Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

ΑΠ΄ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΟΥ ΔΣΕ ΣΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΙΑ

«(...) κάτι σαν μνημόσυνο σε αυτούς που υπέφεραν και χάθηκαν αγωνιζόμενοι με πολλούς και διάφορους τρόπους για ό,τι καλύτερο για το λαό μας», προσδιορίζει το αφήγημά της με τον τίτλο «Και τώρα πού να πάω;» (εκδόσεις «BalkanXpress») η αγωνίστρια του ΔΣΕ Ελένη Μακρυνιώτη - Τραγγανίδα.

Για τη νέα γενιά όμως, τόσο αυτό το βιβλίο, όσο και άλλα που περιέχουν προσωπικές μαρτυρίες αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, αποτελούν κάτι πολύ περισσότερο από τη θεμιτή ανάγκη των βετεράνων μας να αποτίσουν φόρο τιμής στους συντρόφους τους και στην πραγματική, νεότερη Ιστορία του λαού μας. Οχι μόνο γιατί η ανάγκη «μετάγγισης» αυτής της Ιστορίας στις νέες γενιές είναι διαχρονική ως προς τη χρησιμότητά της για το λαϊκό κίνημα, αλλά και γιατί, ειδικά στην εποχή μας, η απόπειρα διαστρέβλωσης και κατασυκοφάντησής της από τους αστούς, έχει λάβει χαρακτηριστικά αντικομμουνιστικής «λαίλαπας» σε όλα τα επίπεδα.

Το αφήγημα αποτελεί τη συνέχεια του πρώτου βιβλίου της με τίτλο «Μυρτιά του Βουνού», στο οποίο αποτυπώθηκαν οι αναμνήσεις από τη συμμετοχή της στην εποποιία του ΔΣΕ, μέσα από τα τμήματα του Αρχηγείου Παρνασσίδας με αρχηγό τον θρυλικό Διαμαντή.

Η «κλωστή» πιάνεται από την αποφυλάκιση, λόγω ηλικίας, της αγωνίστριας από τις φυλακές Αβέρωφ και την «έξοδο» ενός κοριτσόπουλου από τα χωριά της Ρούμελης, στην Αθήνα του 1949. Αυτό είναι και το στοιχείο, που καθιστά το αφήγημα αντικείμενο ευρύτερου ενδιαφέροντος για το σημερινό αναγνώστη. Γιατί, μέσα από τις σελίδες του, «μεταφερόμαστε» στην προσφυγομάνα και πόλη - ήρωα, την Κοκκινιά, όπου βρίσκει απάγκιο, αλληλεγγύη και προστασία, φτάνοντας «μ' ένα αποφυλακιστήριο στην τσέπη και με σφιγμένη από φόβο την καρδιά...». Και όπου, πολύ σύντομα, καταλαβαίνει «πως η Κοκκινιά ήταν η "κλώσα" των κατατρεγμένων και των αγωνιστών (...) που άπλωσε τα φτερά της και σκέπασε κάθε κατατρεγμένο και ξεριζωμένο (...)».

«Βλέπουμε» τον αγώνα στην παρανομία, τον αγώνα για την επιβίωση, με όλο τον κατασταλτικό μηχανισμό του μετεμφυλιακού καθεστώτος να έχει πέσει πάνω στους αγωνιστές. Μια «καθημερινότητα» που τελικά λαμβάνει χαρακτηριστικά μιας ακόμη «εποποιίας», από την οποία ουσιαστικά ξεπήδησαν οι μεγαλειώδεις στιγμές του λαϊκού κινήματος των δεκαετιών που ακολούθησαν.
Βιβλία όπως αυτό δεν συνιστούν ιστορία με τα τυπικά κριτήρια. Σίγουρα, όμως, ο επιστήμονας ιστορικός που ετεροκαθορίζεται από τις σημερινές και μελλοντικές ανάγκες του αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, τα χρειάζεται. Όπως σίγουρα τα χρειάζονται οι νέες γενιές αγωνιστών.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου