ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ, ο Δημοσιογράφος, ο Συγγραφέας, ο Κριτικός |
Μικρό Βιογραφικό
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης
γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1934 στα Σέρβια του νομού Κοζάνης. Ο
πατέρας του (Ανάργυρος) ήταν φιλόλογος και η μητέρα του (Ελένη) δασκάλα.
Το 1953 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και το 1959 αποφάσισε να σπουδάσει
κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε
σαν βοηθός του Νίκου Κούνδουρου στην ταινία «Μικρές Αφροδίτης» αλλά και
του Ροβήρου Μανθούλη. Το 1962 γύρισε δύο ταινίες τεκμηρίωσης
(ντοκιμαντέρ), το Βυζαντινό μνημόσυνο και το Οι γουναράδες της Καστοριάς και η τέχνη τους.
Ο ίδιος στη συνέχεια αδιαφόρησε και αποσύρθει από το σκηνοθετικό
επάγγελμα είχε δε δηλώσει ότι θα αισθανόταν πολύ άβολα αν έπεφτε πάνω σε
κάποια από τις ταινίες του. Το 1963 άρχισε να εργάζεται ως κριτικός
κινηματογράφου αρχικά την Επιθεώρηση Τέχνης και αργότερα στην Δημοκρατική Αλλαγή. Το 1964-65 βρέθηκε στην Αλγερία κοντά στον Μιχάλη Ράπτη. Ήταν στην ομάδα που εξέδωσε το περιοδικό Ελληνικός Κινηματογράφος το 1966 το οποίο έκλεισε η Χούντα για να το επανεκδώσει το 1968 με τον τίτλο Σύγχρονος Κινηματογράφος, μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Από τη μεταπολίτευση και ύστερα εργάστηκε σαν κινηματογραφικός
κριτικός, σχολιογράφος και ρεπόρτερ αλλά και επιφυλλιδογράφος σε διάφορα
έντυπα όπως: Βήμα (1974-1983), Έθνος (1983-1998) και στην Ελευθεροτυπία
(1998 ως το θάνατό του το 2000). Το τελευταίο διάστημα της ζωής του
ασχολήθηκε με τη συγγραφή βιβλίων αφήνοντας πίσω του ένα ογκώδες και
πολύ ενδιαφέρον συγγραφικό έργο.
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης, δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός και θεωρητικός του
κινηματογράφου, αλλά πάνω απ’ όλα ένας σπουδαίος άνθρωπος με βάθος
σκέψης, που δε δίσταζε να κατονομάσει τα πράγματα, ένας ιδεολόγος της
αριστεράς, αλλά της ανοιχτής αριστεράς που μπορεί να δει το μέλλον και
να προσαρμοστεί στο παρόν, όχι της αριστεράς που φέρει παρωπίδες, έφυγε
από τη ζωή το 2000 χτυπημένος από τον καρκίνο. Η έλλειψη μιας τέτοιας
φωνής στις μέρες μας είναι χωρίς άλλο εμφανέστατη.
Βασίλης Ραφαηλίδης και Αλέξης Δαμιανός
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης αυτοβιογραφούμενος
(Μια μέθοδος άνευ διδασκάλου για να γίνεις κριτικός)
Έγινα κριτικός κινηματογράφου μάλλον κατά λάθος. Εν πάση περιπτώσει, δε
διάλεξα εγώ αυτό το επάγγελμα, το οποίο είναι ένα απ’ τα πολλά που
έκανα στη ζωή μου και στο οποίο δυστυχώς κόλλησα για τα καλά.
Το 1964, που είδα την πρώτη μου ταινία, ήμουν ήδη αρκετά μεγάλος: 12
χρονών. Μέχρι τότε, έβλεπα τον πόλεμο και την δυστυχία εκ του φυσικού
και όχι επί της οθόνης. Και ξαφνικά, ο κινηματογράφος μου αποκάλυψε
έναν άλλο κόσμο: όμορφο, τακτοποιημένο και μεγαλειώδη. Ήταν το σωστό
αντίδοτο στη φτώχεια και στη δυστυχία ενός ήδη πολύ ταλαιπωρημένου
παιδιού. Που ζούσε στην επαρχία, στην Καστοριά, και έτυχε να ‘ναι γιος
«αριστερών» και ανελέητα κυνηγημένων δημοσίων υπαλλήλων: Ο φιλόλογος
πατέρας μου και η δασκάλα μάνα μου δεν κατάφεραν σχεδόν ποτέ να ταΐσουν
σωστά τα τρία τους παιδιά· διότι, βέβαια, δύσκολα δουλεύει κανείς για τα
παιδιά του όταν είναι στις φυλακές και τις εξορίες ή, λίγο νωρίτερα,
στον ΕΛΑΣ. Χρωστώ ευγνωμοσύνη στους γονείς μου για τούτη την, για λόγους
ιδεολογικούς, πείνα. Μου ‘μαθε να νοιάζομαι για την πείνα των άλλων και
να την συναρτώ από κάποιες ιδέες.
Ωστόσο, μεγαλώνοντας, κάτι έπρεπε να βρω να κάνω για να φάω. Σκέφτηκα
να γίνω γιατρός για να λύσω το πρόβλημά μου, αλλά πολύ σύντομα
απελπίστηκα κι εγκατέλειψα το σχέδιο. Το 1958, σε ηλικία 24 ετών, το
είχα πάρει απόφαση πως θα ‘μενα ή, μάλλον, πως θα κατέληγα γουνεργάτης,
αφού ήξερα κάπως τη δουλειά της γούνας. Και τότε μου ήρθε η φαεινή ιδέα
ν’ αξιοποιήσω τη λιγάκι παρανοϊκή αγάπη μου για τον κινηματογράφο. Είχαν
πάρει τα μυαλά μου αέρα, που λένε, και τούτος ο αέρας ίσως να υπάρχει
ακόμα εντός της κρανιακής μου κάψας.
Λοιπόν, σπούδασα (τρόπος του λέγειν) σε μια ιδιωτική σχολή
κινηματογράφου, με την πρόθεση να γίνω σκηνοθέτης, κι έμαθα γαλλικά άνευ
διδασκάλου (δεν υπήρχε φράγκο για δάσκαλο), με μοναδικό σκοπό να
μελετήσω γαλλικά κινηματογραφικά κείμενα, μια και δε μπορούσα να βρω
ελληνικά. Ο μοναδικός σοβαρός δάσκαλος στον κινηματογράφο, από το 1953
μέχρι το 1960, οπότε σταμάτησε να γράφει κινηματογραφική κριτική, ήταν ο
Μάριος Πλωρίτης. Πολλά χρόνια αργότερα, ήταν για, μένα απροσδόκητη χαρά
να συναντήσω τον σπουδαίο δάσκαλο της νιότης μου, ως συνάδελφος πια
στην εφημερίδα όπου δουλεύουμε σήμερα και οι δύο.
Χρωστάω πάρα πολλά στον Μάριο Πλωρίτη – τόσα, όσα και σ’ έναν άλλο καλό
μου δάσκαλο, τον Χρίστο Βλαχιώτη. Απ’ αυτόν έμαθα πως η γνώση «για να…»
(για να γίνεις αυτό ή το άλλο, για να πετύχεις ετούτο ή εκείνο) είναι
καθαρός παραλογισμός όταν δεν είναι σκέτος αριβισμός: η γνώση είναι
υπόθεση υπαρξιακή, που σε βοηθάει να ζεις.
Έτσι εγκατέλειψα για πολλοστή φορά τα σχέδιά μου: δε μάθαινα πια
κινηματογράφο για να γίνω σκηνοθέτης, αλλά γιατί έτσι μου άρεσε.
Ονειρευόμουν για τον εαυτό μου ένα τρελό επάγγελμα, άγνωστο και
καινούργιο, τουλάχιστον στην Ελλάδα: αυτό του επαγγελματία… αναγνώστη!
Και χρησιμοποίησα τον κινηματογράφο ως σημείο αναφοράς των πάντων Έτσι
γλίτωσα εγκαίρως από την αποβλακωτική κινηματογραφοφιλία, όχι όμως κι
απ’ τον κινηματογραφικό επαγγελματισμό, πράγμα που θα μπορούσε να γίνει,
αλλά μόνο σε μια και μοναδική περίπτωση: αν κέρδιζα το λαχείο, ώστε να
λύσω μια και καλή το φοβερό και το τρομερό βιοποριστικό πρόβλημα· πράγμα
που δε συνέβη, δυστυχώς, τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Ωστόσο, συνεχίζω να
πιστεύω αφελώς στο νόμο των πιθανοτήτων και να θεωρώ την ανάγκη για
βιοπορισμό ως τη μεγαλύτερη δυστυχία που μπορεί να βρει έναν άνθρωπο.
Λοιπόν, δούλεψα για βιοπορισμό στον κινηματογράφο κάπου τέσσερα χρόνια
εδώ και στο Αλγέρι, όπου βρέθηκα το 1964, κυνηγώντας περιπέτειες και
μεροκάματο. Στο Αλγέρι γνώρισα τον τρίτο σπουδαίο μου δάσκαλο, τον
Μιχάλι Ράπτη (Μισέλ Πάμπλο). Είναι αυτός που μου ‘μαθε την αξία του ζην
επικινδύνως και του αγωνίζεσθαι ακατάπαυστα, μπας κι αλλάξει κάτι σε
τούτο τον κόσμο που βαδίζει σαν τον κάβουρα πάνω στην ανθρακιά.
Στο Αλγέρι, βρέθηκα ξαφνικά με τρία επαγγέλματα: του κινηματογραφιστή,
του δημοσιογράφου και του κριτικού. Επιστρέφοντας διαπίστωσα πω τρία
επαγγέλματα είναι πολλά για έναν ουσιαστικά ανεπάγγελτο, και κράτησα,
και κράτησα μόνο το τρίτο: έγινα επαγγελματίας κινηματογραφικός κριτικός
κατά το τέλος του 1965. Όμως, ήμουν ήδη ερασιτέχνης κινηματογραφικός
κριτικός από το 1963. Και να πως προάχθηκα κατά λάθος από φανατικός
κινηματογραφόφιλος σε ερασιτέχνη κριτικό: το 1963, μια ομάδα
κινηματογραφιστών, που ανήκαμε όλοι στην ΕΔΑ, βρεθήκαμε στο πολύ έγκυρο
και σοβαρό περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης». Μας πήραν εκεί για να
οργανώσουμε τον τομέα «κινηματογράφος». Όμως ενώ όλοι μας μιλούσαμε για
κινηματογράφο, κανείς δεν ήθελε να γράψει για κινηματογράφο. Με τα
πολλά, και ύστερα από μια αποφασιστική επέμβαση του Δημήτρη Δεσποτίδη
και του Κ. Πορύρη (και οι δυο πεθαμένοι σήμερα), κατάφεραν να πείσουν
εμένα. Κι έτσι έγραψα κατ’ ανάθεσιν το πρώτο μου κινηματογραφικό
κείμενο: ήταν μια μελέτη για τη Δίκη του Όρσον Γουέλς (Orson Welles). Ο Δεσποτίδης πήρε υπέρ το δέον στα σοβαρά εκείνο το κείμενό μου και με βάφτισε κριτικό. Το… παρατσούκλι μου έμεινε…
Το 1965, λοιπόν, κι ενώ είχα επιστρέψει από το Αλγέρι με την προοπτική
να ξαναφύγω σύντομα προς άγνωστον κατεύθηνσιν, ζήτησα δουλειά, με τα
διαπιστευτήρια της «Επιθεώρησης Τέχνης» στην απογευματινή εφημερίδα της ΕΔΑ «Δημοκρατική Αλλαγή».
Μου την έδωσαν αμέσως. Κι έτσι έγινα επαγγελματίας κινηματογραφικός
κριτικός. Μέχρι την απριλιάτικη συμφορά του 1967, όταν έκλεισε η
εφημερίδα, κρατούσα σ’ αυτήν την στήλη της κινηματογραφικής κριτικής,
μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Τα πηγαίναμε θαυμάσια σ’ αυτήν την εφημερίδα, μέχρι που εμφανίστηκαν οι
πρώτες ιδεολογικές δυσκολίες: άρχισαν οι έντονες επιπλήξεις για
ιδεολογικές παρακλήσεις, που σίγουρα υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν.
Χωρίς την επέμβαση της Έλλης Παππά, που καταλάβαινε πως οι παρακλήσεις
δεν ήταν δα και προς καταστροφή του κόμματος, κατά πάσα πιθανότητα θα
εγκατέλειπα και αυτό το επάγγελμα που το βρήκα καθυστερημένα ή, μάλλον,
που με βρήκε εκείνο με τη μεσολάβηση του Δεσποτίδη.
Το 1966, παρέα με τον Αλέξη γρίβα και με συνεργάτες που όλοι τους είχαν σχέση με τη «Δημοκρατική Αλλαγή», εκδώσαμε το περιοδικό «Ελληνικός Κινηματογράφος».
Το τεύχος 6, επιτέλους σωστά τυπωμένο απ’ το Θεμέλιο, που είχε αναλάβει
την έκδοσή του, χάρις στην επιμονή του καλού φίλου και φανατικού
κινηματογραφόφιλου Μίμη Δεσποτίδη, μπλοκαρίστηκε στο βιβλιοδετείο από τη
χούντα και πολτοποιήθηκε μαζί με τα όνειρά μας.
Το 1968, μετά την αποφυλάκισή μου, βάζουμε μπροστά με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος»,
που ήταν η συνέχεια του προηγούμενου με άλλον τίτλο, δια του φόβου των
Ιουδαίων. Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβρη του 1969…
Τώρα ξέρετε πως γίνεται κανείς κινηματογραφικός κριτικός: από σύμπτωση,
όπως όλα σε τούτο τον συμπτωματικό τόπο, όπου έτυχε να ζούμε εντελώς
συμπτωματικά.
Βασίλης Ραφαηλίδης, από τον πρόλογο στο «Λεξικό ταινιών»,
Α’ τόμος, εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα 1982. Αναδημοσιεύεται στο «Βασίλης
Ραφαηλίδης» εκδόσεις Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης - Πανελλήνια
Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου - Αιγόκερως, Αθήνα 2000
Βιβλία του Βασίλη Ραφαηλίδη
Η μυθική ιστορία των Εβραίων
Video με τον Βασίλη Ραφαηλίδη (επιλογή)
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης “Ο ρόλος και η χρήση της μουσικής στην τέχνη του κινηματογράφου: Κλικ εδώ
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης στην εκπομπή Κίτρινος Τύπος του Μ. Τριανταφυλλόπουλου: Κλικ εδώ
αναδημοσίευση από koinotopia.gr
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου