Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Το λαϊκό κίνημα στο Βυζάντιο (Α΄ μέρος)

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

του Τηλέμαχου Λουγγή *

Το άρθρο αυτό αποτελεί το πρώτο μίας σειράς άρθρων με τίτλο «Το λαϊκό κίνημα στο Βυζάντιο» που θα δημοσιευτούν και σε επόμενα τεύχη της ΚΟΜΕΠ.

Η περίοδος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι για τους περισσότερους λιγότερο γνωστή από άλλες ιστορικές περιόδους, όπως για παράδειγμα αυτή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που προηγήθηκε και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ακολούθησε. Η σημασία της μελέτης αυτής της περιόδου και του λαϊκού κινήματος σε αυτήν έχει ιδιαίτερη σημασία για δύο κυρίως λόγους. 

Πρώτον, η περίοδος αυτή παρουσιάζει σημαντικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με την κοινωνική εξέλιξη στη δυτική Ευρώπη, η οποία πολλές φορές θεωρείται ότι εκφράζει τον «τυπικό» τρόπο διαδοχής των κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών. Παρά το γεγονός ότι η «μήτρα» τόσο της φεουδαρχικής δυτικής Ευρώπης όσο και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι η δουλοκτητική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η κοινωνική εξέλιξη δεν πήρε τα ίδια χαρακτηριστικά στις δύο περιοχές. Μια σειρά στοιχεία, όπως ο ισχυρός και αντιδραστικός ρόλος του βυζαντινού κράτους (σε μία περίοδο όπου στη Δυτική Ευρώπη το κεντρικό κράτος χάνει την ισχύ του), η διατήρηση στοιχείων του δουλοκτητικού ρωμαϊκού Δικαίου στη βυζαντινή νομοθεσία, οι ιδιαιτερότητες στον τρόπο διαμόρφωσης της κυρίαρχης τάξης σε κάθε περίοδο κλπ., τροφοδότησαν και συνεχίζουν να τροφοδοτούν οξύτατη επιστημονική και ιδεολογική διαμάχη σχετικά με το χαρακτήρα της βυζαντινής κοινωνίας και της οικονομικής της βάσης. Έτσι, η μελέτη αυτής της περιόδου εμπλουτίζει σε σημαντικό βαθμό την κατανόηση της κοινωνικής εξέλιξης, συμβάλλοντας στην κατανόηση της συνθετότητας αυτής της εξέλιξης και της κατάκτησης της σωστής μεθοδολογίας.

Δεύτερον, ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι για πολλούς αιώνες η έκταση της αυτοκρατορίας περιλάμβανε το σύνολο ή μέρος των εδαφών της σημερινής επικράτειας της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να έχει βάλει τη δική της «σφραγίδα» στην εξέλιξη των κοινωνικών σχέσεων στην περιοχή. Έτσι, η μελέτη της ιστορίας, μέσα από την οποία δημιουργήθηκε η σημερινή οικονομική βάση και το εποικοδόμημα στην Ελλάδα, δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και τη μελέτη αυτής της περιόδου. Η γνώση των βασικών χαρακτηριστικών της βυζαντινής κοινωνίας αποτελεί προϋπόθεση, τόσο για την κατανόηση των μετέπειτα εξελίξεων που οδήγησαν στη δημιουργία του ελληνικού έθνους-κράτους, όσο και για τη μαχητική παρέμβαση σε μια σειρά αντιδραστικά ιδεολογήματα, τα οποία άμεσα ή έμμεσα αναφέρονται σε αυτή την περίοδο (π.χ. ο χαρακτήρας της βαθιάς ιστορικής συνέχειας που αποδίδεται στον «ελληνορθόδοξο» πολιτισμό).

Το πρώτο άρθρο της σειράς, που δημοσιεύεται σε αυτό το τεύχος, οριοθετεί χρονικά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τις επιμέρους περιόδους της, ξεχωρίζοντας τα βασικά χαρακτηριστικά της κάθε μίας από αυτές.

ΠΕΡΙΟΔΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ (4ος ΑΙΩΝΑΣ - 1453)

Για να καταλάβει κανείς το πνεύμα και το νόημα των κοινωνικών αγώνων, δηλαδή της ταξικής πάλης στο Βυζάντιο είναι απαραίτητο να εντοπίσει το χαρακτήρα των διαφορετικών, κάθε φορά, κοινωνικών αντιθέσεων που διατρέχουν και σημαδεύουν μια μακρά χρονική περίοδο 11 περίπου αιώνων.

Σαν πολιτικός και κοινωνικός οργανισμός, το Βυζάντιο γεννιέται σε μια περίοδο μεγάλων κοινωνικών αναστατώσεων που προσδιορίζουν το τέλος του αρχαίου κόσμου σαν κοινωνικο-οικονομικού συστήματος (δουλοκτησία). Η διαδικασία αυτή διαρκεί πολύ, ίσως περισσότερο από τρεις αιώνες. Το Βυζάντιο εξελίσσεται μέσα από κοινωνικές αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν την πορεία προς το μεσαιωνικό κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό (φεουδαρχία). Η διαδικασία αυτή διαρκεί επίσης πολύ και μένει περίπου ανολοκλήρωτη, κύρια εξαιτίας των αρχαιογενών στοιχείων του κράτους που αντιστέκεται στη φεουδαρχοποίηση (στο Βυζάντιο, π.χ., θα κυριαρχούν πάντα στοιχεία του Ρωμαϊκού Δίκαιου και όχι το φεουδαρχικό Δίκαιο) και, έτσι, το Βυζάντιο θα παρακμάσει και θα εξαφανιστεί σε μια περίοδο, όπου δεν θα έχει πια την παραμικρή πιθανότητα να επιβάλει τη δική του κοινωνική δομή πάνω σε κοινωνικές σχέσεις πολύ πιο προχωρημένες (στη Δυτική Ευρώπη ανάπτυξη αστικής κοινωνικής αντίληψης πάνω σε ολοκληρωμένες και παρηκμασμένες φεουδαρχικές σχέσεις).


Μέσα στην αργή αλληλοδιαδοχή και στην αμοιβαία συμπλοκή δυο κοινωνικών συστημάτων στη διάρκεια 11 αιώνων, η ιδεολογία είναι φυσικό να βρίσκεται σε μια συνεχή αναπροσαρμογή, τόσο από την πλευρά της άρχουσας τάξης, όσο και από την πλευρά των λαϊκών διεκδικήσεων και κινημάτων. Η γενικά σωστή παρατήρηση του Φρ. Ένγκελς ότι «κάθε κοινωνικό και πολιτικό κίνημα ήταν αναγκασμένο να πάρει θρησκευτική μορφή, επειδή ο Μεσαίωνας υπέταξε στη θεολογία όλες τις άλλες ιδεολογικές μορφές»{1} ισχύει στο Βυζάντιο μόνο για τις εποχές εκείνες, όπου επικρατούσε απόλυτη θεοκρατική ακινησία. Σε μεταβατικές όμως περιόδους, σημαντικότατες λαϊκές εξεγέρσεις, όπως π.χ. η περίφημη Στάση του Νίκα (532) ή το εξίσου περίφημο εννιάχρονο (1342-1349) Κίνημα των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης (Κομμούνα της Θεσσαλονίκης κατά το Γιάνη Κορδάτο{2}) ξεσπούν και αναπτύσσονται χωρίς απολύτως κανένα θρησκευτικό πρόσχημα ή επικάλυμμα και το γεγονός αυτό τονίζει τόσο την οξύτητα της ταξικής πάλης, όσο και τη ρευστότητα της πολιτικής ιδεολογίας.

Μέσα στις αδιάκοπες αυτές μεταβολές, εκείνο που τελικά δείχνει να μένει σταθερό και αμετακίνητο στις θέσεις του ως την οριστική του εξαφάνιση το 1453 είναι το βυζαντινό κράτος σαν μηχανή για την επιβολή της κυριαρχίας μίας τάξης πάνω σε μιαν άλλη. Αλλά, όπως οι κοινωνικές σχέσεις και η ταξική πάλη στο Βυζάντιο αλλάζουν συχνά και τόπο, αλλά προπαντός χαρακτήρα και περιεχόμενο, έτσι και ο προσδιορισμός της άρχουσας τάξης δεν είναι δυνατό να διατυπωθεί με απόλυτη ακρίβεια, παρά μόνο με τον εντοπισμό και την παράθεση των κοινωνικών ομάδων που απαρτίζουν την άρχουσα τάξη κάθε φορά. Αυτό γίνεται πιο κατανοητό, αν π.χ. αναλογιστεί κανείς τη σύμπνοια εικονομάχων και εικονολατρών απέναντι στο λαϊκό-αγροτικό κίνημα κατά τον 9ο αιώνα.

Ο επιφανέστερος των θεωρητικών της βυζαντινής κοινωνίας Α. Π. Καζντάν απέδειξε έμπρακτα σε μια σειρά από εξαίρετες μελέτες του αυτή την «κάθετη κινητικότητα» της βυζαντινής κοινωνίας{3}, που δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να επιβεβαιώνει την ουσία της ταξικής πάλης σε όλες τις εποχές. Μια από τις πιο σημαντικές ιδιότητες του βυζαντινού κράτους είναι ότι επεμβαίνει καθοριστικά τις περισσότερες φορές στο σχηματισμό της άρχουσας τάξης (π.χ. αναδεικνύει μια ομάδα αφοσιωμένων κρατικών υπαλλήλων και τους εντάσσει στην άρχουσα τάξη, χαρίζοντάς τους κρατική γη) και αυτό επιδρά αποφασιστικά τόσο στο ρόλο της, όσο και στην κοινωνική της ψυχολογία.

Έτσι, το βυζαντινό κράτος εμφανίζεται στην αρχή της ιστορίας του σαν κράτος μιας τάξης γαιοκτημόνων-δουλοκτητών (αρχαιογενής συγκλητική αριστοκρατία) που βρίσκεται περίπου υποχρεωμένο να υιοθετήσει ως θρησκεία το Χριστιανισμό, απογυμνωμένο όμως από το κοινωνικό του περιεχόμενο, επειδή ακριβώς ο Χριστιανισμός είχε εμφανιστεί σαν ιδεολογία των καταπιεζομένων και απειλούσε τα θεμέλια της ρωμαϊκής κοινωνίας. Σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του, το βυζαντινό κράτος θα επιβλέπει άγρυπνα το περιεχόμενο της θρησκείας-ιδεολογίας, καθορίζοντας το δόγμα και χτυπώντας αμείλικτα κάθε «αιρετική» προσπάθεια να δοθεί κοινωνικός χαρακτήρας στις θρησκευτικές αντεγκλήσεις{4}. Το κράτος όμως προχωρεί μόνο, όσο του επέτρεπαν οι κάθε φορά κοινωνικές συνθήκες. Έτσι, δεν προσαρμόζεται ολοκληρωτικά στην κατάρρευση της δουλοκτησίας και, στο βαθμό που προχωρεί ο εκφεουδαρχισμός της κοινωνίας, ο ρόλος του είναι ανασταλτικός, όχι επειδή διαπνέεται από προοδευτικές αρχές, αλλά αντίθετα, επειδή προσπαθεί να ανακόψει την κοινωνική αυτή διαδικασία.

Μετά από όλα αυτά, δεν είναι καθόλου παράξενο το ότι οι κοινωνικοί αγώνες στο Βυζάντιο εμφανίζονται πρώτα απ’ όλα σαν εξεγέρσεις ενάντια στο κράτος και όχι ενάντια στην άρχουσα τάξη και δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο των λαϊκών αγροτικών μαζών που βοηθούν τους φεουδάρχες να καταλάβουν την κρατική εξουσία. Η τέλεια αποδυνάμωση του βυζαντινού κρατικού οργανισμού συμπίπτει με την κυριαρχία της φεουδαρχίας στο βαλκανικό χώρο, που παίρνει τη μορφή της οθωμανικής διοίκησης (ημιφεουδαρχισμός, σύμφωνα με τους Μαρξ και Ένγκελς){5}.

Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας της μεταγενέστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε συνδυασμό με την κατανομή του πληθυσμού ανάμεσα στις πόλεις και στην ύπαιθρο κατά την εποχή της κατάρρευσης της δουλοκτησίας καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τις τεχνικές ιδιομορφίες της ταξικής πάλης στο Βυζάντιο. Οι λαϊκές εξεγέρσεις στις πόλεις, κατάλοιπο της αρχαιότητας, συμπλέκονται με τις αγροτικές εξεγέρσεις στην ύπαιθρο που αποτελούν καθαρά μεσαιωνικό χαρακτηριστικό. Οι εξεγέρσεις στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη όμως συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό ως το τέλος της αυτοκρατορίας, καθώς μάλιστα η ύπαιθρος ξεφεύγει όλο και περισσότερο από τον κρατικό έλεγχο. Συνεπώς το φαινόμενο της υποταγής του ελληνισμού και των άλλων εθνοτήτων στους ξένους (Λατίνους, Οθωμανούς) που εμφανίζεται σαν αποτέλεσμα της πτώσης του βυζαντινού κράτους είναι, τελικά, μόνο μια πλευρά του ζητήματος. Στην πραγματικότητα, οι αγροτικές μάζες που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της παλιάς αυτοκρατορίας είχαν ανταλλάξει την κυριαρχία ενός αδύναμου φεουδάρχη, δηλαδή του βυζαντινού, με το ζυγό ενός άλλου φεουδάρχη, πολύ πιο ισχυρού. Χάρη σ’ αυτή τη διαδικασία, ο αστικός μετασχηματισμός που άρχιζε τότε να επικρατεί στη Δυτική Ευρώπη χρειάστηκε τουλάχιστον άλλους τρεις αιώνες πριν διεισδύσει σε εμβρυώδη μορφή στη Βαλκανική Χερσόνησο. Έτσι εξηγείται και η μεγάλη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική καθυστέρηση των βαλκανικών λαών στη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας.

Η σύγχρονη επιστήμη δεν έχει κατορθώσει ακόμα να καθορίσει με ακρίβεια σε ποιες ιστορικές στιγμές οι κοινωνικοί αγώνες στο Βυζάντιο αλλάζουν χαρακτήρα και η όποια προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή σταμάτησε εντελώς μετά τις ανατροπές στα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.{6} Εντελώς σχηματικά και με βάση τα πορίσματα της γενικής κοινωνικής ιστορίας του Μεσαίωνα θα μπορούσε να προταθεί ο ακόλουθος μεθοδολογικός χρονολογικός χωρισμός:

1. Η πρώτη περίοδος των κοινωνικών αγώνων στο Βυζάντιο διακρίνεται από την προοδευτική κατάρρευση του δουλοκτητικού κοινωνικού συστήματος και την προσχώρηση της άρχουσας τάξης στο Χριστιανισμό, που απειλούσε έως τότε να την ανατρέψει.{7} Η περίοδος αυτή διαρκεί από τις αρχές του 4ου αιώνα περίπου έως τις αρχές του 7ου και έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό της την επιβίωση της αρχαίας άρχουσας τάξης (συγκλητική αριστοκρατία κυρίως) και τις εξεγέρσεις των πληθυσμών υπό το κάλυμμα των αιρέσεων. Η έκβαση των κοινωνικών αγώνων της πρώτης περιόδου οδηγεί στη

2. δεύτερη περίοδο των κοινωνικών αγώνων, από τις αρχές του 7ου αιώνα έως το τέλος του τρίτου τέταρτου του 9ου αιώνα περίπου, και που χαρακτηρίζεται πρώτα απ’ όλα από τη βαθιά κρίση της αρχαίας άρχουσας τάξης που δεν μπορεί όλο και περισσότερο να προσαρμοστεί στις νέες παραγωγικές σχέσεις που διαμορφώνονται τώρα πάνω στη βάση της ελεύθερης αγροτικής κοινότητας και εργασίας.{8} Είναι η εποχή, οπότε μεταρρυθμίζεται και μεταμορφώνεται ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός που, χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα, στηρίζεται πάνω στις νέες σχέσεις παραγωγής και εργασίας, καθώς και στον ελεύθερο αγροτικό στρατό (θεματικός στρατός). Από τις σχέσεις αυτές, θα προκύψει η

3. τρίτη περίοδος των κοινωνικών αγώνων, από το τρίτο τέταρτο του 9ου αιώνα περίπου έως τα τέλη του 11ου αιώνα. Πρόκειται για την κλασική μεσαιωνική βυζαντινή περίοδο. Την εποχή αυτή προβάλλει μέσα από τις τάξεις του ελεύθερου αγροτικού-θεματικού στρατού μια νέα άρχουσα τάξη φεουδαρχικού χαρακτήρα παράλληλα με την όλο και μεγαλύτερη νέα πρόσδεση των ελεύθερων αγροτών στη γη.{9} Πολλοί αγρότες που εξουθενώνονται όλο και περισσότερο από τους φόρους ακολουθούν αυτούς τους νέους μεγαλογαιοκτήμονες. Η κρατική αντίδραση μόνο ελάχιστα μπορεί να κάνει για το χειμαζόμενο πληθυσμό, καθώς η πολιτική της για να αντιμετωπίσει τη νέα και σφριγηλή αριστοκρατία της γης συνίσταται στη δημιουργία «κρατικών» φεουδαρχών με παραχώρηση ιδιοκτησιών γης σε πιστούς κρατικούς υπαλλήλους. Η πάλη ανάμεσα στις δυο αυτές παρατάξεις της άρχουσας τάξεις θα οδηγήσει προς τα τέλη του 11ου αιώνα στην

4. τέταρτη περίοδο των κοινωνικών αγώνων που διαρκεί από τα τέλη του 11ου αιώνα περίπου ως τη λατινική κατάκτηση το 1204.{10} Πρόκειται για τη βαθμιαία εμπέδωση και ενοποίηση των δυο παρατάξεων της φεουδαρχικής άρχουσας τάξης, της στρατιωτικής και της πολιτικής, σε πιο περιορισμένα εδάφη τώρα -χωρίς όμως και να μεταβάλλεται και η εξωτερική πολυδάπανη αυτοκρατορική συμπεριφορά του κρατικού οργανισμού- καθώς και την προοδευτική μεταστροφή των λαϊκών μαζών που, προς τα τέλη του 12ου αιώνα, αρχίζουν να εξεγείρονται συνεχώς σε διάφορα μέρη, με διάφορες ευκαιρίες και υπό διάφορα προσχήματα. Η εποχή αυτή κεντρομόλων αλλά κυρίως κεντρόφυγων δυνάμεων θα καταλήξει στη χρεοκοπία της άρχουσας τάξης της οποίας η αντίσταση στους εξωτερικούς εχθρούς όλο και αδυνατίζει, και το βυζαντινό κράτος διαλύεται το 1204 οριστικά. Με τη διάλυσή του αυτή αρχίζει η

5. πέμπτη και τελευταία περίοδος των κοινωνικών αγώνων που διαρκεί ως την εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας. Η βυζαντινή διάσπαση στο χώρο διευκολύνει αντικειμενικά τη γρήγορη υποταγή του αγροτικού πληθυσμού στον ξένο ζυγό, πράγμα που, φυσικά{11}, επιταχύνει και την αποσύνθεση της βυζαντινής άρχουσας τάξης, της οποίας η συμπεριφορά γίνεται όλο και πιο φεουδαρχική{12} (μέχρι παράδοσης οχυρών θέσεων στους εχθρούς χωρίς αντίσταση). Βαθμιαία, η βυζαντινή κυριαρχία περιορίζεται σε κάποιες πόλεις που φυτοζωούν, ενώ αγρότες (όπως στο Διδυμότειχο) και πληθυσμοί πόλεων (Θεσσαλονίκη) εξεγείρονται. Ενάντια στις εξεγέρσεις αυτές, η άρχουσα τάξη καταφεύγει πάντα στην ξένη μισθοφορική βοήθεια για να καταπνίξει τις ταραχές. Το αναπόφευκτο τέλος της βυζαντινής κρατικής εξουσίας σημειώνει και τις αμυδρές απαρχές νέων κοινωνικών αγώνων, μέσα από τους οποίους θα αρχίσει βαθμιαία να προβάλλει και ο εθνικός παράγοντας.

Ας δούμε τώρα λίγο πιο αναλυτικά κάθε μία από τις παραπάνω περιόδους.

A. Οι ρίζες των ταξικών αγώνων στο Βυζάντιο βρίσκονται στην τρομερή κοινωνική κρίση του 3ου μ.Χ. αιώνα που είχε σχεδόν εξαφανίσει τη μικρομεσαία τάξη των ελεύθερων καλλιεργητών, διευρύνοντας το χάσμα ανάμεσα στην παροιμιώδη για την παρακμή της ρωμαϊκή άρχουσα τάξη και στην τεράστια πλειοψηφία των δούλων και των προλετάριων (Lumpenproletariat) των πόλεων. Οι λαϊκές μάζες, χωρίς καμιά ελπίδα για βελτίωση της τύχης τους προσχωρούσαν όλο και περισσότερο στο Χριστιανισμό, ενώ η παραγωγικότητα των δούλων είχε ξεπεράσει πια τα όριά της και ήταν καιρός να αντικατασταθεί ως βασικός τρόπος παραγωγής από κάτι άλλο. Έτσι, οι εξαφανισμένοι από τους συνεχείς πολέμους και απανωτούς φόρους ελεύθεροι καλλιεργητές άρχιζαν να παραχωρούν τα κτήματά τους στους μεγάλους γαιοκτήμονες, κρατώντας για τον εαυτό τους την επικαρπία της γης που παραχωρούσαν{13}, γινόμενοι coloni (κολόνοι, μια πρώιμη μορφή δουλοπαροικίας), προσδεδεμένοι στη γη. Γρήγορα ο θεσμός του colonatus αποδείχθηκε πολύ πιο παραγωγικός και αποδοτικός από τη δουλική εργασία και είχε γρήγορη εξάπλωση.

Οι νέες αυτές πραγματικότητες (βαθμιαία μεταβολή των παραγωγικών δυνάμεων) ανακόπτουν τη διαλυτική κοινωνική διαδικασία, καθώς η τύχη των δούλων μπορεί να βελτιώθηκε αφού τώρα ασχολούνται με βοηθητικές εργασίες, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού ζει σε ένα πολύ χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Η άρχουσα τάξη μπορεί να υιοθετεί το Χριστιανισμό αλλά θα προσχωρήσει σύσσωμη σε αυτόν μόνο εφόσον δεν θα κινδυνεύει από λαϊκές ταραχές, ιδιαίτερα στις χειμαζόμενες ανατολικές επαρχίες των τεράστιων ιδιοκτησιών γης. Έτσι, θα εφευρεθεί το δόγμα, το οποίο υιοθετεί η άρχουσα τάξη με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων που συγκαλούν και ορίζουν οι επίσκοποι (είναι αυτοί που ενσωματώνονται πρώτοι στην άρχουσα τάξη ήδη επί Κωνσταντίνου Α΄, 306-337, στη βασιλεία του οποίου θα νομοθετηθεί και το κοινωνικό καθεστώς του colonatus{14}). Κατά μια σύμπτωση, ίσως όχι και τόσο τυχαία, οι πλατιές λαϊκές μάζες της Ανατολής που πιστεύουν ότι ο Χριστιανισμός που υιοθέτησε η αυτοκρατορία δε θεραπεύει τα δεινά τους και δεν καλυτερεύει τη ζωή τους, θεωρούνται κακόδοξοι, αιρετικοί και, με τον τρόπο αυτό η αρχαιοπρεπής συγκλητική αριστοκρατία, η αρχαία άρχουσα τάξη, θα προσχωρήσει σύσσωμη σε ένα Χριστιανισμό ακίνδυνο για τα συμφέροντά της. Τόσο η διαδικασία πρόσδεσης στη γη των πρώην ελεύθερων καλλιεργητών όσο και η βαθμιαία μεταστροφή της άρχουσας τάξης προς το Χριστιανισμό θα ολοκληρωθούν σχεδόν συγχρόνως, γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα (Δ΄Οικουμενική, έτος 451). Αρχίζει η εποχή της άτεγκτης και αμείλικτης επιβολής της Ορθοδοξίας στην (μονοφυσιτική){15} Ανατολή και τη (αρειανική){16} Δύση.

Σε άμεση σχέση με αυτά βρίσκεται και ο μοναχισμός, η προέλευση του οποίου παραμένει άγνωστη, αλλά οπωσδήποτε αρχίζει σαν κίνημα διαμαρτυρίας (εφόσον η δικαιοσύνη δεν επήλθε ούτε με την υιοθέτηση του Χριστιανισμού, πρέπει να αναζητηθεί έξω από την κοινωνία). Καθώς οι μοναχοί θορυβούν συνεχώς ενάντια στην άρχουσα τάξη, η άρχουσα τάξη δημιουργεί μοναστήρια και μέσα στις πόλεις, δηλαδή δικά της μοναστήρια και το έτος 451, υπάγει όλα τα μοναστήρια στους κατά τόπους επισκόπους. Οι μοναχοί της Κωνσταντινούπολης είναι κατά κανόνα ορθόδοξοι, οι δε πλείστοι μοναχοί της Ανατολής αιρετικοί μονοφυσίτες. Δυο διαδοχικοί αυτοκράτορες (Ζήνων 474-491 και Αναστάσιος 491-518) που γνωρίζουν το μίσος των πάμπτωχων ανατολικών πληθυσμών επιχειρούν συμφιλίωση με παραχωρήσεις, αλλά γίνονται αυτόματα μισητοί στην άρχουσα τάξη τους που επιθυμεί επιβολή της ορθοδοξίας σε Ανατολή και Δύση. Πιστός υπηρέτης και ευνοούμενος της συγκλητικής αριστοκρατίας ο αυτοκράτορας Ιουστίνος Α΄ (518-527) εγκαινιάζει μια εποχή άκρως αντιδραστική, όπου διώκονται ως ύποπτοι ακόμα και επίσκοποι της Ανατολής, στην Κωνσταντινούπολη επικρατούν οι αιμοβόρες συμμορίες του δήμου των Βενέτων (ορθόδοξοι και ολιγαρχικοί) και οι εξοπλισμοί για επιθετικούς πολέμους. Αυτή η πολιτική εγκυμονεί κινδύνους, πολύ περισσότερο που στην Κωνσταντινούπολη συρρέουν μαζικά εξαθλιωμένοι επαρχιακοί πληθυσμοί, ιδιαίτερα από τις αρχαίες πόλεις που τώρα παρακμάζουν, καθώς η ακμή τους βασιζόταν στην απόδοση της δουλικής εργασίας.

Η τεράστιας έκτασης Στάση του Νίκα (Γενάρης του 532){17} που διάρκεσε μια εβδομάδα είναι μοναδική στο είδος της με την έννοια ότι συνδυάζει χαρακτηριστικά της Αρχαιότητας (λαϊκές ταραχές σε μια μεγάλη πόλη) και του Μεσαίωνα (αναζήτηση ηγητόρων στην άρχουσα τάξη). Η αιματηρή νίκη της άρχουσας τάξης -καθώς ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός δείχνει να ευνοεί κάποιες παραχωρήσεις προς τους ανατολικούς πληθυσμούς,{18} αλλά η εξέγερση τον κάνει ακόμα αντιδραστικότερο- είναι ο τελευταίος σταθμός πριν μπει στην τελευταία μακρόχρονη περίοδο της ζωής της{19}. Τον 6ο αιώνα, η τελική πτώση των αρχαίων πόλεων προλεταριοποιεί όλο και μεγαλύτερα πλήθη ακτημόνων που δεν μπορούν να γίνουν ούτε κολόνοι. Ο στρατός που πολεμάει στην Ανατολή, στο Δούναβη και στην Ιταλία αρχίζει να αποτελείται στην πλειοψηφία του από ελεύθερους, είτε αγρότες είτε πρώην πολίτες πόλεων και, αντικειμενικά, θα είναι ο φορέας και διεκπεραιωτής της πληβειακής-στρατιωτικής επανάστασης του 602, που ανατρέπει όλη την αρχαίου τύπου διοίκηση της συγκλητικής αριστοκρατίας φέρνοντας για πρώτη φορά στην εξουσία πληβείους. Η επανάσταση αυτή που είναι τόσο σημαντική όσο την ελεεινολογούν όλες οι πηγές που την αναφέρουν, δεν μπορεί φυσικά να διατηρήσει την εξουσία για πολύ (μόλις οκτώ χρόνια, 602-610), καθώς, όπως ήταν φυσικό να συμβεί, βρίσκεται απομονωμένη σε ένα απόλυτα εχθρικό περιβάλλον και επιβάλλει επαναστατική τρομοκρατία με αθρόες εκτελέσεις.

Β. Η αντεπίθεση της συγκλητικής αριστοκρατίας που εκδηλώνεται το 610 υπό τον Ηράκλειο και καταπνίγει την επανάσταση αποσκοπεί πρωταρχικά στη δημιουργία ισχυρού στρατού για να αποκρούσει τους εξωτερικούς εχθρούς (Πέρσες, Αβάρους) πράγμα που της επιτρέπει μια σειρά από έκτακτα φορολογικά μέτρα και κατασχέσεις ή δανεισμούς (π.χ. από την Εκκλησία). Επί κεφαλής όμως του στρατού ξαναμπαίνει ο αυτοκράτορας μετά από περισσότερο από δυο αιώνες απουσίας (από το 395), οπότε η σύγκλητος είχε τον πρώτο λόγο στο διορισμό των στρατηγών. Αυτά τα μέτρα κατά πάσα πιθανότητα φέρνουν την αλλαγή και ο Ηράκλειος ηγείται τώρα ενός στρατού που η σύνθεσή του θυμίζει τη σύνθεση του στρατού του 602.

Είναι φανερό ότι η παλαιά άρχουσα τάξη πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες οικονομικές και κοινωνικές πραγματικότητες{20} των οποίων ηγείται τώρα ο αυτοκράτορας (Ηράκλειος 610-641, Κώνστανς Β΄ 642-668), πολύ περισσότερο που τώρα, ακόμα και στα Βαλκάνια, η σλαβική διείσδυση έχει αλλάξει τις σχέσεις παραγωγής (επικρατεί η ελεύθερη εργασία) και έχει αναζωογονήσει την αγροτική κοινότητα των μικρών ελεύθερων καλλιεργητών{21}. Έτσι, το κράτος έχει ανάγκη από μεταρρυθμίσεις που δεν επιθυμεί η άρχουσα τάξη και οι σχέσεις της με τους Ηράκλειο και Κώνσταντα Β΄ γίνονται εχθρικές. Όπως παλιότερα ο Ζήνων και ο Αναστάσιος (Μονοφυσίτες), έτσι και τώρα Ηράκλειος και Κώνστανς Β΄, κηρύσσονται αιρετικοί (Μονοθελητές, Μονοενεργητές!) και με τον τρόπο αυτό η παλαιά άρχουσα τάξη που δολοφονεί τον Κώνσταντα Β΄ θα βρει ευκαιρία να σηκώσει το κεφάλι για τελευταία φορά επί υπερορθόδοξου Κωνσταντίνου Δ΄ (668-685), στα χρόνια του οποίου η περιορισμένης πια επιρροής σύγκλητος της Κωνσταντινούπολης (στις επαρχίες κυριαρχεί ο αγροτικός στρατός) παραχωρεί τη Βόρεια Βαλκανική στους πρωτοεμφανιζόμενους Βουλγάρους, προκειμένου να κηρύξει την Ορθοδοξία το 681 και την καταδίκη όλων των αιρετικών. Η εποχή είναι πολύ προχωρημένη για να πετύχουν όλα αυτά.

Επί του λίαν ορθόδοξου Ιουστινιανού Β΄(685-695 και 705-711) η αντιαριστοκρατική τρομοκρατία, στο πνεύμα της επανάστασης του 602, δίνει ένα ακόμα ισχυρό χτύπημα στο προϊόν της Αρχαιότητας που λέγεται συγκλητική αριστοκρατία{22}, ενώ προωθείται η κοινωνική-στρατιωτική μεταρρύθμιση πάνω στην οικονομική βάση των αγροτικών κοινοτήτων που προμηθεύουν το στρατό που χρειάζεται η αυτοκρατορία αγωνιζόμενη ταυτόχρονα σε πέντε (5) πολεμικά μέτωπα. Η μεταρρύθμιση όμως δε στέκει σταθερά στα πόδια της, όσον καιρό στα πράγματα βρίσκεται ακόμα mutatis mutandis η ίδια άρχουσα τάξη που είχε αρχίσει ως δουλοκτητική επί των πρώτων ρωμαίων αυτοκρατόρων. Το τελειωτικό χτύπημα θα της το καταφέρουν οι μικρασιατικοί αγροτικοί στρατοί με επί κεφαλής τους ικανούς στρατηγούς που θα αναγνωρίσουν ως αρχηγό τους τον Λέοντα Γ΄ Ίσαυρο (717-741). Αυτός και ο γιος και διάδοχός του Κωνσταντίνος Ε΄ (741-775), είναι οι κατ’ εξοχήν εικονομάχοι αυτοκράτορες με την έννοια ότι εξαπολύουν επίθεση ενάντια στο τελευταίο τμήμα της παλιάς άρχουσα τάξης που προβάλλει αντίσταση, δηλαδή τον ανώτερο επισκοπικό και μοναστικό κλήρο.

Εδώ, ο θεματικός στρατός των ελεύθερων αγροτών γράφει τη δικιά του εποποιία με νίκες σε όλα τα μέτωπα και με κοινωνικοποιήσεις της εκκλησιαστικής περιουσίας που, βεβαίως, απέχει πολύ από το να βλαβεί καίρια. Η κατάσταση στην ύπαιθρο βελτιώνεται, η παραγωγή αυξάνεται, τα προϊόντα είναι πάμφθηνα και από τις τάξεις του εικονομαχικού έως τότε στρατού αρχίζει να αναδύεται βαθμιαία μια νέα στρατιωτική αριστοκρατία που μοιάζει να συνθηκολογεί ιδεολογικά με τον κλήρο στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 787{23}, με προοπτική τη βαθμιαία ενσωμάτωσή της στην άρχουσα τάξη. Η διαγωγή αυτή των στρατηγών του πρώην ένδοξου εικονομαχικού στρατού θα προκαλέσει την αντίδραση των μεσαίων αξιωματικών του στρατού που εξεγείρονται διαδοχικά (πρώτα το 792 και, στη συνέχεια κατά τη μεγάλη αγροτική εξέγερση το 821-823), επί κεφαλής των στρατιωτών τους στην πρώτη περίπτωση και, στη δεύτερη περίπτωση, επί κεφαλής μεγάλων αγροτικών μαζών. Ο πυρήνας όμως της νέας βυζαντινής άρχουσας τάξης που έχει σχηματιστεί από την ηγεσία του στρατού και του κλήρου αποδείχνεται αντίστοιχη με τις απαιτήσεις των καιρών του 9ου αιώνα που ευνοούν ομαδοποιήσεις προς φεουδαρχοποίηση και είναι ικανή και τις εξεγέρσεις να πατάξει και τη νέα αίρεση των Παυλικιανών (χαρακτηρίστηκε ως «άκρα αριστερά των εικονοκλαστών») να καταδιώξει.

Η νέα αυτή, μεσοβυζαντινή τώρα, άρχουσα τάξη που προέρχεται από τις ηγεσίες στρατού και κλήρου υπό τον επιφανέστατο πνευματικό της ηγήτορα λόγιο πατριάρχη Φώτιο (858-867 και 877-886) δείχνει να έχει υπερβολικές πολιτικές φιλοδοξίες που θυμίζουν, ίσως κάπως αμυδρά, Πάπα και Ιουστινιανό μαζί και, έτσι, αποδείχνονται επικίνδυνες .Έτσι, δολοφονώντας τον υπό την επιρροή της νέας άρχουσας τάξης αδύναμο αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄(843-867), ο Βασίλειος Α΄ (867-886) δεν ιδρύει μόνο μια νέα δυναστεία, αλλά επί πλέον εγκαινιάζει μια εποχή ισορροπίας στις κορυφές της εξουσίας ανάμεσα στον παραδοσιακά συγκεντρωτικό αυτοκρατορικό θεσμό και την ανερχόμενη μεσοβυζαντινή άρχουσα τάξη στο δρόμο προς τη φεουδαρχοποίηση.

Γ. Η ισορροπία αυτή στην κοινωνική και κρατική κορυφή θα διαταράσσεται συχνά, καθώς η ανερχόμενη νέα άρχουσα τάξη κυριαρχεί όλο και περισσότερο στην ύπαιθρο, υποτάσσει και προσδένει στη γη τους ελεύθερους αγρότες{24} που τώρα ονομάζονται πάροικοι, επαληθεύοντας έτσι τη ρήση του Ένγκελς που έβλεπε ανάμεσα στο ρωμαίο κολόνο και στο νέο προσδεδεμένο στη γη τον ελεύθερο φράγγο χωρικό{25} κι έρχεται σε ρήξη με την κρατική εξουσία που έχει κάθε λόγο να φοβάται τις εξεγέρσεις. Ολόκληρος ο 10ος αιώνας, δηλαδή η εποχή της βυζαντινής στρατιωτικής ακμής και εδαφικής εξάπλωσης χαρακτηρίζεται από τη συνεχή κοινωνική άνοδο και ισχυροποίηση της νέας άρχουσας τάξης που τα οικογενειακά της επίθετα αναφέρονται όλο και συχνότερα στις σύγχρονες πηγές. Από την πλευρά του, το κράτος προσπαθεί να αντιδράσει με κάθε τρόπο, καταπνίγει όπως μπορεί τις εξεγέρσεις (Δούκες το 913/914, Ν. Ιταλία το 920/921, Βασίλειος ο Χαλκόχειρ το 932), ενισχύει σε μεγάλο βαθμό με κτήματα την πρωτευουσιάνικη υπαλληλία που προσπαθεί να προσεταιριστεί ενάντια στην επαρχιακή στρατιωτική αριστοκρατία και, ταυτόχρονα, παίρνει μια σειρά από νομοθετικά μέτρα που αποσκοπούν να αποσπάσουν τις μεγάλες αγροτικές μάζες από την επιρροή της επαρχιακής φεουδαρχικής αριστοκρατίας, καλυτερεύοντας σε πολύ μικρό βαθμό όμως το βιοτικό επίπεδο των χωρικών και από το πνεύμα αυτό είναι εμποτισμένες όλες, σχεδόν, οι «Νεαρές» (σύνολο νόμων που περιόριζαν τους μεγάλους γαιοκτήμονες) της αυτοκρατορικής Μακεδονικής δυναστείας{26}.

Ένας ακόμα πρόσκαιρος συμβιβασμός κορυφής επιτυγχάνεται επί Βασιλείου Β΄ (976-1025) που καταπνίγει τις εξεγέρσεις των αριστοκρατών Σκληρών και Φωκάδων, αντικαθιστώντας ταυτόχρονα σχεδόν όλους τους αρειμάνιους φεουδάρχες πολέμαρχους της επαρχίας με μια άλλη στρατιωτική αριστοκρατία, «δεύτερης κοινωνικής σειράς», η οποία θα είναι αφοσιωμένη στην κρατική εξουσία, για την ώρα τουλάχιστον. Με το θάνατο του αυτοκράτορα αυτού, τελευταίου ηγήτορα μεγάλων στρατιών, η πρωτευουσιάνικη υπαλληλία ορθώνει το ανάστημά της για τελευταία φορά, παίρνοντας νέα απάνθρωπα φορολογικά μέτρα μπροστά στον κίνδυνο επέλασης της ως τότε παραγκωνισμένης στρατιωτικής αριστοκρατίας της επαρχίας προς την κρατική εξουσία{27}. Πληθαίνουν παράλληλα και οι εξεγέρσεις (1040, εξέγερση Βουλγάρων, 1042 στην Κωνσταντινούπολη και εξέγερση Σέρβων της Ζέτας, 1066 Βλάχοι της Θεσσαλίας, 1078 Βογόμιλοι και νέες ταραχές στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και στασιαστικά κινήματα διάφορων φεουδαρχών σε Μικρασία και σε Βαλκάνια). Σε μια τέτοια κατάσταση, δεν είναι περίεργες οι στρατιωτικές ήττες του 1071 (στο Μαντζικέρτ και στο Μπάρι) που σημειώνουν όχι μόνο τη σαφή εδαφική υποχώρηση της αυτοκρατορίας, αλλά και την κατάρρευση του μεσοβυζαντινού κοινωνικού και διοικητικού συστήματος προς όφελος των φεουδαρχικών τάσεων που, κυριαρχώντας στο επίπεδο της εξουσίας, επιτελούν πρόοδο και επιτρέπουν στο κράτος-επιβίωση της Αρχαιότητας να επιζήσει αρκετά ακόμα.

Δ. Η σταθεροποίηση της φεουδαρχικής αριστοκρατίας στο Βυζάντιο θα αποδειχθεί μόνο σχετική. Την εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων αυτοκρατόρων (1081-1204) παρατηρείται μια πλήρης αποσύνθεση των παλαιών θεσμών κεντρικής και επαρχιακής διοίκησης{28} που αντικαθίστανται από νέους, η φεουδαρχική άρχουσα τάξη, πολιτική και στρατιωτική τώρα, εμφανίζεται ενιαία και συμπαγής{29}. Οι αγροτικές μάζες που, ως τώρα, υποστήριζαν στην πλειοψηφία τους τον αγώνα των φεουδαρχών ενάντια στην κρατική εξουσία (στη φεουδαρχία, ο αγρότης ακολουθεί τον φεουδάρχη, φυσικό του ηγέτη, ενάντια στο συνήθως απάνθρωπο κράτος), αρχίζουν προοδευτικά να ταυτίζουν τους πρώην φυσικούς τους ηγέτες με την κρατική εξουσία. Καθώς, παράλληλα με την πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη και με την επαρχία, οι φεουδάρχες κυριαρχούν και στις όποιες πόλεις παρουσιάζουν κάποια έμποροβιοτεχνική άνθηση στις τότε συνθήκες, παραδίδουν με διαδοχικές συνθήκες σχεδόν ολοκληρωτικά το εμπόριο και τη βιοτεχνία στο ιταλικό κεφάλαιο που την εποχή αυτή αρχίζει να κυριαρχεί σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο{30}, καθώς ήδη από τον 11ο αιώνα έχει φανεί ότι φοβούνται τις ελευθερίες «του δήμου», δηλαδή των εμποροβιοτεχνικών στρωμάτων που παρουσιάζουν τη μικρή άνθηση που παρατηρείται πάντα στην ανοδική τάση της φεουδαρχίας και συντρίβουν αμέσως κάθε τάση ανάπτυξης του «δημοτικού» (=του λαού). Το τελευταίο αυτό γεγονός επιτείνει τη γενική απογοήτευση και δυσαρέσκεια στις τάξεις των καταπιεζομένων ομάδων και πληθυσμών και -κάτι που είναι ακόμα σοβαρότερο στο διεθνές επίπεδο- δεν επιτρέπει τη μεταβολή των επαρχιακών πόλεων-κάστρων σε εμπορικές κοινότητες, έτσι ώστε να μπορούν να ανταγωνιστούν το όλο και ισχυρότερο ιταλικό εμπόριο.

Οι βυζαντινές «πόλεις» του 12ου αιώνα γίνονται και αυτές προπύργια της φεουδαρχικής άρχουσας τάξης που χρησιμοποιεί τους ξένους, καθώς δεν εμπιστεύεται τις εγχώριες δυνάμεις. Το ταξικό χάσμα όλο και διευρύνεται, ενώ το κράτος μοιάζει να χάνει δυνάμεις. Αλλά και η σταθεροποίηση αυτή της άρχουσας τάξης επί Κομνηνών και Αγγέλων αντέχει μόνο ως ένα βαθμό απέναντι στις τοπικές εθνικές εξεγέρσεις στα Βαλκάνια{31}. Έτσι, από το 1180 και εξής, όλοι οι αρμοί του κράτους τρίζουν{32}: ο πληθυσμός της πρωτεύουσας εξεγείρεται συχνά ενάντια στην κρατική εξουσία και στην οικονομική διείσδυση των Λατίνων και, ταυτόχρονα, παρατηρούνται αποσχιστικές τάσεις στις διάφορες επαρχίες, ένα τυπικά φεουδαρχικό φαινόμενο. Όταν οι Σταυροφόροι θα καταλύσουν την αυτοκρατορία το 1204, η Δυτική Μικρασία θα καίγεται από μια μεγάλη αγροτική εξέγερση, οι ευγενείς αριστοκράτες στην πλειοψηφία τους δε θα προβάλουν αντίσταση και, ειδικά, ο λαός της Θεσσαλονίκης θα υποδεχθεί το Βαλδουίνο της Φλάνδρας σαν ελευθερωτή. Έτσι, η βυζαντινή φεουδαρχία αποδείχνεται πολύ κατώτερη σε επίπεδο από τη Δυτικοευρωπαϊκή και το κράτος της διαλύεται.

Ε. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της κοινωνικής ζωής κατά την τελευταία βυζαντινή περίοδο είναι η πολυδιάσπαση της κεντρικής εξουσίας στο χώρο, ένα σύνολο από ημιανεξάρτητες μικρές, κατά κανόνα, περιοχές. Αυτό συνεπάγεται και μια ανομοιογένεια των βιοτικών συνθηκών στις διάφορες περιοχές που, μαζί με τους εξωτερικούς εχθρούς, εμποδίζει κάθε απόπειρα νέας ενοποίησης του κράτους. Έτσι, σχεδόν ανυπεράσπιστος ο αγροτικός πληθυσμός περνάει όλο και περισσότερο υπό ξένη κυριαρχία και οι οικονομικές δυνατότητες του κράτους που όλο και περιορίζεται σε κάποιες πόλεις με τον άμεσο περίγυρό τους, ελαττώνονται συνεχώς. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι δυναστείες που κυβερνούν (Λασκαρίδες, Παλαιολόγοι) ακολουθούν αντιφεουδαρχική πολιτική και παίρνουν ορισμένα φιλολαϊκά μέτρα (ιδιαίτερα οι Λασκαρίδες της Νίκαιας){33}. Σε ορισμένα μέρη επίσης (π.χ. Μυστράς{34}, Μονεμβασία) ίσως να μπορούσαν να δημιουργηθούν συνθήκες ανάπτυξης καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής{35}, αλλά η επέμβαση των φεουδαρχών ιθυνόντων τείνει ορισμένες φορές στη δημιουργία ειλώτων (όπως στην αρχαία Λακεδαίμονα) δηλαδή στρέφεται προς λύσεις του δουλοκτητικού παρελθόντος, έτσι ώστε να ναυαγούν από την αρχή οι όποιες τέτοιες αναιμικές προϋποθέσεις.

Σε αρκετές επίσης περιπτώσεις οι κάτοικοι των πόλεων εξεγείρονται, και οι εξεγέρσεις τους αυτές παίρνουν μεγάλες διαστάσεις, όπως συμβαίνει στη μεγάλη και επτάχρονη εξέγερση του λαού της πολυπληθούς (σε αντίθεση με την Κωνσταντινούπολη που φθίνει συνεχώς) Θεσσαλονίκης υπό τους Ζηλωτές (1342-1349){36}, δηλαδή στη μοναδική πόλη όπου θα μπορούσε κανείς να διακρίνει και κάποιες συντεχνίες εργαζομένων, ιδιαίτερα ναυτεργατών, ιδιότητα που τους διαχωρίζει σχεδόν αυτόματα από τις φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής. Χωρίς υποστήριξη του αγροτικού πληθυσμού, θα συντριβεί και αυτή από το μισθοφορικό (τουρκικό, στην πλειοψηφία του) στρατό της φεουδαρχικής αριστοκρατίας.

Από την πλευρά της, η κεντρική εξουσία δε θα επιδιώξει να βρει στις πόλεις εκείνες τις δυνάμεις που της λείπουν και που θα της επέτρεπαν την ενοποίηση του κράτους, ίσως επειδή γνωρίζει την οικονομική ισχύ των μεγάλων φεουδαρχών, ίσως επειδή και η ίδια η δυναστεία των Παλαιολόγων που κυβερνάει το κράτος είναι βαθύτατα εμποτισμένη από τη φεουδαρχική τάση διάσπασης της εξουσίας στο χώρο σε ημιανεξάρτητες χωροδεσποτείες, κάτι που θα μπορούσε να εξηγήσει και την προσφορά οχυρωμένων θέσεων (Καλλίπολη, Ακροκόρινθος) στους ξένους, χωρίς μάχη. Ανάμεσα στους αριστοκράτες που επιθυμούν να υποταγούν στους Τούρκους για να διατηρήσουν την έγγεια ιδιοκτησία τους και αυτούς που επιθυμούν να πολεμήσουν τους Τούρκους για να υπερασπίσουν την έγγεια ιδιοκτησία τους{37} από τον εχθρό η ταξική αλληλεγγύη προς τον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο της άρχουσας τάξης που είναι ο καταστολέας των εξεγέρσεων στο Διδυμότειχο και στη Θεσσαλονίκη Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός (1341-1347-1354) είναι δεδομένη. Η γενική ξενοκρατία που επικρατεί -κάποιοι θεωρούν κάπως υπερβολικά, ότι το Βυζάντιο έχει καταντήσει ένα είδος αγροτικής ενδοχώρας για την ιταλική οικονομική ανάπτυξη- βοηθάει στην πιο εύκολη υποταγή της φεουδαρχικής αριστοκρατίας, το βυζαντινό κράτος καταρρέει τελειωτικά και, από την πλευρά αυτή, είναι αξιοπρόσεκτο το ότι ο γνωστός από παλιά ως ανυπότακτος λαός της Κωνσταντινούπολης που χαρακτηρίζεται με τρόμο και απέχθεια από την άρχουσα τάξη ως «οι πένητες» ενώ συνεχώς ελαττώνεται φυτοζωώντας και αποδεκατίζεται τόσο από την ένδεια όσο και από τις διαδοχικές πολιορκίες της πρωτεύουσας από τους Τούρκους το 1396, το 1422 και, τέλος, το 1453, παρακολουθεί το τέλος του δράματος χωρίς να εμφανίζεται καθόλου στο προσκήνιο. Οι μόνες μαζικές εκδηλώσεις στην Κωνσταντινούπολη στα τελευταία χρόνια πριν από την άλωση γίνονται από μοναχούς που διαδηλώνουν με φανατισμό ενάντια σε κάθε Δυτική βοήθεια, άποψη που υποστήριζαν και αρκετά αξιοσέβαστα πρόσωπα από την άρχουσα τάξη.

Όπως ακριβώς ο σεμνός αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 Γιάννης Μακρυγιάννης (με τον αυθεντικό πίνακα του Ζωγράφου που συνοδεύει το έργο του) και αρκετοί άλλοι, έτσι και ο Μαρξ ήξερε το πολύ γνωστό, ότι το 1453 η Κωνσταντινούπολη παραδόθηκε στους Οθωμανούς με συνθηκολόγηση{38}.

Δείτε το Β΄ΜΕΡΟΣ Εδώ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

 * Ο Τηλέμαχος Λουγγής είναι ομότιμος διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών, συνεργάτης της Ιδεολογικής Επιτροπής και του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. F. Engels, The Peasant War in Germany, in Marx - Engels, Collected Works, vol. 10, Moscow 1978, p. 412-413.
2. Γ. Κορδάτου: «Η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης, 1342-1349», Αθήνα, 1918.
3. Α. Π. Καζντάν: «Η δομή της βυζαντινής κοινωνίας (1081-1261), Βυζαντιακά 3», 1983, σελ. 91-110.
4. A. H. M. Jones, The Later Roman Empire (284-602). A Social, Economic and Admini-strative Survey, London 1964.
5. Marx - Engels, British Politics, Collected Works, Vol. 12, Moscow 1979, 8.
6. Z. V. Udalcova - K. A. Osipova, Otlicitel’nye certy feodal’nych otnosenii v Vizantii (postanovka problemy), Vizantiiskii Vremennik 36 (1974), 3-30.
7. Τ. C. Lounghis, Obrašcenije v Christianstvo gospodstvujušcego klassa Vostocnoi Rimskoi imperii vo votroi polovine piatogo veka, in: From Late Antiquity to Early Byzantium. Proceedings of the Byzantinological Symposium in the 16th International Eirene Conference, ed, by Vl. Vavrinek, Akademia/Praha 1985, 69-72. 
8. Τ. Λουγγή: «Η προφεουδαρχική περίοδος στο Βυζάντιο», περιοδικό «Επιστημονική Σκέψη», τ. 15, 1983, σελ. 23-29.
9. Α. Π. Κazdan, Derevnia i gorod v Vizantii v IX-Xvv, Moskva 1960. 
10. A. Harvey, Economic Expansion in  the Byzantine Empire (900-1200), Cambridge 1990.
11. D. M. Nicol, The Last centuries of Byzantium 1261-1453, London 1972.
12. G. Ostrogorsky, Pour l’histoire de la féodalité byzantine, Bruxelles 1954.
13. K. -P. Johne, Zum Begriff Kolonat in der Spätantike, From Late Antiquity to early Byzantium (βλ. σημ. 6), 97-100. 
14. Codex Theodosianus V, 17, 1.
15. Η βαθμιαία πτώχευση των ελεύθερων αγροτικών πληθυσμών των ανατολικών επαρχιών (Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος) έφερε τη στροφή τους προς τις αιρέσεις, εφόσον η επίσημη ορθοδοξία του κράτους δε βελτίωσε σε κάτι ούτε την οικονομική τους κατάσταση ούτε την κοινωνική τους θέση. Οι προσπάθειες του επίσημου κράτους να τους προσηλυτίσει με τη βία (αιματηρή κάποιες φορές) δεν απέδωσαν καρπούς. Βλ. F. Winkelmann, Die östlichen Kirchen in der Epoche der christologischen Auseinan-dersetzungen (5. bis  ins 7. Jh.), Berlin 1980.
16. Η αυτοκρατορία (η Ύστερη Ρωμαϊκή και, στη συνέχεια, η Βυζαντινή) όταν είχε να εκχριστιανίσει βαρβάρους που βρίσκονταν κοινωνικά στο τελευταίο στάδιο του φυλογενετικού συστήματος, έστελνε απλούς ιερείς, κάτι που αντιστοιχούσε grosso modo στη δημοκρατικότητα των γενών (π.χ. Γότθοι). Έτσι, οι Γότθοι έγιναν και παρέμειναν αρειανοί. Αντίθετα, όταν αργότερα είχε να κάνει με λαούς που περνούσαν στη φεουδαρχία με το σχηματισμό μιας αρχέγονης φεουδαρχικής άρχουσας τάξης, έστελνε επισκόπους, δηλ. εκπροσώπους της άρχουσας τάξης της εκκλησίας (π. χ. Βουλγαρία). Οι Βούλγαροι έγιναν και παρέμειναν ορθόδοξοι.
17. A. A. Cekalova, Konstantinopol‘ v VΙom veke. Vosstanije Nika, Moskva 1985.
18. Τ. Λουγγή: «Ιουστινιανός Πέτρος Σαββάτιος. Κοινωνία, ιδεολογία  και πολιτική τον 6ο μ.Χ. αιώνα», Θεσσαλονίκη, 2005.
19. E. Stein, Studien zur Geschichte des byzantinischen Reiches vornhmlich unter den Kaiser Justin II. und Tiberius Constantinus (565-582), Stuttgart 1919.
20. J. F. Haldon, Byzantium in the Seventh Century.The Transformation of a Culture, Cambridge 1990.
21. H. Köpstein, Zu den Agrarverhältnissen, Byzanz im 7. Jh. Untersuchungen zur He-rausbildung des Feudalismus, Berlin 1978, 1-72.
22. P. A. Yannopoulos, La société profane dans l’empire byzantin des VIIe, VIIIe et IXe siècles, Louvain 1975.
23. T. Λουγγή: «Η κοινωνική εξέλιξη στη διάρκεια των λεγόμενων “σκοτεινών αιώνων” (602-867)», Αθήνα 2013.
24. G. G. Litavrin, Zur Lage der byzantinischen Bauernschaft im 10. - 11. Jh. Strittige Fragen, Beiträge zur byzantinischen Geschichte im 9. - 11. Jahrhundert, Praha 1978, 47-70.
25. Φρ. Ένγκελς: «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», εκδ. «ΣύγχρονηΕποχή», σελ. 191.
26. N. Svoronos, Les Novelles des empereurs macédoniens concernant la terre et les stratiotes, Introduction - édition - commentaires, Athènes 1994. 
27. G. G. Litavrin, Vizantiiskoe obšcestvo i gosudarstvo v X-XI vv. Problemy istorii odnogo stoletija (976-1081), Moskva 1977.
28. E. Stein, Untersuchungen zur spätbyzantinischen Verfassungs- und Wirtschaftsge-schichte, Amsterdam 1962.
29. A. P. Kazdan, Social’nyi sostav gospodstvujušcego klassa Vizantii v XIom i XIIom vekach, Moskva 1974.
30. R. -J. Lilie, Handel und Politik zwischen dem byzantinischen Reich und den italienischen Kommunen Venedig, Pisa und genua in der Epoche der Komnenen und der Angeloi (1081-1204), Amsterdam 1984.
31. W. Hecht, Die byzantinische Außenpolitik zur Zeit der letzten Komnenenkaiser (1180-1185), Neustadt 1967.
32. C. Brand, Byzantium confronts the West (1180-1204), Cambridge Mass, 1968.
33. H. Glykatzi-Ahrweiler, La politique agraire des empereurs de Nicée, Byzantion 28 (1958), 51-67.
34. I. P. Medvedev, Mistra.Ocerki istorii i kul’tury pozdnevizantiiskogo goroda, Lenin-grad 1973.
35. K. V. Chvostova, Socil’no-ekonomiceskije processy v Vizantii i ich ponimanije viza-ntiicami sovremennikami (XIV-XVvv), Moskva 1992.
36. E. Werner, Narodnaja eres’ ili dvizenije za social’no-politiceskije reformy? problemy revoliucionnogo dvizenija v Solune, Vizantiiskii Vremennik 17 (1960), 155-202.
37. V. A. Smetanin, Vizantiiskoe obšcestvo XIII-XV vekov po dannym epistolografii, Sverdlovsk 1987.
38. K. Marx, Declaration of War. On the History of the Eastern Question, Marx - Engels, Collected Works, Vol. 13, Moscow 1980, 102

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου