Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Νίκος Ζαχαριάδης: Ο κομμουνιστής, σύντροφος στη ζωή και στον αγώνα

Η γυναίκα του ιστορικού ηγέτη του ΚΚΕ, επί πολλά χρόνια μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του Κόμματος, Ρούλα Κουκούλου (1916-1997), μιλά για το Νίκο – τον κομμουνιστή, τον σύντροφο, τον σύζυγο, τον άνθρωπο Ζαχαριάδη.

Εισαγωγική σημείωση:

Την περίοδο αυτή διάφοροι συνειδητοί παραχαράχτες της Ιστορίας έχουν βγει “παγανιά” στο διαδίκτυο επιδιδόμενοι σε ένα μπαράζ συκοφαντιών ενάντια στο ΚΚΕ με πάσης φύσης λασπολογίες και ιστορικές ανακρίβειες. Αφορμή στάθηκε η έκδοση ενός εξαιρετικού πονήματος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ με τίτλο «Το ΚΚΕ στον ελληνοιταλικό πόλεμο 1940-41» (Σύγχρονη Εποχή) στο οποίο εξετάζονται διεξοδικά πλευρές της στρατηγικής του Κόμματος την εποχή εκείνη. Απ' τη μελέτη αυτή βγαίνουν πολύτιμα συμπεράσματα για την πορεία τόσο του ΚΚΕ όσο και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη ιστορική περίοδο του 20ου αιώνα. 
Στο βιβλίο του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ εξετάζονται, μεταξύ άλλων και τα τρία γράμματα του Νίκου Ζαχαριάδη.  Με αφορμή αυτό, οι γνωστοί παραχαράχτες, μάστορες οι ίδιοι στην διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων και τη δημιουργία εντυπώσεων, ξαναθυμήθηκαν τον ιστορικό ηγέτη του ΚΚΕ. Όπως έκαναν παλιότερα με το Βελουχιώτη, το Μπελογιάννη, τον Πλουμπίδη και άλλους, επιχειρούν να «υιοθετήσουν»  πολιτικά το Ζαχαριάδη και τις επιλογές του, ερμηνεύοντας τα ιστορικά γεγονότα κατά πως τους βολεύει, για να χτυπήσουν το ΚΚΕ και την σημερινή τακτική του, να διασπείρουν αμφιβολίες για την ορθότητα της πολιτικής του Κόμματος, να συκοφαντήσουν την σημερινή του ηγεσία. Το παρόν άρθρο δεν θα ασχοληθεί με τους κυρίους αυτούς – τις πρέπουσες, ιστορικά τεκμηριωμένες, απαντήσεις τις έχουν λάβει μέσα από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη» (Διαβάστε: Κ.Σκολαρίκου, Για την έκδοση «Το ΚΚΕ στον ελληνοιταλικό πόλεμο 1940-41», 11-12/4/2015 και Μ.Μαϊλη, Η οπορτουνιστική επίθεση στο ΚΚΕ με τη μέθοδο της εξαπάτησης, 17/5/2015). 
Στην παρούσα δημοσίευση θα σκιαγραφήσουμε το πορτραίτο του Ζαχαριάδη αποκλειστικά μέσα από την οπτική της συντρόφου της ζωής του, της Ρούλας Κούκουλου. Το κείμενο που ακολουθεί είναι από το βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού «Το Αντικείμενο» (Καστανιώτης, 2000) – πρόκειται για το μοναδικό άξιο λόγου κεφάλαιο (σελ.179-208) ενός κατά τα λοιπά αντικομμουνιστικού μυθιστορήματος γεμάτο προκαταλήψεις και αστικούς μύθους. 
 

«Μη βάλεις τις φωνές. Ήρθε ο Ζαχαριάδης!».

Στην Κατοχή, στην Καλαμάτα, μοίραζα κουπόνια του Κόμματος με το Ζαχαριάδη και το Στάλιν επάνω. Το 1945 μου είπε ένας σύντροφος στην Καλαμάτα: «Θα σου πω κάτι, αλλά μη βάλεις τις φωνές. Ήρθε ο Ζαχαριάδης απ' το Νταχάου!». Εγώ άρχισα να χορεύω. Σ' όλη την Αντίσταση τον είχαμε στο νου μας. Ο Νίκος ήταν φλογερός πατριώτης. Και διεθνιστής. Και το' λεγε: «Άμα αγαπάς την πατρίδα σου και το λαό σου, δε μπορείς παρά τα εχτιμάς και να σέβεσαι τους άλλους λαούς και τις πατρίδες τους». Αφότου έγινε γραμματέας του Κόμματος, βοήθηκσε την ιδεολογία μας να σταθεί σωστά και μέσα στη δική μας, την ελληνική πραγματικότητα. Κι' ακόμα, το χτύπημα της θεωρίας της «Ψωροκώσταινας», της «Μεγάλης Ιδέας» που αφιόνιζε το λαό μας. Ο Νίκος στ' αλήθεια πρωτάνοιξε μέτωπα. Πρόβαλε την εξάρτηση, τη μεγάλη πληγή της Ελλάδας. Στην Έκτη Ολομέλεια για πρώτη φορά έκανε ανατομία της Ελλάδας και της εξάρτησής της. Το '34-'35 ξεκίνησε το αντιπολεμικό-αντιφασιστικό μέτωπο. Βγαίνει το Κόμμα στο λαό. Βγαίνει απ' την κρίση του. Αντιπάλεψε τη δικτατορία του Μεταξά. Τόσα και τόσα. Τον περιμέναμε λοιπόν από το Νταχάου σαν να ήταν θρύλος. [...]

Πάντως εγώ τον γνώρισα πρώτη φορά στην Πελοπόννησο, όταν είχε έρθει για το Έβδομο Συνέδριο. Πήγαμε στην Πάτρα για την προσυνεδριακή συνδιάσκεψη. Ήμουν αντιπρόσωπος των λιμενεργατών της Μεσσηνίας. Ο Μπελογιάννης μου είπε: «Θα τα καταφέρεις». 

Πήγα στην Πάτρα από την Καλαμάτα μ' ένα φορτηγό.... Δεν είχαμε και ρούχα. Είχα παπούτσια ανδρικά από την ΟΥΝΡΑ κι ένα χροντρό σακάκι για να με δουν καλά οι λιμενεργάτες. Εκατόν πενήντα εφτά ήταν όλοι τους. Πήγα σαν γραμματέας της αχτίδας να τους γνωρίσω. Γέμισε όλο το χωριό κόσμο. Με την καμπάνα- ήρθε ο κόσμος να δει την πρώτη γυναίκα... Μετά πήγαμε στην Πάτρα. Πήγαμε σ' ένα αρχοντικό σπίτι και κοιμόμασταν στο πάτωμα οι αντιπροσωπείες. Περιμέναμε ποιός θα έρθει από την Αθήνα. Δεν ξέραμε ποιός θα 'ρθει. Ο Μπελογιάννης ήταν πολύ ανήσυχος. Και ξαφνικά: «Έρχεται ο Ζαχαριάδης!»...

Όταν τον πρωτοείδα, έλαμψε ο τόπος... Ήταν όμορφος, με φωτεινό πρόσωπο... δεν ήταν πολύ ψηλός. Ήταν μαζί κι ο Καραγιώργης. Μ' έβαλαν κι' έκατσα πλάι του- ήταν η μόνη άδεια καρέκλα. 
«Απο που είσαι, συντρόφισσα;»
«Απ' τη Νάουσα».
Κατάλαβε την ταραχή μου.
«Ήμουν εκεί την περασμένη βδομάδα. Έχετε καλό κίνημα εκεί», μου λέει.

Όταν μπήκαν οι δυό τους με τον Καραγιώργη, ο Καραγιώργης του είχε πει: «Κοίταξε εκεί μια όμορφη». Την πρώτη φορά ο Καραγιώργης με πρόσεξε – πάντα πρόσεχε τις γυναίκες. Ο Νίκος τότε ούτε σήκωσε το κεφάλι του. Κρατούσε σημειώσεις για το λόγο του.... Ο Καραγιώργης πάντα με έλεγε «η ωραία του Κόμματος»... Η Μεσσηνία ήταν να μιλήσει τελευταία. Έτρεμαν τα πόδια μου. Κόντευα να πεθάνω απ' την αγωνία. Ο Μπελογιάννης μου έλεγε πάλι συνέχεια: «Θα τα καταφέρεις».

Ύστερα τον είδα ξανά στο Έβδομο Συνέδριο, στην Αθήνα... Σ' ένα διάλειμμα μου μίλησε: «Πότε μπήκες στο Κόμμα;» Φορούσα μια γαλάζια μπλούζα από την ΟΥΝΡΑ – τη θυμόταν χρόνια ο Νίκος. Οι λιμενεργάτες της Καλαμάτας τον ήθελαν «αρχηγό». Το είχα προτείνει στην συνδιάσκεψη, αλλά ο Ζαχαριάδης είπε: «Αρχηγό έχουν οι φασίστες». 

Μίλησαν πολλοί άντρες. «Θα βάλετε κι άλλες γυναίκες», τους είπε ο Νίκος. Μου λένε λοιπόν: «Θα μιλήσεις και αύριο». Ήμασταν διακόσιες πενήντα χιλιάδες οργανωμένες γυναίκες μετά τα Δεκεμβριανά... Τόσες! Μετά την ομιλία μου στο Συνέδριο ο Ζαχαριάδης είπε: «Δεν είναι μόνο όμορφη- είναι κι έξυπνη». Μετά το Έβδομο Συνέδριο έφευγε η Χρύσα απ' το πόστο της για τη δουλειά στις γυναίκες και τότε ο Μπλανάς και ο Τσιτήλος του είπαν για μένα: «Έχει πείρα, αλλά είναι παντρεμένη». Ο Τσιτήλος του λέει: «Αυτός ο γάμος είναι πέτρα στο λαιμό της». Ακόμα δεν υπήρχε βέβαια τίποτε. Εγώ δεν ήθελα να πάω στη Γραμματεία. 
«Θα αποτύχω. Είμαι από την επαρχία».
«Αυτή είναι η απόφαση του Πολιτικού Γραφείου. Πήγαινε να δεις το Ζαχαριάδη». 

Τελικά έγινε γυναικεία Γραμματεία και μέλη ήμασταν εγώ μαζί με την Αύρα Παρτσαλίδου και τη Ρόζα Ιμβριώτη... Μετά, το '46 καλοκαίρ ως και το καλοκαίρι του '49, συνεχίσαμε να συνεργαζόμαστε με το Ζαχαριάδη. Κάθε φορά που ήταν να συνεργαστούμε, το προηγούμενο βράδυ δεν κοιμόμουνα....
Το πρώτο μου άρθρο στην ΚΟΜΕΠ για τις γυναίκες μπήκε ατόφιο στις 8 Μάρτη του '46. Μου λέει ο Ζαχαριάδης: 
«Ποιός σε βοήθησε;»
«Κανείς».
«Δεν φταις εσύ. Αυτό δεν ήταν άρθρο. Εσύ έγραψες πανηγυρική ομιλία».
Πειράχτηκα πολύ.

Από το Βελιγράδι το 1947 στο Βίτσι.

Μετά την Αθήνα ξαναβρεθήκαμε πρώτη φορά στο Βελιγράδι, το 1947, στο σπίτι του Γιάννη Ιωαννίδη. Με πήρε μαζί του μαζί με τον Πετρή (σ.τ.επ: Πέτρος Ρούσσος). Στις λίγες μέρες στη Γιουγκοσλαβία κάτι άρχισε να φαίνεται. Μου έμαθε τάβλι, μ' έπαιρνε να πηγαίνουμε βόλτα στο λόφο, μου έδειχνε το Βελιγράδι. Εγώ δεν ήξερα ότι είχε χωρίσει – ήμουν κρατημένη. Έμεινα δέκα δεκαπέντε μέρες στο Βελιγράδι. Πήγαμε στην εκδήλωση για την επέτειο της Οχτωβριανής Επανάστασης.... Η πρώτη ένδειξη ερωτική έγινε στο Βελιγράδι. Μου είπε η γυναίκα του Ιωαννίδη: «Είναι σε διάσταση με τη γυναίκα του». Μου έδειχνα μια τρυφερότητα.... Στο Βελιγράδι- ήταν βέβαια στο ίδιο σπίτι κι ο Ιωαννίδης με τη γυναίκα του- κατάλαβα πως τον τραβούσα σαν γυναίκα. Κι άρχισα και γω να τον βλέπω σαν άντρα. 

Μια μέρα που περπατούσαμε στα χιόνια, μου 'δωσε το χέρι του να κατέβω. Το άγγιγμα του ήταν ζεστό- αντρίκειο. Το έχω ακόμα στο δέρμα μου. Μια άλλη φορά παίζαμε σκάκι κι άρχισε να τραγουδά ένα ελληνικό τραγούδι. Το «Περνούν οι ομορφιές μια μέρα». Το συνέχισα μαζί του. Σκάκι και τραγούδι- ένα σμίξιμο ανάμεσα στα πιόνια.

Στο βουνό μετά απο ένα ή ενάμιση μήνα άναψε η σπίθα... [...] Στο Βίτσι όταν έφτασε τον είδα από την πρώτη μέρα. Την πρώτη μέρα και το πρώτο βράδυ. Το Βίτσι είναι μέσα στ' όνειρο μου. Τα λουλούδια, το γρασίδι... 

Ο Νίκος και η Ρούλα παντρεύτηκαν στις 17 Φλεβάρη 1948 στην κοινότητα Αγίου Αχιλλείου Φλωρίνης. Ο εμφύλιος πόλεμος μαίνονταν και οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού έδιναν τη δύσκολη μάχη απέναντι στον αστικό στρατό και τους αμερικανούς συμμάχους του. 

Διηγείται η Ρούλα Κουκούλου:

Από τα πρώτα που μου είπε ο Νίκος. Μου λέει: «Ρούλα, κοίταξε, καταλαβαίνω πως μπορεί να επιδράσει πάνω σου το ότι είσαι γυναίκα μου. Πρόσεξε μην συρρικνωθείς πολιτικά. Μη σου γίνει βάρος αυτός ο γάμος. Να κρατήσεις την οντότητα σου. Ό,τι είσαι έγινες με τον αγώνα σου» - ήμουν τότε γραμματέας Γυναικείας Δουλειάς, στο Γενικό Στρατηγείο ήμουν υπεύθυνη για τις μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού- «μη χάσεις την πρωτοβουλία σου, εγώ θα σε βοηθώ, δε θα σε κηδεμονεύω Αυτή πιστεύω πως είναι η θέση της γυναίκας». 
[...]

Ήταν πολύ τρυφερός. Του έλεγα: «Στο σπίτι είσαι άλλος άνθρωπος». Μετά το Νταχάου είχε μια σχέση. Ίσως και σχέσεις... Αλλά στο βουνό δεν είχε άλλη γυναίκα. Μου τα είπε όλα το πρώτο βράδυ – όλες τις γυναίκες που πέρασαν απ΄τη ζωή του. Εγώ είχα μείνει μ' ανοιχτό το στόμα. Τον έβλεπα σαν θεό κι έβλεπα πως ήταν ένας άντρας γεμάτος έρωτα. [...] Ο Νίκος ποτέ δεν είχε ταυτόχρονα γυναίκες... Ήταν αθλητικός- ήταν και οπαδός της ΑΕΚ... γεμάτος ζωντάνια.

«Όταν αγαπούσε, αγαπούσε».

Με φώναζε «Ρούνι», Ρούλα-Νίκος, οι δύο αρχικές συλλαβές. Στην αρχή όμως, όταν ανέβηκα στο βουνό, το κομματικό μου ψευδώνυμο ήταν «Όλγα». Έτσι έλεγαν και την ανηψιά του, που την αγαπούσε πολύ...  Ήταν άνθρωπος φυσιολογικός. Όταν αγαπούσε, αγαπούσε. Είχε ρομαντισμό, τρυφερότητα, στοργή και έρωτα. Σύντροφος, φίλος κι εραστής. Δεν έδειχνε όμως τον ερωτισμό του. Του έλεγα πάντα: «Όταν κλείσει η πόρτα του σπιτιού, τότε σε βλέπω...».

Ξέρεις τι είναι να σμίγεις μετά από μια μάχη στο βουνό; Ήταν μια έκσταση. Μας συγκλόνιζε. Μας βομβάρδιζαν και κλέβαμε κάθε φορά μια ώρ δική μας... Εγώ δεν πίστευα ότι υπάρχει τέτοια ευτυχία – αυτά τα εφτά χρόνια... 

Μου έκανε κάθε 8 του Μάρτη που είχα τη γιορτή μου κάτι θαλασσί. Ήταν το χρώμα μου. Μια φορά μου έφερε απ' το Βελιγράδι ένα θαλασσί φόρεμα... [...] Περιμέναμε να 'ρθει η ώρα εφτα΄το βράδυ, να χουμε τη νύχτα δικιά μας... Το λατρεύω το Βίτσι. Το Βίτσι την άνοιξη ήταν σαν να βγήκε από παραμύθι. Τα λιβάδια του ήταν γεμάτα μενεξέδες. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη μας άνοιξη μετά το γάμο μας. Με είχε κοιτάξει ο Νίκος και μου είπε κάποια στιγμή: «Δε μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα...». 

«Δε φοβάμαι τα φίδια πιά».

Το σπίτι στο χωριουδάκι μετά το γάμο το θυμάμαι λίγο. Δύο δωμάτια και μια κουζίνα απ' τις χωριάτικες, μ΄ένα καζάνι, λίγο ψηλό, με κάτι σκαλιά. Μετά που δυνάμωσαν οι βομβαρδισμοί πήγαμε στ' αμπρί, στο Γράμμο... Τα πράγματα δυσκόλευαν, αλλάζαμε μέρη συνεχώς. Το αμπρί το θυμάμαι πιό πολύ. Δεν είχε θέρμανση, ήταν χωρίς σόμπα, χαμηλό. Μερικά είχαν τζάκι, το δικό μας όχι. Πάνω είχε χώμα και κλαριά. Ήταν ένα ξύλινο κρεβάτι, φτιαγμένο με σανιδόπλακες. Ένα τραπεζάκι είχα ακόμα, με σανίδια κι αυτό, για να γράφει ο Νίκος. Μας χωρούσε τ' αμπρί- δεν ήμασταν και χοντροί... 

Μου λέει ένα βράδυ ο Νίκος: «Γύρισε προς τα κει και μην κουνηθείς». Τι να δω; Ένα φίδι! Τα έτρεμα από μικρή... Εγώ μ'έναν πήδο πετάγομαι απ' το κρεβάτι στην πόρτα, παίρνω δρόμο και φεύγω. Τον άφησα με το φίδι. Λέω στο σκοπό: «Τρέχα μέσα, ο Νίκος είναι μόνος μ' ένα φίδι». Ώσπου να πάει ο σκοπός, ο Νίκος το 'χε σκοτώσει το φίδι. Μετά απο κάποιες μέρες είχα βγει πάνω στ' αμπρί κι έγραφα ένα κύριο άρθρο. Να σου πάλι ένα τεράστιο φίδι. Δεν κουνήθηκα αυτή τη φορά. Είπα θα το ξεπεράσω. Το ξεπέρασα. Το ανακοίνωσα και στο Νίκο: «Δε φοβάμαι τα φίδια πια. Απόχτησα θάρρος». 
  
Νίκος Ζαχαριάδης: Ο κομμουνιστής, σύντροφος στη ζωή και στον αγώνα (Β΄ Μέρος) 
 

«Το ΚΚΕ ήταν και παραμένει το κόμμα μου και κανένας δεν μπορεί να το χτυπήσει και να το λερώσει χρησιμοποιώντας το όνομά μου… Το Κουκουέδικο πέρασε πολλές αντάρες και μπόρες, όμως να το ξεριζώσει κανένας δεν μπόρεσε, γιατί αυτό θα σήμαινε να ξεριζώσει τον ίδιο το λαό. Παρόλες τις δοκιμασίες που το “δερναν και το δέρνουν, το ΚΚΕ είναι αθάνατο. Το γράμμα αυτό το γράφω για να βουλώσω το στόμα σε όλους αυτούς που θα βάλουν τώρα τις φωνές. Με το ΚΚΕ δεν είχα ούτε έχω ανοιχτούς λογαριασμούς. Ούτε μπορούσα ποτέ να “χω. Απ” όλη μου την ψυχή εύχομαι σ” αυτούς που φορτώθηκαν το πολύ δύσκολο έργο να ξαναστήσουν το Κουκουέδικο στα πόδια του, να πετύχουν απόλυτα και ολοκληρωτικά» – Νίκος Ζαχαριάδης, Τελευταίο γράμμα προς την καθοδήγηση του ΚΚΕ, 28 Ιούλη 1973.

Διηγείται η Ρούλα Κουκούλου:

Ο Νίκος είχε ευρύτατα ενδιαφέροντα. Είχε πολιτική τόλμη και παλληκαριά πολύ μεγάλη. Είχε καταπληκτικές πνευματικές ικανότητες. Τα “χασα όταν τον είδα να δουλεύει, ν” αφομοιώνει. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η προσήλωσή του, η αφοσίωση στα ιδανικά του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού. Η αφοσίωση στο Κόμμα. Η απόλυτη πίστη του στη δύναμη του λαού και του Κόμματος. Απόλυτη. Γι” αυτό έδειξε πάντα του αυτή την αντοχή. Από δεκατεσσάρων χρονών έφυγε απ” το σπίτι του, ναυτεργάτης στην Πόλη, ενώ ο πατέρας του μπορούσε να τον τρέφει. Δεκαοχτώ χρονών μπήκε στο Κόμμα και σαν ναυτεργάτης πήγε και στη Σοβιετική Ένωση κι είδε την αλλαγή. Μετά στην ΚΟΥΤΒ. Ύστερα ήρθε εδώ, στη νεολαία, την ΟΚΝΕ – επικεφαλής της ΟΚΝΕ Θεσσαλονίκης… Με κατέπλησσε ο δυναμισμός του και η απλότητα του. Ήταν τόσο απλός παρά το δέος που γεννούσε. Σ” έκανε να αισθάνεσαι άνετα… Μπορούσες να του μιλάς ανοιχτά.

Τώρα, τα λάθη. Στο τελευταίο του γράμμα τ’αναγνωρίζει κι ο ίδιος: «Έκανα πολλά στραβά στη ζωή μου, αλλά πάντα αγωνιζόμενος». Είχε και αδυναμίες προσωπικές. Αδίκησε κι αυτός, αλλά πως; Πάντα μαχόμενος. Πίστευε ότι έτσι υπηρετεί το Κόμμα. Αυτά που λεν κάποιοι «εγκλήματα», «ιδιοτέλεια» και λοιπά δεν είναι έτσι. Όταν πίστευε ότι έπρεπε να υπερασπιστεί το Κόμμα, επιτίθονταν άγρια. Με τον Παρτσαλίδη ήταν φίλος. Θυμάμαι την αγωνία του ώσπου να “ρθει στο βουνό ο Παρτσαλίδης. Ύστερα τον πολέμησε, γιατί είδε τον συμβιβασμό. Αλλά και τα λάθη του ακόμα δεν τα” κανε μόνος. Ούτε μόνος έκανε όλα τα θετικά, ούτε μόνος όλα τα αρνητικά. Η αποχή από τις εκλογές του ’46 ήταν λάθος. Έπρεπε να δείξουμε στο λαό ότι τα κάναμε όλα και δεν είχαμε άλλη λύση απ” το Αντάρτικο… τον Εμφύλιο…. Το «τα όπλα παρά πόδας» επίσης – αυτό είναι άλλο ένα λάθος. Εγώ ήμουν τότε μαζί του. Δε διαφώνησα… […]

Ο Γιαννούλης… Άδικα εκτελέστηκε. Δεν ήταν όμως δική του ιδέα να εκτελεστεί. Ο Μάρκος (σ.σ: Βαφειάδης) το ζήτησε… Ήθελε να φορτώσει δικές του ευθύνες αλλού ο Μάρκος… […]

Για το Μαρκο; Αν ξέρετε όσα ξέρω για το Μάρκο. Τον παλιανθρωπισμό του. Ο Πασαλίδης ήταν καλύτερος, ήταν απλά οπορτουνιστής, ναι, αυτό μόνο. Ο Μάρκος όμως δεν είχε αρχές. Μπορούσε να σε πατήσει… Μιλούν για ερωτική αντιπαλότητα του Μάρκου με το Νίκο, το πάνε για σίριαλ… Εγώ ξέρω πως ο Αβέρωφ στο Φωτιά και Τσεκούρι χαρακτηρίζει το Μάρκο «καλό αρχηγό» κι αυτό εμένα μου τα λέει όλα. Ο Αβέρωφ. Όταν τον είδα φωτογραφία στις εφημερίδες το Μάρκο πλάι στο στρατηγό Τσακαλώτο, ο Τσακαλώτος ήταν ένας στρατηγός κι ο Μάρκος ένα ανθρωπάκι. Κι” απ” τα γραφτά του ακόμα βγαίνει η εμπάθεια.

Ήξερα τις αδυναμίες του Νίκου. Τις ήξερα. Ήταν απότομος, άλλαζε δύσκολα τη γνώμη του, γινόταν συχνά επιθετικός. Βίαιος και εκρηκτικός γιατί πίστευε πως είχε δίκιο…. Στο τελευταίο του γράμμα έγραφε: «Έκανα πολλά λάθη. Αδίκησα από πίστη στο Κόμμα». Γινόταν άδικος και σκληρός, ειν” η αλήθεια. Το τραβούσε στην άλλη άκρη.

Το 1948 ο Νίκος ήθελε συμφωνία με την Αθήνα. Μας σταμάτησαν οι Αμερικάνοι…

Ήθελα να πάω στο Γράμμο τον Αύγουστο του ’49, στη μεγάλη μάχη. Ο Νίκος είπε: «Να πας, αφού το θέλεις». Όταν γύρισα, βρήκα το Νίκο να μην έχει κοιμηθεί…

Όταν υποχωρούσαμε αναγκαστικά προς την Αλβανία, μας βομβάρδιζαν τ” αεροπλάνα… το πυροβολικό… Ο Νίκος έφυγε τελευταίος απ” όλους. Τον προσπέρασαν όλοι. Κι” όλοι απ” το Πολιτικό Γραφείο ακόμα. Εκείνος έμεινε και βγήκε απ” την Ελλάδα τελευταίος.

Στην προσφυγιά.

Στη Ρουμανία είχαμε ένα διώροφο σπίτι. Εγώ είχα τα λεφτά του σπιτιού. Ο Νίκος μου είχε πει να μην πάρω το επίδομα της μάνας μωρού – είχε στο μεταξύ γεννηθεί ο Σήφης. Μου τελείωναν τα λεφτά και του έκανα τραχανά. Ο Νίκος δεν έλεγε τίποτε. Ήταν λιτοδίαιτος. Και δεν ντυνόταν. Είχε μια φανέλα κοστούμι που το είχε πάρει από την Αθήνα στο βουνό και μετά έξω. Μόνο όταν πήγαινε ταξίδια του “λεγα: «Πάρε ένα κοστούμι…». […]

Του άρεσαν τα τραγούδια απ” την Ελλάδα. «Περνούν οι ομορφιές», «Γλυκά μου μάτια αγαπημένα»… Χορεύαμε μέσα στο σπίτι οι δυό μας. Ο Νίκος δεν ήθελε να χορεύει δημόσια… Ακούγαμε μουσική… Μιλούσαμε πολύ για φιλολογία. Για τον Χικμέτ…

Όταν ήθελε να μου φέρει λουλούδια, τα “βαζε στην τσέπη του… Σκεφτόμουνα, αλήθεια, συχνά πόσες γυναίκες ζουν αυτή την ευτυχία… Μου έκανε δώρα… Κάποτε μου χάρισε μια καρφίτσα που έγραφε «Λένιν» κι” εγώ μια φωτογραφία του Στάλιν…

[…] Έκανα δουλειές του σπιτιού – είχαμε πρόγραμμα. Μου έλεγε: «Όλη η μέρα είναι αφιερωμένη στο Κόμμα. Μετά οι νύχτες θα είναι δικές μας…».

Ο Νίκος ξεχώριζε δύο, το Νίκο Μπελογιάννη και το Φλωράκη… Θυμάμαι μου είπε κάποια στιγμή: «Άν ζούσε σήμερα ο Μπετόβεν, θα έγραφε τον Έγκμοντ για το Μπελογιάννη».

Ο τελευταίος αποχωρισμός.

Όταν άρχισαν οι αποστολές στην Ελλάδα, είπα: «Θα πάω κι εγώ». Ήρθα στην Ελλάδα το 1955… Το ζήτησα εγώ και ο Νίκος μου είπε: «Αφού το θέλεις, να πας». Κι” ακόμα: «Κοίταξε να βρεις ένα σπίτι σίγουρο – εσύ ξέρεις».

«Είσαι με τα καλά σου», του λέω, «θα έρθεις στην Ελλάδα; Αν πιαστείς, τι ζημιά θα κάμεις στο Κόμμα;».

Μου είπε: «Βρες το εσύ κι” ασ” το σ” εμένα…».

Όταν έφευγα, ο Νίκος είχε χλομιάσει… Κι εμένα ήταν σα να μου κοβόταν η καρδιά μου στα δύο – η μισή έμεινε στη Ρουμανία και την άλλη μισή την έπαιρνα μαζί μου…

Έφυγα απ” τη Ρουμανία την επομένη της Πρωτοχρονιάς του 1955 – μια μέρα που στάζει αίμα η καρδιά μου όταν τη θυμάμαι. Το τελευταίο βράδυ μείναμε μόνοι. Δεν κοιμηθήκαμε όλη τη νύχτα… Στην Ελβετία είχα βρει την Ενάτη του Μπετόβεν και του την είχα φέρει… Έκανε σαν παιδί απ” τη χαρά του. Εγώ ήθελα τη Λίμνη των κύκνων, αλλά δε μπορούσα να τη βρω σε ρώσσικη εκτέλεση, που την προτιμούσα. Ο Νίκος έστειλε κρυφά στη Βιέννη και βρήκε το δίσκο… Την ακούσαμε εκείνο το βράδυ. Ήμασταν στην κρεβατοκάμαρα και ακούγαμε τη Λίμνη των κύκνων ώσπου ξημέρωσε… […]

Με αποχαιρέτησε στη σκάλα. Κάτω ήταν το αυτοκίνητο. Είχε πάντα στην τσέπη του μια χτένα απ” την Ελλάδα. «Παρ” την – είναι δική σου… είναι ό,τι πιο δικό μου». Μου την έβαλε στο χέρι και μου είπε: «Γύρνα ζωντανή…».

Έφυγα αγνώριστη. Φορούσα ένα τελευταίο μοντέλο ταγέρ, καφέ και μπεζ, με καπελάκι σπορ. Μοντέλο ταξιδιού. Σαν κυρία του δυτικού καλού κόσμου. Όλα ασορτί. Ασορτί παπούτσια, ασορτί τσάντα. Ήμουν και ωραία τότε. Στο ταξίδι μου κόλλησαν δύο Έλληνες – ο ένας αξιωματικός, ο άλλος αρχιχαφιέδαρος απ” την Αμερική… ΣΙΑ θα ήταν. Μου λεν: «Ελληνίς είστε;». Έτσι, «Ελληνίς!». Καθαρεύουσα. «Ναι», λέω, «Ελληνίς». Χαμογελούσαν, χαμογελούσαν και μεταξύ τους, ήταν σαν να λέγανε: «Αυτή είναι εύκολη να την πας στο κρεβάτι». Που να ήξεραν ότι ήμουν η γυναίκα του Ζαχαριάδη! […]

Με πιάσανε τον Ιούλιο του 1955. Η σύλληψή μου δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 30 Ιουλίου του 1955…. Σκεφτείτε, πήρα από το Νίκο τη μέρα που με πιάσανε ένα σημείωμα μικρό: «Σας ζηλεύουμε και σας καμαρώνουμε». Ήταν γιατί είχαμε καταφέρει να μαζέψουμε εβδομήντα υπογραφές για την ειρήνη από σπουδαίες προσωπικότητες, Όταν ήρθαν αυτοί να με πιάσουν, το “βαλα στο στόμα και το “φαγα. Σκεφτείτε, να σε πιάσουν και την ίδια βραδιά να φας αυτό το τελευταίο γράμμα…

Εννιά μήνες στην απομόνωση στην Ασφάλεια. Δυόμισι βήματα το κελί… Χιλιάδες φορές τα πήγα πάνω κάτω… Ούτε να διαβάσω τίποτα… Εννιά μήνες. Μετά η φυλακή μου φάνηκε απελευθέρωση. Στον ασφαλίτη που μου λεγε «Θα πεθάνεις» έλεγα «Το Νίκο τον αγαπώ».

Η δεξιά οπορτουνιστική στροφή που επικράτησε στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φλεβάρης 1956) και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα είχε άμεσο αντίκτυπο: Με τις αποφάσεις της 6ης Πλατιάς Ολομέλειας (11-12 Μάρτη 1956) και της 7ης Πλατιάς Ολομέλειας (18-24 Φλεβάρη 1957) του Κόμματος ο Νίκος Ζαχαριάδης καθαιρέθηκε και διαγράφτηκε από μέλος του ΚΚΕ. Πρόκειται για αποφάσεις άδικες, που συνοδεύτηκαν από ανυπόστατες συκοφαντίες («αντικομματικό φραξιονιστικό αντιδιεθνιστικό εχθρικό στοιχείο») ενάντια στον κομμουνιστή ηγέτη. Τον Ιούλη του 2011, στο πλαίσιο της μελέτης της Ιστορίας του Κόμματος για την περίοδο 1949-1968, η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ ακύρωσε τις παραπάνω αποφάσεις αποκαταστώντας πλήρως το Νίκο Ζαχαριάδη (Διαβάστε εδώ την ομιλία της ΓΓ του ΚΚΕ Αλέκας Παπαρήγα στην εκδήλωση της ΚΕ για την αποκατάσταση του Ζαχαριάδη, 2/10/2011).

Για την περίοδο εκείνη της καθαίρεσης και διαγραφής του ιστορικού ηγέτη, καθώς και για όσα ακολούθησαν μέχρι το τραγικό του τέλος στο Σουργκούτ, διηγείται σχετικά η Ρούλα Κουκούλου:

Στη φυλακή μου “φεραν και διάβασα μια Καθημερινή: «Καθαιρέθηκε ο Ζαχαριάδης». Την είχαν αφήσει επίτηδες και με παρακολουθούσαν. Ήμουν στην απομόνωση. Μετά το διάβασα και στην Αυγή. Έλεγα μέσα μου: Να κλείσει το κελί να μη με βλέπουν. Ύστερα από μισή ώρα με φώναξε η διευθύντρια:

«Τι λέτε γι” αυτό;».

«Αφού το λέει το Κόμμα!» είπα εγώ.

Μετά την καθαίρεση, μετά την Έκτη Ολομέλεια δηλαδή, του έγραψα δύο φορές απ” τη φυλακή… Του έγραψα σαν «φοιτήτρια» σε «φοιτητή»: «Ν” ακούς τους καθηγητές σου. Δεν πειράζει που δεν πήγες καλά στις εξετάσεις. Πάντα θα είμαι μαζί σου». Τα πήρε; Ανάμεσα στην Έκτη Ολομέλεια και την Έβδομη, ανάμεσα στην καθαίρεση και τη διαγραφή του δηλαδή, τα έγραψα. Δεν πήρα ποτέ απάντηση. Αν δεν τον διαγράφανε, θα ήμουν μαζί του πραγματικά… Μετά που τον διέγραψαν κράτησα απόσταση… Δεν πίστεψα ότι ήταν εχθρός του Κόμματος… Ήταν όμως και τα έξι Κόμματα των σοσιαλιστικών χωρών που τον διαγράψανε… (σ.σ: Στην 7η Ολομέλεια μετείχε αντιπροσωπεία διεθνούς επιτροπής αποτελούμενης απο έξι ΚΚ, των ΕΣΣΔ, Ρουμανίας, Ουγγαρίας, Τσεχοσλοβακίας, Βουλγαρίας και Πολωνίας).

Ήμασταν φυλακή. Δεν ξέραμε ακριβώς. Σήμερα βλέπεις έναν κύκλο μεγάλο να έχει κλείσει: τον κύκλο της αντεπανάστασης. Τώρα βλέπουμε. Καταλαβαίνουμε πια. Τους πονούσε ο Ζαχαριάδης και τον αμαύρωσαν εντελώς. Τον χτύπησαν περισσότερο. Ήταν μες στο Κόμμα και στο λαό ριζωμένος. Που ήξερα εγώ μές στη φυλακή τί ήταν ο Χρουστσώφ; Που να φανταστώ τι είχε γίνει με το Χρουστσώφ; Μόνο όταν έμαθα τι έγινε στο Όγδοο Συνέδριο και ποιοί βγήκαν Πολιτικό Γραφείο… Ήξερα πολύ καλά την παλιανθρωπιά του Βαφειάδη, ήξερα τον συμβιβασμό και τον κλονισμό του Παρτσαλίδη που δεν άντεχε… Με το Χρουστσώφ δούλευε ο οπορτουνισμός στην Ελλάδα και την Τασκένδη…

Κατηγόρησαν το Νίκο για τη στάση του προς τον Τίτο. Ότι το «πισώπλατο χτύπημα» ήταν «αποκύημα της φαντασίας» του Ζαχαριάδη. Δεν είναι έτσι. Ο Τίτο δε μας έκλεισε τα σύνορα την ώρα που είχαμε τραυματίες στα φορεία και πέθαιναν; Δε μας πίεζαν οι τιτοϊκοί για «δηλώσεις μετανοίας»; Όσο για τη φράση «ανώμαλο καθεστώς του Ζαχαριάδη», ο Χρουστσώφ την επέβαλε.

Τώρα ξέρουμε. Διέλυσαν τη Σοβιετική Ένωση. Χειροκρότημα μετά και στον Γκορμπατσώφ; Γελαστήκαμε και εμείς… Τώρα σαρώνουν πιά τα πάντα. Διαλύθηκαν πολλά Κόμματα από μέσα… Κι εμάς; Μας κατηγορούν ακόμα δογματικούς. Σ” το λέω: μεγαλύτερος δογματισμός δεν υπάρχει απ” το να πιστεύεις ότι οι κοινωνίες θα μείνουν για πάντα στον καπιταλισμό. Θα “ρθει ο σοσιαλισμός και θα “ρθει καλύτερος, γιατί τώρα ξέρουμε τα λάθη. Η ζωή δικαιώνει. Θέλει μόνο μυαλό και ανοιχτά μάτια.

Δε μετάνιωσα που τον αποκήρυξα… Το ίδιο θα έκανε κι ο Νίκος αν μάθαινε ότι με διαγράψανε… Τον λάτρευα, αλλά πριν από τη λατρεία ήταν το Κόμμα… Καλύτερα να πεθάνεις παρά να διαγραφείς. Τα πρώτα χρόνια τον έβλεπα κάθε βράδυ στον ύπνο μου. Όμορφο και λαμπερό. «Φοβάμαι μη σε χάσω», του έλεγα και ξυπνούσα. Ύστερα έπαψα να τον βλέπω. Όταν έμαθα ότι πήγε στην πρεσβεία (σ.σ: ελληνική) και ζήτησε να γυρίσει στην Ελλάδα, σκέφτηκα: Είναι προδότης. Τώρα το βλέπω αλλιώς…

[…] Μετά τη διαγραφή έπαψα να του γράφω. Κι αυτός το ίδιο θα “κανε. Μου “στελνε το παιδί, φωτογραφίες… Μου τα κρατούσε η Ασφάλεια όμως όλα. Κάποτε μ” ενέργειες του Ερυθρού Σταυρού μου “ρθε ενάμιση χρόνο μετά ένα πακέτο γράμματα του παιδιού, γραμμένα όμως από το χέρι του Νίκου. Το παιδί δε μπορούσε να γράψει, σχεδίαζε μόνο. Τα φύλαγα. Όλα αυτά μου τα πήραν επί χούντας… Μου έγραφε «κάναμε αυτό, εκείνο, παίξαμε»… Του είχα στείλει κι εγώ ένα πουλόβερ απ” τη φυλακή, ήταν μεγάλο για μένα. Μετά στο Σουργκούτ, στην κηδεία, το είδα… Το φορούσε ακόμα, κουρελιασμένο… Κι ένα κασκόλ…

Ο τραγικός επίλογος.

Εγώ βγήκα απ” τη φυλακή, χρόνια αφόρου ο Νίκος ήταν απομονωμένος στο Σοργκούτ, στις 13 του Οχτώβρη του 1973. Όταν ο Χαρίλαος ανέλαβε γραμματέας, πήγε σε συνάντηση με το ΚΚΣΕ. Ήταν ο Σουσλώφ, ο Πανομαριώφ, ο Ζαμιάτιν… Βάζει και το ζήτημα του Ζαχαριάδη. «Είναι ένα πρόβλημα μεγάλο για το Κόμμα», τους είπε. «Θα δω όλα τα στελέχη του Κόμματος που διαγράφτηκαν – και το Ζαχαριάδη». Του είπαν: «Όχι το Ζαχαριάδη. Δε νομίζουμε πως είναι σωστό να πάει ο γραμματέας». Αυτό τον επηρέασε το Χαρίλαο. Οι Ρώσσοι άφηναν το Νίκο να πάει όπου θέλει, εκτός από Μόσχα, Λένινγκραντ και Τασκένδη.
Ήμουν στην ΚΕ από το ’52 και μέλος του ΠΓ απ” το ’73, από το Ένατο Συνέδριο. Εγώ με το Ένατο Συνέδριο ανέλαβα τη Διαφώτιση απ” την Ουγγαρία. Οι Ρουμάνοι δε μας ήθελαν. Ο Χαρίλαος μου είπε το ’73: «Πρέπει να φέρουμε το Νίκο απ” το Σοργκούτ. Θα μας βοηθήσει πολύ στη Διαφώτιση». Βέβαια για το Νίκο θα ήταν δύσκολο να ξαναγυρίσει πίσω στις βαθμίδες του Κόμματος…

Ήμασταν από την Ελλάδα λίγοι. Δεν ήθελα να πάω μόνη μου στο Νίκο. Μου πέρασε η ιδέα, αλλά είπα: πρώτο το Κόμμα κι ύστερα εγώ. Μάθαινα για τις απεργίες πείνας. Ξαναλέω όμως: ποτέ δεν πιστέψαμε πως ήταν εχθρός του Κόμματος. Κανένας μας. Ο Χαρίλαος έστειλε το Λουλέ. Ο Νίκος ήθελε όμως να γυρίσει στην Ελλάδα – κι ας ήταν δικτατορία. Το Όγδοο Συνέδριο είχε πάρει μιά απόφαση να ερευνηθεί αν ήταν χαφιές. Δεν βρήκαν βέβαια τίποτε…

Εγώ περίμενα να τον φέρει ο Λουλές. Είχε πάει να τον δει το ’73. Εκείνο που με τρώει είναι γιατί δεν πίστεψα ότι θ” αυτοκτονήσει. Να πάω στο Σοργκούτ να τον δω… […]

Έλεγα πως θα ξεδιαλύνει πρώτα με το Κόμμα και θα πήγαινα και εγώ μετά. Είχαμε κάποια καλά μηνύματα. Έβλεπε ο Νίκος πως έγινε κάποια αλλαγή στο Κόμμα. Είπε στο Σήφη ότι ήταν θετικό αυτό με τον καινούργιο γραμματέα, το Χαρίλαο. Να ζητούσαμε απ” το Νίκο να “ρθει στην Ουγγαρία. Τότε θ” άνοιγε κι ο δρόμος της αποκατάστασης του. Θα βοηθούσε και στη Διαφώτιση… Ξέρω, θα πικραίνονταν. Ήταν μια λύση όμως σωστή. Τότε δεν πίστεψα. Δεκαεφτά χρόνια είχα να τον δω. Και πως να κανονίσουμε εμείς να πάει στην Ελλάδα; Αν ερχόταν στο Κόμμα μαζί μας, θα πήγαινα κι εγώ να ζήσω μαζί του…

Δεν πίστεψα… Ήξερα και τις προηγούμενες απεργείες πείνας… Κι αυτό, λέω, εκβιασμός θα είναι. Μου έλεγε κι ο Σεμενκώφ, του Τμήματος Εξωτερικής Πολιτικής του ΚΚΣΕ, πως ένας που θέλει ν” αυτοκτονήσει δεν ορίζει την ημέρα από πριν… Ήταν και που δεν ταίριαζε σε κομμουνιστή ν’αυτοκτονήσει… Δεν είχα διαβάσει και το γράμμα. Το γράμμα αφήνει μιά ατμόσφαιρα σύνθλιψης και θανάτου. Τραγικά όλα…

Τίποτε μέσα μου από τότε δεν ξεπερνιέται. Ξέρω την πίκρα του. Πόσο του κόστισαν όλα… τι ήμουνα εγώ γι” αυτόν…

Ο Λουλές του είπε: «Εσύ μας ατσάλωσες. Εσύ τώρα θα το κάνεις αυτό; Ν” αυτοκτονήσεις; Άσε την ελευθερία διακίνησης, έλα να δεις το Χαρίλαο – τον αγαπούσες σαν το Μπελογιάννη». Κι ο Λουλές μας το είπε ξεκάθαρα όταν γύρισε: «Ο Ζαχαριάδης δε θ” αυτοκτονήσει». Για λίγες μέρες χάθηκε η ζωή του…

«1 Αβγούστου 1973 — ώρα Αθήνας 00.01 “.
Βγαίνει ότι ο Λουλές τόχασε το στοίχημα».

Διηγείται σχετικά με την τελευταία πράξη του δράματος η Ρούλα Κουκούλου:

Ήμουν ακόμα στη Βουλγαρία. Με παίρνει τηλέφωνο ο Χαρίλαος: «Ο Νίκος αρρώστησε βαριά». Του λέω: «Πές μου την αλήθεια». Μου το “πε. Πάω πάνω, λέω στον Κύρο και το Σήφη «τό και τό». Ο Σήφης τότε μου έδωσε το γράμμα. Στο δωμάτιο κοντά στη θάλασσα. Μου το δίνει, το διαβάζω, ήταν το ίδιο που έστειλε και στην Κεντρική Επιτροπή. Λίγο πιο περιληπτικό. Σε δέκα λεπτά φύγαμε. Φτάνουμε Μόσχα. Έδωσα το γράμμα στους Σοβιετικούς. Μετά πήγαμε στο Σοργκούτ… για την κηδεία.

Δεν ήταν μόνο ένας φυσικός θάνατος. Ήταν ο πολιτικός θάνατος του τόσα χρόνια. Εκεί στο Σοργκούτ, μόνος κι εξόριστος… Με τόση λάσπη να του “χουν ρίξει. Μετά η αυτοκτονία. […]

Το Σοργκούτ… Έντεκα χρόνια εκεί… Δεν φανταζόμουνα… Ένα σπίτι απομονωμένο, ήσαν φύλακες βαλμένοι γύρω γύρω. Εκατό φορές να τον είχαν σε φυλακή, σε στρατόπεδο. Αυτή η απομόνωση ήταν φοβερό πράγμα…

Πόσο πολύ αγαπούσε την πατρίδα του… Θα σας πω κάτι συγκινητικό. Φεύγοντας είχε πάρει ένα σακουλάκι χώμα, χώμα ελληνικό, και τ’άφησε στο παιδί, το Σήφη. Του είχε πει: «Άμα πεθάνω, να μου το βάλεις». Και του το βάλαμε. Για σκεφτείτε. Έτσι, ύστερα από τόσα χρόνια, έτσι ανταμώσαμε… […]

Αχ, γιατί να μην ήμουν την 1η Αυγούστου εκεί… να πάρω το παιδί και να πάω… Είπε στο Λουλέ ο Νίκος: «Γέμισα πίκρα. Δε μπορώ άλλο».

Είναι μια πληγή μου το πως πέθανε ο Νίκος. Το ότι δεν πίστεψα πως θ” αυτοκτονούσε και δεν πήγα είναι μια ανοιχτή μου πληγή… Μετά τη διαγραφή του δεν του έγραψα εγώ – δε μου έγραψε κι εκείνος. Αλλά ξέρω πόσο μ’αγαπούσε. Είχε τη φωτογραφία μου στο σπίτι του στο Σοργκούτ… Πονάω τώρα που τον σκέφτομαι τις νύχτες… Αυτό που καίει είναι ότι δεν πρόλαβα, ότι δεν πίστεψα πως θ’αυτοκτονήσει. Ας πήγαινα κι ας μην άλλαζε τίποτε. Να δει ότι πήγα. Να μη φύγει τόσο πικραμένος…

Αντί επιλόγου.

Αντί επιλόγου γι αυτό το αφιέρωμα στον ιστορικό ηγέτη του ΚΚΕ, παραθέτουμε τα λόγια του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ σ.Δημήτρη Κουτσούμπα στο πολιτικό μνημόσυνο για την συμπλήρωση 40 χρόνων απ” το θάνατο του Νίκου Ζαχαριάδη (Αύγουστος 2013):

«Το τραγικό τέλος του πριν 40 χρόνια ακριβώς σαν σήμερα κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη για βαθύτερη μελέτη και γνώση της ιστορικής πείρας, της εξαγωγής χρήσιμων συμπερασμάτων για το παρόν και το μέλλον.


Το ΚΚΕ είχε την επαναστατική τόλμη να πραγματοποιήσει την πανελλαδική συνδιάσκεψή του πριν δύο χρόνια στις διαδικασίες της οποίας, στις συζητήσεις, συμμετείχαν όλα τα μέλη του κόμματος, όλα τα μέλη της ΚΝΕ σε όλη τη χώρα. Οι αποφάσεις της αποτυπώθηκαν στον δεύτερο τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας (1949 – 1968) που αποτελεί πραγματικό εργαλείο γνώσης, βαθύτερης μελέτης για όλους τους αγωνιστές που πρέπει να το προμηθευτούν, ιδιαίτερα για τη νέα γενιά.

Το ΚΚΕ με την απόφαση αυτή αποκατέστησε στη θέση του Γενικού Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής τον ήρωα Νίκο Ζαχαριάδη. Τιμάμε, θα θυμόμαστε, εμπνεόμαστε από τους αλύγιστους της ταξικής πάλης».
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου