παρίσι) και το 1915 πήγε στο Παρίσι για σπουδές Νομικής.
Ήταν η εποχή που η γαλλική πρωτεύουσα έμοιαζε με κοινωνικό - καλλιτεχνικό
«καζάνι» που «βράζει» και το οποίο θα «έσκαγε» με τεράστιο πάταγο λίγα χρόνια
αργότερα, όταν από τα ερείπια και τον ασύλληπτο πόνο που άφησε ο Α' παγκόσμιος
πόλεμος, οι καλλιτέχνες θα έδιναν μορφή στην κραυγή απόγνωσης, αλλά και οργής
των λαών. Οργή που θα μετουσιωνόταν σε ταξική πάλη, με τους καλλιτέχνες να
στέκονται στο πλευρό των εργατών και με το όπλο, όπως οι ντανταϊστές στα
οδοφράγματα της γερμανική επανάστασης το 1919.
Ο
Ελευθεριάδης έρχεται σε επαφή με τους καλλιτεχνικούς κύκλους και από το 1920 θα
στραφεί στην τεχνοκριτική. Καθοριστική - όπως αναφέρει η Ιωάννα Αλεξανδρή, ήταν
η συνάντησή του με τον συμπατριώτη του τεχνοκριτικό, εκδότη και έμπορο τέχνης,
Κριστιάν Ζερβό (1889 - 1970) που τον κάλεσε να αναλάβει το περιοδικό τέχνης
«Cahiers d' arts». Ακολούθησε μια συγγραφική και εκδοτική πορεία, η οποία
ουσιαστικά ανακάλυψε και ανέδειξε ό,τι καλύτερο είχε να παρουσιάσει η ευρωπαϊκή
τέχνη στην πορεία πολλών δεκαετιών, αποσπώντας φυσικά και την εμπιστοσύνη όλων
των μεγάλων καλλιτεχνών.
Από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις του Ελευθεριάδη είναι το έργο του
σπουδαίου λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου. Του συμπατριώτη του που αποτύπωσε με γνήσιο
ταλέντο και παιδική αθωότητα πάνω σε όποιο υλικό έβρισκε, τα οράματα, τις
παραδόσεις και την αισθητική ενός ολόκληρου λαού. Ο Τεριάντ, παρακινούμενος από
τον ζωγράφο Γουναρόπουλο, εδραίωσε θεωρητικά τον Θεόφιλο σαν ένα γνήσιο
«πριμιτίβ» και τον παρουσίασε στη διεθνή σκηνή με την έκθεση έργων του που
οργάνωσε στο Παρίσι το 1936. Κι από εκεί και πέρα, άνοιξαν οι δρόμοι της δόξας.
Εγιναν εκθέσεις έργων του Θεόφιλου το 1936 στη Στουτγκάρδη, το 1960 στη Βέρνη,
το 1961 στο Παρίσι, το 1975 στο Λονδίνο και αρκετές παρουσιάσεις έργων του σε
εκθέσεις στην Ελλάδα.
Να τι λέει ο ίδιος ο Τεριάντ για την «ανακάλυψη» του Θεόφιλου (σ.σ. από την
ιστοσελίδα του Μουσείου Θεόφιλου): «[...] Μια μέρα στις αρχές του 1928,
βρέθηκα στο ατελιέ του Γουναρόπουλου στο Παρίσι. Εκεί βρισκόταν ακουμπισμένη
πάνω σ' ένα τραπέζι η φωτογραφία ενός έργου λαϊκού ζωγράφου που μου τράβηξε
αμέσως την προσοχή και ρώτησα τον Γουναρόπουλο αν ήξερε ποιος ήταν αυτός που
είχε κάνει το έργο. Ο Γουναρόπουλος, σχεδόν αδιάφορα, μου απήντησε: "Ενας
γνωστός μου συλλέκτης από τον Βόλο μου έστειλε την φωτογραφία. Αλλες
λεπτομέρειες δεν ξέρω". Εφυγα από το ατελιέ του Γουναρόπουλου χωρίς να μάθω ούτε
το όνομα, ούτε την καταγωγή του έργου της φωτογραφίας. Πέρασε πολύς καιρός χωρίς
να μάθω τίποτα. Καμία υποψία, ότι ο ζωγράφος αυτός ήταν από τη Μυτιλήνη. Υστερα
από τρία τέσσερα χρόνια κατέβηκα στην Ελλάδα και πήγα στη Μυτιλήνη να δω τον
πατέρα μου. Ενα απόγευμα, μπαίνοντας σ' ένα καφενείο, είδα μια ζωγραφιά πάνω σ'
έναν τοίχο που μου θύμισε το έργο της φωτογραφίας. Ζήτησα πληροφορίες από τους
θαμώνες. "Είναι ένας αλήτης - μου είπαν - που τριγυρνάει στα χωριά και
ζωγραφίζει στα καφενεία για ένα ποτήρι κρασί". Τότε, για καλή μου τύχη, είχε
σταματήσει τις περιπλανήσεις του κι είχε εγκατασταθεί στη Μυτιλήνη. Φυσικά
έσπευσα να τον συναντήσω. Θυμάμαι, αισθάνθηκα μεγάλη έκπληξη, όταν τον
πρωτογνώρισα. Ηταν τόσο γραφικός έτσι όπως ήταν ντυμένος και τόσο αγνός. Του
ζήτησα να μου κάνει έργα, γιατί φοβόμουνα πως εκείνα που είχε κάνει στους
τοίχους θα εξαφανιζόντουσαν αργότερα. Τα έργα του μου άρεσαν πολύ, είχαν μια
δροσιά, αλλά και κείνη την ποιότητα που μόνο στις αληθινές καλλιτεχνικές
δημιουργίες συναντάει κανείς. Ως το θάνατο του έκανε έργα που τα έδινε στον
πατέρα μου...[...]».
Το
1964 ανεγέρθηκε το Μουσείο Θεοφίλου στη Βαρειά, εκεί όπου γεννήθηκε και πέρασε
τα παιδικά του χρόνια ο ζωγράφος, με έξοδα του Ελευθεριάδη. Το 1965 ο
Ελευθεριάδης το δώρισε στο δήμο της Μυτιλήνης μαζί με 86 πίνακες του Θεόφιλου,
από την ιδιωτική του συλλογή, και από τότε λειτουργεί ως Δημοτικό Μουσείο. Το
κτίριο - επίσης κλειστό για ανακαίνιση σήμερα - είναι κτισμένο με μυτιληνιά
πέτρα σε χρώμα ροδί, που ταιριάζει απόλυτα με τον απέραντο ελαιώνα που το
περιβάλλει. Αποτελείται από τέσσερις συνεχόμενες αίθουσες, μέσα στις οποίες
υπάρχουν οι 86 πίνακες του Θεόφιλου.
Ο Tεριάντ δημιούργησε και μια σημαντικότατη συλλογή από έργα τέχνης
σημαντικών Ελλήνων και ξένων ζωγράφων, μεταξύ άλλων του Τσαρούχη, του Γιώργου
Βακιρτζή, του Ορέστη Κανέλλη και πολλών άλλων γνωστών καλλιτεχνών και τα δώρισε
στα δυο μουσεία.
Τόσο όμως το Μουσείο Θεόφιλου όσο και το γειτονικό Μουσείο - Βιβλιοθήκη του
Τεριάντ, παρά και ενάντια στη σημασία και τη σπουδαιότητά τους, όχι μόνο για την
ελληνική, αλλά και για την παγκόσμια Τέχνη, κινδύνευσαν άμεσα από πλήρη
καταστροφή, λόγω της χαρακτηριστικής αδιαφορίας του ελληνικού κράτους. Κλοπές,
φθορές συλλογών και κτιρίων και μη καταβολή της μισθοδοσίας τού πάντα λίγου σε
αριθμό, προσωπικού συνθέτουν το «παζλ» της απαξίωσης αυτών των πολιτιστικών
θησαυρών από όλες τις κυβερνήσεις.
Το 1994 στο Μουσείο Θεόφιλου παρουσιάστηκαν σοβαρά προβλήματα ρηγματώσεων
στον τοίχο, ενώ, με το πέρασμα του χρόνου, παρατηρήθηκε και υποχώρηση του
εδάφους. Μπροστά στον κίνδυνο της κατάρρευσης τα έργα μεταφέρθηκαν στη Δημοτική
Πινακοθήκη της Μυτιλήνης και επέστρεψαν το 1997 στο φυσικό τους χώρο για να
υποστούν φθορές λόγω ακατάλληλων συνθηκών φύλαξης το 2011. Εκείνη τη χρονιά το
Μουσείο φυλασσόταν από μία και μοναδική έκτακτη υπάλληλο, η οποία είχε να
πληρωθεί μήνες. Η απληρωσιά ήταν διαχρονική, αφού το ίδιο κατήγγειλαν οι
εργαζόμενοι του Μουσείου Τεριάντ σε κλιμάκιο του ΚΚΕ ήδη από το 1997. Το ΚΚΕ θα
θέσει και το 2011 το θέμα στη Βουλή.
Το
2003 κλάπηκαν τριάντα σελίδες από το βιβλίο που εικονογράφησε ο Ματίς, από το
Μουσείο Τεριάντ. Οι δράστες τις αντικατέστησαν με μικρότερης αξίας σελίδες του
ίδιου καλλιτέχνη. Ο τότε διευθυντής του μουσείου, Κ. Μανιατόπουλος είχε δηλώσει,
ότι «παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται για τη βελτίωση της υποδομής και της
σωστής λειτουργίας του μουσείου, τα μέτρα ασφαλείας δεν είναι επαρκή καθώς έχουν
σχεδιαστεί πριν από 25 χρόνια».
Έπρεπε να φτάσουν τα πράγματα στο απροχώρητο για να ξεκινήσει η αποκατάσταση
κτιρίων και συλλογών.
Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου