Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Βαρδινογιάννηδες έργα και ημέρες. Real Estate μοναστηριών, η δολοφονία του Γιάννη Κουτσάκη, το ζήτημα της Νότιας Ροδεσίας και η απόκτηση του διυλιστήριου


Το ξεκίνημα


Στα νότια του νομού Ηρακλείου, εκεί που σκάνε τα κύματα του Λιβυκού, δεσπόζουν τα Αστερούσια Όρη. Κατάφυτα κι απόκρημνα, έγιναν πολλές φορές καταφύγιο πολλών, είτε κυνηγημένων από το εκάστοτε καθεστώς (από την εποχή των Οθωμανών ακόμη) είτε απλών ληστών. Κάπου εκεί είναι χτισμένο το μοναστήρι τής Οδηγήτριας. Και κάπου εκεί αρχίζει η ιστορία μας, πάνω από μισόν αιώνα πριν…

Επειδή, όμως, κάθε καλή ιστορία πρέπει να έχει κι έναν ενδιαφέροντα πρόλογο, ας πεταχτούμε για λίγο κάπως βορειότερα από τα Αστερούσια, στην Επισκοπή Ρεθύμνης. Εκεί, το 1949, ο τριτότοκος γυιος τού Ιωάννη Βαρδινογιάννη, ο Νίκος, αποφασίζει να μπει στην σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Λένε πως οι κρητικοί προτιμούν να ζουν καλλιεργώντας την γη και στην θάλασσα στρέφονται μόνο όσοι είναι τόσο φτωχοί ώστε δεν έχουν γη για να τους θρέψει. Κι είναι αλήθεια πως η οικογένεια του Ιωάννη Βαρδινογιάννη με τα δέκα παιδιά είναι πάμφτωχη. Παππούς του Ιωάννη ήταν ο Γιάννης Βαρδινάκης, ο οποίος πρωτοστάτησε στην εξέγερση των σφακιανών κατά των τούρκων (1877-1878) και έμεινε γνωστός ως Βαρδινογιάννης, δίνοντας έτσι καινούργιο επώνυμο στην φαμίλια του. Είναι λογικό, λοιπόν, οι αντάρτες Βαρδινογιάννηδες να μη βρίσκουν στον ήλιο μοίρα, αν και ο Ιωάννης καταφέρνει να θρέψει την πολυμελή οικογένειά του ασχολούμενος με το εμπόριο.

Ευτυχώς, για τον Ιωάννη, ο Νίκος γίνεται αξιωματικός τού ναυτικού και εξασφαλίζει το ψωμί του. Όπως φαίνεται να το εξασφαλίζει και ο πρωτότοκός του, ο Παύλος, ο οποίος σπούδασε νομικά στην Αθήνα και σε ηλικία μόλις 25 ετών, το 1950, ανέλαβε διευθυντής τού πολιτικού γραφείου τού τότε πρωθυπουργού Σοφοκλή Βενιζέλου, στενού φίλου της οικογένειας. Κι αυτό ήταν το πρώτο σκαλί για το φτωχαδάκι από την Επισκοπή. Το 1956, ο Παύλος θα εκλεγόταν βουλευτής Ρεθύμνης και θα διατηρούσε την θέση του μέχρι την δικτατορία, αφού στο μεταξύ θα γινόταν και υπουργός στις κυβερνήσεις Γεωργίου Παπανδρέου (1963-1965).

Τον Νίκο θα μιμηθεί ο κατά οκτώ χρόνια νεώτερος αδελφός του, ο Βαρδής, ο οποίος μπαίνει κι αυτός στην σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Ο Βαρδής ανεβαίνει τόσο γρήγορα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας ώστε στα 34 χρόνια του, το 1967, αποστρατεύεται από την χούντα με τον βαθμό του αντιναυάρχου (μετά την πτώση τής χούντας, του απονεμήθηκε και ο βαθμός τού ναυάρχου)!

Αντίθετα με τον Βαρδή, ο Νίκος μένει στο ναυτικό μόνο μέχρι το 1961, οπότε παραιτείται αιφνιδιάζοντας τους πάντες. Αιφνιδιασμός που ολοκληρώνεται στο άκουσμα της είδησης ότι ο μέχρι χτες φτωχός και άσημος αξιωματικός τού ναυτικού ίδρυσε την εταιρεία ΣΕΚΑ και αγόρασε 4.400 στρέμματα στην περιοχή των Αστερουσίων, προς την πλευρά τής παραλίας που είναι γνωστή με το όνομα Καλοί Λιμένες. Βέβαια, ο Νίκος αγόρασε κοψοχρονιά αυτή την έκταση, όχι από την μονή τής Οδηγήτριας στην οποία ανήκε αλλά από τους ενοικιαστές της βοσκούς που απλώς την εκμεταλλεύονταν και δεν είχαν δικαίωμα να την πουλήσουν.

Αμέσως ξεσπούν διαμαρτυρίες από τους κατοίκους τής περιοχής και η υπόθεση γρήγορα εξελίσσεται σε σκάνδαλο (κυρίως λόγω της βουλευτικής ιδιότητας του αδελφού του Παύλου), το οποίο απασχολεί και την βουλή. Ευτυχώς για τους Βαρδινογιάννηδες, η ιστορία παίρνει καλή τροπή γι’ αυτούς χάρη σε ένα απρόσμενο γεγονός: εξαφανίζεται μυστηριωδώς από το μοναστήρι ο κτηματικός του κώδικας, δηλαδή το βιβλίο στο οποίο ήταν καταχωρισμένη λεπτομερώς η περιουσία του. Δίχως αυτόν τον κώδικα, κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ότι η γη που αγόρασε ο Νίκος ανήκε στην μονή και η υπόθεση κλείνει. Προφανώς, κάποιοι διέπραξαν την πιο περίεργη κλοπή τού αιώνα: μπήκαν σε ένα μοναστήρι κι έκλεψαν μόνο ένα κιτάπι…

Η αγορά που έκανε ο Νίκος αποδεικνύεται χρυσοφόρα. Το 1962 χαράσσεται ο δρόμος που θα συνέδεε τα χωριά Πόμπια και Πηγαϊδάκια με τους Καλούς Λιμένες. Εντελώς συμπτωματικά, αυτός ο δρόμος θα πέρναγε μέσα από την συγκεκριμένη έκταση, οπότε θα έπρεπε να καταβληθούν οι σχετικές αποζημιώσεις. Πράγματι, οι αποζημιώσεις πληρώθηκαν μέχρι το 1966. Μόνο που κάποιοι υποστηρίζουν ότι το δημόσιο αποζημίωσε κάθε θάμνο και κάθε χαμομήλι τής περιοχής ως κανονικό δέντρο. Φαίνεται πως, πάλι λόγω Παύλου, ένα καινούργιο σκάνδαλο βρίσκεται επί θύραις αλλά όλα τελειώνουν ομαλά. Δηλαδή, σχεδόν ομαλά αφού μπορεί να έγιναν οι απαλλοτριώσεις και να πληρώθηκαν οι αποζημιώσεις αλλά η κατασκευή τού δρόμου δεν θα ξεκινούσε πριν περάσουν πολλά χρόνια…


 
Εν πάση περιπτώσει, ο Νίκος μπορεί πλέον να αναπτύξει ελεύθερα το επιχειρηματικό του δαιμόνιο. Στην είσοδο του κολπίσκου των Καλών Λιμένων βρίσκεται το νησάκι Άγιος Παύλος, το οποίο οι ντόπιοι αποκαλούν Μικρονήσι. Μισόν αιώνα πριν γεννηθεί το ΤΑΙΠΕΔ, το ελληνικό δημόσιο αποδεικνύει ότι τίποτε δεν γεννιέται ξαφνικά: με κάθε άλλο παρά διάφανες διαδικασίες, η εταιρεία τού Νίκου Βαρδινογιάννη αγοράζει το εκτάσεως 117 στρεμμάτων Μικρονήσι έναντι μόλις εβδομήντα οκτώ χιλιάδων δραχμών. Τώρα πια η ιδέα τής ΣΕΚΑ μπορεί να αρχίσει να υλοποιείται, μιας και ΣΕΚΑ σημαίνει Σταθμός Εφοδιασμού Καυσίμων. Η θέση είναι ιδανική για όσα πλοία θέλουν να ανεφοδιαστούν με καύσιμα: μόλις 7 μίλια από τα διεθνή ύδατα.


Αν αναρωτιέστε ποια αξία είχαν 78.000 δραχμές το 1962, θα σας απαντήσω πως όλα είναι σχετικά.

Βάζοντας αυτό νησάκι ως εγγύηση, η ΣΕΚΑ κατάφερε να πάρει ως δάνειο από την πολιτειακή τράπεζα First National Bank 36 ολόκληρα εκατομμύρια δραχμές. Pas mal (= καθόλου άσχημα), που λένε και οι Γάλλοι. Εξαιρετικό κεφάλαιο για να στήσεις μια τέτοια δουλειά. Πολύ περισσότερο δε, αν οι καλές γνωριμίες (στις οποίες η βοήθεια του Παύλου είναι ανεκτίμητη) εξασφαλίζουν την συνεργασία τόσο της Mobil όσο και του Ωνάση. Οι Βαρδινογιάννηδες τίμησαν με το παραπάνω αυτή την συνεργασία, ενσωματώνοντας στο σήμα τής ΣΕΚΑ τόσο κάποιους από τους κύκλους τής -ωνάσειας τότε- Ολυμπιακής όσο και τα φτερά τής Mobil.

Κάπως έτσι, λοιπόν, εκεί, στους πρόποδες των Αστερουσίων Ορέων μπαίνει το 1961 ο θεμέλιος λίθος τής βαρδινογιάννειας αυτοκρατορίας. Η συνέχεια προμηνύεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα.

Το ιδιόμορφο… real estate

Με την αγορά τού Μικρονησιού, η ΣΕΚΑ αρχίζει την δουλειά. Επειδή ο χρόνος είναι χρήμα, αμέσως καταφθάνουν στην περιοχή δυο δεξαμενόπλοια, τα οποία χρησιμοποιούνται ως πλωτές δεξαμενές. Σύντομα αποδεικνύεται ότι το πόστο είναι καλό και οι δουλειές πάνε πρίμα. Μέχρι που φτάνει το 1965 και μια ξαφνική κακοκαιρία πετάει το ένα δεξαμενόπλοιο στην ακτή, όπου καταστρέφεται. Έτσι η εταιρεία αποφασίζει να κατασκευάσει στο Μικρονήσι σταθερές δεξαμενές καυσίμων και νερού, ενώ βάζει μπρος και για την κατασκευή λιμενοβραχιόνων.

Το μόνο πρόβλημα για τον Νίκο Βαρδινογιάννη είναι οι λιγοστοί κάτοικοι του μικρού, ξεχασμένου από θεό κι ανθρώπους οικισμού στην απέναντι ακτή. Οι Καλοί Λιμένες δεν είναι παρά μια περιοχή με μερικές παράγκες και λιγοστά φτωχόσπιτα, όπου κατοικούν μόνιμα φτωχοί ψαράδες και εποχικά οι κάτοικοι των μεσόγειων χωριών που κατεβαίνουν στην παραλία για τα μπάνια τους. Μόνο που η τοποθεσία είναι εντυπωσιακή. Κι είναι λογικό ο Βαρδινογιάννης να την ορέγεται. Η οικογένεια θα μπορούσε άνετα να φτιάξει εκεί τα εξοχικά της αλλά και η εταιρεία θα μπορούσε να δημιουργήσει εκεί τις υποδομές για τις οποίες δεν προσφερόταν το Μικρονήσι.

Έτσι, ο Βαρδινογιάννης βάζει μπρος την διαδικασία απόκτησης όλης της περιοχής, πέρα από όση απέκτησε με τα αμφισβητούμενα συμβόλαια. Κάποιοι από τους κατοίκους δέχονται να πουλήσουν έναντι ευτελούς τιμήματος τα σπίτια τους, τα οποία ο Βαρδινογιάννης γκρεμίζει μόλις τα αγοράσει. Όμως, οι περισσότεροι αρνούνται να υποκύψουν. Και τότε μπαίνουν μπροστά τα «άλλα κόλπα»: πιέσεις, εκβιασμοί, τρομοκρατία, φθορές… Ταυτόχρονα, η εταιρεία αρχίζει δικαστικούς αγώνες εναντίον όσων αρνούνται να πουλήσουν, ισχυριζόμενοι ότι η περιοχή τής ανήκει βάσει των συμβολαίων που είχε κάνει ο Νίκος Βαρδινογιάννης με τους γιδοβοσκούς το 1961. Παράλληλα, η εταιρεία υποβάλλει βροχή μηνύσεων κατά των κατοίκων για… πολεοδομικές παραβάσεις.

Αν ένας ψαράς προσπαθούσε να ξαναβάλει στην θέση της την λαμαρίνα που πέταξε ο αέρας από το ταβάνι του καμπινέ του, βρισκόταν αντιμέτωπος με τις αρχές και τα πρόστιμά τους. Βέβαια, οι αρχές δεν βλέπουν ούτε το ξενοδοχείο που έχουν φτιάξει πιο πέρα οι Βαρδινογιάννηδες ούτε την βίλλα τους.

Δεν έχει σημασία ποια πλευρά έχει δίκιο. Σημασία έχει ότι οι φτωχοί χωρικοί δεν μπορούν να τα βάλουν με το νομικό οπλοστάσιο και την οικονομική άνεση της ΣΕΚΑ. Έτσι, ο ένας μετά τον άλλο σκύβουν το κεφάλι και υποτάσσονται. Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι. Μέχρι που πέφτει η χούντα, η ΣΕΚΑ έχει κυριαρχήσει στην περιοχή.



Θα ξαναγυρίσουμε στην Κρήτη αλλά για την ώρα ας ανηφορίσουμε αρκετά βορειότερα, γυρνώντας πίσω στον χρόνο. Σκοπός μας είναι να δούμε μια ιστοριούλα που θυμίζει έντονα τα πιο πρόσφατα γεγονότα του Βατοπεδίου.
Μόνο που σε τούτη την περίπτωση πρωταγωνιστεί ένα άλλο αθωνίτικο μοναστήρι: η μονή Ξενοφώντος.

Το 1965, λοιπόν, η μονή Ξενοφώντος διεκδικεί για λογαριασμό της μια τεράστια έκταση 53.800 στρεμμάτων στην χερσόνησο της Σιθωνίας, η οποία εκτείνεται από τα χωριά Άγιος Νικόλαος και Νικήτη προς βορρά μέχρι την κοινότητα Παρθενώνας, κοντά στον Νέο Μαρμαρά προς νότο (χάρτης) και περιλαμβάνει και τα νησιά από τον Όρμο Παναγιάς μέχρι την Βουρβουρού (Καλογριά, Περιστέρι, Ελιά, Αμπελίτσι, Διάπορος, Άγιος Ισίδωρος, Καλαμονήσια, Πετρονήσι κλπ). Υποτίθεται ότι η εν λόγω έκταση (κυρίως δασώδης αλλά σε μεγάλα τμήματά της καλλιεργούμενη) είχε παραχωρηθεί στην μονή την εποχή τού Βυζαντίου, με κάποια αυτοκρατορικά χρυσόβουλα και σιγγίλια. Τότε, λοιπόν, η μονή υποβάλλει αίτηση αναγνώρισης ιδιοκτησίας. Η αίτηση απορρίπτεται.

Λίγα χρόνια αργότερα, οι συνθήκες έχουν αλλάξει και η μονή υποβάλλει νέα αίτηση. Στην εξουσία βρίσκονται οι συνταγματάρχες, οι οποίοι αποφαίνονται (προφανώς, μετά από θεία φώτιση) ότι η μονή έχει δίκιο. Τον Απρίλιο του 1973 το Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δημόσιων Δασών (ΣΙΔΔ) παραπέμπει στο δασαρχείο Πολυγύρου την εξέταση του θέματος. Το δασαρχείο εκδίδει απόφαση θετική προς τη μονή. Έτσι πολύ σύντομα γίνονται όλες οι διαδικασίες και την 1η Οκτωβρίου 1973 ο υπουργός γεωργίας της χούντας υπογράφει απόφαση με την οποία εκχωρεί την έκταση στην μονή Ξενοφώντος. Τί κάνει η μονή με αυτή την έκταση; Την μεταβιβάζει αμέσως (κι όταν λέμε αμέσως, εννοούμε αμέσως) στην… ΣΕΚΑ (τί έκπληξη!) προς μόλις χίλιες δραχμές το στρέμμα.

Ισως να αναρωτιέστε, όπως και χτες, ποια αξία είχε εκείνη την εποχή το χιλιάρικο. Θα σας δώσω την ίδια απάντηση: όλα είναι σχετικά. Όπως διέρρευσε τότε (δεν κατάφερα να διασταυρώσω την πληροφορία), η ΣΕΚΑ είχε ήδη συμφωνήσει την πώληση ενός μεγάλου τμήματος αυτής της έκτασης προς 300.000 δραχμές το στρέμμα.

Το θέμα επανέρχεται μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τις αντιδράσεις των κατοίκων τής περιοχής. Πριν προλάβει η ΣΕΚΑ να πουλήσει, η κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου επαναφέρει την αίτηση της μονής εκ νέου στο ΣΙΔΔ και ακυρώνεται η απόφαση παραχώρησης. Μετά την πτώση της χούντας η παραχώρηση ανακαλείται από το δημόσιο χωρίς όμως ποτέ μέχρι σήμερα να έχει ακυρωθεί ο τίτλος ιδιοκτησίας της έκτασης αυτής από την ΣΕΚΑ, η οποία συνεχίζει να την καταχωρεί στα περιουσιακά της στοιχεία ακόμη και σήμερα, 40 και πλέον χρόνια μετά! Λόγω των συνεχιζόμενων πιέσεων των κατοίκων της περιοχής, το δημόσιο άρχισε πάλι να ασχολείται με την υπόθεση αυτή τα τελευταία χρόνια, με πολλές δικαστικές διαμάχες να έχουν μεσολαβήσει και οι οποίες πάντοτε αφορούσαν το τυπικό σκέλος της υπόθεσης και όχι την ουσία.

Το τελευταίο επεισόδιο αυτών των μακρόχρονων δικαστικών αγώνων παίχτηκε τις προάλλες, 18 Φεβρουαρίου 2015, στο δικαστήριο Πολυγύρου. Η απόφαση αναμένεται να δημοσιευτεί μέσα στο καλοκαίρι.

Δεν ξέρω τι σχέση έχει το real estate (έστω και ιδιόμορφο) με τον ανεφοδιασμό πλοίων σε καύσιμα, οπότε δεν μπορώ να εξηγήσω τον λόγο για τον οποίο η βαρδινογιάννειος ΣΕΚΑ ενδιαφέρεται τόσο για την απόκτηση γαιών. Επίσης, δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται και η χούντα δείχνει τέτοια εύνοια στην οικογένεια και σε Κρήτη και σε Σιθωνία, από την στιγμή που υποτίθεται πως οι Βαρδινογιάννηδες ήσαν αντιστασιακοί (ο Παύλος έφυγε από την χώρα στις 21 Απριλίου ως αυτοεξόριστος και ο Βαρδής εκτοπίστηκε για 8 μήνες στην Αμοργό ως ανακατεμένος στο περίφημο «κίνημα του ναυτικού»).  Ίσως να μη μου κόβει και πολύ. Οπότε ας ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε κι ας ξαναγυρίσουμε στην Κρήτη…

Ο ενοχλητικός κοινοτάρχης

Πίσω στην Κρήτη, όλα πάνε πρίμα για τους Βαρδινογιάννηδες. Η μετάβαση από την χούντα στην δημοκρατία έγινε με απόλυτα ομαλό τρόπο και τίποτε δεν διετάρασσε την γαλήνη τους. Βέβαια, στους Καλούς Λιμένες υπήρχαν ακόμη κάποιοι ανυπότακτοι κάτοικοι αλλά αργά ή γρήγορα θα παραδίνονταν κι αυτοί. Δυστυχώς, οι δημοτικές και κοινοτικές εκλογές τού 1978 έκρυβαν μια δυσάρεστη έκπληξη για την οικογένεια. Μια έκπληξη που θα τους αναστάτωνε.

Λίγο ψηλότερα, στον ορεινό όγκο των Αστερουσίων, υπάρχει μια κοινότητα στην οποία ανήκει διοικητικά και ο οικισμός των Καλών Λιμένων, τα Πηγαϊδάκια

Το 1978, λοιπόν, οι πηγαϊδακιώτες είχαν την έμπνευση να εκλέξουν ως κοινοτάρχη έναν νεαρό σοσιαλιστή, τον Γιάννη Κουτσάκη. Στα 26 χρόνια του ο Κουτσάκης εμφορείται από τις σοσιαλιστικές ιδέες της εποχής (μη ξεχνάμε ότι το ΠαΣοΚ του Ανδρέα βρίσκεται σε άνοδο και τα συνθήματά του χαρακτηρίζονται από πολλούς συντηρητικούς ως εξτρεμιστικά) και δεν καταλαβαίνει και πολλά. Με την χαρακτηριστική σε νέους ανθρώπους άγνοια κινδύνου, δεν διστάζει να τα βάλει με τους Βαρδινογιάννηδες.

Πρώτη δουλειά τού νέου κοινοτάρχη είναι να ανοίξει επί τέλους ο δρόμος για τους Καλούς Λιμένες, ο οποίος, όπως είδαμε στο πρώτο σημείωμα αυτής της σειράς, είχε χαραχτεί από το 1962 και οι απαλλοτριώσεις είχαν καταβληθεί μέχρι το 1966 αλλά ποτέ δεν ξεκίνησε η κατασκευή του. Το έργο αρχίζει αλλά σύντομα σταματάει, αφού οι μπουλντόζες πέφτουν πάνω σε συρματοπλέγματα ή σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα της ΣΕΚΑ.

Το 1981, με την νίκη του ΠαΣοΚ στις εκλογές, ο Κουτσάκης και οι συγχωριανοί του αναθαρρεύουν. Ο δρόμος προχωράει και μαζί ξεκινούν και άλλα έργα στην περιοχή, όπως η κατασκευή δικτύων ύδρευσης και ηλεκτρισμού. Όμως, η κατάσταση είναι ψυχοφθόρα. Στην διάρκεια της ημέρας, τα συνεργεία δίνουν μάχες με τους ανθρώπους τής ΣΕΚΑ, οι οποίοι κάνουν ό,τι μπορούν για να δημιουργήσουν προβλήματα. Στην διάρκεια της νύχτας, «άγνωστοι» προκαλούν φθορές σε ό,τι φτιάχτηκε το πρωί. Τελικά, το πείσμα τού Κουτσάκη και των χωρικών νικάει. Ο δρόμος (έστω και με χίλια βάσανα) φτιάχνεται και στους Καλούς Λιμένες φτάνει ρεύμα και νερό.

Αυτές οι στοιχειώδεις υποδομές αρκούν για να ξαναζωντανέψει ο ερημωμένος οικισμός. Αρχίζει η επιστροφή των κατοίκων στον τόπο τους, κάνοντας τα αφεντικά της ΣΕΚΑ να ανησυχούν σοβαρά. Κι η ανησυχία τους δεν αργεί να μετατραπεί σε πανικό όταν, το 1985, οι κάτοικοι (με μπροστάρη τον Κουτσάκη) βάζουν μπρος να ξαναφτιάξουν τον οικισμό τους, χτίζοντας τα πρώτα -μετά από πολλά χρόνια- καινούργια σπίτια.

«Παλιά μου τέχνη, κόσκινο», λέει ο λαός και η ΣΕΚΑ ξαναφωνάζει την πολεοδομία, η οποία πλακώνει τους κατοίκους με απανωτές μηνύσεις και πρόστιμα. Ο Κουτσάκης μπαίνει μπροστά και καλύπτει πλήρως τους συγχωριανούς του. Η ΣΕΚΑ καταφεύγει στον τότε νομάρχη Ηρακλείου Μανώλη Λουκάκη και τον πιέζει να στείλει μπουλντόζες για να κατεδαφιστούν τα αυθαίρετα. Ο Κουτσάκης δεν καταλαβαίνει από τέτοια και δεν διστάζει να δηλώσει: «Ο κύριος νομάρχης να ξεκινήσει το γκρέμισμα των αυθαιρέτων από το Ηράκλειο. Κι όσον αφορά τους Καλούς Λιμένες, να γκρεμίσουν πρώτα όλα τα αυθαίρετα της ΣΕΚΑ και την βίλλα των Βαρδινογιάννηδων κι ύστερα τα σπίτια των κατοίκων, αλλοιώς…»

Μόλις μπαίνει ο χειμώνας του 1985, η ΣΕΚΑ αποφασίζει να κάνει ένα βήμα συνεννόησης και οργανώνει μια σύσκεψη, στην οποία καλείται και ο κοινοτάρχης. Ο Κουτσάκης πηγαίνει αλλά η μεν σύσκεψη καταλήγει σε φιάσκο ο δε κοινοτάρχης στο νοσοκομείο, ξυλοκοπημένος από ανθρώπους τής εταιρείας. Λίγες μέρες αργότερα, μια BMW, στην οποία επιβαίνουν τέσσερις άγνωστοι, κλείνει τον δρόμο στο αυτοκίνητο του Κουτσάκη και το ρίχνει στον γκρεμό αλλά ο κοινοτάρχης γλιτώνει και ξεφεύγει.

Όλα αυτά, αντί να αποθαρρύνουν τον Κουτσάκη, τον ατσαλώνουν. Αποφασίζει να χτυπήσει την ΣΕΚΑ στην καρδιά, προσβάλλοντας την ισχύ των συμβολαίων με την οποία ο Νίκος Βαρδινογιάννης είχε αγοράσει την έκταση από τους γιδοβοσκούς. Ξέρει ότι ο κτηματικός κώδικας της μονής έχει κλαπεί αλλά το μυαλό του κάνει μια πολύ έξυπνη σκέψη: εφ’ όσον εκκλησιαστικά η Κρήτη υπάγεται στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, εκεί υπάγονται διοικητικά και τα μοναστήρια του νησιού, άρα το πατριαρχείο πρέπει να διαθέτει αντίγραφα των κτηματικών κωδίκων όλων των μοναστηριών τού νησιού.

Ο Κουτσάκης το ψάχνει και αποδεικνύεται ότι έχει δίκιο. Χαμογελάει ικανοποιημένος και κανονίζει να επισκεφθεί ό ίδιος το πατριαρχείο και να αναζητήσει τον κώδικα της Οδηγήτριας, ο οποίος θα αποδείκνυε ότι τα συμβόλαια του 1961 ήσαν παράνομα. Κανονίζει το ταξίδι του για μετά το Πάσχα του 1986. Το κακό είναι ότι πάνω στον ενθουσιασμό του ο νεαρός κοινοτάρχης δεν κρατάει την πληροφορία αποκλειστικά για τον εαυτό του…

Μεγάλη Δευτέρα, 28 Απριλίου 1986. Ο Κουτσάκης με την οικογένειά του επισκέπτονται το διπλανό χωριό, την Πόμπια. Στην επιστροφή, ο κοινοτάρχης βρίσκει τον δρόμο κλειστό από πέτρες και ξύλα που κάποιοι έχουν ρίξει. Σταματάει το αυτοκίνητό του και κατεβαίνει να δει τι συμβαίνει. Πριν βγει καλά-καλά από την πόρτα, δέχεται έναν πυροβολισμό. Καταλαβαίνει τι συμβαίνει και προσπαθεί να φτάσει στο πορτ μπαγκάζ, όπου βρίσκεται η κυνηγετική του καραμπίνα. Τραυματισμένος όπως είναι, δεν προλαβαίνει. Ο δολοφόνος πλησιάζει και τον αποτελειώνει.

Αν και η αστυνομία κάνει ώρες για να εξαπολύσει κυνηγητό προς ανακάλυψη των δραστών, το νέο ταξιδεύει ταχύτατα σε όλη την Κρήτη. Οι εμβρόντητοι κάτοικοι υποψιάζονται ποιοι βρίσκονται πίσω από την στυγερή δολοφονία. Το ίδιο φαίνεται πως υποψιάζεται και η αστυνομία, η οποία στέλνει αμέσως ισχυρή δύναμη για να φρουρήσει τις εγκαταστάσεις της ΣΕΚΑ, φοβούμενη ότι εκεί θα ξεσπάσει η λαϊκή οργή. Μια βδομάδα μετά την δολοφονία, η ΣΕΚΑ επικηρύσσει τους δράστες για δέκα εκατομμύρια αλλά, φυσικά, χωρίς αποτέλεσμα. Το κλίμα παραμένει για πολύ καιρό τόσο τεταμένο ώστε το καλοκαίρι οι Βαρδινογιάννηδες δεν τολμούν να κατεβούν στους Καλούς Λιμένες.

Στις αρχές Ιουνίου, η ΣΕΚΑ επιχειρεί να ξαναρχίσει τα έργα στην παραλία. Οι κάτοικοι εξοργίζονται. Στις 12 Ιουνίου 1986, μαζεύονται στους Καλούς Λιμένες 250 άτομα, τα οποία σταματούν τα έργα, καταλαμβάνουν μια αποθήκη της εταιρείας και πετάνε όλο της το περιεχόμενο στην θάλασσα. Η κατάληψη κρατάει τρεις μέρες, ώσπου καταφθάνει ισχυρή δύναμη σταλμένη κατ’ ευθείαν από την Ανώτατη Αστυνομική Διοίκηση Κρήτης προκειμένου να αναλάβει την διερεύνηση της δολοφονίας. Δυστυχώς, οι ανακρίσεις δεν έχουν αποτέλεσμα.

Στις 30 Ιουλίου 1986, ο ανθυπαστυνόμος της ασφάλειας Ηρακλείου Νίκος Χαριτάκης στέλνει στις εφημερίδες «Ανοιχτή επιστολή προς τον Πρωθυπουργό», όπου καταγγέλλει άνωθεν παρεμβάσεις στο έργο του:
«Πρόσφατο παράδειγμα η ανθρωποκτονία εκ προθέσεως του Προέδρου των Πηγαϊδακίων, η εξιχνίαση του οποίου είναι ζήτημα ωρών. Η περιοχή βοά, λύστε τα χέρια της Αστυνομίας και κλείστε τα στόματα που παραπλανούν σκόπιμα δια του Τύπου και δια των ψιθύρων την κοινή γνώμη» (εφημερίδα Μεσόγειος, 30 Ιουλίου 1986). Οι συγγενείς τού Κουτσάκη προτείνουν τον Χαριτάκη για μάρτυρα. Αντί για απάντηση, η διοίκηση της αστυνομίας μεταθέτει τον Χαριτάκη.

Στις επόμενες εκλογές, οι κάτοικοι εκλέγουν ως κοινοτάρχη τον πατέρα τού δολοφονημένου Γιάννη Κουτσάκη. Λίγο μετά την εκλογή του, ο Μανώλης Κουτσάκης παίρνει με το ταχυδρομείο έναν φάκελλο. Ο φάκελλος έχει σταλεί από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και περιέχει τρεις φωτογραφίες από το σημείο τής δολοφονίας, όπου φαίνεται και η μαρμάρινη πλάκα που τοποθετήθηκε εκεί. Η έρευνα που έγινε για αποτυπώματα δεν απέδωσε καρπούς. Σύντομα, όμως, ο Μανώλης Κουτσάκης άρχισε να δέχεται ανώνυμα σημειώματα: «κάθαρμα, θα πεθάνεις κι εσύ».

Θα κλείσουμε για σήμερα με μια πικάντικη λεπτομέρεια. Στην δίκη της «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη», καθώς καταθέτει ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, αναφερόμενος στην απόπειρα της οργάνωσης εις βάρος του, διαμείβεται ο παρακάτω διάλογος με τον Δημήτρη Κουφοντίνα:

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Δηλώσατε και εδώ, δηλώσατε και στην πρώτη δίκη, ότι «εγώ δύο χρόνια την ερεύνησα την υπόθεση με δικά μου μέσα. Έφερα ξένους εδώ αλλά δεν είχα κανένα αποτέλεσμα. Έψαχνα να τους βρω, δεν τους βρήκα. Ήμουν άτυχος εγώ για να τους βρω και τυχεροί αυτοί που δεν τους βρήκα». Θα ήθελα να μου πείτε πρώτα πρώτα, τι είναι αυτοί οι ξένοι ειδικοί που φέρατε. Ανήκαν σε κανένα ευαγές ίδρυμα, σε κανένα συνδικάτο; Τι ήταν αυτοί οι ειδικοί τέλος πάντων;
Β. ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν απαντώ σε τέτοιες ερωτήσεις εγώ.
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Μάλιστα. Λέτε μετά ότι «ήταν τυχεροί που δεν τους βρήκα». Τι τύχη θα είχαν δηλαδή αυτοί; Μήπως θα είχαν την τύχη του νεαρού σοσιαλιστή κοινοτάρχη Γιάννη Κουτσάκη που δολοφονήθηκε γκαγκστερικά;
Αυτή την τύχη θα είχαμε;
Β. ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν ξέρω τι σχέση έχει το ένα με το άλλο.
(….)
Β. ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν είχες το θάρρος να ‘ρθεις μόνος σαν άντρας. Το κάνατε σαν τις πουτάνες.
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Τα λες αυτά όταν έρχεσαι με τους μπράβους σου. Αυτούς έστειλες για να δολοφονήσεις τον κοινοτάρχη των Καλών Λιμένων Γιάννη Κουτσάκη που σου αντιστάθηκε;

Έχει ενδιαφέρον να δούμε την στάση που κράτησε η ΣΕΚΑ μετά από αυτή την δολοφονία. Κατά πόσο, δηλαδή, αναδιπλώθηκε ή συνέχισε απτόητη το έργο της. 

Από την τρομοκρατία στις… προσφορές   

Η δολοφονία τού κοινοτάρχη Γιάννη Κουτσάκη δεν καπρίτσωσε μόνο τους κατοίκους της περιοχής. Καπρίτσωσε και τα αφεντικά τής ΣΕΚΑ, τα οποία, μη έχοντας πια τον ενοχλητικό κοινοτάρχη να μπερδεύεται στα πόδια τους, έδειξαν και πάλι τα δόντια τους. Παρά το ότι η ντόπια κοινωνία βούιζε, φαίνεται ότι ελάχιστα πράγματα έφταναν στους δέκτες των μεγάλων μέσων μαζικής ενημέρωσης. Όμως, δέκα χρόνια μετά την δολοφονία, ο ανταποκριτής της εφημερίδας Ριζοσπάστης Χρίστος Παπαδάκης αποφάσισε να σκαλίσει το πρόβλημα, οι κάτοικοι τόλμησαν να μιλήσουν και η εφημερίδα δημοσίευσε το σχετικό ρεπορτάζ στις 24 Νοεμβρίου 1996, με τίτλο «Ο νόμος του ισχυρού και του χρήματος».

Από τις επώνυμες μαρτυρίες εκείνου του ρεπορτάζ, σταχυολογώ:

Μενέλαος Νικήτας: Κάθε καλοκαίρι που έρχονται από την Αθήνα οι «μεγάλοι» της οικογένειας, οι κάτοικοι και οι επισκέπτες παρεμποδίζονται και δεν τους επιτρέπεται να κάνουν μπάνιο στη μαγευτική παραλία των Καλών Λιμένων. Δεν ξέρω για ποιο λόγο γίνεται αυτό. Αυτοί επικαλούνται ζητήματα ασφαλείας, όμως αυτό που λέμε εμείς είναι ότι αυτή η τρομοκρατία πρέπει να τελειώσει γιατί έχει παρατραβήξει το κακό. Δεν μπορούν σήμερα αυτοί, μετά από τόσα χρόνια, να διώξουν εμάς. Δεν τους εμποδίζουμε, ας μας αφήσουν ήσυχους.

Μανώλης Λαμπάκης: Το 1972 κατέβηκα εδώ με την οικογένειά μου, για να ξεκουραστούμε και να κάνουμε τα μπάνια μας. Στους Καλούς Λιμένες είχε τότε σπίτι ο γαμπρός μου, αλλά επειδή ήταν μικρό έστησα μια σκηνή για να παίζει μέσα το παιδί μου. Όταν κάποια στιγμή πέρασα έξω από τη ΣΕΚΑ με βλέπει ο Σήφης Βαρδινογιάννης και μου λέει: «Να πας να βγάλεις τη σκηνή από εκεί γιατί εμποδίζει». Του είπα, «καλά», όμως δεν την έβγαλα. Το βράδυ έρχεται και με το πόδι του δίνει μια στη σκηνή και τη χαλάει, με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει το παιδί που ήταν μέσα. Ανταλλάξαμε στη συνέχεια πολλές άσχημες κουβέντες. Του είπα, πως «έχω δει γουρούνια στη Γερμανία, αλλά σαν κι εσένα όχι». Άλλο βράδυ έγινε κάποιο περιστατικό με τον Γιάννη Πεδιαδιτάκη, ταξιτζή, που έκανε ένα αγώι κι έπρεπε να περάσει από την περιοχή για να μεταφέρει πελάτες από το Ηράκλειο στην εκκλησία του Αγίου Παύλου. Οι άνθρωποι της εταιρίας είχανε κλείσει το δρόμο και δεν άφηναν το ταξί να περάσει. Έπειτα από λογομαχία που είχε με τους μπράβους, ο ταξιτζής κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Καθώς πήγε να βγάλει τα κλειδιά, ο Σήφης Βαρδινογιάννης νόμισε ότι θα τραβούσε πιστόλι. Τρέχει γρήγορα, ανοίγει το αυτοκίνητό του, παίρνει την καραμπίνα και σημαδεύει τον Πεδιαδιτάκη. «Αμα είσαι άντρας ρίξε», του λέει ο ταξιτζής. Έγινε μεγάλη φασαρία κείνο το βράδυ.

Γιώργος Πιταράκης: Το 1984, τη χρονιά που είχα απολυθεί από το στρατό, σύχναζα και δούλευα στους Καλούς Λιμένες ως ψαράς. Υπάρχει εκεί μια παραλία, που λέγεται «Μακριά Αμμος» ή «Αρμυρίκια». Δίπλα ακριβώς στη βίλα της εταιρίας υπάρχει κάποιο μονοπάτι που συντομεύει το δρόμο για να μπορείς να πας στην παραλία αυτή. Πήγα να κατέβω από κει αλλά έπεσα πάνω σε μαντρόσκυλα που είχαν δεμένα εκεί, τα οποία μπορούσαν να με φτάσουν και να με πειράξουν. Είδα, εν τω μεταξύ εκεί την κόρη του Σήφη, τη Χρυσή, η οποία μου λέει να προσέξω μη με δαγκάσουν τα σκυλιά.
Την ίδια στιγμή φτάνει στο σημείο εκείνο ο αδελφός της, που μου λέει επί λέξει: «Γιατί μ… πειράζεις την αδελφή μου;»… «Δεν πείραξα κανέναν», του απαντώ και γω και του ανταποδίδω τη βρισιά, λέγοντάς του: «Μ… να πεις τον πατέρα σου». Το είπα αυτό χωρίς να ξέρω ποιος είναι ο πατέρας του, αλλά και να το ήξερα πάλι το ίδιο θα ‘λεγα, αφού με είχε προσβάλει. Δεν προλαβαίνω να τελειώσω και φτάνει ο Βαρδινογιάννης, με πιάνει από τον ώμο και μου βάζει το πιστόλι στον κρόταφο. Τα υπόλοιπα εσείς θα τα κρίνετε.

Γιάννης Ανδρουλιδάκης: Ό,τι κι αν κάνουμε εδώ, βρίσκουμε τον μπελά μας. Δεν τους πειράζουμε, αυτοί συνέχεια μας ενοχλούν. Φτιάξαμε εκεί κάποια σπιτάκια για να παραθερίζουμε το καλοκαίρι με τα παιδιά μας. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι χτίσαμε σε κοινοτικό χώρο, όπου μπορεί να είμαστε παράνομοι, αλλά το ίδιο ισχύει και γι’ αυτούς. Όλα τα κτίσματα που έχουν εκεί είναι χωρίς άδειες και έχουν ενταχθεί στα κατεδαφιστέα. Δε μας αφήνουνε νερό, μας κάνουν ζημιές κατά καιρούς, πότε βάζοντας σε κάποιο σπίτι φωτιά, πότε σπάζοντας κάποιο άλλο. Πάντα ισχυρίζονται, βέβαια, ότι δεν τα κάνουν αυτοί αλλά κάποιοι άγνωστοι. Ο κόσμος έχει αγανακτήσει και δεν ξέρουμε κάποια στιγμή πού θα φτάσουμε.

Στην Σιθωνία, για την οποία μιλήσαμε προχτές, η εταιρεία ακολούθησε άλλη τακτική. Ο εκφοβισμός κι ο τσαμπουκάς μπορεί να δούλευαν με τους λιγοστούς κατοίκους των Καλών Λιμένων αλλά δεν ήσαν κατάλληλοι για μια πολυάριθμη κοινωνία. Έτσι, οι Βαρδινογιάννηδες αποφάσισαν να φερθούν στην Σιθωνία ως…δωρητές!

Στις αρχές τού 2000, ο Όμιλος Βαρδινογιάννη στέλνει στην «Κτηματολόγιο Α.Ε.» μια επιστολή, με την οποία μεγαλόψυχα αποδέχεται να… χαρίσει 20.000 στρέμματα στους αγρότες της περιοχής. Συγκεκριμένα, ο Όμιλος δηλώνει την επιθυμία του "να δοθούν τίτλοι ιδιοκτησίας στους κατοίκους της περιοχής, που οι οικογένειες των πατέρων τους και οι ίδιοι καλλιεργούσαν τις εκτάσεις που έχουν καταπατήσει", εξηγεί ότι "κατ’ αυτόν τον τρόπο της προσφοράς μας, η πολιτεία, μέσω της ΄΄Κτηματολόγιο ΑΕ΄΄ και της δικής μας καλής πίστης, θα προβεί σε ολοκλήρωση του έργου της και επίλυση ίσως ενός κοινωνικού προβλήματος" και συμπληρώνει ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα επενδυθούν κεφάλαια στον τόπο και θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. (σ.σ.: οι υπογραμμίσεις δικές μου).

Δηλαδή, για τους Βαρδινογιάννηδες:
(α) οι αγρότες τής Σιθωνίας είναι καταπατητές,
(β) η περιοχή ανήκει σ’ αυτούς, οπότε έχουν δικαίωμα να προσφέρουν ένα τμήμα της όπου θέλουν και
(γ) το άρπαγμα της γης από εκείνους που την είχαν και την καλλιεργούσαν επί μισή χιλιετία ίσως και να δημιουργεί κοινωνικό πρόβλημα.

Γιατί, όμως, η ΣΕΚΑ αποφάσισε να δείξει τέτοια γαλαντομία; Στις 30 Σεπτεμβρίου 1999, το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Σιθωνίας αποφάσισε να κλείσει τα κτηματολογικά γραφεία της Νικήτης και του Αγίου Νικολάου, ώσπου η πολιτεία να αποφασίσει ότι οι διαφιλονικούμενες εκτάσεις πρέπει να αποδοθούν στους νόμιμους κατόχους τους. Με την απόφασή του αυτή, το δημοτικό συμβούλιο ερχόταν να σταθεί αρωγός στους κατοίκους οι οποίοι αρνούνταν να υποβάλουν κτηματογραφικές δηλώσεις για να μη μπλέξουν σε δικαστικές διαμάχες με τους Βαρδινογιάννηδες. Αντίθετα, η ΣΕΚΑ βιαζόταν να ολοκληρωθεί η κτηματογράφηση της περιοχής, ώστε να της δοθούν κάποια επίσημα δημόσια έγγραφα που θα αναγνώριζαν την ιδιοκτησία της. Έτσι, αποφάσισε να «χαρίσει» το ένα τρίτο τής έκτασης που είχε «αγοράσει» από την μονή Ξενοφώντος (*), προκειμένου να ξεμπλοκάρουν οι διαδικασίες που θα «καθάριζαν» το υπόλοιπο κομμάτι και θα της επέτρεπαν να προχωρήσει στην εκμετάλλευσή του.

Δυστυχώς για τους Βαρδινογιάννηδες, η «προσφορά» τους δεν έγινε δεκτή.

Όπως αναφέραμε προχτές, η υπόθεση Σιθωνία βρίσκεται ακόμη στα δικαστήρια.

Κάπου εδώ ολοκληρώνουμε με το real estate των Βαρδινογιάννηδων. Για επιδόρπιο άφησα μια σπαρταριστή λεπτομέρεια, ώστε να γελάσει το χειλάκι κάθε πικραμένου. Μετά την αγοραπωλησία τού 1973, μπήκε στο «παιχνίδι» με την διαφιλονικούμενη έκταση της Σιθωνίας άλλο ένα αθωνίτικο μοναστήρι, η Σίμωνος Πέτρα. Η εν λόγω μονή ισχυρίζεται ότι έχει άλλα χρυσόβουλα και σιγγίλια, με βάση τα οποία τα 30.000 στρέμματα (δηλαδή, η μισή έκταση περίπου) ανήκουν σ’ αυτήν. Μέχρι τώρα ήξερα ότι η θεία πίστη μπορεί να πολλαπλασιάσει ψωμί και ψάρια. Χάρη στους Βαρδινογιάννηδες, ήρθε η ώρα να μάθω ότι μπορεί να πολλαπλασιάσει και αυτοκρατορικά σιγγίλια…

(*) Σε προηγούμενο σημείωμα ανέφερα ότι η μονή Ξενοφώντος, προκειμένου να τεκμηριώσει την ιδιοκτησία τής «πωληθείσης» εκτάσεως, επικαλείται κάποια αυτοκρατορικά χρυσόβουλα και σιγγίλια. Θα έπρεπε να είχα προσθέσει μια σημαντική λεπτομέρεια: αυτοί οι αυτοκρατορικής προελεύσεως «τίτλοι ιδιοκτησίας» δεν εμφανίστηκαν ποτέ και πουθενά διότι… κάηκαν σε κάποια πυρκαγιά, προ αμνημονεύτων ετών! Αυτούς τους «καμμένους» τίτλους αποδέχτηκε η χούντα και αναγνώρισε την ιδιοκτησία τής μονής. Από τον κλεμμένο κώδικα της Οδηγήτριας, φτάσαμε στους καμμένους τίτλους τής Ξενοφώντος κι από την τρομοκρατία της Κρήτης στις «προσφορές» της Σιθωνίας. Αν μη τι άλλο, υπάρχει μια ποικιλία επιλογών για το πώς μπορεί κάποιος να αποκτήσει ξαφνικά περιουσία. Το μοναστήρι νά ‘ν’ καλά…

Το ζήτημα της Νότιας Ροδεσίας

Για να καταλάβουμε όσα θα ακολουθήσουν, επιβάλλεται να μεταφερθούμε στην νότια άκρη τής Αφρικής, να γυρίσουμε στα μέσα της δεκαετίας τού 1960 και να ρίξουμε μια ματιά στην Ιστορία. Εκεί, λοιπόν, στα βορειοανατολικά σύνορα της Δημοκρατίας τής Νοτίου Αφρικής, αρχίζει μια περιοχή η οποία εκτείνεται μέχρι τα σύνορα του Κονγκό και η οποία τότε λεγόταν Ροδεσία. Το βόρειο τμήμα αυτής της περιοχής, η Βόρεια Ροδεσία, αποτελεί προτεκτοράτο τής Μεγάλης Βρεττανίας από το 1911. Άλλωστε, η Ροδεσία (Rhodesia) πήρε το όνομά της από τον άγγλο καπιταλιστή Σεσίλ Τζον Ρόουντς (Cecil John Rhodes), ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί για να εκμεταλλευτεί τον τεράστιο πλούτο της. Το νότιο τμήμα ελεγχόταν κάποτε από την Νότιο Αφρική αλλά το 1923, με την βοήθεια των άγγλων, αποκόπηκε μετά από σκληρούς αγώνες των κατοίκων που ήθελαν να γλιτώσουν από το απαρτχάιντ.

Έκτοτε, η Νότια Ροδεσία έχει ημιαυτόνομο καθεστώς ως αγγλική αποικία.


Το 1964, η Βόρεια Ροδεσία αποτινάσσει τον βρεττανικό ζυγό και γίνεται ανεξάρτητο κράτος με το όνομα Ζάμπια. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων εκείνης της χρονιάς στο Τόκυο, η χώρα μπήκε ως Βόρεια Ροδεσία και στην τελετή λήξης παρουσιάστηκε ως Ζάμπια. Οι Άγγλοι δεν έφεραν ιδιαίτερα εμπόδια. Η πάλαι ποτέ βρεττανική αυτοκρατορία έχει βγει λαβωμένη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι επί πλέον έχει να αντιμετωπίσει προβλήματα με τις αποικίες της σε όλον τον κόσμο. Πολύ περισσότερο δε που έχει αρχίσει να ξεσηκώνεται και η Νότια Ροδεσία, ζητώντας κι αυτή ανεξαρτησία. Αν επρόκειτο, λοιπόν, να ενδιαφερθούν για κάτι οι Άγγλοι, ήταν καλύτερα να ασχοληθούν με την Νότια Ροδεσία, την οποία και καλύτερα έλεγχαν και πλουσιότερη ήταν.
 
Ο Ιαν Σμιθ υπογράφει την «Μονομερή Διακήρυξη Ανεξαρτησίας»
Τα πράγματα άρχισαν να ζορίζουν επικίνδυνα στις 11 Νοεμβρίου 1964, όταν ο ηγέτης της Νότιας Ροδεσίας Ίαν Σμιθ υπογράφει την «Μονομερή Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας» της χώρας του. Πρώτο μέλημα των άγγλων ήταν να κόψουν τους διαύλους ανεφοδιασμού των ροδεσιανών. Έτσι, διέκοψαν την λειτουργία του πετρελαιαγωγού Μοζαμβίκης-Ροδεσίας, ο οποίος μετέφερε πετρέλαιο από την Μπέιρα. Τότε οι ροδεσιανοί στράφηκαν για βοήθεια στην μέχρι πρό τινος «μισητή» Νότιο Αφρική.

Η προσφυγή των ροδεσιανών στην ρατσιστική Νότιο Αφρική είναι κάτι απόλυτα λογικό, αφού η εξουσία στην Ροδεσία βρισκόταν σε χέρια πλούσιων λευκών, παρά το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της χώρας ήσαν έγχρωμοι. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 1960 υπήρχαν σε ολόκληρη την Ροδεσία (Νότια Ροδεσία, Βορειοδυτική Ροδεσία, Νυασαλάνδη) 7.980.000 έγχρωμοι και 308.000 λευκοί. Προσέξτε ότι στην φωτογραφία από την υπογραφή τής Μονομερούς Διακήρυξης, δίπλα στον Σμιθ δεν υπάρχει έγχρωμος ούτε για δείγμα. Αργότερα, ο ίδιος ο Ίαν Σμιθ κατηγορήθηκε για ρατσιστική πολιτική. Όλα αυτά πιστοποιούν ότι ο καβγάς στην Ροδεσία έγινε όχι για να καλυτερέψει η ζωή των κατοίκων αλλά για να πάψουν αυτοί που διαφέντευαν τον τόπο να μοιράζονται τον πλούτο της χώρας με τους Άγγλους.

Ο πρωθυπουργός τής Νότιας Αφρικής, ο ολλανδικής καταγωγής Χέντρικ Φέρβοερντ, υποσχέθηκε να βοηθήσει τους ροδεσιανούς για να μπει στην μύτη των Άγγλων που τους είχε άχτι (το 1961, η Νότιος Αφρική είχε υποχρεωθεί να αποχωρήσει από την Βρεττανική Κοινοπολιτεία), παραβλέποντας το ότι οι ροδεσιανοί έπαιρναν βοήθεια από την Γιουγκοσλαβία, την Σοβιετική Ένωση και άλλες κομμουνιστικές χώρες. Οι Άγγλοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα και, παράλληλα, φρόντισαν ώστε ο ΟΗΕ να κηρύξει εμπάργκο κατά της Ροδεσίας.
 
Chicago Tribune, 7/4/1966: «Οι Βρεττανοί εξετάζουν παγκόσμιο μποϋκοτάζ της Ροδεσίας» (*)
Στο μεταξύ, οι ροδεσιανοί είχαν πέσει με τα μούτρα για να φτιάξουν νέες συνδέσεις στον αγωγό Μοζαμβίκης-Ροδεσίας, παρακάμπτοντας τα «φράγματα» των Άγγλων. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο αγωγός ελεγχόταν από μια κοινοπραξία με κυριότερους εταίρους την Shell και την Mobil και διευθυντή τον πορτογάλο Ντίας ντα Κούνια. Η Πορτογαλία κυβερνάται από τον δικτάτορα Σαλαζάρ και δεν έχει σε καμμιά εκτίμηση τα αυτονομιστικά κινήματα, μιας και λίγο πιο πέρα, στην Αγκόλα, αντιμετωπίζει κι αυτή τέτοια προβλήματα.

Προβλήματα που, φυσικά, δεν θα ήθελε να αντιμετωπίσει ούτε στην Μοζαμβίκη. Όμως, το χρήμα είναι χρήμα, ο ντα Κούνια σιγοντάρει τους ροδεσιανούς (προφανώς, με την σύμφωνη γνώμη των Shell και Mobil) και, όταν στις 14 Μαρτίου 1966 οι συνδέσεις με τον αγωγό τελειώνουν, ειδοποιεί την Πραιτόρια.

Παρά την αρχική του υπόσχεση για βοήθεια, ο Φέρβοερντ δείχνει να το ξανασκέφτεται.

Αλλά ο Σμιθ δεν μπορεί να περιμένει και αρχίζει αμέσως το ψάξιμο, αναζητώντας πλοία-πειρατές, τα οποία θα προθυμοποιούνταν να σπάσουν το βρεττανικό εμπάργκο και να μεταφέρουν πετρέλαιο στην Μπέιρα, παρά τις περιπολίες των βρετανικών πολεμικών σκαφών (Beira Patrol) που είχαν εντολή να εμποδίσουν «με την βία, αν χρειαζόταν, πλοία τα οποία τεκμηριωμένα πιστευόταν πως μετέφεραν πετρέλαιο προοριζόμενο για την Νότια Ροδεσία» (Gowlland-Debbas, «Collective Responses to Illegal Acts in International Law: United Nations Action in the Question of Southern Rhodesia», 1990).

Ο Σμιθ δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ για να εμφανιστεί ο πρώτος εθελοντής. Ήταν το πλοίοJoanna V, στο πηδάλιο του οποίου βρισκόταν ένας καπετάνιος που δεν καταλάβαινε από τίποτε: ο Γιώργος Βαρδινογιάννης. Γι’ αυτό το πλοίο θα πούμε πολλά στο επόμενο σημείωμα.(*) Στο άρθρο της, η Chicago Tribune αναφέρει, μεταξύ άλλων:
Η Βρεττανία ενημέρωσε 20 χώρες τής Κοινοπολιτείας ότι εξετάζει το ενδεχόμενο παγκόσμιας υποχρεωτικής απαγόρευσης εμπορίου με την επαναστατημένη Ροδεσία. Μια απόφαση σχετικά μ’ αυτή την μεγάλη στροφή στην βρεττανική πολιτική μπορεί να κολλήσει στο αποτέλεσμα των προσπαθειών ιδιωτικών ελληνικών, ροδεσιανών, νοτιοαφρικανικών και πορτογαλικών συμφερόντων να παραβιάσουν το εθελοντικό εμπάργκο πετρελαίου που επιβλήθηκε στην Ροδεσία από το Συμβούλιο Ασφαλείς του ΟΗΕ. Το καίριο σημείο είναι η Μπέιρα. Το λιμάνι στην ελεγχόμενη από την Πορτογαλία Μοζαμβίκη λειτουργεί ως κλειστός τερματικός σταθμός για το ροδεσιανό πετρέλαιο.

Στην συνέχεια, το άρθρο κάνει λόγο για το Joanna V, το οποίο περιμένει να ξεφορτώσει 18.000 τόννους πετρελαίου αλλά και για ένα άλλο πλοίο ελληνικών συμφερόντων, το Manuela, το οποίο αναμένεται ώρα την ώρα, με 15.000 τόννους ακόμη. Στην διπλανή στήλη, συνεχίζεται το ενδιαφέρον άρθρο της πρώτης σελίδας με τίτλο «Ο Ου Θαντ (σ.σ.: τότε γενικός γραμματέας του ΟΗΕ) υπαινίσσεται απαγόρευση στο εμπόριο με την Ροδεσία»:

Ο κορυφαίος αξιωματούχος των Ηνωμένων Εθνών έκανε την δήλωσή του μετά τον κατάπλου του ελληνικού τάνκερ Joanna V στην Μπέιρα της Μοζαμβίκης. Ένας πετρελαιαγωγός μήκους 180 μιλίων εκτείνεται από το πορτογαλικό αποικιακό λιμάνι, μέσα από την ζούγκλα, μέχρι ένα διυλιστήριο στην Ροδεσία. «Παρακολουθώ με αυξανόμενο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στην Ροδεσία», δήλωσε ο Θαντ.

Πάντως, ελληνικό ενδιαφέρον έχει και μια άλλη ειδησούλα, από την ίδια σελίδα της εφημερίδας, με τίτλο «Ναύτες ελληνικού πλοίου προσπαθούν να εμποδίσουν ταξίδι στο Βόρειο Βιετνάμ»:
Κόμπε, Ιαπωνία, 6 Απριλίου – 28 Έλληνες ναύτες προσέφυγαν στο γενικό προξενείο των ΗΠΑ, προκειμένου να εμποδίσουν την αναχώρηση του πλοίου τους για το κομμουνιστικό Βόρειο Βιετνάμ. Ο πρόξενος παρέπεμψε την τετραμελή επιτροπή των ναυτικών στον αντιπρόσωπο του ελληνικού υπουργείου εμπορικής ναυτιλίας. Ο τελευταίος είπε ότι τους είχε πείσει να αναχωρήσουν με το πλοίο, μιας κι αυτό θα ήταν το τελευταίο του ταξίδι στην Χάιφονγκ. Ο εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης είπε ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει εκδώσει οδηγία που απαγορεύει τα ταξίδια ελληνικών πλοίων στα βορειοβιετναμικά νερά αλλά οι ναύτες είχαν υπογράψει συμβάσεις πριν την έναρξη ισχύος αυτής της οδηγίας.

Από την Joanna στην Manuela

Μια εξαιρετικά σπάνια φωτογραφία: το Joanna V πλέει στον Δίαυλο της Μοζαμβίκης, παρακολουθούμενο από αεροπλάνα του βρεττανικού βασιλικού ναυτικού.
21 Φεβρουαρίου 1966. Στο ιρανικό λιμάνι Μπαντέρ Μασούρ, το τάνκερ Arietta Venizelos αναχωρεί για Ρόττερνταμ, φορτωμένο με 110.000 βαρέλια πετρέλαιο, το οποίο ανήκει στην Σαν Τζασίντο, μια λιβανέζικη θυγατρική τής Continental Oil.Ο Νίκος Βαρδινογιάννης είναι καλά πληροφορημένος για το τι συμβαίνει στην Ροδεσία και ξέρει πως όποιος καταφέρει να παραδώσει πετρέλαιο στους ροδεσιανούς θα γεμίσει χρυσάφι. Βιάζεται, λοιπόν, να βρει πετρέλαιο.

Έτσι, καθώς το Arietta Venizelos πλέει στα νερά της Μεσογείου, έρχεται σε επαφή με την Continental Oil και αγοράζει το πετρέλαιο εν πλω, μέσω της ΣΕΚΑ και μιας άλλης εταιρείας του, της ΝΙΜΑ International. Για να αποκτήσει αμέσως το πετρέλαιο, ο Βαρδινογιάννης δεν διστάζει να πληρώσει κάπου ένα εκατομμύριο δολλάρια, την στιγμή που η τιμή του βαρελιού έπαιζε στο 1,36 δολλάριο το βαρέλι. Όμως, ο Βαρδινογιάννης δεν μένει στο πετρέλαιο. Στις 8 Μαρτίου και ενώ το Arietta Venizelos πλέει πάντοτε στην Μεσόγειο, έρχεται σε επαφή με την πλοιοκτήτρια εταιρεία «Βενιζέλος Α.Ε.» και ζητάει να αγοράσει το πλοίο. Προσφέρει σαράντα χιλιάδες λίρες. Καθώς το ποσό αυτό είναι διπλάσιο από την πραγματική αξία του πλοίου, η προσφορά του γίνεται αμέσως δεκτή. Η αγοραπωλησία ολοκληρώνεται στις 12 Μαρτίου στην Νέα Υόρκη και το πλοίο περνάει στην ιδιοκτησία τής «Varnikos Corporation», μιας παναμέζικης εταιρείας, η οποία ανήκει στον Νίκο Βαρδινογιάννη (Var.Nikos), με μια εγγυητική επιστολή εκδοθείσα από τράπεζα του Γιοχάννεσμπουργκ.

Ιρανικό πετρέλαιο, λιβανέζων αγοραστών, εταιρείας των ΗΠΑ, ταξιδεύει για Ολλανδία, αγοράζεται από Έλληνα μαζί με το πλοίο, στην Νέα Υόρκη, από παναμέζικη εταιρεία, με εγγυητική επιστολή Νοτίου Αφρικής, με προορισμό την Μοζαμβίκη, για να φτάσει στην Ροδεσία… 

Η παγκοσμιοποίηση εν τω εφοπλιστικώς γεννάσθαι.

Μέχρι το Arietta Venizelos να φτάσει στο Γιβραλτάρ, ο Βαρδινογιάννης έχει κλείσει συμβόλαιο για παράδοση στην Μπέιρα με την AG Morrison, μια νοτιοφρικανική εταιρεία με έδρα το Κέηπ Τάουν. Έτσι, ο καπετάνιος Παύλος Χαριτίδης παίρνει εντολή να μη κινηθεί προς βορρά αλλά να βάλει ρότα για Ντακάρ (Σενεγάλη) προς ανεφοδιασμό. Όμως, στις 12 Μαρτίου η ελληνική κυβέρνηση εκδίδει οδηγία που απαγορεύει κάθε παράδοση πετρελαίου στην Ροδεσία, είτε μέσω Μοζαμβίκης είτε μέσω Νοτίου Αφρικής.
 
Πρωτοσέλιδο ισλανδικής εφημερίδας, 13/4/1966 Τίτλος: Αλλαγή σημαίας στο «Joanna V» Στην φωτογραφία, το Joanna V αγκυροβολημένο έξω από το λιμάνι της Μπέιρα
Η απαγόρευση ισχύει και για τα πλοία που έχουν ήδη κλεισμένα συμβόλαια για τέτοιες παραδόσεις.

Ο Χαριτίδης διστάζει και, τελικά, αρνείται να καταπλεύσει στην Μπέιρα. Το μόνο που κατάφερε ο Χαριτίδης με την άρνησή του ήταν να χάσει την δουλειά του. Ο Νίκος Βαρδινογιάννης αλλάζει την σημαία του πλοίου από ελληνική σε παναμέζικη, αλλάζει και το όνομα του πλοίου σε Joanna V (Ιωάννα είναι το όνομα της αγαπημένης του μοναχοκόρης) και στέλνει στο Ντακάρ τον μικρότερο αδελφό του Γιώργο για να αναλάβει καθήκοντα καπετάνιου. Ο «τσαμπουκάς» Γιώργος Βαρδινογιάννης δεν κολώνει πουθενά.  Στις αρχές Απριλίου το Joanna V αφήνει πίσω του το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας και μπαίνει στον Δίαυλο (Στενό) τής Μοζαμβίκης. Εκεί, το Joanna V μπλοκάρεται από την βρεττανική φρεγάτα Plymouth.
 
Πρωτοσέλιδο νοτιοαφρικανικής ολλανδόφωνης εφημερίδας, 12/4/1966
Τίτλος δεξιά: Ο καπετάνιος του Joanna V θα ξεφορτώσει μέρος του φορτίου στην Μπέιρα
Υπότιτλος: Βρεττανοί επιβιβάστηκαν στο τάνκερ Manuela
Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης εξηγεί στους Άγγλους ότι έχει εντολή να σταματήσει στην Μπέιρα για ανεφοδιασμό και οδηγίες και στην συνέχεια να φτάσει στο Τζιμπουτί όπου θα παραδώσει το φορτίο του. Το μόνο κακό σε όσα είπε ο καπετάνιος ήταν ότι στο Τζιμπουτί δεν υπήρχε διυλιστήριο και αυτό το γνώριζαν οι Άγγλοι. Όμως, οι Άγγλοι δεν είχαν καμμιά δικαιοδοσία να εμποδίσουν τον κατάπλου τού Joanna V στην Μπέιρα, εφ’ όσον ο προορισμός ήταν το Τζιμπουτί και ο εντολέας ήταν νοτιοαφρικανική εταιρεία. Παράλληλα, η παναμέζικη σημαία του πλοίου καθιστούσε ανίσχυρη την απαγόρευση της ελληνικής κυβέρνησης. Έτσι, μετά από έντονο αλλά σύντομο διπλωματικό παιχνίδι, στις 5 Απριλίου 1966 τοJoanna V ρίχνει άγκυρα ένα μίλι αρόδο από το λιμάνι τής Μπέιρα. Το πλοίο έγινε αμέσως παγκόσμιο σύμβολο αμφισβήτησης και πρωτοπορίας για πολλά άλλα τάνκερ.

Στις 10 Απριλίου, η εφημερίδα Sunday Times αποκάλυψε ότι η AG Morisson είχε υπογράψει συμβόλαια με άλλα 27 τάνκερ για παράδοση συνολικά 3,2 εκατομμυρίων βαρελιών, ποσότητα που υπερκάλυπτε τις ετήσιες ανάγκες τής Ροδεσίας.Ας κάνουμε, όμως, την ήδη ενδιαφέρουσα ιστορία μας ακόμη πιο όμορφη. Στις 27 Μαρτίου, στο ιρανικό λιμάνι Μπαντέρ Μασούρ φορτώνει πετρέλαιο το ελληνικών συμφερόντων τάνκερ Charton Venus, όταν από το πουθενά εμφανίζεται η Varnikos Corporation και το αγοράζει κι αυτό, μαζί με το φορτίο του. Όπως και το Joanna V, το πλοίο ανεβάζει εν πλω την παναμέζικη σημαία, αλλάζει το όνομά του σε Manuela (έτσι λεγόταν η σύζυγος του Νίκου Βαρδινογιάννη) και βάζει πλώρη για Μπέιρα. Πριν το πλοίο μπει στον Δίαυλο της Μοζαμβίκης, το σταματάει η αγγλική φρεγάτα Berwick.

Ο καπετάνιος δείχνει τα χαρτιά του, σύμφωνα με τα οποία έχει προορισμό για Ρόττερνταμ μέσω Ντέρμπαν (παραλιακή πόλη τής Νοτίου Αφρικής). Λες και είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο να πάει κανείς από τον Ινδικό στο Ρόττερνταμ όχι μέσω Σουέζ αλλά κάνοντας τον γύρο τής Αφρικής, οι Άγγλοι αφήνουν το πλοίο να περάσει, συνοδεύοντάς το μέχρι ν’ αφήσει πίσω του την Μπέιρα. Μόλις ο καπετάνιος πήρε χαμπάρι ότι απαλλάχτηκε από την αγγλική συνοδεία, έκανε στροφή επί τόπου. Το πρωί της 9ης Απριλίου οι Άγγλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό βλέποντας το Manuela να έχει ρίξει άγκυρα δίπλα στο Joanna V. Τα δυο τάνκερ του Βαρδινογιάννη προκάλεσαν ισχυρό πονοκέφαλο στον βρεττανό πρωθυπουργό Χάρολντ Ουίλσον. Το σπάσιμο του εμπάργκο ήταν η μεγαλύτερη κρίση που αντιμετώπιζε ο Ουίλσον από την ημέρα που εγκαταστάθηκε στην Ντάουνινγκ Στρητ.  

Η ανάγκη των Άγγλων να κάνουν κάτι ήταν άκρως επείγουσα: αφού δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν τα πλοία να φτάσουν στην Μπέιρα, θα έπρεπε να εμποδίσουν το ξεφόρτωμά τους…

Είπαμε πιο πάνω ότι η αγγλική φρεγάτα Plymouth σταμάτησε το Joanna V για έλεγχο. Εκείνο που δεν είπαμε είναι ότι ο Γιώργος Βαρδινογιάννης είχε μπει κι αυτός στο ναυτικό, όπως τ’ αδέλφια του Νίκος και Βαρδής. Κατά την διάρκεια της καρριέρας του, θήτευσε και σε μονάδα του ΝΑΤΟ στην Μάλτα. Εκεί γνωρίστηκε και έκανε παρέα με τον βρεττανό πλοίαρχο Τόμας Έβελυν Φάνσωου.

Κανείς τους δεν μπορούσε τότε να φανταστεί ότι μερικά χρόνια αργότερα θα ξανασυναντιούνταν και, μάλιστα, μεσοπέλαγα: ο Βαρδινογιάννης ως κυβερνήτης τού Joanna V και ο Φάνσωου ως κυβερνήτης του Plymouth

Άνθρακες ο ροδεσιανός θησαυρός

Η βρεττανική φρεγάτα Eagle συνοδεύει το Joanna V προς τα διεθνή ύδατα
Στις 7 Απριλίου 1966, το βρεττανικό υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει από τον ΟΗΕ εξουσιοδότηση να σταματήσει την παράδοση πετρελαίου στην Μπέιρα. Ο βρεττανός αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ, ο λόρδος Κάραντον, ζήτησε επείγουσα σύσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Κι ενώ το αίτημα του Κάραντον αφορούσε εξουσιοδότηση για χρήση στρατιωτικής ισχύος προς αποτροπή κάθε παράδοσης πετρελαίου στην Μπέιρα, οι αφρικανικές χώρες που συμμετείχαν στο Συμβούλιο, ζητούσαν ακόμη αυστηρότερες κυρώσεις.

Μάλιστα δε, οι αφρικανοί κατηγόρησαν τους βρεττανούς ότι δεν πήραν έγκαιρα στρατιωτικά μέτρα για να καταπνίξουν την επανάσταση στην Ροδεσία. Αυτό μπορεί σήμερα να ηχεί παράξενα στ’ αφτιά μας αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή οι περισσότερες υποσαχάριες αφρικανικές χώρες ήσαν αποικίες και, συνεπώς, ήταν λογικό να αντιτίθενται σε κάθε επαναστατική διαδικασία.

Τελικά, στις 9 Απριλίου, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το Ψήφισμα 221, το οποίο χαρακτήριζε την παράδοση πετρελαίου στην Μπέιρα ως «απειλή για την διεθνή ειρήνη» και καλούσε την Μεγάλη Βρεττανία «να εμποδίσει, ακόμη και με χρήση στρατιωτικής ισχύος αν είναι απαραίτητο, την άφιξη στην Μπέιρα πλοίων που δικαιολογημένα εκτιμάται ότι μεταφέρουν πετρέλαιο με προορισμό την Ροδεσία, ενώ παροτρύνει το Ηνωμένο Βασίλειο να συλλάβει και να κρατήσει το τάνκερ Joanna V αμέσως μόλις αναχωρήσει από την Μπέιρα, εφ’ όσον είχε ξεφορτώσει εκεί το πετρέλαιο που μεταφέρει».

Άρθρο της Sydney Morning Herald, 6/4/1966 «Προκλητικό τάνκερ απειλεί τον βρεττανικό αποκλεισμό στο πετρέλαιο της Ροδεσίας»
Το Ψήφισμα 221 αποτέλεσε ορόσημο για τα Ηνωμένα Έθνη, αφού ήταν η πρώτη φορά μετά τον πόλεμο της Κορέας που μια τοπική διαμάχη χαρακτηριζόταν ως «απειλή για την διεθνή ειρήνη», δίνοντας την δυνατότητα στο Συμβούλιο Ασφαλείας να χορηγεί εξουσιοδοτήσεις για χρήση στρατιωτικής ισχύος. Και, βέβαια, είναι η μοναδική φορά στα χρονικά του ΟΗΕ που ψήφισμά του θεωρεί μια απλή παράδοση πετρελαίου ως «απειλή για την παγκόσμια ειρήνη». Πάνω σ’ αυτό το Ψήφισμα έχουν βασιστεί αμέτρητες επεμβάσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ (π.χ. Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Σομαλία κλπ κλπ).

Το αφτί τού Γιώργου Βαρδινογιάννη ίδρωσε τόσο πολύ ώστε το επόμενο πρωί σήκωσε άγκυρες και οδήγησε το Joanna V στην «αποβάθρα 8», λίγα μόλις μέτρα από τον αγωγό, κάνοντας σαφές ότι ήταν έτοιμος να ξεφορτώσει. Στον τόπο έσπευσε ο Έλληνας πρόξενος, ο οποίος ενημέρωσε τον Βαρδινογιάννη ότι οι ελληνικές αρχές είχαν άρει προ πενθημέρου την νομιμοποίηση του πλοίου και, συνεπώς, το Joanna V για την Ελλάδα ήταν πλέον πειρατικό. Τότε ο Βαρδινογιάννης έβαλε έναν ναύτη να σβήσει με μπογιά την λέξη Peiraeus στην πρύμνη του πλοίου και να γράψει Panama. Λίγες ώρες αργότερα, οι αρχές τού Παναμά ειδοποίησαν τον καπετάνιο ότι κι ο Παναμάς με την σειρά του είχε διαγράψει το πλοίο από τα κατάστιχά του.

Ο Βαρδινογιάννης ξανάστειλε τον ναύτη στην πρύμνη, να σβήσει το Panama και να μη γράψει τίποτε, ενώ κατέβασε και την παναμέζικη σημαία, περιμένοντας οδηγία τού αδερφού του σχετικά με το ποια σημαία να σηκώσει. Στο μεταξύ, η ελληνική κοινότητα της Ροδεσίας (οι φήμες που υπήρχαν έντονες στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ότι υπάρχει άφθονο χρυσάφι στις όχθες των ποταμών της τότε Ροδεσίας, έσπρωξε αρκετά νωρίς πολλούς Έλληνες να φτάσουν στην περιοχή) έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Γιώργο Βαρδινογιάννη, εξαίροντας τον ηρωισμό του.

Όπως έγραψε η Daily Mirror, «λιπόσαρκος, σκυθρωπός και ντροπαλός, χαμογέλασε μόλις βγήκε στην στεριά και είπε: Έκανα απλώς το καθήκον μου. Δεν ήταν πολύ δύσκολο». Τελικά, κάτω από την διεθνή πίεση αλλά και την απαγόρευση εκφόρτωσης από τις πορτογαλικές αρχές, ο Ίαν Σμιθ αναγκάστηκε να δηλώσει ότι αφ’ ενός μεν δεν ήθελε να ανακατέψει την Πορτογαλία στην διαμάχη του με τους Άγγλους αφ’ ετέρου δε ότι δεν είχε ανάγκη τον αγωγό τής Μπέιρα. «Τόσα χρόνια πώς τα καταφέρναμε;», τόνισε με νόημα, εννοώντας ότι στα νότια της Μοζαμβίκης και λίγο πιο πέρα από τα σύνορα με την Νότιο Αφρική υπάρχει το Λουρέντσο Μάρκες (σήμερα Μαπούτο).Έτσι, το Joanna V δεν ξεφόρτωσε στην Μπέιρα. Αφού έμεινε ελλιμενισμένο και χωρίς εθνικότητα επί 4 μήνες, στις 18 Αυγούστου ξανασήκωσε την ελληνική σημαία και απέπλευσε συνοδευόμενο από βρεττανικά πλοία με προορισμό τον Πειραιά, όπου έφτασε στις 18 Σεπτεμβρίου με όλο του σχεδόν το φορτίο (επειδή το πλοίο είχε μείνει ασυντήρητο επί τόσους μήνες, οι βρεττανοί επέτρεψαν την μεταφόρτωση 16.000 τόννων σε άλλο τάνκερ, για λόγους ασφαλείας).

Τελικά… άνθρακες ο θησαυρός.

Η υπόθεση Ροδεσία είχε καταλήξει σε φιάσκο για τους Βαρδινογιάννηδες.

Ο βρεττανός πρωθυπουργός Χάρολντ Ουίλσον είχε κάθε δικαίωμα να αισθάνεται ικανοποιημένος. Για την ιστορία, ας προσθέσουμε ότι το εμπάργκο στην Ροδεσία κράτησε τυπικά ως την 25η Ιουνίου 1973, ημέρα ανεξαρτησίας τής Μοζαμβίκης και ουσιαστικά ως το 1975. Στην διάρκεια αυτού του δεκαετούς αποκλεισμού, στις βρεττανικές περιπολίες έλαβαν μέρος 76 πλοία και 24.000 άνδρες, κάτι που εκτιμάται πως κόστισε στο Ηνωμένο Βασίλειο κάπου εκατό εκατομμύρια στερλίνες. Οι τελευταίες κυρώσεις κατά της Ροδεσίας θα αίρονταν λίγες μέρες πριν εκπνεύσει το 1979 και τον επόμενο χρόνο η χώρα θα αποκτούσε την ανεξαρτησία της με το όνομα Ζιμπάμπουε. Θα περίμενε κανείς ότι η αποτυχία τού φιλόδοξου σχεδίου με την Ροδεσία, για χάρη του οποίου είχε κάνει τόσα και τόσα έξοδα, θα γονάτιζε τον Νίκο Βαρδινογιάννη.

Πολύ περισσότερο δε που, λίγους μήνες αργότερα, θα επιβαλλόταν στον τόπο μια στρατιωτική δικτατορία, η οποία θα υποχρέωνε τον αδελφό του τον Παύλο να αυτοεξοριστεί και θα εκτόπιζε στην Αμοργό τον άλλον αδελφό του, τον Βαρδή .Όμως, όλα τούτα δεν προξένησαν στην οικογένεια ενόχληση μεγαλύτερη από εκείνη μιας παρονυχίδας. Με καλύτερο πελάτη της τα στρατιωτικά πλοία των ΗΠΑ που περνούσαν από την Μεσόγειο, οι δουλειές τής ΣΕΚΑ πήγαιναν πρίμα (άλλωστε, κάποιοι λένε πως κυρίως γι’ αυτά τα πλοία φτιάχτηκε ο σταθμός στο Μικρονήσι). Τόσο πρίμα ώστε σε λίγα χρόνια, την εποχή της χούντας, οι Βαρδινογιάννηδες θα αποκτούσαν δικό τους διυλιστήριο…

Η απόκτηση του διυλιστήριου
 
Η χαμογελαστή Νάνα Μούσχουρη συνομιλεί με τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο. Δίπλα της, σε πρώτο πλάνο, ο πρώην αυτοεξόριστος Παύλος Βαρδινογιάννης κάνει τις συστάσεις.
Μόλις επιβλήθηκε η δικτατορία των συνταγματαρχών, οι μεγάλοι κεφαλαιοκράτες χύμηξαν στην περιουσία τού ελληνικού λαού. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χούντα απηύθυνε ανοιχτή πρόσκληση στους Αμερικανούς επενδυτές, μέσα από τις σελίδες των Τάιμς της Νέας Υόρκης, προσφέροντας: απαλλαγή τόσο της εταιρείας όσο και του αλλοδαπού προσωπικού της από κάθε φόρο ή δασμό, εισαγωγή παντός είδους (από οικοσκευή μέχρι αυτοκίνητο) ατελώς, ελεύθερη εξαγωγή συναλλάγματος, πλήρη φορολογική ασυλία (τα λογιστικά βιβλία όλων των ξένων εταιρειών δεν ελέγχθηκαν ποτέ!) κλπ.

Για να θεσμοθετήσει όλα αυτά τα προνόμια, η χούντα δεν δίστασε να τα κατοχυρώσει και συνταγματικά (άρθρο 23 του χουντικού «συντάγματος»). Η νόμιμη ληστεία του ξένου κεφαλαίου εις βάρος του εθνικού μας πλούτου ήταν τόσο μεγάλη ώστε αρκούσε μια πενταετία για να επιτευχθεί πλήρης επιστροφή του επενδεδυμένου κεφαλαίου (με απλά λόγια, τα κέρδη μιας πενταετίας ισούνταν με το κεφάλαιο της επένδυσης)!!

Εκείνη την εποχή, η χώρα διέθετε δυο κρατικά διυλιστήρια.
 
Γεώργιος Παπαδόπουλος – Τομ Πάππας
Εκείνο της Θεσσαλονίκης το είχε καπαρώσει από νωρίς ο Τομ Πάππας. Στην ποδιά τού δεύτερου άρχισαν να σφάζονται πλούσια παλληκάρια: Ωνάσης, Νιάρχος, Λάτσης, Ανδρεάδης, Βαρδινογιάννης. Ο Ωνάσης, εκμεταλλευόμενος τις άριστες σχέσεις του με τον Παπαδόπουλο (ο δικτάτορας έμενε σε βίλλα στο Λαγονήσι, που του την είχε παραχωρήσει δωρεάν ο Ωνάσης), υπέβαλε προσφορά για το δεύτερο διυλιστήριο, ύψους 400 εκατ. δολλαρίων.

Ο Μακαρέζος πήρε την προσφορά και την έκανε βούκινο στα πέρατα της οικουμένης, ως την μεγαλύτερη οικονομική επιτυχία της Ελλάδας κατά την τελευταία δεκαετία. Όμως, ο σύγγαμβρος (μπατζανάκης) του Αριστοτέλη, ο Νιάρχος, αντέδρασε αμέσως και αντιπρότεινε 500 εκατ. δολλάρια, αιφνιδιάζοντας την χούντα.Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Νιάρχος έκανε και ρελάνς: προσφέρθηκε να προμηθεύει με πετρέλαιο την χώρα χρεώνοντας μεταφορικά 11,8 δολλάρια τον τόννο, την ώρα που ο Ωνάσης ζητούσε 14 δολλάρια. Αυτή η «μικροδιαφορά» σήμαινε για το δημόσιο 150 εκατ. δολλάρια σε μια δεκαετία.

Συν η διαφορά των 100 της προσφοράς, ο Νιάρχος έδινε 250 εκατ. δολλάρια παραπάνω. Οι συνταγματάρχες βρέθηκαν προ αδιεξόδου. Η προσφορά του Νιάρχου ήταν εντυπωσιακά καλύτερη αλλά ο Παπαδόπουλος υποστήριζε αναφανδόν τον Ωνάση. Από την άλλη, όμως, τόσο ο Μακαρέζος όσο και μερικοί υπουργοί προτιμούσαν τον Νιάρχο. Τότε, ο Ωνάσης κατήγγειλε στον Παπαδόπουλο ότι ο Ορλάνδος (τότε αναπληρωτής υπουργός συντονισμού) του ζήτησε ανταλλάγματα ώστε να πάει με το μέρος του.

Ο Παπαδόπουλος κάλεσε αμέσως τον Ορλάνδο στο γραφείο του και, παρουσία του Ωνάση, τον ρώτησε αν αληθεύει η καταγγελία.

«Ναι», απάντησε ο υπουργός, «ο κύριος Ωνάσης μου προσέφερε ένα σημαντικό ποσό». «Και γιατί δεν μου το είπες;» ρώτησε ο δικτάτορας, για να εισπράξει την απάντηση: «Μα, δεν ήθελα να εκθέσω τον κύριο Ωνάση». «Ρε συ», παρενέβη ο Ωνάσης, «εγώ είμαι επιχειρηματίας και χρησιμοποιώ όλα τα μέσα για να κάνω την δουλειά μου. Εσύ όμως είσαι υπουργός. Γιατί δέχτηκες να συζητήσεις πόσα θα πάρεις;» (ο διάλογος μεταφέρεται αυτολεξεί από το βιβλίο τού Γιάννη Κάτρη «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα»).

Τελικά, τόσο ο Ορλάνδος όσο και ο υφυπουργός συντονισμού Ευλάμπιος παραιτήθηκαν αλλά η κατάσταση παρέμενε περίπλοκη αφού η χούντα προτιμούσε τον Ωνάση αλλά ο Νιάρχος διέθετε πλήρη βρεττανική υποστήριξη. Ο Παπαδόπουλος, φοβούμενος αποκαλύψεις εκ μέρους του Νιάρχου, δίσταζε να κλείσει την δουλειά και στις 20 Μαΐου 1969 προκήρυξε διεθνή διαγωνισμό. Μη ξέροντας ποιανού την καρδιά να φτιάξει και ποιανού να χαλάσει, η χούντα κήρυξε τον διαγωνισμό ατελέσφορο. Η λύση βρέθηκε στις 7 Μαρτίου 1970: η χούντα θα παραχωρούσε στον Νιάρχο το 70% τού δεύτερου διυλιστηρίου και ο Νιάρχος θα επένδυε 200 εκατ. δολλάρια ενώ για τον Ωνάση θα εγκρινόταν άδεια να επενδύσει 600 εκατ. δολλάρια φτιάχνοντας τρίτο διυλιστήριο.

Έτσι, έμειναν όλοι ευχαριστημένοι. Κυρίως, όμως, έμειναν ευχαριστημένα τα στελέχη της χούντας, αφού πήραν τα «δωράκια» τους (την ημέρα που υπογραφόταν η σύμβαση με τον Ωνάση, σε τράπεζα της Γενεύης κατατέθηκαν σε λογαριασμό του Παπαδόπουλου 4 εκατ. δολλάρια). Δυστυχώς, έμειναν δυσαρεστημένοι ο Ανδρεάδης, ο Λάτσης και οι Βαρδινογιάννηδες. Περί τα τέλη του 1971, οι διεθνείς συγκυρίες έχουν εκτινάξει το κόστος μεταφοράς τού πετρελαίου στα ύψη και ο Ωνάσης διαβλέπει ότι δεν μπορεί να έχει τα κέρδη που είχε υπολογίσει. Έτσι, ζητάει να παραιτηθεί από την σύμβαση. Ο Παπαδόπουλος του κάνει αμέσως το χατήρι, επιστρέφοντάς του μάλιστα (εντελώς παράνομα) την εγγυητική επιστολή ύψους 7 εκατ. δολλαρίων, η οποία έπρεπε να καταπέσει υπέρ του ελληνικού δημοσίου.

Έτσι, ο δικτάτορας μπορεί πλέον να ικανοποιήσει και τους μέχρι τώρα δυσαρεστημένους: ο Λάτσης με τους Βαρδινογιάννηδες θα μοιράζονταν την άδεια για το τρίτο διυλιστήριο (φτιάχνοντας ο καθένας το δικό του) και ο Ανδρεάδης θα έπαιρνε μια τέταρτη άδεια για να μη μείνει παραπονεμένος.

Πρόκειται για απορία που την έχουμε διατυπώσει κατ’ επανάληψη αλλά θα την ξαναδιατυπώσουμε επειδή είναι μια απορία που επανέρχεται διαρκώς: πώς γίνεται και δείχνει τέτοια εύνοια η χούντα σε μια οικογένεια που ένα μέλος της αυτοεξορίστηκε στις 21 Απριλίου 1967 για να γλιτώσει τις διώξεις κι ένα άλλο εκτοπίστηκε επειδή μπλέχτηκε με το Κίνημα του Ναυτικού; Άλλοι, για πολύ μικρότερα «εγκλήματα» (π.χ. κατείχαν δίσκους του Μίκη ή πιάνονταν να διαβάζουν βιβλίο τού Χένρυ Μίλλερ)(*) δεν μπορούσαν να γίνουν ούτε σκουπιδιάρηδες…

Και κάπως έτσι, κάπου στις βόρειες ακτές τού Σαρωνικού, με τις ευλογίες και, κυρίως, με τα δάνεια της χούντας, ο Νίκος Βαρδινογιάννης έβαλε τα θεμέλια των Διυλιστηρίων Κορίνθου. Έχοντας ήδη στα σκαριά την ίδρυση της Μότορ Όιλ (φυσικά, πάλι με δάνεια της χούντας), οι Βαρδινογιάννηδες θα γίνονταν πλέον -και παραμένουν ως και σήμερα- οι εγχώριοι κυρίαρχοι στο πετρελαιικό παιχνίδι. Ήταν η τελευταία μεγάλη δουλειά που επρόκειτο να κάνει ο Νίκος, αφού το 1973 θα εγκατέλειπε αυτόν τον μάταιο κόσμο σε ηλικία μόλις 42 ετών. Στο τιμόνι θα τον διαδεχόταν ο εκτοπισμένος τής Αμοργού, ο αδελφός του Βαρδής.

(*) Στις 8 Μαρτίου 1970, κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, πολτοποιήθηκαν 600 από τα 1000 εκδοθέντα αντίτυπα (όσα, δηλαδή, βρέθηκαν απούλητα) του βιβλίου του Χένρυ Μίλλερ «Τροπικός του Αιγόκερω». Όπως είπε ο εισαγγελέας, «ο Μίλλερ μπορεί να είναι μεγάλος συγγραφέας για πέρα από τον Ατλαντικό, εδώ όμως υπάρχει ο αιώνιος βράχος που φωτίζει τον δυτικό πολιτισμό».


αναδημοσίευση από lefterianews.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου