Οι 'Ελληνες στην Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση
(Γ' μέρος: Οι δυνάμεις της επανάστασης)
Με
την έκρηξη της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης οι Ελληνες
εργάτες και αγρότες πήραν θέση δίπλα στα ταξικά τους αδέρφια.
«Οι
διακηρύξεις» των Μπολσεβίκων «για διανομή της γης», αναφέρει ο Ι.
Χασιώτης, βρήκαν «ανταπόκριση μεταξύ των χιλιάδων Ελλήνων ακτημόνων του
Βορείου Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας, ιδιαίτερα εκείνων που ως την
Επανάσταση εργάζονταν σε κτήματα ντόπιων (ή ακόμα και ομοεθνών τους)
γαιοκτημόνων...Ο μπολσεβικικός πυρήνας π.χ. της Τσάλκας (τότε
Barmaksiz), που σχηματίστηκε στα 1918, αποτελούνταν από Ελληνες κυρίως
αγρότες... τους Κ. Εφραίμωφ, Σ. Ποζώφ, Ζ. Αϊντίνωφ, Μ. Κοτάνωφ, Ν. Λάζωφ
κ.ά. Ο γραμματέας της τοπικής εκείνης επιτροπής ήταν αρχικά ο
Παρασκευάς Ν. Αϊντίνωφ (και αργότερα ο Γ. Φ. Σαρικιάνωφ), που είχε
ενταχθεί στο κίνημα από την εποχή της στρατιωτικής του υπηρεσίας στο
μέτωπο του Καυκάσου. Μετά την κατάρρευση, ο Αϊντίνωφ οργανώθηκε στην
κομματική οργάνωση των μπολσεβίκων της επαρχίας Μπορτσαλίνσκι. Ο
Αϊντίνωφ από μικρός εργαζόταν - όπως και η οικογένειά του - στο
αγρόκτημα του Ελληνα γαιοκτήμονα Μαγκλή»1
«Το παράδειγμα της Ευπατόριας», αναφέρει ο Δ. Καταϊφτσής, είναι επίσης «αρκετά χαρακτηριστικό»: «Οι
φτωχοί, αλλά καλά οργανωμένοι συνδικαλιστικά, Ελληνες ψαράδες είχαν
ταχθεί με τους "Κόκκινους", την ίδια στιγμή που η αστική τάξη της πόλης
ήταν "ελληνική"».2
Ο «Ριζοσπάστης», έγραφε σχετικά: «Στην
Ευπατόρια (Κριμαία) όπου οι βαρκάρηδες και ψαράδες, σχεδόν όλοι, ήταν
Ελληνες και οργανωμένοι σε σωματείο, η επαναστατική επιτροπή τούς όπλισε
και αυτοί κράτησαν την τάξη μόλις κηρύχθηκε η επανάσταση. Κι αυτό παρά
το γεγονός ότι οι κυριότεροι πλούσιοι της Ευπατόριας ήταν Ρωμιοί, όπως
οι μεγαλέμποροι Νταβίντωφ, Παναγιώτου, κ.λπ. Ενας από τους βαρκάρηδες
αυτούς στον εμφύλιο πόλεμο εξελίχθηκε σαν κόκκινος παρτιζάνος (αντάρτης)
σε σωστό "κόκκινο ναύαρχο", που έδρασε κατά των άσπρων [αντεπαναστατών]
στην Οντέσσα, Ψωμιάδη τονέ λένε».3
Οι Ελληνες στον Κόκκινο Στρατό
Τα παραδείγματα μεταξύ των Ελλήνων που πήραν τα όπλα υπέρ της Επανάστασης είναι πράγματι πολλά:
Οταν
π.χ. ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στην Κριμαία τον Απρίλη του 1918, οι
Ελληνες της περιοχής πολέμησαν με τους Μπολσεβίκους. Ως αντίποινα
μάλιστα «εφονεύθησαν αρκετοί Ελληνες...οι δε εναπομείναντες εξεδιώχθηκαν υπό των Γερμανών».4
Σύμφωνα με τον στρατηγό του Κόκκινου Στρατού, Π. Ντιμπένκο οι Ελληνες της Μαριούπολης «αποτελούσι...την καλυτέραν μονάδα του στρατού του».5
Η μονάδα αυτή συγκροτήθηκε αποκλειστικά από Ελληνες εθελοντές της
περιοχής και διακρίθηκε στις μάχες του μετώπου της Μαριούπολης το Μάρτη
του 1919. Η οργάνωση των Ελλήνων μιας σειράς χωριών (όπως το Μάγγους, η
Γιάλτα, το Στάριι Κριμ, το Κερμεντζούκ, το Χαράχλα, το Τσαρταχλί, κ.ά.)
στο πλευρό των μπολσεβίκων θα συνδράμει στην τελική νίκη της επανάστασης
στη Μαριούπολη.
Ο Γεώργιος Μαυροκορδάτος υπήρξε διοικητής μονάδας
του Κόκκινου Στρατού στο Νικολάγιεφ. Ο Σεργκέι Κνόρους διετέλεσε
ανθυπασπιστής του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας, του οποίου μάλιστα οι
ναύτες τον εξέλεξαν πρόεδρο της Κεντρικής Επιτροπής (Φλεβάρης 1918). Ο
Ανδρέας Φιοντόροφ υπηρέτησε στην «Τσεκά» (την «Εκτακτη Επιτροπή» για την
πάλη εναντίον των δυνάμεων της αντεπανάστασης), αρχικά στην
Υπερκαυκασία και από το 1920 στη Μόσχα (πλάι στον επικεφαλής της, Φ.
Τζερζίνσκι). Ο Ιβάν Σελεσκερίδης διετέλεσε από το 1919 αρχίατρος
μεραρχίας του Κόκκινου Στρατού. Ο Νίκος Ξανθόπουλος πρωτοστάτησε στο
Κουμπάν στη συγκρότηση ελληνικής εργατικής επιτροπής βοήθειας προς τον
Κόκκινο Στρατό.
Ο Καφηνίδης ήταν «μέραρχος του [κόκκινου]
ιππικού. Εγινε στρατηγός από απλός στρατιώτης εις τα πεδία των μαχών,
όπου διεκρίθη. Μέλος του κόμματος. Αλλοτε τραπεζικός υπάλληλος και από
τους πρώτους επαναστάτας κατά του τσαρισμού». Μιλώντας ο ίδιος για τον
Κόκκινο Στρατό, τόνισε μεταξύ άλλων: «Από τον Μπολσεβικικό στρατό λείπει
εντελώς το πνεύμα της στρατοκρατίας. Υπάρχει μόνον η πειθαρχία την
οποίαν επιβάλλουν οι ίδιοι οι στρατιώται διά των συμβουλίων των, ακόμη
και εις τους ανωτέρους των. Αξιωματικοί, στρατηγοί και στρατιώται
τρώγουν το ίδιο φαγητό... Μετά το τέλος της υπηρεσίας αξιωματικοί και
στρατιώται εξισούνται, γίνονται απλοί σύντροφοι. Και όμως ο στρατός
αυτός ενίκησεν όλους τους στρατούς του κόσμου... Πώς εξηγείται αυτό το
θαύμα; Ο στρατηγός Καφηνίδης μου απαντά. Ημείς δεν είμεθα όπως οι
στρατοί των κεφαλαιοκρατικών χωρών. Απλούστατα είμεθα μια ένοπλος
οργάνωσις Μαρξιστών...».6
Ισαάκ Μπρόντσκι: Η εκτέλεση των 26 επιτρόπων της «Κομμούνας του Μπακού» |
Ο
Βλαδίμηρος Τριανταφύλλοφ ήταν στρατιωτικός, μέλος του κόμματος των
Επαναστατών Σοσιαλιστών. Οταν όμως οι τελευταίοι τάχθηκαν κατά της
σοβιετικής εξουσίας πέρασε με το μέρος των Μπολσεβίκων (1919). Εχοντας
διακριθεί για τις ικανότητές του στη στρατιωτική διοίκηση μέσα από τις
γραμμές του Κόκκινου Στρατού έγινε δεκτός στην Ακαδημία του Γενικού
Επιτελείου, όπου σπούδαζε και πολεμούσε ταυτόχρονα. Ακολούθως, υπήρξε
επικεφαλής συντάγματος και κατόπιν ταξιαρχίας του Κόκκινου Στρατού στο
Ανατολικό, Νότιο και Νοτιοδυτικό Μέτωπο. Για τον ηρωισμό του τιμήθηκε με
το παράσημο της Κόκκινης Σημαίας.
Ελληνες βρέθηκαν ακόμα και
στις πιο απομακρυσμένες επιχειρήσεις του Κόκκινου Στρατού, όπως οι Κ.
Ζαχαρίδης και Σ. Παπαδόπουλος (στην Τασκένδη το 1918), ο Μοραντής
(επικεφαλής του Χαρτογραφικού Τμήματος του Γενικού Επιτελείου του
Κόκκινου Στρατού στο Τουρκεστάν), κ.ά.
Ο επαναστατημένος στρατός ενώνεται με τον επαναστατημένο λαό
Πολλοί
από τους Ελληνες που εντάχθηκαν στις επαναστατικές διαδικασίες ήταν
στρατευμένα εργατόπαιδα και αγροτόπαιδα, που ήρθαν σε επαφή και
σφυρηλατήθηκαν με τις μπολσεβικικές ιδέες, την οργάνωση και πάλη στη
φωτιά του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Με την επιστροφή τους στους τόπους
καταγωγής τους, οι στρατιώτες αυτοί ενώνονταν με τους εξεγερμένους
εργάτες και αγρότες, συγκροτώντας επαναστατικές ένοπλες οργανώσεις, όπως
συνέβη π.χ. στο ελληνικό χωριό Μερτσάν (Κουμπάν), όπου «αφού
βοήθησαν τους μπολσεβίκους να επικρατήσουν στην περιοχή τους, πήραν
μέρος, από κοινού με άλλες τοπικές επίσης δυνάμεις (από το Κριμσκ, την
Ανάπα, το Αμπίνσκ κ.λπ.), στην πολιορκία και την τελική κατάληψη του
Αικατερινοντάρ (Ιανουάριος - Μάρτιος 1918)».7
Πρόεδρος της Επαναστατικής Επιτροπής του Μερστάν εκλέχθηκε ο δάσκαλος
του χωριού Καρασάβοφ, ενώ διοικητής της ένοπλης ομάδας - που αριθμούσε
85 μαχητές - ο Στυλιανός Καραγιώρ(γης). Σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση
αυτής της πρώτης ένοπλης ομάδας έπαιξε επίσης ο Αγγελής Μυρόνοφ, από την
Επαναστατική Επιτροπή του Αμπίνσκ.
«Οι Ελληνες στην πάλη των τάξεων και στην Οκτωβριανή Επανάσταση», ανταπόκριση του «Ριζοσπάστη» στις 10/7/1935. |
Οι Ελληνες της περιοχής - αναφέρουν ντοκουμέντα του μουσείου του Μερτσάν - εντάχθηκαν «στην
ομάδα...γιατί πίστεψαν στο δίκιο των μπολσεβίκων. Φόρεσαν το καπέλο με
την κόκκινη λωρίδα, το κόκκινο σήμα στο στήθος. Πήραν την καραμπίνα και
πήγαν να πολεμήσουν για τα Σοβιέτ, για την καλύτερη και ευτυχισμένη ζωή».
Αναχωρώντας από το χωριό για να ενωθούν με τις υπόλοιπες δυνάμεις του
Κόκκινου Στρατού, με λάβαρο μια κόκκινη σημαία που ανέγραφε το σύνθημα «Ολη η εξουσία στα Σοβιέτ», οι μαχητές του Μερτσάν φώναζαν «Εμπρός, μπολσεβίκοι του Μερτσάν, εμπρός για τη σοβιετική εξουσία» και τραγουδούσαν «Αφοβα
θα πάμε εμείς στη μάχη / για την εξουσία των Σοβιέτ. / Και όλοι θα
πεθάνουμε / για τον αγώνα αυτό. / Σκάζουν τα πολεμοφόδια / κροταλίζουν
τα πολυβόλα / αλλά αυτά δεν τα φοβούνται / οι κόκκινοι λόχοι». Μετά
την κατάληψη του Αικατερινοντάρ, οι «κόκκινοι μαχητές» του Μερτσάν
πολέμησαν επίσης κατά των «λευκών» στον Ντον και το Τερέκ, ενώ στη
συνέχεια ενώθηκαν με την 11η Στρατιά του Κόκκινου Στρατού γράφοντας τις
τελευταίες σελίδες της νίκης επί των δυνάμεων της αντεπανάστασης στη
νότια Ρωσία.8
Οι Ελληνες κομμουνιστές στην πρώτη γραμμή του αγώνα
Ψυχή, πρωτοπόρα δύναμη, οργανωτής και καθοδηγητής της Επανάστασης ήταν βεβαίως το κόμμα των Μπολσεβίκων, το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Σχεδόν
σε όλες τις περιοχές με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς έδρασαν
Ελληνικά Τμήματα των τοπικών Οργανώσεων του Κομμουνιστικού Κόμματος,
όπως στο Κίεβο, στο Χάρκοβο, στο Νοβοροσίσκ, στην Οδησσό, στη
Σεβαστούπολη, στο Βατούμ, κ.α.
Πολλοί ακόμη, βεβαίως, εντάχθηκαν
στις κατά τόπους - πολυεθνικές - μπολσεβίκικες Οργανώσεις. Οπως π.χ. ο
Ιωάννης Χιώτης, ο οποίος υπήρξε Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής
του Σοχούμ του Κομμουνιστικού Κόμματος, ή ο Ωρίων Αλεξάκης και ο Ηρακλής
Μεταξάς, που ανέπτυξαν πράγματι πλούσια επαναστατική δράση.
Ωρίων Αλεξάκης
Οταν
ξέσπασε η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Πετρούπολη
(Λένινγκραντ), ο Ω. Αλεξάκης βρισκόταν στο Κίεβο. Εκεί ήταν που δέχτηκε
και το «βάφτισμα του πυρός» ως μέλος της Κόκκινης Φρουράς που έσπευσε να
συνδράμει τους εξεγερμένους εργάτες του «Αρσεναλ», του μεγαλύτερου
εργοστασίου της πόλης. Ο Αλεξάκης τραυματίστηκε στη μάχη, αλλά δεν
«αποστρατεύτηκε»: Αρχικά εκλέχθηκε μέλος της Κομμουνιστικής Επιτροπής
του Κιέβου, ενώ στα τέλη του 1917 στάλθηκε στην επαναστατημένη
Σεβαστούπολη, όπου ανέλαβε Γραμματέας της Επαναστατικής Επιτροπής. Οταν
στις 14 Μάρτη 1918 συνήλθε στη Μόσχα το 4ο Εκτακτο Πανρωσικό Συνέδριο
των Σοβιέτ, ο Αλεξάκης ήταν ο νεότερος αντιπρόσωπος. Κατόπιν διετέλεσε
αντιπρόσωπος της ΚΕ του Ρωσικού ΚΚ(μπ) στη Βιάτκα, μέλος της Κομματικής
Επιτροπής του Χαρκόβου, της Κριμαίας, του Βλαντιμίρ καθώς και Πολιτικός
Επίτροπος της 1ης Μεραρχίας Ζαντνεπρόβσκ (στην οποία είχαν ενταχθεί
πρόσκαιρα και οι δυνάμεις του αναρχικού Ν. Μαχνό, που ωστόσο δεν άργησαν
να στραφούν εναντίον της Επανάστασης). Υπήρξε επίσης συγχρόνως
σπουδαστής, καθηγητής και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του
Κομμουνιστικού Πανεπιστημίου «Γ. Μ. Σβερντλόφ». Λίγο πριν το θάνατό του
είχε μετάσχει στο 9ο Συνέδριο του Ρωσικού ΚΚ(μπ) ως αντιπρόσωπος των
κομμουνιστών της Κριμαίας (29 Μάρτη - 5 Απρίλη 1920).
Αλλοτε
ανάμεσα στους εργάτες, άλλοτε στους ναύτες, από πόλη σε πόλη, από τη μια
κομματική αποστολή στην άλλη, από το ένα μέτωπο του πολέμου στο άλλο,
μαθητής και δάσκαλος, ο Ω. Αλεξάκης υπήρξε ένας πραγματικός στρατιώτης
της Επανάστασης, ένας πραγματικός μπολσεβίκος που δεν σταμάτησε ποτέ να
εργάζεται ακούραστα για την υπόθεση της εργατικής τάξης. Δολοφονήθηκε
στη Μαύρη Θάλασσα τον Οκτώβρη του 1920, μαζί με το νεαρό στέλεχος του
ΣΕΚΕ Δημοσθένη Λιγδόπουλο, όντας σε αποστολή της Κομμουνιστικής
Διεθνούς.9
Ηρακλής Μεταξάς
Η
σοβιετική εξουσία εγκαθιδρύθηκε στο βιομηχανικό προλεταριακό κέντρο του
Μπακού (Αζερμπαϊτζάν) μόλις 6 μέρες μετά την έκρηξη της Οκτωβριανής
Σοσιαλιστικής Επανάστασης (31 Οκτώβρη 1917), «εγκαινιάζοντας» την
περίοδο της «Κομμούνας του Μπακού». Ακολούθως, ο Ηρ. Μεταξάς, στέλεχος
του Κόμματος των Μπολσεβίκων, θα έχει ενεργό - πρωταγωνιστικό ρόλο στη
διαδικασία κοινωνικοποίησης και εργατικού ελέγχου των τραπεζών, της
εμπορικής ναυτιλίας, κ.λπ.
Εξαρχής, ωστόσο, η νεαρή «Κομμούνα του
Μπακού» βρέθηκε περικυκλωμένη με τις ποικιλώνυμες και αριθμητικά
υπέρτερες δυνάμεις της αντεπανάστασης: Τους αστούς εθνικιστές του
Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας («Ντασνάκους»), τους Γεωργιανούς
μενσεβίκους, καθώς και τους στρατούς της Βρετανίας και της οθωμανικής
αυτοκρατορίας (που ανήκαν μεν σε αντίπαλα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα,
αντιμάχονταν ωστόσο εξίσου την Επανάσταση). Ο Ηρ. Μεταξάς έλαβε μέρος
στις πολεμικές επιχειρήσεις του Κόκκινου Στρατού, που, παρότι δεν
αριθμούσε παρά λίγες χιλιάδες, κατάφερε να αποκρούσει με επιτυχία τις
αλλεπάλληλες επιθέσεις του πολλαπλάσιου οθωμανικού στρατού τον Ιούνη του
1918.
Η «Κομμούνα του Μπακού» όμως δεν μπόρεσε να αντέξει. Η πόλη
καταλήφθηκε στις 4 Αυγούστου 1918 από στρατεύματα που μετέφεραν οι
Βρετανοί από την Περσία (Ιράν). Ο Ηρ. Μεταξάς συνελήφθη μαζί με τους 26
Επιτρόπους του Μπακού (όργανο της επαναστατικής εξουσίας, του οποίου τα
μέλη προέρχονταν από 7 εθνότητες), κ.ά. στελέχη του κόμματος. Οι Ελληνες
ομοεθνείς του κινητοποιήθηκαν για την απελευθέρωσή του. Εκείνος όμως
αρνήθηκε οποιαδήποτε «ειδική μεταχείριση» που θα τον διαχώριζε από τις
τύχες των συντρόφων του. «Δεν είμαι Ελληνας», τόνισε. «Είμαι
διεθνιστής... Πρέπει να συνεχίσω τον αγώνα μου. Κανείς, και ποτέ δεν
μπορεί να με χωρίσει από τον αγώνα της νίκης της σοσιαλιστικής
επανάστασης».10
Στις 19 - 20 Σεπτέμβρη, 3 μέρες
μετά τη σύλληψή τους, οι Επίτροποι του Μπακού (μεταξύ των οποίων και ο
ίδιος) θα οδηγηθούν νύχτα σε μια ερημική τοποθεσία μεταξύ των σταθμών
Περεβάλ και Ακσα-Κούιμα του τρανσκαυκασιανού σιδηροδρόμου και θα
εκτελεστούν.
Η θυσία τους, ωστόσο, δεν πήγε χαμένη. Δύο χρόνια
αργότερα η σοβιετική εξουσία θα νικούσε ολοκληρωτικά στην Υπερκαυκασία
και οι σύντροφοί τους θα ξεκινούσαν πια το τιτάνιο έργο της οικοδόμησης
του πρώτου εργατικού κράτους στην Ιστορία της ανθρωπότητας.
Διαφώτιση
Πολλοί
Ελληνες κομμουνιστές υπηρέτησαν την υπόθεση της Επανάστασης μέσα από
τους τομείς της διαφώτισης, της προάσπισης και μεταλαμπάδευσης των
επαναστατικών ιδεών. Η Μαρία Βαλλιανού π.χ. ήταν αντιπρόεδρος της
Διεύθυνσης του Πολιτικού Τμήματος του Ανατολικού Μετώπου (κατόπιν τέθηκε
επικεφαλής του Τμήματος Λαϊκής Παιδείας της Σταυρούπολης). Ο
Κωνσταντίνος Σεμερτζίεφ υπήρξε από το 1917 υπεύθυνος Διαφώτισης της
Επαναστατικής Επιτροπής της πόλης Γάγκρα της Γεωργίας, ενώ το 1920 έγινε
πρόεδρος της Περιφερειακής Επιτροπής του Σοχούμ της Κομμουνιστικής
Νεολαίας (Κοσμομόλ).
Ο δραματουργός, σκηνοθέτης και ηθοποιός
Θεόδωρος Κανονίδης μετείχε στο ελληνικό περιοδεύον θέατρο, που
συγκροτήθηκε το 1920 από το Τμήμα Πολιτικής Διαφώτισης της Επαναστατικής
Επιτροπής του Νοβοροσίσκ.
Αλλοι συνέδραμαν επίσης μέσα από την
τύπωση και διάδοση του επαναστατικού Τύπου, ρωσόφωνου και ελληνόφωνου.
Οπως ο Πόντιος κομμουνιστής Δ. Τριανταφυλλίδης, που υπήρξε μέλος της
συντακτικής επιτροπής της τοπικής εφημερίδας της Ευπατόριας.
Η
πρώτη ελληνόφωνη κομμουνιστική εφημερίδα, όπως είδαμε ήδη (στο Α'
μέρος), ήταν η «Χαραυγή», που εκδόθηκε στο Βατούμ το 1917. Το 1920 στο
Νοβοροσίσκ άρχισε να βγαίνει ο «Σπάρτακος», όργανο του Ελληνικού
Τμήματος της τοπικής Περιφερειακής Οργάνωσης του ΚΚ (διευθυντής της
εφημερίδας διετέλεσε ο Δημήτρης Σακαρέλος, κατόπιν στέλεχος του ΚΚΕ και
μαχητής των Διεθνών Ταξιαρχιών της Ισπανίας). Το 1921 εκδόθηκε η
εφημερίδα «Κομμουνιστής», όργανο του Ελληνικού Τμήματος της
Περιφερειακής Επιτροπής του Βατούμ - και κατόπιν Αντζαρίας - του ΚΚ. Με
τον ίδιο τίτλο («Κομμουνιστής») κυκλοφόρησε επίσης την ίδια χρονιά άλλη
μια ελληνόφωνη εφημερίδα στο Ροστόβ επί του Ντον, όργανο της
Περιφερειακής Επιτροπής της Αζοφικής και Μαύρης Θάλασσας του ΚΚ (με
αρχισυντάκτη τον δάσκαλο Π. Πιαστόπουλο). Το τιράζ της αρχικά ξεπερνούσε
τα 3.500 φύλλα, ενώ σύντομα αναδείχθηκε στην πιο ευρέως διαδεδομένη
ελληνόφωνη εφημερίδα της Σοβιετικής Ενωσης. Στο μακρινό Βλαδιβοστόκ,
τέλος, εμφανίστηκε το 1921 μια ακόμη εφημερίδα, η «Ανατολή», της οποίας
ωστόσο η ύπαρξη υπήρξε εξαιρετικά βραχύβια.11
Στα όργανα της σοβιετικής εξουσίας
Οι
Ελληνες έλαβαν δραστήρια μέρος στις κοινωνικοπολιτικές ζυμώσεις που
αναπτύχθηκαν μεταξύ των εργατοαγροτικών μαζών στις περιοχές τους,
αναδείχθηκαν στα τοπικά Σοβιέτ καθώς και σε άλλα όργανα της
επαναστατικής / σοβιετικής εξουσίας.
Στο Σοβιέτ Εργατών
Αντιπροσώπων της Οδησσού, για παράδειγμα, υπήρχαν το 1917 πέντε Ελληνες
αντιπρόσωποι (το Γενάρη του 1918, ένας ακόμη Ελληνας, ο Πινέλης,
αναδείχθηκε στην Εκτελεστική Επιτροπή του Σοβιέτ). Στο Σοβιέτ της πόλης
του Νικολάγιεφ το 1919 υπήρχαν επίσης 3 Ελληνες αντιπρόσωποι. Το ίδιο
συνέβη στο Σοχούμ, στο Βατούμ, στη Σεβαστούπολη και όπου αλλού υπήρχαν
ελληνικοί πληθυσμοί. Ο Βασίλειος Καργαλάσεβ υπήρξε πρόεδρος της
Επαναστατικής Επιτροπής του χωριού Βαραντσόβκα της Αρμενίας, ο Νίκος
Ξανθόπουλος γραμματέας της Περιφερειακής Επαναστατικής Επιτροπής του
Γκουμιστίνσκ, κ.ο.κ.
Ο Φέντια Αλούρδος (εργάτης, δραστήριος
συνδικαλιστής και μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων από πριν τον
πόλεμο) διετέλεσε στέλεχος του υπουργείου Εμπορίου, ο Τρυγώνης υπουργός
των μειοψηφιών στην Ουκρανία, ο Μπασιάς «Διευθυντής των Οικονομικών της Μόσχας».12
Ο
Σαμσόν Καντελάκη υπήρξε ένας από τους ηγέτες της βραχύβιας Σοβιετικής
Δημοκρατίας του Μουγκάν (νοτιοανατολικό Αζερμπαϊτζάν), που ανακηρύχτηκε
το Μάη του 1919 από τους εξεγερμένους εργάτες και αγρότες της περιοχής,
αλλά άντεξε μόλις ένα μήνα, περικυκλωμένη από τις εξαιρετικά υπέρτερες
δυνάμεις των ρωσικών και μουσουλμανικών αντεπαναστατικών στρατευμάτων.
Ακολούθως, ο Σ. Καντελάκη έπεσε ηρωικά στη μάχη, υπερασπιζόμενος τη
σοβιετική εξουσία.
Τις εργασίες του Συνεδρίου των Σοβιέτ Αγροτών
Αντιπροσώπων της Χερσώνας που διεξήχθη τον Φλεβάρη του 1918 χαιρέτισε εκ
μέρους της εργατικής τάξης ένας Πόντιος εργάτης, ο Στεπανίδης, ο οποίος
και μετέφερε την ευγνωμοσύνη της «εργατικής τάξης στους αγρότες συνέδρους για την υποστήριξή» τους «με είδη τροφίμων».13
Στην
πρώτη Συνδιάσκεψη των εργατριών και αγροτισσών του Κυβερνείου της
Οδησσού (τον Οκτώβρη του 1920) συμμετείχαν ως αντιπρόσωποι η Παρασκευή
Γεωργάζη και η Ευδοκία Παπαδοπούλου.
Στις 10 - 15 Μάη 1921
οργανώθηκε από «το Ελληνικό Τμήμα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας
στο Νοβοροσίσκ, το 1ο Συνέδριο των Ελλήνων Εργατών της Ρωσίας, το οποίο
έλαβε χώρα στη μεγάλη αίθουσα της Γ' Διεθνούς με τη συμμετοχή 236
αντιπροσώπων 57.600 Ελλήνων εργαζομένων του Κουμπάν και της Μαύρης
Θάλασσας.
Μεταξύ άλλων, το Συνέδριο, κατέληξε σε «ένα σφοδρό
κατηγορητήριο κατά του πολέμου, που διεξάγεται μεταξύ των δύο
μπουρζουαδικών κρατών Ελλάδας και Τουρκίας εις τον οποίον θυσιάζονται
χιλιάδες εργατών και αγροτών», ενώ διατράνωσε «την πίστη των
Ελλήνων εργατών της Ρωσίας στην κοινωνική επανάσταση...και προσκαλεί
τους εργάτες και χωρικούς της Ελλάδας ν' αποτινάξουν τον πλουτοκρατικό
ζυγό που τους πιέζει και τους υποχρεώνει να σφάζονται». Καταλήγοντας, η Διακήρυξη του Συνεδρίου τόνιζε: «Μόνον
η Σοβιετική εξουσία που ενώνει τους εργάτες με τους χωρικούς, δύναται
να δώση ειρήνη στον κόσμον. Αποτινόμεθα σε όλον τον κόσμον και
προτείνουμε στους αδερφούς μας εργάτες και χωρικούς της Ελλάδας να
σηκωθούν και να αποτινάξουν το ζυγό των δημίων τους και να δημιουργήσουν
τη δική τους Εργατοχωρική Δημοκρατία. Κάτω η μπουρζουαζία! Κάτω το
φάσμα της αιματοχυσίας! Ζήτω η εργατοχωρική Ελλάς! Ζήτω η Κομμουνιστική
Διεθνής!...Ζήτω η Ενωση των εργατών Ρωσίας, Ελλάδας, Τουρκίας και όλου
του κόσμου!»14
Ειδική απόφαση εξέδωσε, τέλος, το Συνέδριο για «την από αιώνων καταδικασμένην ελληνίδα εργάτρια», που για πρώτη φορά «σύμφωνα
με τους νόμους της Ρωσικής Σοβιετικής Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα να
συμμετέχη εις τον σχηματισμό του κράτους, εις την πολιτικήν και
μορφωτικήν εργασίαν», κ.λπ.15
Διαβάστε επίσης:
Οι Ελληνες στην Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση (Β' μέρος: Οι δυνάμεις της αντεπανάστασης)
Οι Ελληνες στην Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση (Δ' μέρος: Η Ουκρανική Εκστρατεία)
Οι Ελληνες στην Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση (Δ' μέρος: Η Ουκρανική Εκστρατεία)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1.
Τα περισσότερα στοιχεία έχουν αντληθεί από το βιβλίο «Οι Ελληνες στη
διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη
Εποχή», 2007. Ιωάννης Χασιώτης, «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της
Σοβιετικής Ενωσης», εκδ. «University Studio Press», 1997, σελ. 234.
2. Δημήτρης Καταϊφτσής, «Ελληνες στην Κριμαία του ρωσικού εμφυλίου πολέμου (1918 - 1921)», στα Ιστορικά Θέματα, τ. 119, σελ. 73.
3. «Ριζοσπάστης», 10/7/1935.
4. «Ριζοσπάστης», 19/1/1919.
5.
Εκθεση του Ι. Σταυριδάκη προς τον Υπουργό των Εξωτερικών Ν. Πολίτη
σχετικά με την κατάσταση στη Ρωσία (7 Μάρτη - 15 Μάη 1919), σελ. 30,
Αρχείο Ε. Βενιζέλου, Φάκελος 09/82.
6. «Ριζοσπάστης», 20/9/1921.
7. Ιωάννης Χασιώτης, ό.π., σελ. 234.
8. Βλάσης Αγτζίδης, «Παρευξείνιος Διασπορά», εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 166 - 167.
9. Τα βιογραφικά στοιχεία του Ω. Αλεξάκη περιέχονται στο Λεβ Γκούρβιτς, «Ωρίων Αλεξάκης», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1979.
10. Σωκράτης Αγγελίδης, «Οι Ελληνες του Αζερμπαϊτζάν», χ.ε., Θεσσαλονίκη, 2006, σελ. 54.
11.
Σωτήρης Δημόπουλος, «Το εθνικό ζήτημα στην ΕΣΣΔ την περίοδο του
Μεσοπολέμου. Το παράδειγμα των ελληνικών κοινοτήτων της Αζοφικής»,
Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 2007, σελ. 7 - 8.
12. «Ριζοσπάστης», 29/9/1921.
13.
Δοκίμιο Ιστορίας της Κομματικής Οργάνωσης Περιοχής Χερσώνας, σελ. 81,
στο Κώστας Αυγητίδης, «Οι Ελληνοπόντιοι και η νεαρή σοβιετική εξουσία»,
στην ΚΟΜΕΠ, τ.4, 2007, σελ. 146.
14. «Ριζοσπάστης», 2/8/1921.
15. «Ριζοσπάστης», 3/8/1921.
Α.Γ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου