Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ (Β΄ ΜΕΡΟΣ)

Του Τηλέμαχου Λουγγή *


Συνέχεια από το Α΄ ΜΕΡΟΣ



ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΟ ΠΡΩΙΜΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ (ΤΕΛΗ 4ου ΑΙΩΝΑ - 602)
Στις 8 Σεπτέμβρη του 324, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος θεμελίωνε τη νέα πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας στην αρχαία αποικία των Μεγαρέων με το όνομα Βυζάντιο. Τα εγκαίνια της νέας αυτής πόλης, η οποία μετονομάζεται σε Κωνσταντινούπολη, έγιναν στις 11 Μάη του 330. Αυτή η ημερομηνία λογίζεται συνήθως ως αφετηρία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (ή Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας), η οποία διαδεχόταν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα ανατολικά εδάφη της τελευταίας. Ωστόσο, η οριστική διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε δυτική και ανατολική (Βυζάντιο) επήλθε μόλις το 395 από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄.

Η ΑΡΧΟΥΣΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Η πρώτη περίοδος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία εκτείνεται από τα τέλη του 4ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα, χαρακτηρίζεται από την αργή κατάρρευση του αρχαίου δουλοκτητικού συστήματος. Η πολυπλοκότητα της βυζαντινής κοινωνίας κατά την πρώιμη αυτή εποχή συνίσταται, πρώτα απ’ όλα, στο ότι μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της άρχουσας τάξης της Αυτοκρατορίας. Αυτό συμβαίνει παράλληλα με τη μακρόχρονη και γεμάτη αναστολές προσχώρησή της στο Χριστιανισμό, που είχε ήδη επικρατήσει στην πλειοψηφία του φτωχού πληθυσμού ως θρησκεία των καταπιεζόμενων μαζών{1}.

Το κύριο σώμα αυτής της άρχουσας τάξης, που προερχόταν από το δουλοκτητικό κοινωνικό σύστημα, αποτελούσε η παραδοσιακή υστερορωμαϊκή συγκλητική αριστοκρατία{2} στην οποία ενσωματώνονταν όλο και περισσότερο τα ανώτερα, πλουσιότερα στρώματα των βουλευτών των παρακμάζοντων επαρχιακών πόλεων{3}. Οι αρχαίες πόλεις άλλωστε όφειλαν την όποια ακμή και μακροημέρευσή τους στο σύστημα της δουλοκτησίας, με συνέπεια να παρακμάσουν μαζί με αυτό. Η ανάπτυξη του θεσμού του colonatus{4} –ο οποίος αποτελούσε μια πρώιμη μορφή δουλοπάροικων σχέσεων– αφορούσε άλλωστε αποκλειστικά την ύπαιθρο, η οποία αναπτυσσόταν μαζί με αυτόν.

Ως τάξη, η παραδοσιακή συγκλητική αριστοκρατία δεν είχε το παραμικρό συμφέρον να προσχωρήσει στο Χριστιανισμό, παρά το γεγονός ότι η νέα θρησκεία απογυμνωνόταν όλο και περισσότερο από το κοινωνικό της περιεχόμενο και ότι στις γραμμές της συγκλητικής αριστοκρατίας προσχωρούσαν όλο και περισσότερο και οι επίσκοποι, δηλαδή η ηγεσία του χριστιανικού κλήρου από την εποχή του Κωνσταντίνου Α΄.

Εξετάζοντας την πορεία της πρωτοβυζαντινής άρχουσας τάξης μέσα στο χρόνο, διατυπώθηκε η αρχή της ανάπτυξης όλο και μεγαλύτερης ομοιογένειας ανάμεσα στους ανώτατους υπαλλήλους της Αυτοκρατορίας (honorati), στους συγκλητικούς (senatores) και στους ιδιώτες - μεγάλους γαιοκτήμονες (potentes). Η συνένωση των τριών αυτών κοινωνικών κατηγοριών αποτέλεσε τον πυρήνα της πρωτοβυζαντινής αριστοκρατίας{5}. Από αυτό το συμπέρασμα απορρέει και μια δεύτερη αρχή, σύμφωνα με την οποία η υστερορωμαϊκή (=πρωτοβυζαντινή) άρχουσα τάξη είχε τη μόνιμη τάση να μεταβληθεί σε μια τάξη γαιοκτημόνων της υπαίθρου{6}. Μιλώντας, π.χ., για τη συγκλητική αριστοκρατία της Ρώμης κατά τον 6ο αιώνα, ο βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος αναφέρει ως χαρακτηριστικά της 1) μέγιστον κτμα ν τ οσία{7} και 2) μέγα τι χρμα{8}


Από την άλλη μεριά, αναπτύσσεται όλο και περισσότερο η ταξική διαστρωμάτωση ανάμεσα στους ελεύθερους ανθρώπους. Το γεγονός ότι η πρωτοβυζαντινή κοινωνία χωρίζεται σαφέστατα τώρα σε κοινωνικές τάξεις φαίνεται ανάγλυφα από τη νομοθεσία του Ιουστινιανού Α΄, όπου αναφέρεται ρητά: πς ον ν οαδήποτε τάξει του βίου... κλπ.{9} Έτσι, προκύπτει ότι η μοναδική κοινωνική διάκριση που έκανε η κλασική αρχαιότητα ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους ανήκει πια οριστικά στο παρελθόν και ανοίγει μια νέα περίοδος, όπου η πλειοψηφία των ανθρώπων είναι θεωρητικά ελεύθεροι και χωρίζονται σε τάξεις το βίου, εκτός βέβαια από τους δούλους, ο αριθμός των οποίων όλο και μειώνεται, με συνέπεια να μην αποτελούν πια τη βασική παραγωγική δύναμη της κοινωνίας.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΜΑΖΙΚΕΣ ΛΑΪΚΕΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η συνέχιση της ταξικής κυριαρχίας των μεγαλογαιοκτημόνων επί του λαού –έστω και με αντικατάσταση της εργασίας των δούλων στη γη από αυτή των κολόνων– ακόμα και μετά από την επικράτηση του Χριστιανισμού και η διάψευση των προσδοκιών του λαού για ουσιώδη βελτίωση των βιοτικών συνθηκών του (η βαθμιαία ερείπωση και πτώση των αρχαίων πόλεων αυξάνει τον αριθμό των περιπλανώμενων ακτημόνων) οδηγεί τη λαϊκή αγανάκτηση και απογοήτευση σε ιδιόμορφες αντιστάσεις. Η λογική αυτών των αντιστάσεων φαινόταν καθαρή: Αφού δικαιοσύνη στην κοινωνία δεν είχε επέλθει ακόμα και μετά από την επικράτηση του Χριστιανισμού, οι ευσεβείς έπρεπε να την επιζητήσουν είτε μακριά από την κοινωνία (αναχωρητισμός) είτε διορθώνοντας τον επίσημο Χριστιανισμό, όπως αυτός είχε υιοθετηθεί από το επίσημο κράτος και τους επισκόπους. Ως αρχικά κινήματα διαμαρτυρίας ενάντια στη διαιώνιση της κοινωνικής αδικίας, στην πρώτη περίπτωση προέκυψε ο μοναχισμός (οι απαρχές του οποίου δεν έχουν εξακριβωθεί ακόμα από την επιστήμη{10}), στη δεύτερη, οι αιρέσεις{11}.

Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα, η πρωτοβυζαντινή άρχουσα τάξη και το κράτος της δεν έμειναν αδρανείς, αλλά πήραν άμεσα πρωτοβουλία. Όσον αφορά το μοναχισμό, τον έκαναν αποδεκτό και τον ενσωμάτωσαν ιδρύοντας μοναστήρια μέσα στις μεγάλες πόλεις (Αντιόχεια, Θεσσαλονίκη, Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη), όπου η επιρροή της άρχουσας τάξης και των επισκόπων ήταν μεγάλη. Τα μοναστήρια αυτά ήταν κατά κανόνα ορθόδοξα –δηλαδή πιστά στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων που ορίζουν οι επίσκοποι– και εχθρεύονταν τις αιρέσεις. Παράλληλα, η άρχουσα τάξη θα υπαγάγει τα μοναστήρια και τους μοναχούς στην απόλυτη δικαιοδοσία των κατά τόπους επισκόπων (το έτος 451){12}.

Όσον αφορά, τώρα, την περίπτωση των αιρέσεων, η καθεστηκυία τάξη αξιοποιεί στο έπακρο το «όπλο» των Οικουμενικών Συνόδων. Οποτεδήποτε νιώθει να απειλείται ή να κλονίζεται είτε από τους ανυπότακτους μοναχούς είτε από τα μεγάλα πλήθη των αιρετικών –κυρίως στις απέραντες ανατολικές επαρχίες όπου δεσπόζουν οι μεγάλες ιδιοκτησίες της γης– συγκαλεί Οικουμενικές Συνόδους. Με αυτόν τον τρόπο οριοθετεί κάθε φορά την ορθοδοξία όπως επιθυμεί και στη συνέχεια την επιβάλλει βίαια στους αιρετικούς, οι οποίοι πατάσσονται ακόμα και με τη χρήση των όπλων, με μαζικές αιματοχυσίες και εκτελέσεις. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα μετά από τη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα το 451{13}, οπότε αρχίζει και η βαθμιαία μεταστροφή τής έως τότε κατά μεγάλο ποσοστό ειδωλολατρικής{14} άρχουσας τάξης, όχι πια προς τον αρχέγονο Χριστιανισμό της κοινωνικής ισότητας, αλλά προς την ορθοδοξία των τεσσάρων πρώτων Οικουμενικών Συνόδων{15}.

Οι μαζικές λαϊκές διεκδικήσεις απέναντι στην όλο και πιο πολωμένη κοινωνική πραγματικότητα αρχίζουν ήδη να αποκτούν μια θρησκευτική πρόσοψη. Οι μοναχοί αποτελούν πράγματι την εμπροσθοφυλακή του λαού, όσο καιρό ακόμα η μεγάλη πλειοψηφία της άρχουσας τάξης είναι ανοιχτά ειδωλολατρική (σχηματικά, σε ολόκληρη τη διάρκεια του 4ου αιώνα και μέχρι το έτος 451 που έλαβε χώρα η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος) και γι’ αυτό η κύρια προσπάθεια της άρχουσας τάξης συνίσταται στο να προσπαθεί να τους υποτάξει. Οι μοναχοί με τις εισβολές τους στους (πάμπλουτους μέχρι τότε) ειδωλολατρικούς ναούς και με τις διάφορες βιαιοπραγίες τους προκαλούν τις διαμαρτυρίες, πρώτα του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη (361-363) και ύστερα του ρήτορα Λιβάνιου{16} προς τα τέλη του 4ου αιώνα. Σύμφωνα με εκκλησιαστικές πηγές που, βεβαίως, είναι αντίθετες προς τις λαϊκές ταραχές, λεξανδρέων δμος πλέον τν λλων δήμων χαίρει τας στάσεσιν{17}.

Η Αλεξάνδρεια, άλλωστε, είναι ακόμα την εποχή αυτή η πιο πολυπληθής και πυκνοκατοικημένη πόλη της αυτοκρατορίας. Το έτος 415, 500 περίπου μοναχοί της Αιγύπτου λιθοβολούν τον έπαρχο Ορέστη με πρόσχημα την ειδωλολατρία του{18}, ενώ « τς κκλησίας λας», σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή{19}, θα κατακρεουργήσει ένα επιφανές μέλος της ειδωλολατρικής άρχουσας τάξης, την (πανέμορφη και πάμπλουτη) φιλόσοφο Υπατία. Έναν αιώνα αργότερα, ο πολύς Προκόπιος θα μας πληροφορήσει ότι ο πληθυσμός της Αλεξάνδρειας αποτελείται από πτωχούς{20}, ενώ ο αυτοκράτοράς του Ιουστινιανός Α΄ (527-565) που το έτος 539 εκδίδει τη μακροσκελή Νεαρά{21} του για την Αίγυπτο, τονίζει ότι πρέπει μηδν ταραχδες γίνεσθαι κατ τν δμον{22}. Έτσι, ο αυτοκράτορας στρατιωτικοποιεί τη ζωή στις επαρχίες της Αιγύπτου, ενώ επανέρχεται στις δημοτικας στάσεσι τν λεξανδρέων{23} στους δημοσίους θορύβους κατ τν λεξανδρέων{24} και στους τν λεξανδρέων στασιώδεις{25} ενώ, σε μια άλλη Νεαρά του (αρ. 7), ο αυτοκράτορας θα καταλογίσει στους Αλεξανδρείς και τους Αιγύπτιους γενικά δεινν πλημμέλημα{26}. Η επόμενη αυτοκρατορική Νεαρά του είναι ακόμα πιο αποκαλυπτική ως προς τη γενική πορεία της κοινωνικής κατάστασης: Πολλή αδικία τσάκισε τους υπηκόους μας, λέει, φτάνοντάς τους έως την πενία, έως και σε τέλεια απορία{27}. Στη στροφή από τον 5ο στον 6ο αιώνα ο δμοι λεξανδρείας τς μεγάλης στασίασαν και πάλι{28}.

Τόσο η επίσημη αυτοκρατορική διαπίστωση για τη γενική φτώχεια των υπηκόων, όσο και οι απειλούμενες εξεγέρσεις στην πολυάνθρωπη Αλεξάνδρεια –όπου συρρέουν εξαθλιωμένοι πληθυσμοί από τις μικρές και μεσαίες αρχαίες πόλεις που παρακμάζουν και ερειπώνονται– και στην επίσης πολυάνθρωπη Αντιόχεια της Συρίας, όπου ο λαϊκότερος δήμος{29} των Πρασίνων (ο δήμος των Βένετων θεωρείται ολιγαρχικότερος) πήρχετο δημοκρατον τος ρχουσιν{30}, υπογραμμίζουν το ότι η λαϊκή δυσαρέσκεια έχει την τάση να εκδηλώνεται στις μεγάλες πόλεις που είναι, βέβαια, λίγες (Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Θεσσαλονίκη και, φυσικά, η νέα πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη που αναπτύσσεται συνεχώς). Επί της βασιλείας του Αναστάσιου (491-518), στην Αντιόχεια Πρασίνοις κα Βενέτοις πανταχ πήρχετο στασιάζουσιν{31} και δεν είναι σπάνιες οι ταραχές σε αθλητικούς αγώνες, όπου συγκεντρώνεται πολύς λαός{32}. Οι αυτοκρατορικές κρατικές αρχές αντιδρούν με κδίκησιν κα φόβον ν τ πόλει{33}.

Αν, όμως, ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης αυξάνεται σταθερά (σε βαθμό που οι σύγχρονοι ιστορικοί να παρομοιάζουν την τότε ανάπτυξή της με την ανάπτυξη στη Νέα Υόρκη στα χρόνια 1880-1927), η αυτοκρατορική νομοθεσία έχει τη δική της εκτίμηση: α μν παρχίαι τν αυτν οκητόρων γυμνονται, μεγάλη δ ατη πόλις μν διενοχλεται πλήθουσα διαφόρων ανθρώπων, κα μλιστα γεωργν, τς τε οκείας πόλεις κα τν γεωργίαν πολιμπανόντων, θα διακηρύξει η Νεαρά αρ. 80{34}, ταυτόχρονα με τις Νεαρές που αφορούν την Αίγυπτο και την αστυνόμευσή της.
Με λίγα λόγια, οι φτωχοί επαρχιακοί πληθυσμοί που συρρέουν στην πρωτεύουσα είναι ανεπιθύμητοι από το κράτος. «Ο πολύς κόσμος που έρχεται για ποικίλους λόγους στην Κωνσταντινούπολη δεν έχει συνήθως χρήματα για να στεγαστεί», λέει ο πανηγυριστής των κτισμάτων του Ιουστινιανού Προκόπιος{35}, ενώ, αντίθετα, οι πλούσιοι χτίζουν αληθινά ανάκτορα όχι από ανάγκη, λλ’ ς βριν κα τρυφν ρον οκ χουσαν, κα σα λλα πλούτου ξουσία ς τος νθρώπους οσα ποιε{36}. Πρόκειται, φυσικά, για έναν ιστορικό που εμπνέεται από τη δουλοκτητική αρχαιότητα, η ψυχρή όμως θεώρηση του οποίου τον οδηγούσε σε κάποιες κρίσεις πολύ κοντά στην πραγματικότητα.

Γενικά, η κοινωνική κατάσταση στην πρωτεύουσα απέχει πολύ από το να αντιστοιχεί σε μια εδαίμονα πόλιν καθ’ μς, όπως διατείνονται οι επίσημες πηγές{37}, κάποιες από τις οποίες μιλούν ανοιχτά και για bellum ple-beium inter Byzantios (πληβειακό/λαϊκό πόλεμο ανάμεσα στους Κωνσταντινουπολίτες){38} για το έτος 491, ενώ για το έτος 507 γίνεται λόγος καθαρά για λαϊκή εξέγερση (seditio popularis){39} ή για δημοτικ πανάστασιν{40} που, βεβαίως, καταπνίγεται από το στρατό. Όπως αναφέρει σχετικά και η δημώδης Χρονογραφία του Ιωάννη Μαλάλα{41}, κα πλήθους πείρου φονευθέντος, εταξία γένετο μεγάλη κα φόβος οκ λίγος ν Κωνσταντινουπόλει κα ν κάστ πόλει τς Ρωμανίας{42}.

Πέρα από συμβατικές εκφράσεις που συνοδεύουν την επιβολή του νόμου και της τάξης πάνω στο λαϊκό κίνημα (π.χ., πολλν δ συσχεθέντων κα τιμωρηθέντων γένετο συχία{43}), ο όρος που χρησιμοποιούν τα περισσότερα κείμενα για να δηλώσουν την αιματηρή, κατά κανόνα, κατάπνιξη μιας λαϊκής εξέγερσης είναι κατάστασις (το αντίθετο του στάσις=ανταρσία) {44}. Αναλαμβάνοντας για πρώτη φορά την εξουσία το έτος 527, ο Ιουστινιανός ες πσαν πόλιν της Ρωμαϊκς πολιτείας ποιήσας μεγάλην κατάστασιν φόβον ενδειξάμενος ες πάσας τς παρχίας{45}. Ως αποτέλεσμα της ιουστινιάνειας κρατικής τρομοκρατίας στην Αντιόχεια (και αλλού, όπως φαίνεται), πρς λίγον καιρν γένοντο ν φιλί ο δμοι{46}.

Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΑ
Αυτό που προκύπτει πεντακάθαρα από την όλο και εντονότερη πτώση, ερείπωση και ερήμωση των αρχαίων μικρών και μεσαίων πόλεων είναι ότι η λαϊκή ένδεια και η συνεπακόλουθη αγανάκτηση των λαϊκών μαζών συγκεντρώνεται στις λίγες μεγάλες πόλεις που απομένουν όρθιες στην Αυτοκρατορία του 6ου αιώνα. Το δικαίωμα του λαού να συναθροίζεται και να εκφράζει τη γνώμη του είχε παραχωρηθεί από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Α΄ με ένα διάταγμα του έτους 331{47} και, από τότε, οι Αρχές συνήθιζαν να το σέβονται, στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης τουλάχιστον έτσι, ώστε να θεωρηθεί από τη σύγχρονη έρευνα{48} ότι το διάταγμα αυτό του Κωνσταντίνου αποτελούσε αναγνώριση των συνταγματικών δικαιωμάτων των λαϊκών μαζών και ότι αυτό το τελευταίο βρίσκει ανταπόκριση στη βυζαντινή κοινωνική συνείδηση της εποχής. Πριν συνεχίσουμε, αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι δεν μπορούμε παρά να σταθούμε κριτικά απέναντι στην ανιστόρητη και λανθασμένη μεθοδολογικά ταύτιση του όποιου δικαιώματος έκφρασης γνώμης στην περίοδο του πρώιμου Βυζαντίου με τα σύγχρονα αστικά συνταγματικά δικαιώματα.

Γενικά όμως, ο ιστορικός Προκόπιος επιχειρώντας να εξιστορήσει από την αρχή τα γεγονότα της Στάσης του Νίκα το έτος 532, αρχίζει με τη διαπίστωση ότι η εξέγερση αυτή του λαού ( στάσις τ δήμ) αιφνιδίασε τους πάντες και κατέληξε να γίνει η πιο τρομερή απ’ όλες τις εξεγέρσεις και είχε κακό τέλος και για το λαό και για τη σύγκλητο (τ τε δήμ κα τ βουλ){49}. Μέσω αυτής της διατύπωσης, ο Προκόπιος αναγνωρίζει στις δυο αυτές κοινωνικές ομάδες που κατονομάζει ως τις κύριες δυνάμεις της κοινωνίας, όπως ακριβώς συνέβαινε και στην Αρχαιότητα (δοξε τ βουλ κα τ δήμ).

Ο Ιππόδρομος ήταν το κύριο μέρος όπου μπορούσαν να συναθροιστούν ελεύθερα ο δμοι ή δμος (όροι ταυτόσημοι, τις περισσότερες φορές). Οι δμοι ν πόλει κάστ ς τε Βενέτους κ παλαιο κα Πρασίνους διρηντο, μας διαβεβαιώνει ο πολύς Προκόπιος{50}, έτσι, ώστε, όταν ορισμένες βυζαντινές πηγές μνημονεύουν τους όρους δμος τν Βενέτων ή δμος τν Πρασίνων{51}, να γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι η σημασία και το περιεχόμενό τους είναι πολύ στενότερα από εκείνα των όρων ο δμοι (=τα πλήθη) ή δμος που διατηρεί την αρχαία του έννοια και σημαίνει το σύνολο των ελεύθερων πολιτών μιας πόλης. Τα μέλη της συγκλητικής αριστοκρατίας, ιδιαίτερα τα νεότερα, μπορούσαν θαυμάσια να υποστηρίζουν στον Ιππόδρομο τους Πράσινους ή τους Βένετους και ορισμένοι αυτοκράτορες ήταν πολύ γνωστοί για τις προτιμήσεις τους: Οι γνωστοί ως ένθερμοι ή φανατικοί ορθόδοξοι αυτοκράτορες ήταν Βένετοι, όπως π.χ. ο Μαρκιανός{52}, πιθανότατα ο Λέων Α΄{53} και, φυσικά, ο Ιουστίνος Α΄{54} και ο ανιψιός του Ιουστινιανός, ο οποίος όμως εξέδωσε το τρομερό διάταγμα του έτους 527 που απαγόρευε τις ταραχές απ’ οποιονδήποτε{55}. Αντίθετα, οι αυτοκράτορες Θεοδόσιος Β΄ (Πράσινος) {56}, Ζήνων (Πράσινος){57} και Αναστάσιος (Ρούσιος, ως υποομάδα των Πρασίνων){58} έρεπαν προς το Μονοφυσιτισμό{59} και, βεβαίως, οι ορθόδοξοι, και η επίσημη Εκκλησία τους απεχθάνονταν.

Οι διευκρινίσεις αυτές είναι απαραίτητες για την όσο γίνεται ακριβέστερη κατανόηση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης στην οποία κατέληγε συνήθως η όξυνση της ταξικής πάλης επί τουλάχιστον δυο αιώνες. Οι λαϊκές εξεγέρσεις είχαν ως επίκεντρο την πρωτεύουσα επειδή, στις συνθήκες της αποσυντιθέμενης αρχαιότητας, ούτε οι επαρχιακές πόλεις παρουσίαζαν πλούσια κοινωνική ζωή με τη βαθιά παρακμή τους, ούτε στην ύπαιθρο οι κολόνοι είχαν ακόμα συνείδηση της κοινής τους τύχης. Οι αναμνήσεις της δουλοκτησίας στην ύπαιθρο ήταν ακόμα ζωντανές.

Ας δούμε όμως από την αρχή τα γεγονότα που οδήγησαν στη Στάση του Νίκα στην Κωνσταντινούπολη το 532 μ.Χ. Το διάστημα ανάμεσα στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 451 και την άνοδο στο θρόνο του Ιουστίνου Α΄ το 518 χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια –αιματηρή πολλές φορές– της ορθόδοξης πια συγκλητικής αριστοκρατίας να επιβάλλει την ορθοδοξία κόντρα στους αιρετικούς. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια συναντά σημαντικές δυσκολίες τόσο στη μονοφυσιτική Ανατολή όσο –σε συγκεκριμένες περιόδους– και στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, όπου δεν έλειψαν οι περιπτώσεις που στον αυτοκρατορικό θρόνο ανέβηκαν άνθρωποι που χαρακτηρίστηκαν από τη συγκλητική αριστοκρατία ως αιρετικοί (Ζήνωνας και Αναστάσιος).

Η άνοδος στο θρόνο του Ιουστίνου Α΄ (518-527) σηματοδότησε την επικράτηση της ορθόδοξης συγκλητικής αριστοκρατίας. Η προσκόλληση με όλα τα μέσα της συγκλητικής άρχουσας τάξης στην κρατική εξουσία γίνεται ακόμα πιο έντονη μετά το 518. Αυτή η προσκόλληση δεν μπορεί παρά να συνεπάγεται μια στροφή προς το παρελθόν, προς την αρχαιότητα, σε μια εποχή που αυτή βρίσκεται σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης. Έτσι, η άνοδος στο θρόνο του Ιουστίνου Α΄ σηματοδότησε αναδίπλωση προς αντιδραστική κατεύθυνση, με διωγμούς ενάντια στους πάσης φύσεως αιρετικούς, ενώ την ίδια περίοδο ενισχύεται η συγκλητική αριστοκρατία που τσακίζει δυο λαϊκές εξεγέρσεις, το 520 και το 523{60}, ενώ επιβάλλει βαριές ποινές για τους συμμετέχοντες.

Στην ίδια κοινωνικά αντιδραστική κατεύθυνση κινήθηκε και η δυναστεία του Ιουστινιανού (527-565) που διαδέχτηκε τον Ιουστίνο Α΄. Η περίοδος αυτή, η οποία χαρακτηρίστηκε από το βυζαντινολόγο Ερνέστο Στάιν (E. Stein){61} ως «αρχαιότητα μέσα στο Μεσαίωνα», παρέτεινε τη ζωή της παλιάς κοινωνίας η οποία βασιζόταν στην κυριαρχία της αρχαιογενούς συγκλητικής αριστοκρατίας για περισσότερο από έναν αιώνα, χωρίς φυσικά να μπορέσει να αποτρέψει στη συνέχεια τον αναπόφευκτο θάνατό της. Ο Ιουστινιανός δείχνει με τη φιλοπόλεμη εξωτερική του πολιτική –η οποία συνίστατο στην επιδίωξη ανάκτησης της χαμένης ρωμαϊκής Δύσης– τάσεις υπερφαλάγγισης των επιδιώξεων της συγκλητικής αριστοκρατίας και ανεξαρτησίας από αυτήν, με την έννοια ότι η παρακμασμένη αυτή συγκλητική αριστοκρατία δείχνει να εναποθέτει όλες τις ελπίδες της σε αυτόν τον αυτοκράτορα, παραχωρώντας του μεγάλα περιθώρια κινήσεων{62}.

Γι’ αυτό, όταν ξεσπάει η Στάση του Νίκα, δείχνει να κατευθύνεται κύρια ενάντια στον αυτοκράτορα, κάτι που οδήγησε ορισμένους ιστορικούς να της αποδίδουν … αντιδυναστικό χαρακτήρα. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι η Στάση του Νίκα ξεπέρασε όλες τις προγενέστερες εξεγέρσεις και σε έκταση και σε διάρκεια, αλλά προπαντός στην εντύπωση και ανάμνηση που άφησε στους μεταγενέστερους, έτσι ώστε όλες οι κύριες πηγές της εποχής να της αφιερώνουν εκτενείς αφηγήσεις, τονίζοντας όλες το αιματηρό τέλος της.

Στη γενίκευση της εξέγερσης, ο λαός της πρωτεύουσας προχώρησε ενωμένος. Οι σημερινοί ιστορικοί και φιλόλογοι μένουν έκπληκτοι με την επιδεξιότητα με την οποία οι πηγές εναλλάσσουν στη διήγησή τους τους όρους ο δήμοι (δηλαδή οι Πράσινοι και οι Βένετοι) με την αρχαιοπρεπή έκφραση δμος που σημαίνει το σύνολο των πολιτών μιας πόλης και που την αναλύουν ανάλογα: …τ πλήθη φιλιάσαντα, λέει ο Μαλάλας{63}, δμος ξυμφρονήσαντες, λέει ο αρχαΐζων Προκόπιος{64}. Αυτές οι αναφορές αναδεικνύουν τη σύμπνοια των λαϊκών μαζών που φωνάζουν «Νίκα, νίκα», επειδή αρχικά δεν τολμάει να τους επιτεθεί ούτε ο στρατός, ούτε η φρουρά{65}. Αν αληθεύει η είδηση αυτή, τότε πρόκειται μόνο για μια πρώτη συμπλοκή, που έδωσε στο λαό το συναίσθημα της νίκης και της υπεροχής.

Όλα άρχισαν, φυσικά, στον Ιππόδρομο την Κυριακή 11 Γενάρη του 532. Διαμέσου των λαϊκότερων Πράσινων, ο λαός ζήτησε να επικοινωνήσει με τον αυτοκράτορα για να εκφράσει την αγανάκτησή του από τις αδικίες των αξιωματούχων{66}, σε ύφος παρακλητικό, απειλητικό και ειρωνικό μαζί: Ξέρουμε καλά ποιοι μας αδικούν, αλλά, αν τους κατονομάσουμε, μπορεί να ανταμειφθούν περισσότερο! Ο αυτοκρατορικός μανδάτορας –που ήταν επιφορτισμένος με τη μεταβίβαση των διαταγών του αυτοκράτορα– απαντάει στο όνομα του Ιουστινιανού που παραβρίσκεται, αφού ο αυτοκράτορας δε συνομιλεί με τα πλήθη: Αρχικά, προσποιείται άγνοια, στη συνέχεια αρνείται τις αδικίες στο λαό, τέλος περνάει σε συγκαλυμμένες απειλές: Δεν είστε Ορθόδοξοι, αλλά αιρετικοί. Η πίεση ανεβαίνει: Ε μ συχάζητε, ποκεφαλίζω μς. Οι μάζες επικαλούνται την αυτοκρατορική κατανόηση: Τυπικά, έχουμε ελευθερίες, αλλά δεν επιτρέπονται εκδηλώσεις{67}, προσπαθούν να εξηγήσουν, αλλά τώρα ο αυτοκράτορας οργίζεται: τοιμοθάνατοι, οδ τν ψυχν μν φείδεσθε; λέει ο μανδάτορας, χωρίς να κρύβει τις προθέσεις της εξουσίας. Για λίγο, η συνοχή των μαζών βρίσκεται σε κίνδυνο. Οι Βένετοι, ευνοούμενοι του Ιουστινιανού{68} και από παράδοση ολιγαρχικοί, είναι έτοιμοι να ορμήσουν στους Πράσινους (παλιά συνήθεια από την εποχή του υπερορθόδοξου Ιουστίνου Α΄), κάτι που ευνοεί τα αυτοκρατορικά σχέδια για αιματηρή καταστολή. Οι Πράσινοι δείχνουν να υποχωρούν με μομφές προς τους Βένετους που μένουν στον Ιππόδρομο.

Το πώς φιλίωσαν ή ξυνεφρόνησαν οι μάζες την επομένη (Δευτέρα, 12 Γενάρη) παραμένει σε μεγάλο βαθμό αδιευκρίνιστο. Ο Προκόπιος δίνει την εξήγηση ότι ο λαός απαιτούσε την άμεση αντικατάσταση των έμπιστων ανθρώπων του Ιουστινιανού, που τους χαρακτήριζε μεγάλη απληστία{69}. Πράγματι, ο έπαρχος πραιτωρίων Ιωάννης Καππαδόκης, ο κοιαίστωρ Τριβωνιανός και ο έπαρχος της Πόλης Ευδαίμων{70} αντικαταστάθηκαν από τους πατρίκιους Φωκά τον Κρατερό, Βασιλίδη και Τρύφωνα αντίστοιχα, αλλά ο Προκόπιος είναι αναγκασμένος να παραδεχτεί ότι η κατάσταση δε βελτιώθηκε καθόλου, ούτε μ’ αυτούς (οδν μέντοι σσον στάσις π’ ατος κμαζε) {71}. Αντίθετα, μάλιστα. Τις στιγμές αυτές, ο λαός αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι εχθροί του δεν είναι μόνο ορισμένα συγκεκριμένα άτομα από την ολιγαρχία, αλλά σχεδόν όλοι οι εκπρόσωποί της.

Από την πρώτη μέρα, είχαν κιόλας αρχίσει οι συλλήψεις «πρωταιτίων» στο κέντρο της Πόλης{72} και ο Ιουστινιανός το είχε δηλώσει καθαρά στον Ιππόδρομο: Η ποινή θα ήταν θάνατος. Την ώρα της εκτέλεσης, η σύγχυση πρέπει να ήταν τέτοια, ώστε δυο από τους δυστυχισμένους να πέσουν δυο φορές από την αγχόνη, χωρίς η φούρκα (το παλούκι) να τους αγγίξει. Δεν αποκλείεται ο δήμιος να μην έκανε επίτηδες καλά τη δουλειά του, αλλά σε τέτοιες δύσκολες στιγμές είναι δύσκολο να ξέρει κανείς ακριβώς. Το πλήθος απήγαγε με τη βία τους δυο μελλοθάνατους και οι μοναχοί του αγίου Κόνωνα τους εγκατέστησαν στο άσυλο του ναού του αγίου Λαυρεντίου στη λαϊκή συνοικία των Συκών (πέραν του Κερατίου), εγκαταλείποντας το επικίνδυνο κέντρο όπου η εξουσία είναι πάντα ισχυρή.

Η επιτυχία αυτή δίνει θάρρος στα πλήθη, που προχωρούν τώρα πιο άφοβα προς το κέντρο καίγοντας και λεηλατώντας. Στο σημείο αυτό οι πηγές είναι κατηγορηματικές: Δεν κάηκαν μόνο οι προσβάσεις του Παλατιού, η παλιά Αγία Σοφία, η παλιά Αγία Ειρήνη, το μέγαρο της Συγκλήτου και όλα τα μνημεία ως το Ζεύξιππο και το Πεδίον του Άρεως. Κάηκαν και πολυτελή μέγαρα πλουσίων{73}, αποδεικνύοντας έτσι ότι θεωρούνταν και αυτοί εχθροί, ενώ μια εμφάνιση των στρατιωτών δεν έχει άλλο αποτέλεσμα, παρά να εξοργίσει τον κόσμο{74}, αφού έτσι αποκαλύπτεται ότι ο Ιουστινιανός, που διαθέτει στην Κωνσταντινούπολη αυτήν την εποχή στρατηγούς σαν τον Βελισάριο{75}, τολμάει να τους αναθέσει τέτοιες αποστολές.

Τώρα, το πλήθος αναζητεί αρχηγό για ένοπλη εξέγερση. Καίγοντας το στρατώνα της φρουράς (σχολάριοι, προτήκτορες, κανδιδάτοι){76}, εμφανίζεται μπροστά στο μέγαρο του συγκλητικού Πρόβου στο μικρό λιμάνι του Ιουλιανού και ζητάει όπλα{77}, με επευφημίες γι’ αυτόν τον Πρόβο που είναι ανιψιός του αυτοκράτορα Αναστάσιου και που θα μπορούσε να ανατρέψει τον Ιουστινιανό. Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες το μέγαρο του Πρόβου πυρπολείται κι αυτό (ο ευγενής Πρόβος αρνήθηκε να μοιράσει στο πλήθος τα όπλα που ζητούσε;) και οι πυρκαγιές γενικεύονται στην Κωνσταντινούπολη καθώς πέφτει η νύχτα. Από το Παλάτιο, ο Ιουστινιανός διατάζει να επιτηρούνται οι συγγενείς του αυτοκράτορα Αναστάσιου{78}, πατρίκιοι Υπάτιος και Πομπήιος{79}. Το επεισόδιο του Πρόβου πρέπει να είχε κάνει ιδιαίτερα προσεκτικό τον αυτοκράτορα, που είχε κάθε λόγο να φοβάται το τι μπορούσε να συμβεί την επόμενη μέρα που ήταν Τρίτη, 13 Γενάρη.

Με την ανατολή του ήλιου, όπως λέει ο Προκόπιος, έγινε φανερό ότι η κεντρική εξουσία είχε χάσει πια τον έλεγχο των γεγονότων. Όπως συμβαίνει πολλές φορές σε τέτοιες περιστάσεις, εμφανίζονται στο πολιτικό προσκήνιο στοιχεία τυχοδιωκτικά ή εχθρικά προς την εξέγερση, που προσπαθούν να την εκμεταλλευτούν προς όφελός τους. Στις δοσμένες ιστορικές συνθήκες της αποσυντιθέμενης αρχαιότητας –που κυριαρχούσαν την εποχή της βασιλείας του Ιουστινιανού– αυτό δεν μπορούσε να σημαίνει παρά ότι, μπροστά στην απειλή του ενωμένου λαού, η άρχουσα τάξη συσπειρωνόταν κι αυτή, έχοντας συνείδηση ότι δικά της μέλη θα έμπαιναν επικεφαλής του επαναστατημένου πλήθους. Αυτό φαίνεται καθαρά στο παράδειγμα του Υπάτιου και του Πομπήιου που, σύμφωνα με τον Προκόπιο πάντα{80}, είχαν διαβεβαιώσει τον Ιουστινιανό ότι δε θα τον εγκατέλειπαν στις δύσκολες ώρες που περνούσε. Το πρωί της Τρίτης όμως, οι αριστοκράτες αυτοί που είχαν δείξει πολλές φορές την ανεπάρκειά τους από τότε που αυτοκράτορας ήταν ο θείος τους Αναστάσιος, βρέθηκαν … επικεφαλής της εξέγερσης. Το γεγονός ότι οι μάζες τη στιγμή που γενικεύεται η εξέγερση –αντί να στηριχτούν στις δικές τους πληβειακές δυνάμεις– αναζητούν ηγέτες από την άρχουσα τάξη αποτελεί μεσαιωνικό χαρακτηριστικό που αποδεικνύει την πορεία της βυζαντινής κοινωνίας προς μεσαιωνικές δομές.

Από τη στιγμή που Υπάτιος και Πομπήιος παρεμβαίνουν, είτε σα γνήσιοι εκπρόσωποι της τάξης τους που θέλουν καταστολή των ταραχών είτε σαν ακούσιες τραγικές μορφές της πάλης είτε σαν λαϊκοί ηγέτες (πολύ αμφίβολο, με βάση τα όσα λένε οι πηγές για τη διαγωγή τους, τόσο την προγενέστερη όσο και τη μεταγενέστερη), η εξέγερση της Πόλης χάνει την αρχαίου τύπου αυτονομία της και αρχίζει να επηρεάζεται από μεσαιωνικές συγκυρίες. Στην εξέγερση εμφανίζονται και ορισμένοι συγκλητικοί που η παρουσία τους εκεί μπορεί να εξυπηρετεί πολλούς σκοπούς. Ένας από αυτούς, ο Ωριγένης, δημηγορεί μπροστά στα πλήθη με το ακόλουθο πνεύμα: Η τακτική μας απαιτεί προσοχή και περίσκεψη, επειδή, αν κάνουμε έφοδο στο Παλάτιο τώρα, διακυβεύουμε για πάντα την έκβαση του αγώνα. Αντίθετα, πρέπει να καταλάβουμε δυο άλλα ανάκτορα, τις Πλακιλλιανές και τις Ελενιανές, για να τα μετατρέψουμε σε επιτελεία της εξεγερσης{81}. Όποιοι κι αν ήταν οι σκοποί των συγκλητικών, η δημηγορία του Ωριγένη επιδρά ανασταλτικά στις μάζες: Τη στιγμή που στο Παλάτιο βασιλεύει η μεγαλύτερη σύγχυση, η κατάληψη δυο μεγάρων σε σχετικά μεγάλη απόσταση δίνει στην κρατική εξουσία όσο πολύτιμο χρόνο έχει ανάγκη ο Ιουστινιανός, δυο-τρεις μέρες, για να έρθουν φρέσκα στρατεύματα.

Όλοι περίπου οι ιστορικοί αρέσκονται ιδιαίτερα στο σημείο αυτό να τονίζουν την απόγνωση του Ιουστινιανού που θέλει να φύγει κρυφά με πλοίο{82} και ότι (σύμφωνα με μαρτυρία του Προκόπιου) η αυτοκράτειρα Θεοδώρα τον απέτρεψε με ένα εμπνευσμένο λογύδριο (καλν ντάφιον βασιλεία κλπ.). Η μαρτυρία του Θεοφάνη{83} είναι πιο πειστική και ρεαλιστική ταυτόχρονα: Το Παλάτιο φρουρείται από 3.000 άντρες με επικεφαλής το στρατηγό του Ιλλυρικού{84} Μούνδο και τον Κωνσταντίολο. Ακόμα πιο πειστική και διαφωτιστική είναι η μαρτυρία του Πασχάλιου Χρονικού{85} που λέει ότι, από το Σάββατο 17 Γενάρη, εμφανίζονται στους δρόμους της πρωτεύουσας στρατεύματα από τις γειτονικές περιοχές της Θράκης (Έβδομον, Ρήγιον, Αθύρας, Καλαβρία), κάτι που επιτάχυνε την έκβαση του αγώνα για την οποία συνιστούσε υπομονή και αναμονή στο λαό ο συγκλητικός Ωριγένης. Η άρχουσα τάξη βέβαια δεν μπορούσε να εναποθέτει τις ελπίδες της στην αυτοθυσία μιας Θεοδώρας. Υπήρχε και η περίπτωση Ωριγένη, η περίπτωση Υπάτιου εξίσου ενδεικτική και, πάνω απ’ όλα, η άρχουσα τάξη διέθετε ακόμα ισχυρό στρατό που έπρεπε να καλέσει. Το βράδυ της Τρίτης προς Τετάρτη, η έκβαση της εξέγερσης, που βρισκόταν πια σε «μεσαιωνική τροχιά», άρχιζε κιόλας να διαφαίνεται.

Σύμφωνα με το Πασχάλιο Χρονικό, εκείνο που κυριάρχησε τις επόμενες μέρες ήταν και πάλι οι σφαγές, οι λεηλασίες και οι εμπρησμοί{86}. Ο Προκόπιος δείχνει να εκπλήσσεται από το ότι στην εξέγερση παίρνουν μέρος και γυναίκες όχι μόνο ακολουθώντας τους άντρες, αλλά αντικαθιστώντας τους ακόμα, αν τύχει, παρόλο που οι γυναίκες δεν πηγαίνουν ούτε σε θέατρα, ούτε σε άλλες παρεμφερείς εκδηλώσεις. Όπως όλοι οι υπερσυντηρητικοί σε όλες τις εποχές, ο Προκόπιος δε βρίσκει άλλη εξήγηση για τη συμμετοχή στην εξέγερση, από την ψυχική διαστροφή (ψυχς νόσημα) {87}, αλλά, σπεύδει να συμπληρώσει ο ιστορικός του 6ου αιώνα που εμπνέεται από τη δουλοκτητική αρχαιότητα, αυτά συμβαίνουν σε όλες τις πόλεις-δήμους{88}.

Από το ανάκτορο των Πλακιλλιανών που έχουν καταλάβει τα εξεγερμένα πλήθη σύμφωνα με τις συμβουλές του συγκλητικού Ωριγένη εμφανίζεται το πρώτο ένοπλο απόσπασμα της εξέγερσης που έχει προορισμό να καταλάβει το Παλάτιο: Είναι απελπιστικά μικρό, μόνο 200-250 Πράσινοι με θώρακες{89}. Μια τέτοια δύναμη είναι εντελώς ανεπαρκής για να επιβάλει τον Υπάτιο ως αυτοκράτορα στους 3.000 στρατιώτες του Μούνδου και το εγχείρημα εγκαταλείπεται άδοξα. Η αναβλητική τακτική του Ωριγένη αποδεικνύεται τελικά αδυναμία για την εξέγερση, που αρχίζει να αισθάνεται υπονομευμένη και υποχωρεί βήμα με βήμα.

Στο προσκήνιο εμφανίζεται τώρα ο ευνούχος Ναρσής, ο μετέπειτα ένδοξος κατακτητής της Ιταλίας. Για την ώρα, είναι μόνο σπαθάριος{90} και κουβικουλάριος του Ιουστινιανού και η αποστολή του είναι πολύ απλή: πέκλεψε τινς το Βενέτου μέρους, λέει ο Μαλάλας, με δωροδοκίες{91} και οι παλιοί οπαδοί του Ιουστινιανού αρχίζουν να επευφημούν τον αυτοκράτορα και τη Θεοδώρα. Παρόλη την προσπάθεια που κάνουν Μαλάλας και Θεοφάνης για να αποδείξουν ότι ένα τμήμα του πλήθους διχονόησε (επιτέλους!), ο Προκόπιος δεν αναφέρει το γεγονός καθόλου, όχι επειδή ο Ναρσής δεν έκανε το καθήκον του, κάτι που είναι γεγονός, αλλά επειδή η προσπάθεια διάσπασης του λαού δεν μπορούσε να πετύχει, όπως δεν είχε πετύχει στον Ιππόδρομο την προηγούμενη Κυριακή. Σύμφωνα με το Πασχάλιο Χρονικό μάλιστα, οι Πράσινοι απομονώνουν τους λίγους που επευφημούν τον Ιουστινιανό λιθοβολώντας τους{92}. Το Παλάτιο όμως παραμένει απρόσβλητο.

Καθώς ο Ιουστινιανός, που περιμένει σύντομα στρατιωτικές ενισχύσεις από τη Θράκη, βλέπει, χωρίς αμφιβολία, ότι η εξέγερση εξάντλησε πια την επιθετικότητά της, συγκαλεί το λαό στον Ιππόδρομο (μάλλον την Παρασκευή, 16 Γενάρη){93}, όπου και παρουσιάζεται κρατώντας το Ευαγγέλιο στο οποίο επιχειρεί να ορκιστεί: Σας συγχωρώ το πταίσμα και ομολογώ ότι και εγώ αμάρτησα την προηγούμενη φορά στον Ιππόδρομο που δε δέχτηκα τα αιτήματά σας. Ακούγονται κάτι αραιές επευφημίες: «Ιουστινιανέ Αύγουστε, τούβιγκας» (tu vincas = συ νικάς), αλλά καλύπτονται αμέσως από τις κραυγές του πλήθους: «Επιορκείς, γαϊδαρε» (σγαύδαρι){94}. Βλέποντας και αυτήν την προσπάθειά του να ναυαγεί, ο αυτοκράτορας μπαίνει πάλι στο Παλάτιο από την πυλίδα της μεσοτοιχίας με τον Ιππόδρομο και οι συγκλητικοί που τον περιμένουν εκεί με αγωνία παίρνουν την εντολή να πάει ο καθένας τους στην κατοικία του και να την φυλάξει όπως μπορεί. Η αυτοκρατορική διαταγή θα ήταν ανεξήγητη με βάση τις ως τότε εμπειρίες, αν οι στρατιωτικές ενισχύσεις δεν ήταν ήδη κοντά στην πρωτεύουσα, όπου εμφανίζονται το Σάββατο, 17 Γενάρη.

Χάρτης με τα σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας στο τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού.
© ΙΜΕ
Πέρα από τις συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις που έχουν κηρύξει πόλεμο ανάμεσά τους, η παρουσία ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων στις εξεγέρσεις είναι –παντού και πάντοτε– ένας παράγοντας ικανός να επιδράσει καταλυτικά στη συνείδηση και στη διάνοια εκείνων που αμφιταλαντεύονται από την αρχή. Η διαπίστωση αυτή αποδεικνύει την αξία της στην περίπτωση του Υπάτιου, που ο λαός είχε εκλέξει ηγέτη του: Αυτή είναι η στιγμή που διαλέγει ο αριστοκράτης αυτός για να μηνύσει στο Παλάτιο με κάποιον κανδιδάτο Εφραίμιο ότι συγκεντρώνει τους εχθρούς του Ιουστινιανού στον Ιππόδρομο. Σύμφωνα με το Πασχάλιο Χρονικό, ο Υπάτιος κατέληξε σε αυτήν την ενέργεια διαπιστώνοντας ότι άλλαξε ο συσχετισμός των δυνάμεων κα πάλιν γκρατς γίνεται βασιλεύς{95}. Ο Προκόπιος πάλι αποδίδει σε ανώνυμες φήμες (τινές φασιν) την πρόθεση του Υπάτιου να παρασύρει το λαό στην αυτοκρατορική ενέδρα{96}. Δεν είναι γνωστό αν ο Ιουστινιανός εξαπάτησε και τον Υπάτιο, όπως επιμένουν μερικές πηγές (αυλικοί απαντούν ότι ο Ιουστινιανός έχει φύγει){97}. Το μόνο βέβαιο είναι ότι, τώρα που η πλάστιγγα γέρνει επιτέλους προς το μέρος της, η άρχουσα τάξη περνάει στην επίθεση συνολικά και ολοκληρωτικά, θυσιάζοντας και ορισμένα από τα μέλη της. Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις ξημέρωσε πάνω στην Κωνσταντινούπολη η Κυριακή, 18 Γενάρη του 532.
Αφού στο Παλάτιο ήταν γνωστό πια ότι στον Ιππόδρομο θα παιζόταν η τελευταία πράξη του δράματος, έπρεπε να στηθεί και το σκηνικό: Ο στρατηγός του Ιλλυρικού Μούνδος, επικεφαλής των στρατευμάτων που μόλις είχαν φτάσει και αποτελούνταν στην πλειοψηφία τους από βαρβάρους Έρουλους, θα εισέβαλε στον Ιππόδρομο από τη λεγόμενη Νεκρά Πύλη. Ο στρατηγός της Ανατολής Βελισάριος με την προσωπική του σωματοφυλακή, όλοι τους βετεράνοι του περσικού πολέμου{98}, θα ορμούσε από την πυλίδα της μεσοτοιχίας, ενώ ο Ναρσής με τους ανακτορικούς σπαθάριους και τους κουβικουλάριους θα ενεργούσε από μια τρίτη κατεύθυνση, ίσως από την κύρια πύλη{99}. Τέλος, ο ίδιος ο Ιουστινιανός, μην μπορώντας να υπολογίζει στη φρουρά του Παλατίου που φύλαγε τις εισόδους απαγορεύοντας την είσοδο στον Ιππόδρομο ακόμα και στον Βελισάριο και τους σωματοφύλακές του,{100} πήρε θέση με πολλούς συγκλητικούς και κουβικουλάριους από το εσωτερικό μέρος της μεσοτοιχίας του Παλατίου με τον Ιππόδρομο, πίσω ακριβώς από το αυτοκρατορικό κάθισμα, όπου σε λίγο θα καθόταν ο Υπάτιος.

Εκείνο που φαίνεται πολύ περίεργο στην υπόθεση είναι η στάση του ίδιου του δήμου, που παρουσιάστηκε όπως οι πρωταγωνιστές της αρχαίας τραγωδίας, έτοιμος για τη θυσία. μετροι κα μετ πολλς κοσμίας π’ λλήλων θούμενοι ν μίλ κα οκ ν τάξει στάμενοι, ες φυγν ρμηντο{101}, χωρίς να επιχειρήσουν να αμυνθούν. Ο φόνος είναι γενικός, στε μηδένα τν πολιτν, Βενέτων Πρασίνων, ερεθέντων ν τ ππικ σωθναι{102}. Χάνονται ως 35.000 άνθρωποι, καθώς οι στρατιώτες τοξεύουν ή σφάζουν αδιάκριτα{103} και το γεγονός αυτό αρκεί για να αποδείξει ότι εδώ δεν πρόκειται για ταραχές των αθλητικών δήμων, όπως υποστήριξαν αστοί ιστορικοί, αλλά για παλλαϊκή εξέγερση. Ως το βράδυ της Κυριακής, η Κωνσταντινούπολη έμεινε ήσυχη και έρημη. Απόλυτα έρημη.

Η έλλειψη αντίστασης από τα πλήθη στους στρατιώτες που επιτίθενται από παντού δεν πρέπει να προξενεί την απορία. Ούτε Πράσινοι ούτε Βένετοι, ούτε κανείς άλλος μπορούσε να αντιταχτεί σε τακτικό στρατό χωρίς όπλα και οργάνωση, στριμωγμένοι ανάμεσα σε τόσα πλήθη. Γι’ αυτό και η τροπ είναι λαμπρ για το στρατό, όπως λέει ο Προκόπιος, συνηθισμένος να περιγράφει μάχες. Ο λαός δεν είχε πάει στον Ιππόδρομο για να πολεμήσει, κάθε άλλο μάλιστα. Καθώς η πρώτη επαναστατική ορμή είχε καταπέσει και η εξέγερση βρισκόταν πια σε άμυνα –πράγμα ολέθριο για εξεγέρσεις– η δε άρχουσα τάξη και η κρατική εξουσία είχαν το χρόνο που χρειαζόταν για να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις που τους έλειπαν την κρίσιμη στιγμή, το μόνο όπλο που είχε απομείνει στο λαό ήταν η διατήρηση της συνοχής του ως το τέλος, που κι αυτή όμως χρησιμοποιήθηκε για τη στέψη του Υπάτιου ως αυτοκράτορα, ίσως σαν ύστατη πράξη αντίστασης.

Το τέλος του Υπάτιου ήταν άδοξο. Τον συνέλαβαν πάνω στη γενίκευση της σφαγής, καθισμένο στο αυτοκρατορικό θεωρείο, ντυμένο με τα αυτοκρατορικά διάσημα, μαζί με τον αδελφό του Πομπήιο, εξίσου αξιοθρήνητη φυσιογνωμία. Οι ανιψιοί του Ιουστινιανού Ιούστος και Βοραΐδης τους έσυραν βίαια μπροστά στον αυτοκράτορα. Χαμερπέστατα, κλαυθμηρίζοντας και ικετεύοντας, επικαλέστηκαν το ότι αυτοί επίτηδες απεργάστηκαν την εξολόθρευση του πλήθους παρασύροντάς το στον Ιππόδρομο{104}. Σωστά ο Ιουστινιανός θεώρησε τις δικαιολογίες αυτές κατώτερου επιπέδου και τις αντιμετώπισε με ψυχρή ειρωνεία και αριστοκρατική αλαζονεία.

Το σφαγμένο πτώμα του Υπάτιου, που ρίχτηκε στη θάλασσα, ξεβράστηκε στην ακτή της Θράκης, όπου και τάφηκε{105}. Το πτώμα του Πομπήιου δε βρέθηκε ποτέ. Ο Ιουστινιανός δε δίστασε να δημεύσει τις περιουσίες τους, μαζί με τις περιουσίες άλλων 18 ευγενών συγκλητικών που φέρονταν να έχουν αναμιχτεί, άλλος λίγο, άλλος πολύ, στην εξέγερση{106}. Γέγονε φόβος βασιλικς πολύς, λέει το Πασχάλιο Χρονικό και προσθέτει ότι για πολλές μέρες η Πόλη νέκρωσε εμπορικά και δεν έγιναν αγοραπωλησίες{107}. Αναγγέλλοντας σε όλες τις πόλεις της Αυτοκρατορίας την κατάπνιξη της εξέγερσης, ο Ιουστινιανός δεν παρέλειψε ταυτόχρονα να οχυρώσει το Παλάτιο, έχτισε μάλιστα και ρεον (= αποθήκη, λατιν. horreum) κα κινστέρνας δάτων (= δεξαμενή νερού) για να έχει αποθέματα σε τέτοιες περιστάσεις{108}.

Απαγορεύτηκαν στο εξής οι αρματοδρομίες στον Ιππόδρομο που έδιναν την ευκαιρία στο λαό να μαζευτεί{109} και διατάχτηκαν ανακρίσεις για να εξακριβωθεί πώς συνέβη το καταπληκτικό γεγονός να συμμαχήσουν οι Βένετοι με τους Πράσινους στην εξέγερση{110}. Όσο για τον Ιωάννη Καππαδόκη και τον Τριβωνιανό που είχαν παυθεί τη δεύτερη μέρα της Στάσης του Νίκα, σε λίγους μήνες ξαναπήραν τις παλιές ανώτατες θέσεις τους{111}.

ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΤΗΣ ΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΝΙΚΑ
Η παρατήρηση του Φ. Ένγκελς ότι στο Μεσαίωνα κάθε κίνημα ήταν υποχρεωμένο να πάρει θρησκευτική μορφή επειδή στο Μεσαίωνα η Θεολογία είχε υποτάξει κάθε άλλη μορφή σκέψης{112} βοηθάει να εντοπιστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια ο χαρακτήρας και το ταξικό περιεχόμενο της «Στάσης του Νίκα». Μια εξέγερση ξεσπάει τον 6ο αιώνα σε μια μεγάλη πόλη χωρίς απολύτως κανένα θρησκευτικό πρόσχημα. Όλα, λοιπόν, τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι αρχαία και δεν έχουν καμιά σχέση με τα αγροτικά κινήματα του Μεσαίωνα που ξεσπούσαν στην ύπαιθρο και επικαλούνταν μια θρησκευτική αιτία. Ήδη, λοιπόν, τα αιτήματα του λαού είναι κοινωνικά και τα πλήθη εκδηλώνουν ανοιχτά τη δυσαρέσκειά τους για την αντιδραστική και καταπιεστική πολιτική του κράτους.

Στην αρχή της εξέγερσης ο λαός ξεσηκώνεται αυθόρμητα όχι μόνο ενάντια στον αυτοκράτορα και στην κυβέρνησή του, αλλά και ενάντια στην αριστοκρατία. Η παρουσία στις τάξεις της εξέγερσης ελάχιστων, στην κυριολεξία, συγκλητικών εντοπίζεται μετά από την εκδήλωση αδυναμίας από την πλευρά της κρατικής εξουσίας να καταπνίξει τις λαϊκές ταραχές και αφού φαίνεται καθαρά ότι η αντικατάσταση των Ιωάννη Καππαδόκη, Τριβωνιανού και Ευδαίμονα δεν εκτονώνει ούτε στο ελάχιστο τη λαϊκή οργή. Σε ό,τι αφορά τους συγγενείς του παλιού αυτοκράτορα Αναστάσιου στους οποίους απευθύνεται ο λαός, η αριστοκρατική τους φύση και νοοτροπία τούς οδηγούν σε πράξεις απογοητευτικές: Ο Πρόβος δεν εμφανίζεται καθόλου στο λαό που τον καλεί να του μοιράσει όπλα, ο Πομπήιος και ο Υπάτιος προκαλούν, ως χαρακτήρες, αποστροφή. Στην πραγματικότητα, τα μέλη της αριστοκρατίας κάνουν πίσω όταν ο λαός πάει μπροστά και αυτό φαίνεται στη δημηγορία του Ωριγένη που συμβουλεύει στα πλήθη «σώφρονα» και αναβλητική πολιτική.

Ακόμα πιο αστήρικτος επιστημονικά είναι ο ισχυρισμός ότι οι «αθλητικοί» δήμοι Πράσινοι και Βένετοι βρίσκονται στη βάση και στην καθοδήγηση της εξέγερσης. Οι δήμοι του Ιππόδρομου είναι ολιγάριθμοι (στα τέλη του 6ου αιώνα οι Πράσινοι είναι μόλις 1.200, οι Βένετοι μόνο 900 περίπου){113} και μόνο η οργανική τους συνοχή τούς επιτρέπει να εμφανίζονται ως αυτόνομες μονάδες μέσα στην εξέγερση. Η αδυναμία των Πράσινων να οργανώσουν ένα ένοπλο απόσπασμα από 250, έστω, άντρες είναι χτυπητή. Χαρακτηριστική είναι εξάλλου η μαρτυρία όλων των σχετικών πηγών, που θέλουν τους δήμους να ενσωματώνονται στο δμο και να σφάζονται όλοι μαζί. Τριάντα πέντε χιλιάδες λαού σφάζονται μέσα σε έναν Ιππόδρομο πενήντα χιλιάδων θέσεων περίπου{114}, κάτι που δεν μπορεί ποτέ να συμβεί, ούτε και συνέβη, εξαιτίας μόνο των δήμων. Στα χέρια του λαού βρέθηκε ίσως ολόκληρη η Κωνσταντινούπολη με εξαίρεση το Παλάτιον, όπου ακόμα και εκεί η φρουρά δεν είναι της απόλυτης εμπιστοσύνης του Ιουστινιανού και του Βελισάριου, οι οποίοι αναζητούν τη σωτηρία σε άλλα στρατιωτικά τμήματα που αργούν να φτάσουν στην πρωτεύουσα.

Όμως, το Βυζάντιο είναι ένα κράτος και μια κοινωνία που προχωρούν προς το Μεσαίωνα και η Κωνσταντινούπολη είναι μια πρωτεύουσα που ο πληθυσμός της μεγαλώνει μόνο και μόνο από την ερήμωση όλων σχεδόν των άλλων πόλεων της Αυτοκρατορίας που πέφτουν μαζί με την Αρχαιότητα. Το ότι η ιδιότυπη αυτή κοινωνία προχωρεί προς μεσαιωνικές νομοτέλειες φαίνεται στο ότι ο εξεγερμένος λαός που μπροστά στον κοινό εχθρό, την άρχουσα τάξη, αφομοιώνει καταλυτικά Πράσινους και Βένετους (και τις αντίθετες προτιμήσεις που έχουν ο ένας από τον άλλο) ζητάει όπλα από τους ταξικούς του εχθρούς και τους τοποθετεί σαν ηγέτες του. Με τον τρόπο αυτό, ο Ιουστινιανός μπορούσε να ελπίζει βάσιμα ότι τελικά θα γίνει πάλιν γκρατής, θα επικρατήσει δηλαδή. Αυτός είναι, ίσως, και ο κύριος λόγος του ότι εκείνο που έδειξε να ενόχλησε περισσότερο τον αυτοκρατορικό αυτό σφαγέα του λαού ήταν το πώς συνέβη οι Βένετοι να συμφιλιωθούν με τους Πράσινους στην εξέγερση και έδωσε διαταγή να διεξαχθούν αυστηρές ανακρίσεις για το θέμα αυτό.

Παρά το γεγονός ότι μια τέτοιας έκτασης συμφιλίωση του λαού δεν επαναλήφθηκε ποτέ, η τρομοκρατία και η απραξία του λαού της Κωνσταντινούπολης που επικράτησαν μετά από την τόσο αιματηρή κατάπνιξη της Στάσης του Νίκα πρέπει να κράτησαν, όπως φαίνεται, μόνο δεκαπέντε χρόνια. Το Μάη του 547 αναφέρονται αιματηρές συμπλοκές ανάμεσα στους Πράσινους και στους Βένετους που πνίγονται στο αίμα από τη φρουρά{115}. Τον Ιούλη του 548 και τον επόμενο χρόνο 549 η αιματοχυσία είναι ακόμα μεγαλύτερη. Το έτος 553 αναφέρεται στάσις τν πτωχν{116}. Το έτος 556 υπάρχει έλλειψη ψωμιού στην πρωτεύουσα, οι τιμές είναι απρόσιτες και ο λαός φωνάζει στον αυτοκράτορα: Δέσποτα, εθυνίαν τ πόλει{117}. Ο Ιουστινιανός διατάζει συλλήψεις, επειδή τον θλίβει το γεγονός ότι δυσφημείται από τους υπηκόους του την ώρα ακριβώς που φιλοξενεί Πέρσες πρεσβευτές. Το έτος 559, οι Βένετοι επαναλαμβάνουν τις βίαιες αυθαιρεσίες τους, όπως παλιά επί Ιουστίνου Α΄, το 561 ακολουθεί νέος διωγμός των Πράσινων, το 563 δεν υπάρχει και πάλι ψωμί στην Κωνσταντινούπολη{118} και οι λαϊκές ταραχές θα συνεχιστούν σχεδόν αδιάκοπα ως το θάνατο του Ιουστινιανού το 565.

Η ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ
Ο θάνατος ενός ανθρώπου σαν τον Ιουστινιανό, που είχε επισκιάσει με τις πράξεις και την προσωπικότητά του τις αντινομίες της βυζαντινής κοινωνίας για μισό περίπου αιώνα, δεν μπορούσε παρά να προξενεί τον τρόμο σ’ αυτούς που είχαν επωφεληθεί στη διάρκεια της τόσο μακρόχρονης βασιλείας του, δηλαδή στη συγκλητική άρχουσα τάξη. Χωρίς τον Ιουστινιανό, η άρχουσα τάξη της αυτοκρατορίας έβλεπε τον εαυτό της αντιμέτωπο με την εξαθλίωση του λαού.

Οι συγκλητικοί παραδίδουν αμέσως μετά από το θάνατο του Ιουστινιανού το θρόνο στον ανιψιό του Ιουστινιανού, Ιουστίνο Β΄. Η εποχή που ανοίγει και από την οποία απουσιάζει η καταπιεστική προσωπικότητα του ισχυρού αυτοκράτορα χαρακτηρίστηκε ως «εποχή της ταξικής κυριαρχίας της μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας» (Zeit unter der Signatur der Klassenherrschaft des Großgrundbesitzes){119}. Από τη βασιλεία του Ιουστίνου Β΄ (565-578) σ’ αυτήν του Τιβέριου Β΄ - Κωνσταντίνου (578-582) το δημόσιο ταμείο είναι άδειο{120}, το κοινωνικό καθεστώς των κολόνων γίνεται υποχρεωτικά κληρονομικό{121}, στις επαρχίες δεσπόζει κυρίαρχα ο θεοφιλέστατος πίσκοπος και, μετά από αυτόν, ο τν κτητόρων και οκητόρων γοντες τ πρωτεα{122}. Αυτήν ακριβώς την εποχή πρέπει να αρχίζουν και οι αγοραπωλησίες των εκκλησιαστικών αξιωμάτων (των επισκοπικών θρόνων) στο Βυζάντιο{123}, με παράλληλη αύξηση της τοκογλυφίας και εξάπλωση της πτώχευσης. Από το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα αρχίζει και η οριστική πτώση των μεσαίων πόλεων ιδιαίτερα στις βαλκανικές επαρχίες, όπου ταυτόχρονα εισβάλλουν οι Άβαροι και εγκαθίστανται οι Σλάβοι: Εγκαταλείπονται τα θέατρα, τα αμφιθέατρα, τα δημόσια λουτρά και, γενικά, τα δημόσια κτήρια και έτσι ολοκληρώνεται η μεταφορά της οικονομικής ζωής από την πόλη στην ύπαιθρο των πανίσχυρων μεγαλογαιοκτημόνων και των επισκόπων. Ο Μεσαίωνας επιβάλλει σταθερά τις δικές του νομοτέλειες σε μια κοινωνία αρχαιογενή.

Αλλά και στις εναπομένουσες μεγάλες πόλεις που στέκουν όρθιες ξεσπούν αρκετές λαϊκές εξεγέρσεις, με πρώτη την πάντα ανυπότακτη Αλεξάνδρεια (που είναι τώρα γνωστή και ως αιρετική). Στην Αντιόχεια, σύμφωνα με τον υπερορθόδοξο εκκλησιαστικό συγγραφέα Ευάγριο, δμος πανίσταται νεωτέρων πραγμάτων ρξαι θέλων{124}. Καθώς πλησιάζουμε στη στροφή από τον 6ο στον 7ο αιώνα, τα «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου»{125} της Θεσσαλονίκης κάνουν λόγο για μφυλίων πολέμων κα δημώδους ζάλης ναρίθμητα κύματα{126}. Ο ανώνυμος συγγραφέας των Θαυμάτων θεωρεί την άρχουσα τάξη της Θεσσαλονίκης (ο κρατοντες) υπεύθυνη για τα δεινά του πληθυσμού{127}. Ο αριθμός των κατοίκων, πάντως, μειώνεται αισθητά μέσα από τα τείχη της πόλης.

Η μεγάλη αριθμητική υπεροχή του πληθυσμού της υπαίθρου αποτελούσε για όλες τις κυβερνήσεις σε όλες τις εποχές ευρεία στρατολογική βάση και ο στρατός τυχαίνει να μνημονεύεται από τις πηγές συχνότερα από οποιοδήποτε άλλο συντεταγμένο σώμα της κοινωνίας, έτσι ώστε στο στρατό να αντανακλώνται και οι βασικές αντιθέσεις που διατρέχουν την κοινωνία. Σε ένα νόμο του έτους 574 (με αυτοκράτορα τον Ιουστίνο Β΄ και καίσαρα τον Τιβέριο) λέγεται ότι οι φόροι πηγαίνουν κύρια για τη συντήρηση του στρατού, που φρουρεί τος γρος (= τα κτήματα) κα τς πόλεις{128}, προδίδοντας με αυτόν τον τρόπο μια κοινωνία της οποίας πρώτο μέλημα είναι ο στρατός ο οποίος είχε ως πρώτο μέλημα τη φρούρηση των κτημάτων, δηλαδή των μεγάλων περιουσιών γης και, σε δεύτερο πλάνο, την υπεράσπιση των όποιων πόλεων εξακολουθούν να υπάρχουν. Πρόκειται, δηλαδή, για μια κοινωνία ήδη αγροτοποιημένη, απ’ όπου προέρχεται και ο στρατός, που δοκιμάζεται ήδη σε αρκετά μέτωπα{129}
Όσο περνάει ο καιρός τόσο προκύπτει από τις πηγές ότι αυτός ο στρατός που υπερασπίζει τα κτήματα και τις πόλεις αποτελείται κύρια από εντόπιους «Ρωμαίους», όπως τους αποκαλεί η Εκκλησιαστική Ιστορία του Ιωάννη Εφέσου{130}. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ τον Σύρο{131}, όσο και για το σχεδόν σύγχρονο των γεγονότων Θεοφύλακτο Σιμοκάττη{132}, ο στρατός αρχίζει να διχάζεται και η πρώτη εξέγερση εκδηλώνεται στη στρατιά της Ανατολής λίγο μετά το έτος 582, οπότε αυτοκράτορας γίνεται ο Μαυρίκιος (582-602), ενώ η δεύτερη ξεσπάει στη στρατιά του Δούναβη το 588. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο πολύ μεταγενέστερος Μιχαήλ ο Σύρος καταλήγει επιγραμματικά και μελαγχολικά: Οι Ρωμαίοι πέκτησαν τη συνήθεια να εξεγείρονται{133}. Δεν του ήταν δύσκολο να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, πάνω στη βάση όσων ακολούθησαν.

Η κατάσταση εκτραχύνεται επικίνδυνα για την άρχουσα τάξη (ναρχίας κμ λαμβάνει τν πρόοδον), σύμφωνα με τον Σιμοκάττη, ενώ η στρατιωτική εξέγερση ενάντια στους στρατηγούς το 588 θα αποκληθεί από τον Θεοφάνη τυραννίς (= παράνομη άσκηση εξουσίας με τα όπλα) {134}, έναν όρο που ο Σιμοκάττης αποδίδει στην πλειοψηφία του αυτοκρατορικού στρατού που, απλήρωτος και πεινασμένος, διατάσσεται να διαχειμάσει για τρίτη χρονιά πέρα από το Δούναβη. Πρόκειται σαφώς για μια φιλοτύραννον πληθύν{135}. Το συμπέρασμα για την (εμπαθέστατη) Χρονογραφία του Θεοφάνη είναι ότι μσος κινήθη κατ Μαυρικίου το βασιλέως{136}. Πράγματι, το Νοέμβρη του έτους 601, στη διάρκεια μιας νυχτερινής λιτανείας η αυτοκρατορική πομπή μόλις που αποφεύγει το θάνατο από λιθοβολισμό, καθώς ο λαός –που ως τότε δεν τολμούσε ούτε να λαλήσει{137}– αρχίζει αυθόρμητα να πετάει πέτρες και οι σωματοφύλακες μόλις που διασώζουν τον Μαυρίκιο στις Βλαχέρνες για τη δέηση{138}. Οι δμοι (πάλι αυτοί!), μας λένε οι πηγές, βρήκαν κάποιον που έμοιαζε φυσιογνωμικά με τον αυτοκράτορα και τον διαπόμπευσαν μέσα στην Πόλη{139}. Η κεντρική εξουσία απαντάει με μαζικές συλλήψεις{140}

Κάποιες μέρες αργότερα, προς τα τέλη του 601, εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη μια αντιπροσωπία κατώτερων αξιωματικών από τη στρατιά του Δούναβη (έντολικάριοι) και επιχείρησε να διαμαρτυρηθεί στο όνομα των ιδιαίτερα ταλαιπωρημένων και επί χρόνια απλήρωτων στρατιωτών, αλλά αυτοκράτορας και σύγκλητος έδιωξαν αυτούς τους ταπεινούς εκπροσώπους του στρατού άπράκτους{141}. Ούτε ο αυτοκράτορας, ούτε η σύγκλητος έδειξαν να υπολογίζουν την κλαγγή των όπλων που πλησίαζε, και μάλιστα πολύ απειλητικά, καθώς ενσάρκωνε την απελπισία μιας ολόκληρης κοινωνίας που δεν μπορούσε πια να ζει όπως πριν. Ό, τι δεν είχε κατορθώσει μια αρχαίου τύπου εξέγερση του δήμου σε μια μεγάλη πόλη το 532 θα το επιτελούσε τώρα το έτος 602, μετά από εβδομήντα χρόνια, ένας στρατός ελευθέρων που προερχόταν από μια κοινωνία αγροτοποιημένη προς μεσαιωνικά πρότυπα.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Ο Τηλέμαχος Λουγγής είναι ομότιμος διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, συνεργάτης της Ιδεολογικής Επιτροπής και του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
 


1. Ο Χριστιανισμός εμφανίστηκε αρχικά στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως ιδεολογία των καταπιεσμένων μαζών και γι’ αυτό θεωρούνταν από την –κατά τα άλλα ανεκτική ως προς τη θρησκευτική πίστη– ρωμαϊκή εξουσία ως επικίνδυνος και ανατρεπτικός. Ωστόσο, σε μια πορεία μετατράπηκε σε επίσημη κρατική θρησκεία τόσο στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όσο και στο Βυζάντιο.

Σημαντικοί σταθμοί σε αυτήν την πορεία αποτέλεσαν α) το Διάταγμα των Μεδιολάνων (313) με το οποίο καθιερώθηκε η ανεξιθρησκία, β) η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια (325) –που συγκάλεσε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος– η οποία αποφάσισε το Σύμβολο της Πίστης (το γνωστό «Πιστεύω») και γ) η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451) με την οποία το βυζαντινό κράτος υιοθέτησε επίσημα την ορθόδοξη εκδοχή του Χριστιανισμού ως επίσημη θρησκεία. Με τις αποφάσεις των Συνόδων και τη μετατροπή του σε θρησκεία της άρχουσας τάξης, ο Χριστιανισμός έχασε το ανατρεπτικό του περιεχόμενο και μετατράπηκε σε ορθοδοξία, τα χαρακτηριστικά της οποίας καθορίζονταν από τις Οικουμενικές Συνόδους, ενώ όσοι δεν αποδέχονταν αυτές τις αποφάσεις χαρακτηρίζονταν αιρετικοί και διώκονταν.
2. Η βυζαντινή σύγκλητος αποτελούσε πολιτικό όργανο το οποίο –τουλάχιστον αρχικά– είχε παρόμοια χαρακτηριστικά με τη ρωμαϊκή σύγκλητο. Η σύνθεσή της εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη βούληση του αυτοκράτορα, ωστόσο αποτελούνταν κυρίως από μεγαλογαιοκτήμονες, ανώτατους αξιωματούχους της πόλης, ανώτατους υπαλλήλους του κράτους, αλλά και απ’ όσους διόριζε ως μέλη της ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Όσο αναπτυσσόταν η Κωνσταντινούπολη ως οικονομικό και διοικητικό κέντρο και παρέπαιαν οι μικρότερες πόλεις, στη βυζαντινή σύγκλητο προσχωρούσαν και οι γαιοκτήμονες που ήταν μέλη των οργάνων αυτοδιοίκησης των πόλεων (των βουλευτηρίων), οι οποίοι αποκαλούνταν βουλευτές.
3. Codex Theodosianus XII, 1, 187. Codex Justinianus X, 13, 60.
4. Την περίοδο παρακμής της δουλοκτησίας, οι μικροί ελεύθεροι καλλιεργητές αντιμετώπιζαν πολύ μεγάλες δυσκολίες συντήρησης λόγω των συνεχόμενων πολέμων στους οποίους συμμετείχαν και λόγω των απανωτών φόρων. Ως συνέπεια, πολλοί από αυτούς παραχωρούσαν τα κτήματά τους στους μεγάλους γαιοκτήμονες, διατηρώντας για τον εαυτό τους μόνο την επικαρπία της γης που παραχωρούσαν. Με αυτόν τον τρόπο μετατρέπονταν σε κολόνους (coloni).
5. Jones, The Later Roman Empire (284-602). A Social, Econimic and Administrative Survey, London 1964, σελ. 370.
6. P. Arsac, La dignité sénatoriale au BasßEmpire, Revue historique du droit français et étranger 47 (1969), σελ. 232-242.
7. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ζ΄, κεφ. 14, παρ. 1.
8. Ό.π., κεφ. 21, παρ. 12.
9. Codex  Justinianus. V, 4, 29.
10. H.-G. Beck, Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich, München 1958, σελ. 122.
11. A. H. M.  Jones, Were heresies  social movements in disguise? Journal of theological Studies ThSt. (1959) X (2), σελ. 280-298.
12. A. Hohlweg, Bischof und Stadtherr im frühen Byzanz, Jahrbuch der Österreichischen Byzanti-nistik 20 (1971), σελ. 51-62.
13. F. Winkelmann, Die Östlichen Kirchen im Zeitalter der christologischen Auseinandersetzungen, Berlin 1980, σελ. 131-136 κ.ε.
14. Πριν την υιοθέτηση του Χριστιανισμού, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κυριαρχούσε η πολυθεϊστική θρησκευτική λατρεία. Η ποικιλία των θεοτήτων που λατρεύονταν και επιχειρούνταν να «εξευμενιστούν» είναι τεράστια. Η ειδωλολατρία –μαντεία, μυστικιστικές τελευτουργίες, θυσίες κλπ.– αποτελούσε συστατικό στοιχείο των διάφορων τοπικών θρησκειών.
15. T. Lounghis, Obrashchenije v christianstvo gospodstvujushchego klassa vo vtoroi polovine piatogo veka, Proceedings of the Byzantinological Symposium of the 16th International Eirene Conference.,Praha 1985, σελ. 69-72.
16. Λιβάνιος, Λόγος 30, 5-9 (Norman, 106-108). Ο Λιβάνιος (314-392) υπήρξε Έλληνας σοφιστής δάσκαλος της Ρητορικής. Ήταν πολυγραφότατος, ενώ χαρακτηριστικό ήταν το κλασικιστικό του ύφος και η νοσταλγία του για το κλασικό παρελθόν και τον παγανιστικό κόσμο που χανόταν.
17. Σωκράτης ο Σχολαστικός, «Εκκλησιαστική ιστορία», εκδ. «J. P. Migne Patrologia Grae-ca», VII, τ. 13, στήλες 1-2.
18. Τον αποκαλούν θύτην κα λληνα. Εκείνη την εποχή η λέξη ελληνισμός είναι συνώνυμη της ειδωλολατρίας και η λέξη Έλλην είναι συνώνυμη του ειδωλολάτρη, σε αντιπαράθεση με το χριστιανός.
19. Σωκράτης ο Σχολαστικός, «Εκκλησιαστική ιστορία», εκδ. «J. P. Migne Patrologia Grae-ca», VII, τ. 15, στήλες 1-7.
20. Προκόπιος, «Ανέκδοτα», εκδ. «J. Haury - G. Wirth»,  Leipzig 1963, κεφ. 26, παρ. 35.
21. Με τον όρο «Νεαρές» (νέοι νόμοι) χαρακτηριζόταν το τελευταίο τμήμα της νομοθεσίας του αυτοκράτορα Ιουστινιανού.
22. Novellae Justiniani, Appendix. XIII, σελ. 780-795.
23. Ό.π., κεφ. 17, σελ. 789.
24. Ό.π.
25. Ό.π., κεφ. 22, σελ. 791.
26. Novellae Justiniani, VII, κεφ. 11 έτος 535, σελ. 61.
27. Novellae Justiniani VIII, προοίμιον, έτος 535, σελ. 64: πολλ δικία βιασαμένη τος μετέρους πηκόους κα ες πενίαν λαύνουσα ς ες τελειωτάτην πορίαν.
28. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byza-ntinae», Bonnae 1831, σελ. 401.
29. Οι δήμοι συγκροτούνταν στις μεγάλες βυζαντινές πόλεις (Κωνσταντινούπολη, Αντιόχεια, Αλεξάνδρεια) αρχικά ως αθλητικά σωματεία που εμπλέκονταν με τη διοργάνωση ιππικών και άλλων αγώνων στον Ιππόδρομο, ενώ έπαιρναν την ονομασία τους από το χρώμα του εμβλήματός τους. Στην πορεία, οι δήμοι απέκτησαν μεγάλη πολιτική ισχύ και μετατράπηκαν σε ισχυρές πολιτικές ομάδες. Χωρίζονταν στους Βένετους (κυανούς), τους Πράσινους, τους Λευκούς και τους Ρουσίους (κόκκινους). Οι δύο πρώτοι ήταν οι βασικότεροι και με αυτούς συνέπρατταν συνήθως και οι άλλοι δύο.
30. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byza-ntinae», Bonnae 1831, σελ. 393.
31. Ό.π.
32. Ό.π., σελ. 396.
33. Ό.π., σελ. 398.
34. Novellae Justiniani LXXX, έτος 539, σελ. 391.
35. Προκόπιος, «Περ Κτισμάτων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1964, Βιβλίο Ι, κεφ. 11, παρ. 25-26.
36. Ό.π., Βιβλίο IV, κεφ. 9, παρ. 4-5.
37. Ιωάννης Λυδός, «Περ ρχν», έκδ. «R. Wünsch», Leipzig 1903, ΙΙ, 30, Προκόπιος, «Περ Κτισμάτων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1964, Βιβλίο Ι, κεφ. 5, παρ. 2, Novellae Justiniani XVI, Προοίμιον, έτος 535, σελ. 115. Novellae Justiniani XIII, Προοίμιον, έτος 535, σελ. 100.
38. Marcellinus comes, Chronicon, an. 491, σελ. 94.
39. Ό.π., an. 507, σελ. 96.
40. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byza-ntinae», Bonnae 1831, σελ. 406.
41. Η χρονογραφία αποτελεί εκείνο το είδος ιστορικού λόγου που εδραιώθηκε μετά από την επικράτηση του Χριστιανισμού. Σε αντίθεση με τις κλασικού τύπου ιστορίες και το λόγιο ύφος που χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν μια συγκεκριμένη εποχή, οι χρονογραφίες αποτύπωναν μια θεολογική αντίληψη της Ιστορίας, ενώ γράφονταν σε δημώδες, δηλαδή λαϊκό ύφος. Στα χρόνια του Ιουστινιανού (527-565) εμφανίζεται και ο πρώτος επιφανής εκπρόσωπος της χρονογραφίας, ο Ιωάννης Μαλάλας από την Αντιόχεια.
42. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byza-ntinae», Bonnae 1831, σελ. 408.
43. Ό.π., σελ. 395.
44. Ό.π., σελ. 383.
45. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byza-ntinae», Bonnae 1831, σελ. 422.
46. Όπ., σελ. 422.
47. Codex. Theodosianus. I, 16, 6 = Codex Justinianus I, 40, 3 (το δεύτερο τμήμα μόνο).
48. A. A. Čekalova, Konstantinopol’ v VΙom veke, Moskva 1985, 81.
49. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 24, παρ. 1.
50. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 24, παρ. 2.
51. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, «Περί βασιλείου τάξεως», I, passim.
52. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byza-ntinae», Bonnae 1831, σελ. 368.
53. Ju. A. Kulakovsky, Istorija Vizantii I, Kiev 1912, σελ. 394. Αμφιβολίες G. Prinzing, Zu den Wohvierteln der Blauen und der Grünen in Konstantinopel, Miscellanea Byzantina Monacensia 14, σελ. 36.
54. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byza-ntinae», Bonnae 1831, σελ. 416.
55. T. Lounghis - V. Blysidu - S. Lampakis, Regesten der Kaiserurkunden des oströmischen Reiches, Nicosia 2005, αρ. 480, σελ. 146. Βλ. και πιο πάνω, σημ. 38.
56. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byza-ntinae», Bonnae 1831, σελ. 351.
57. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byza-ntinae», Bonnae 1831, σελ. 379.
58. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byza-ntinae», Bonnae 1831, σελ. 393.
59. Χριστιανικό δόγμα, σύμφωνα με το οποίο η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε την ανθρώπινή του φύση και με αυτόν τον τρόπο την εξαφάνισε. Εξαπλώθηκε κυρίως στις ανατολικές επαρχίες του βυζαντινού κράτους, ενώ καταδικάστηκε ως αιρετική από τη Δ΄ και την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (451 και 553 μ.Χ. αντίστοιχα). Σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα, ο Ιησούς υπάρχει σε ένα μόνο πρόσωπο με δύο φύσεις, την ανθρώπινη και τη θεία.
60. Α. Α. Ċekalova, Vosstanije Nika I socialno-politiĉeskaja borba v Konstantinopolie v konce V - pervoi polovine VI v., Vizantiiskie Očerki 1977, σελ. 158-159.
61. E. Stein, Histoire du Bas-Empire, II, Paris-Bruxelles-Amsterdam 1949, σελ. XI.
62. A. A. Ċekalova, Narod i senatorskaja opposicija v Vosstanije Nika, Vizantiiskii Vremennik  32 (1971), σελ. 29.
63. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae», Bonnae 1831, σελ. 474.
64. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 24, παρ. 17.
65. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byza-ntinae», Bonnae 1831, σελ. 474.
66. «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 620, Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 181-184.
67. «…κα θαρρ έλευθερίας κα μφανίσαι ο συγχωρομαι…», Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 183.
68. Ευάγριος, «Εκκλησιαστική ιστορία», εκδ. J. Bidez - L. Parmentier, London 1898 (ανατύπωση 1964), IV, 32, σελ. 182.
69. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 24, παρ. 17, Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae», Bonnae 1831, σελ. 475 και «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 621 με μικρές παραλλαγές.
70. Η επαρχιακή διοίκηση στο Βυζάντιο χωριζόταν –από την κατώτερη στην ανώτερη- σε επαρχίες, διοικήσεις και μεγάλες διοικητικές ενότητες. Επικεφαλής κάθε επαρχίας ήταν ο έπαρχος, κάθε διοίκησης ο βικάριος (τον οποίο πρέπει να κατάργησε ο Ιουστινιανός) και κάθε διοικητικής ενότητας ο έπαρχος των πραιτορίων. Ο κοιαίστωρ βοηθούσε τον αυτοκράτορα στα νομοθετικά και δικαστικά του καθήκοντα.
71. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 24, παρ. 19.
72. Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 184: κρατήσας παρχος τινς τν τακτούντων φούρκισεν ατούς. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 24, παρ. 7: ρχ τν στασιωτν τινας τν π θανάτ πγε.
73. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 24, παρ. 9: εδαιμόνων τε νθρώπων οκίαι πολλα κα χρήματα μεγάλα…, Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 184: τά τε ργυροπρατεα πυρ νηλώθησαν … κα εσερχόμενοι ν τος οκοις διήρπαζον τς ποστάσεις.
74. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byza-ntinae», Bonnae 1831, σελ. 475, «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 621.
75. Ο Βελισάριος ήταν μεγάλος στρατηγός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά τον 6ο αιώνα. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατάπνιξη της Στάσης του Νίκα.
76. «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 621. Οι σχολάριοι ήταν στρατιώτες της αυτοκρατορικής φρουράς. Οι προτήκτορες ήταν αξιωματούχοι της αυτοκρατορικής φρουράς. Οι κανδιδάτοι ήταν δόκιμοι της αυτοκρατορικής φρουράς.
77. Ό.π., σελ. 622,  Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 184.
78. Ο Αναστάσιος ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας (491-518) που είχε κατηγορηθεί από τη συγκλητική αριστοκρατία ως αιρετικός.
79. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 24, παρ. 20.
80. Ό.π., παρ. 20.
81. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 24, παρ. 26-30.
82. Ό.π., παρ. 32: …ναυσν ς φυγν τρεπομένοις μεινον σται…, Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 184: ó βασιλες θέλησε βαλεν ες δρόμωνα τ χρήματα κα ξελθεν.
83. Ο Θεοφάνης Ομολογητής (760-818) ήταν Βυζαντινός μοναχός και χρονογράφος.
84. Ιλλυρία ή αργότερα Ιλλυρικό ονομάζονταν τα εδάφη του δυτικού μέρους της σημερινής Βαλκανικής Χερσονήσου.
85. «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 622, Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 622. Το Πασχάλιο Χρονικό είναι βυζαντινή χρονογραφία που αναφέρεται στα γεγονότα από την υποτιθέμενη αρχή του κόσμου μέχρι το 630 μ.Χ.
86. «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 622-623.
87. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 24, παρ. 6.
88. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 24, παρ. 6: τατά μεν ον τας πόλεσι κα δήμ κάστ δε πη χει.
89. Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 185 και 625, «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae», Bonnae 1832, σελ. 622.
90. Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο σπαθάριοι ονομάζονταν οι σωματοφύλακες του αυτοκράτορα και των ανώτερων αξιωματούχων. Οι αυτοκρατορικοί σπαθάριοι ανήκαν στο σώμα των κουβικουλάριων.
91. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byza-ntinae», Bonnae 1831, σελ. 476, «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 626. Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 185.
92. «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 627.
93. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byza-ntinae», Bonnae 1831, σελ. 475, «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 623.
94. «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 622. Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 623-624.
95. «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 622, Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 624.
96. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 24, παρ. 31.
97. «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 622, Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 625, Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae», Bonnae 1831, σελ. 475.
98. Ως περσικός πόλεμος εννοείται εδώ το σύνολο των μαχών που έλαβαν χώρα το διάστημα 528-531 στην Ανατολή, ανάμεσα στα βυζαντινά στρατεύματα υπό τις διαταγές του Βελισάριου και τα στρατεύματα του περσικού κράτους των Σασσανιδών.
99. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 24, παρ. 40, 44 και 52. Επίσης, Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae», Bonnae 1831, σελ. 476, «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 622, Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 626 και σελ. 185.
100. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 24, παρ. 39 και 44-46.
101. Ό.π., παρ. 51.
102. Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 185.
103. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae», Bonnae 1831, σελ. 476, «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 627. Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 185, Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 24, παρ. 54: πλέον τρισμύριοι.
104. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 24, παρ. 53-55.
105. «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 622. Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 627.
106. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 24, παρ. 57, «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzanti-
nae», Bonnae 1832, σελ. 622, Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 628 και σελ. 185-186.
107. «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 622, Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 628.
108. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae», Bonnae 1831, σελ. 477, «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 628-629.
109. Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 186.
110. «Πασχάλιον Χρονικόν», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae»,  Bonnae 1832, σελ. 622, Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 629.
111. Προκόπιος, «Υπέρ Πολέμων», εκδ. «J. Haury - G. Wirth», Leipzig 1962, Βιβλίο Ι, κεφ. 25, παρ. 1.
112. F. Engels, «The Peasant War in Germany (1850)», in Marx-Engels, «Collected Works», vol. 10, Moscow 1978, σελ. 412.
113. Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, «Ιστορία», VIII, 7, 10-11.
114. S. Winkler, Zur Problematik der Volksbewegungen unter Justinian, Studii Classice III (1961), σελ. 432.
115. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byzantinae», Bonnae 1831, σελ. 483, Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 225-226.
116. Ιωάννης Μαλάλας, «Χρονογραφία», εκδ. «L. Dindorf, Corpus scriptorum historiae byza-
ntinae», Bonnae 1831, σελ. 486.
117. Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 230.
118. ­­­Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 234.
119. Ε. Stein, Studien zur Geschichte des byzantinischen Reiches vornehmlich unter den Kaisern Justinus II. und Tiberius Constantinus, Stuttgart 1919, 157.
120. Ιουστίνου Β΄ Νεαρά 1 = JGR I, 1-2.
121. Ιουστίνου Β΄ Νεαρά VI = JGR I, 13-14, Τιβερίου Β΄ Νεαρά ΧΙΙΙ = JGR I, 30-31.
122. Ιουστίνου Β΄ Νεαρά V = JGR I, 11.
123. Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, «Εκκλησιαστική ιστορία», Βιβλίο XVI, κεφ. 33,  εκδ. «J. P. Migne Patrologia Graeca» τ. 147, στήλη 305.
124. Ευάγριος, «Εκκλησιαστική ιστορία», εκδ. J. Bidez - L. Parmentier, London 1898 (ανατύπωση 1964), V, 9.
125. Πρόκειται για αγιολογικά κείμενα τα οποία αφηγούνται τις «θαυματουργικές» επεμβάσεις του «αγίου» για τη σωτηρία της Θεσσαλονίκης από τις επιδρομές των Σλάβων.
126. Les plus anciens recueils des miracles de St. Démétrius I, 112 (81-84).
127. Lemerle, Les plus anciens, II, 118, 135-136.
128. Τιβέριου Β΄ Νεαρά IX = JGR I, 21.
129. Ε. Stein, Studien zur Geschichte des byzantinischen Reiches vornehmlich unter den Kaisern Justinus II. und Tiberius Constantinus, Stuttgart 1919, 8-12.
130. Ιωάννης Εφέσου ΙΙΙ, 6, 14, σελ. 235 και ΙΙΙ, 6, 27, σελ. 251.
131. Μιχαήλ Σύρος, «Συριακό χρονικό» (γαλλική μετάφραση) J. B. Chabot, «La chronique de Michel le Syrien, patriarche jacobite dAntioche 1116-1199», Paris 1899-1910, Βιβλίο Χ, κεφ. 12 = τ. ΙΙ, σελ. 37. Ο Μιχαήλ ο Σύρος ήταν Σύρος πατριάρχης και χρονογράφος του 12ου αιώνα.
132. Σιμοκάττης VIII, 8, 5. Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 260. Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης ήταν βυζαντινός ιστοριογράφος των αρχών του 7ου αιώνα.
133. Μιχαήλ Σύρος, «Συριακό χρονικό» (γαλλική μετάφραση) J. B. Chabot, «La chronique de Michel le Syrien, patriarche jacobite dAntioche 1116-1199», Paris 1899-1910, Βιβλίο Χ, κεφ. 21 = τ. ΙΙ, σελ. 359: Les Romainsprirent lhabitude de se révolter.
134. Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 261.
135. Σιμοκάττης, VIII, 8, 8.
136. Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 280.
137. Ό.π., σελ. 283.
138. Σιμοκάττης, VIII, 5, 1. Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, 283.
139. Ιωάννης Αντιοχεύς, De insidiis III, απ. 107, σελ. 148.
140. Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 283: Μαυρίκιος … πολλος πιάσας, τιμωρήσατο.
141. Θεοφάνης, «Χρονογραφία», εκδ. «Carl de Boor», Leipzig 1880, σελ. 280.

  

επιλογή εικόνων από Aristera sti Mitilini
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: