Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Το Νομικό και Πολιτικό πλαίσιο της περιόδου 1950 - 1967 (Του Χάρη Ραζάκου *)

2017 Τεύχος 2 
του Χάρη Ραζάκου

Όταν αναφερόμαστε στο νομικό και πολιτικό πλαίσιο μιας χρονικής περιόδου, έχουμε συνήθως στο επίκεντρο του σκεπτικού μας ότι μιλάμε για ένα σύμπλεγμα στοιχείων τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται και διαμορφώνουν τελικά ένα ενιαίο σύνολο. Αναφερόμαστε στα στοιχεία εκείνα που «ντύνουν» νομικά, πολιτικά, ιδεολογικά κλπ. τον εκάστοτε τρόπο παραγωγής μέσα στην πορεία της Ιστορίας και –κατ’ επέκταση– στην πορεία σύγκρουσης και εναλλαγής των συστημάτων.

Στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, πρόκειται για όλους εκείνους τους μηχανισμούς που θωρακίζουν την εξουσία της αστικής τάξης έναντι της εργατικής και των άλλων καταπιεζόμενων λαϊκών στρωμάτων. 

Για το ζήτημα του κράτους, ο Ένγκελς επισημαίνει: «Επειδή το κράτος γεννήθηκε από την ανάγκη να χαλιναγωγούνται οι ταξικές αντιθέσεις, και επειδή ταυτόχρονα γεννήθηκε μέσα στη σύγκρουση αυτών των τάξεων, είναι κατά κανόνα κράτος της πιο ισχυρής, οικονομικά κυρίαρχης τάξης, που με τη βοήθεια του κράτους γίνεται και πολιτικά κυρίαρχη τάξη, και έτσι αποχτά νέα μέσα για την κατάπνιξη και την εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης» (1).

Πρόκειται για «έναν ορισμένο μηχανισμό εξαναγκασμού», μια «μηχανή για να στηρίζει την κυριαρχία της μιας τάξης πάνω στην άλλη»2, στην περίπτωση του καπιταλιστικού κράτους «μια μηχανή που βοηθάει τους καπιταλιστές να υποτάσσουν τη φτωχή αγροτιά και την εργατική τάξη»3.

Μιλώντας για το ελληνικό αστικό κράτος, μετά από τον ταξικό εμφύλιο πόλεμο, θα σταθούμε στα βασικά χαρακτηριστικά της οργάνωσής του: Το νομικό πλαίσιο, τη λειτουργία των πολιτικών και πολιτειακών θεσμών του, τις ιδεολογικές αναφορές του. Η «σωστή» λειτουργία των παραπάνω μηχανισμών και θεσμών, σε απόλυτη αλληλοσυμπλήρωση μεταξύ τους, ήταν –και τότε, όπως και πάντα στο αστικό κράτος– απολύτως αναγκαία για τη θωράκιση της αστικής εξουσίας μετά από την «ταραγμένη» γι’ αυτή δεκαετία του 1940-’50, όπου απειλήθηκε άμεσα. 

Αυτή η –αναγκαία– «σωστή» λειτουργία πέρασε από διάφορες φάσεις. Άλλοτε είναι αναγκαία η σκλήρυνση των νομοθετικών-δικαστικών μέτρων κατά των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος και άλλων αγωνιστών (Έκτακτα Στρατοδικεία, φυλακίσεις - εκτοπίσεις - εκτελέσεις) και η αύξηση των μέσων καταστολής των εργατικών-λαϊκών αγώνων, και άλλοτε προτάσσεται η μερική ελάφρυνσή τους. Άλλοτε, η στερέωση της εξουσίας των καπιταλιστών συνεπάγεται την ενίσχυση του ρόλου του θεσμού της βασιλείας, και άλλοτε την ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού, ενώ και στο πλαίσιο της «αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» άλλες φορές κρίνονται αναγκαίες «δεξιές» λύσεις, ενώ άλλες φορές αυτές υποχωρούν μπροστά σε κάποιο λεγόμενο «κεντρώο» μίγμα πολιτικής. Ωστόσο, είτε με το μαστίγιο είτε με το καρότο, η κεντρική κατεύθυνση του αστικού κράτους παραμένει ίδια. Όπως τονίζει ο Λένιν: «Η μορφή κυριαρχίας του [καπιταλιστικού] κράτους μπορεί να είναι διαφορετική: Το κεφάλαιο με τον έναν τρόπο εκδηλώνει τη δύναμή του εκεί όπου υπάρχει μια μορφή και με άλλον εκεί όπου υπάρχει άλλη, στην ουσία όμως η εξουσία παραμένει στα χέρια του κεφαλαίου» (4).

1945-1950: ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ «ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΑΝΑΓΚΗΣ»

Προτού αναλυθεί η περίοδος 1950-1967, χρειάζεται να εξετάσουμε ορισμένα στοιχεία της μεταπολεμικής περιόδου, όπως και της κατάστασης που διαμορφώθηκε στη χώρα κατά την ένοπλη εμφύλια σύγκρουση, καθώς, κατά κύριο λόγο, η βάση των επιλογών της άρχουσας τάξης μετά το 1950 εντοπίζεται σε αντίστοιχες επιλογές της στα χρόνια 1945-1949.

Αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών ναζί από την Ελλάδα (Οκτώβρης 1944), και ιδίως μετά τη σύγκρουση του Δεκέμβρη του 1944 και την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, η άρχουσα τάξη της χώρας είχε να αντιμετωπίσει ένα κομβικό ζήτημα: Παρά την ήττα του ΕΛΑΣ, το Δεκέμβρη του 1944, και την (ταπεινωτική) παράδοση του οπλισμού του μετά από τη Βάρκιζα, δεν είχε εξασφαλιστεί ακόμη η σταθερότητα του αστικού κράτους. Το πολύ υψηλό επίπεδο οργάνωσης του λαού και της νεολαίας στις οργανώσεις της ΕΑΜικής Αντίστασης (ΕΑΜ - ΕΛΑΣ - ΕΠΟΝ - Εθνική Αλληλεγγύη - Εργατικό ΕΑΜ) και η δυναμική που –κατ’ επέκταση– αυτές απέκτησαν κατά τα χρόνια της Κατοχής, η μεγάλη αύξηση της δύναμης του ΚΚΕ και το –ακόμα και μετά τη στρατιωτική ήττα του Δεκέμβρη– ανεβασμένο κύρος του μέσα στα εργατικά-λαϊκά, αλλά και κατώτερα μεσαία στρώματα, αποτελούσαν μεγάλα εμπόδια στην προσπάθεια της άρχουσας τάξης να σταθεροποιήσει και ανασυγκροτήσει την εξουσία της. Δεν αρκούσε λοιπόν η πρόσφατη στρατιωτική ήττα του ΕΑΜικού κινήματος, αλλά έπρεπε πια να οργανωθεί ένα ολοκληρωμένο, οργανωμένο πλαίσιο (ιδεολογικό-πολιτικό-θεσμικό) ώστε να χτυπηθούν –ακόμη και να διαλυθούν– το Κομμουνιστικό Κόμμα και οι ΕΑΜικές οργανώσεις και να επιτευχθεί η καθυπόταξη και ενσωμάτωση του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Αυτές αποτελούσαν απαραίτητες προϋποθέσεις για την επίτευξη της «ομαλότητας» και σταθερότητας του καπιταλιστικού συστήματος μετά τη Βάρκιζα.

Η «ΕΘΝΙΚΟΦΡΟΣΥΝΗ» ΑΝΤΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ: Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ…

Η οργανωμένη επίθεση που εξαπολύθηκε εναντίον του ΚΚΕ-ΕΑΜ και, συνολικά, του λαϊκού κινήματος ήταν πολυδιάστατη. Από τη μία, συνίστατο στην ωμή βία και τρομοκράτηση του λαού, των μελών και φίλων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, όλων των ανθρώπων που συμμετείχαν στην Αντίσταση κατά των κατακτητών στα χρόνια της Κατοχής. Αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, «παρακρατικές» συμμορίες, πρώην δοσίλογοι, Ταγματασφαλίτες και συνεργάτες των Ναζί κατακτητών, σε αγαστή συνεργασία με κρατικά όργανα (Χωροφυλακή και νεοσύστατη Εθνοφυλακή) και εν γνώσει των Βρετανών «προστατών», ξαμολιούνται στην ύπαιθρο αλλά και στις πόλεις τρομοκρατώντας το λαό, χτυπώντας, βιάζοντας, δολοφονώντας, λεηλατώντας, κλέβοντας και καίγοντας περιουσίες κλπ. Τον ίδιο καιρό, συλλαμβάνονται από τον κρατικό μηχανισμό χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές και στέλνονται (οι περισσότεροι υπόδικοι και χωρίς να τους έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες) στις φυλακές και σε διάφορους χώρους που χρησιμοποιούνται ως τέτοιες, οι οποίες μέχρι το τέλος του 1945 έχουν γεμίσει ασφυκτικά5. Από την άλλη, και όσο περνούν οι μήνες μετά από τη Βάρκιζα, διαμορφώνεται ένα ιδεολογικό και θεσμικό πλαίσιο, το οποίο αξιοποιώντας και το Άρθρο 3 της Συμφωνίας της Βάρκιζας περί αμνηστίας6 αφενός «ντύνει» με ένα μανδύα «νομιμότητας» το όργιο της «Λευκής Τρομοκρατίας» και αφετέρου ανοίγει διάπλατα το δρόμο για ακόμα μεγαλύτερη επιθετικότητα και καταστολή.

Αρχικά, σε καθαρά ιδεολογικό επίπεδο, διαμορφώνεται η –επίσημη– ιδεολογία της λεγόμενης Εθνικοφροσύνης. Μια «ιδεολογική σκέπη» κάτω από την οποία στέκονται όλες οι μερίδες του αστικού κόσμου (πολιτικά κόμματα και ομάδες, στρατιωτικοί και οικονομικοί παράγοντες, Σώματα Ασφαλείας και κρατικοί φορείς) αποκτώντας μια βάση συνεννόησης ενάντια στον κοινό εχθρό, το Κομμουνιστικό Κόμμα και τους «συνοδοιπόρους» του. Η ιδεολογία της Εθνικοφροσύνης συμπυκνώνει μια μεγάλη σειρά από παλιά και νέα ιδεολογήματα, τα οποία υπηρετούν μια βασική αρχή: Ελληνισμός εναντίον Κομμουνισμού. Με βάση ακριβώς αυτήν την αρχή, μέσα στην ελληνική κοινωνία διαμορφώνονται δύο κατηγορίες πολιτών: Οι Έλληνες και οι «αντεθνικώς δρώντες», οι κομμουνιστές. Η ιδεολογία της Εθνικοφροσύνης καθίσταται από νωρίς η επίσημη ιδεολογία του αστικού κράτους και πάνω σ’ αυτήν τη βάση θα στηθεί η αντιλαϊκή-αντικομμουνιστική πολιτική του, μέχρι την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1974.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, της αντικομμουνιστικής τρομοκρατίας, πραγματοποιούνται οι νόθες εκλογές της 31ης Μάρτη 1946 οι οποίες από την πλευρά της αστικής τάξης συνιστούσαν ένα σημαντικό βήμα προς την οριστική σταθεροποίηση της εξουσίας της, δίχως αυτό να σημαίνει ότι εκείνη την εποχή είχε αποκατασταθεί η σταθερότητά της. Η συγκρότηση του πρώτου αστικού κοινοβουλίου μετά από 10 χρόνια (γεγονός που πανηγυρίζεται δεόντως από τον αστικό κόσμο)7 αποτελεί τον «κοινοβουλευτικό μανδύα» του συστήματος, με τον οποίο θα περάσει μια σειρά από νόμους, ψηφίσματα και διατάξεις, ώστε να χτυπήσει το οργανωμένο εργατικό-λαϊκό κίνημα και τον κύριο πολιτικό του φορέα, το ΚΚΕ, και παράλληλα, να θωρακιστεί νομικά απέναντί του.

…ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η πρώτη κίνηση της νέας Βουλής προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η θέσπιση του περιβόητου Γ΄ Ψηφίσματος, στις 18 Ιούνη 1946. Πρόκειται για μια δέσμη έκτακτων μέτρων «αφορώντων την Δημόσιαν τάξιν και ασφάλειαν του Κράτους» με τα οποία ποινικοποιούνταν μια σειρά ενέργειες «επικίνδυνες» για τη δημόσια ασφάλεια, όπως η «κατάρτιση ομάδας με σκοπό τη διά της βίας προσβολή κρατικών αρχών» (άρθρα 2, 3), οι απεργίες (άρθρο 7), οι «δημόσιες συναθροίσεις» (άρθρο 4) κ.ά.8 Με το Γ΄ Ψήφισμα, οριζόταν ως έγκλημα ακόμα και η –υποθετική, ουσιαστικά– πρόθεση κάποιου να προβεί στις παραπάνω «αξιόποινες» πράξεις, ενώ δινόταν η δυνατότητα στις αρχές να συλλαμβάνουν και –με συνοπτικές διαδικασίες– να καταδικάζουν σε φυλάκιση ή ακόμα και σε θάνατο κάθε πολίτη που θα θεωρείτο απλά ύποπτος ή «ηθικός αυτουργός». Οι «παράνομοι» οδηγούνται για δίκη σε Έκτακτα Στρατοδικεία, τα οποία ιδρύονται (σύμφωνα με το άρθρο 11 του Γ΄ Ψηφίσματος) σταδιακά σε όλη την επικράτεια9, κάτι που γινόταν βέβαια μέχρι τότε μέσω των Επιτροπών Ασφαλείας, που ανασυστάθηκαν με Νομοθετικό Διάταγμα (Ν.Δ.) της νεοσύστατης κυβέρνησης Τσαλδάρη ήδη από τις 4 Μάη ’46.10 Τα Έκτακτα Στρατοδικεία αναλαμβάνουν δράση ελάχιστες κιόλας μέρες μετά την ίδρυσή τους. Στις 16 Ιούλη, εκτελούνται στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης, ύστερα από απόφαση του Εκτάκτου Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, οι πρώτοι 2 καταδικασμένοι με βάση το Γ΄ Ψήφισμα, οι κομμουνιστές Θεοχάρης Σαπρανίδης και Γιώργος Καλέμης και, δέκα μέρες μετά, με απόφαση του Στρατοδικείου Γιαννιτσών, 7 ακόμα αγωνιστές, ανάμεσά τους η πρώτη γυναίκα που εκτελείται, η Ειρήνη Γκίνη.

Ο αριθμός των εκτοπίσεων, των φυλακίσεων και των εκτελέσεων αυξάνεται κατά τα επόμενα χρόνια, ενώ το νομικό οπλοστάσιο του αστικού κράτους ενισχύεται σταδιακά ακόμη περισσότερο. Όσο γενικεύεται η ένοπλη σύγκρουση τόσο εντείνεται η τρομοκρατία και οι διώξεις εναντίον του λαού. Με μια σειρά ακόμα νομοθετημάτων, που είτε συμπληρώνουν το Γ΄ Ψήφισμα11 είτε το ενισχύουν12, μέχρι τις αρχές του ’48 ολοκληρώνεται η νομική θωράκιση. Ιδιαίτερα η θέσπιση του Αναγκαστικού Νόμου 509/4713 υπήρξε καθοριστική και μετά από το τέλος του Εμφυλίου, καθώς με βάση αυτόν το νόμο παραπέμφθηκαν και καταδικάστηκαν χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές σε όλη τη χώρα.

Παράλληλα με την ενίσχυση του νομικού της οπλοστασίου, η άρχουσα τάξη ολοκληρώνει την από καιρό σχεδιαζόμενη από τους τελευταίους ακόμη μήνες της Κατοχής επιστροφή του Βασιλιά Γεωργίου Β΄, ως βασικού συστατικού –εκείνη την περίοδο– της λειτουργίας του κράτους της. Το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτέμβρη ’46, όπου πραγματοποιήθηκαν μια σειρά παρεμβάσεις που καθόρισαν το αποτέλεσμα, ανέδειξε μια πλειοψηφία της τάξης του 68% υπέρ της επιστροφής του Γεωργίου Β΄.14 Η επάνοδος του Βασιλιά θα σημαδέψει τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα για πάνω από δύο δεκαετίες, καθώς η παρέμβαση του Παλατιού στα πολιτικά πράγματα της χώρας ήταν καθοριστική. Αυτός ο ρόλος του βασιλικού θεσμού, σε άμεση σχέση με την εκ των πραγμάτων (λόγω της εμφύλιας σύγκρουσης) ενεργοποίηση του στρατού (ανάληψη αναβαθμισμένων ευθυνών από τον Παπάγο, διατήρηση και ενθάρρυνση οργανωμένων ομάδων εντός του Σώματος, π.χ. ΙΔΕΑ) και την καθοριστικότατη παρέμβαση του αμερικανικού παράγοντα από την άνοιξη του ’47 κι έπειτα, αποτελούν το προοίμιο της εικόνας του μετεμφυλιακού ελληνικού αστικού κράτους. 

Πρέπει να επισημάνουμε, βέβαια, ότι στο αντικομμουνιστικό παραλήρημα της εποχής καμία μερίδα των αστικών πολιτικών δυνάμεων δε μένει αμέτοχη. Μπορεί, ανά διαστήματα, να προβάλλονται διάφορες μικροδιαφορές, ωστόσο η συντριπτική πλειοψηφία τους παίρνει ενεργά μέρος σε όλες τις διαδικασίες που στόχο έχουν το χτύπημα του εργατικού-λαϊκού κινήματος και του ΚΚΕ. Μια σειρά παραδείγματα, με κορυφαίο την κυβερνητική συνεργασία των δύο παραδοσιακών κομμάτων (Λαϊκό Κόμμα και Κόμμα Φιλελευθέρων) με πρωθυπουργό τον αρχηγό των Φιλελευθέρων Θ. Σοφούλη, το Σεπτέμβρη του ’47, δείχνουν το ανεβασμένο ταξικό κριτήριο της αστικής τάξης: Όπως και σε προγενέστερες φάσεις, όπου το αστικό κράτος αντιμετώπισε δυσκολίες, το πολιτικό του προσωπικό παραμέρισε τις όποιες (εναπομένουσες, από την κατοχική περίοδο και μετά) διαφορές στους κόλπους του και προχώρησε στις απαραίτητες πολιτικές συγκλίσεις.

1950-1967: Η «ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ» ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Η εξεταζόμενη περίοδος (1950-1967), παρά τις επιμέρους και ανά χρονικές στιγμές διαφοροποιήσεις, χαρακτηρίζεται, όσον αφορά το γενικό οικονομικό-πολιτικό πλαίσιο, από την καπιταλιστική «ανασυγκρότηση» της χώρας και την «προσαρμογή» της οικονομίας στο πλαίσιο της μεταπολεμικής ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ευρώπη και παγκοσμίως. Μέσα ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο, το οποίο χαρακτηρίζεται από την τάση απελευθέρωσης του εμπορίου και σταδιακής απελευθέρωσης κίνησης κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού, που είχε ανασταλεί εξαιτίας των δύο παγκόσμιων πολέμων και της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης του 1929-’32,15 τίθενται για το ελληνικό κεφάλαιο δύο στόχοι: α) Η εισροή ξένων κεφαλαίων με στόχο τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού, γνωστή ως «αμερικανική βοήθεια», και β) η σύνδεσή του με την «Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα» (ΕΟΚ).

Όσον αφορά τις σχέσεις ΗΠΑ και ΕΟΚ, παρόλο που διατρέχονται από αντιθέσεις και ανταγωνισμό, τελικά κυριαρχεί σε αυτές η συμμαχία ενάντια στην ΕΣΣΔ και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη, η κοινή πάλη ενάντια στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι οι ίδιες οι ΗΠΑ είχαν ενθαρρύνει την προοπτική διαμόρφωσης μιας ευρωπαϊκής οικονομικής κοινότητας, ήδη από το 194916, ως ένα μέσο ενίσχυσης της καπιταλιστικής Δ. Ευρώπης έναντι της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών κρατών17. Υπάρχουν, ασφαλώς, μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις πολιτικές επιλογές της ελληνικής αστικής τάξης και των Αμερικανών «προστατών» και τις αντίστοιχες στις καπιταλιστικές οικονομίες της Δ. Ευρώπης, ωστόσο αυτές καθορίζονται γενικά από τις ανισομετρίες στην καπιταλιστική ανάπτυξη, τη θέση της Ελλάδας μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και, βεβαίως, τις πολιτικές-στρατιωτικές εξελίξεις που επέφερε η τρίχρονη εμφύλια ταξική σύγκρουση (1946-1949).

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ΔΣΕ

Η υποχώρηση του μεγάλου όγκου των δυνάμεων του ΔΣΕ, στις 30 Αυγούστου 1949, σήμανε τη λήξη του εμφύλιου πολέμου με τη στρατιωτική νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων και, παράλληλα, την απομάκρυνση του (άμεσου) κινδύνου να κλονιστεί σοβαρά η αστική εξουσία. Όπως είναι φυσικό, όμως, οι αστικές δυνάμεις (άρχουσα τάξη - στρατός - πολιτικό προσωπικό - ΗΠΑ) δεν αρκούνται σε αυτήν τη στρατιωτική τους νίκη˙ η νίκη πρέπει να είναι ολοκληρωτική σε όλα τα επίπεδα (στρατιωτικό, πολιτικό, ιδεολογικό κλπ.), ώστε να επιτευχθεί η οριστική διάλυση κάθε θύλακα οργάνωσης και αντίστασης του λαού, όπως και να δημιουργηθούν οι κατάλληλοι όροι που θα εμποδίσουν την –εκ νέου– ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος (π.χ. η διάλυση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων ή συνδικαλιστικών φορέων όπου ηγούνταν κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές στερούσε από τα φτωχά λαϊκά στρώματα τη δυνατότητα για πολιτική εκπροσώπηση18). Αυτός ο στόχος, ασφαλώς, αποτελεί και μια σοβαρή προϋπόθεση για την είσοδο της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας στο δρόμο της «ανασυγκρότησης» και ανάπτυξης.

Διαμορφώνεται, λοιπόν, στην αυγή αυτής της περιόδου, ένα ασφυκτικό θεσμικό πλαίσιο εναντίον των κομμουνιστών και συνολικά του αγωνιζόμενου λαού καθ’ ομοίωση της μεταβαρκιζιανής περιόδου, 1945-1949, όπως αυτή αναλύθηκε νωρίτερα. Το τσάκισμα του στρατιωτικά ηττημένου λαϊκού κινήματος προϋποθέτει τη διατήρηση του σκληρού αντιλαϊκού νομικού πλαισίου και το ξεκαθάρισμα των παράνομων Οργανώσεων του ΚΚΕ με συλλήψεις, δίκες, φυλακίσεις, εκτοπίσεις και εκτελέσεις. Παράλληλα, τίθενται ως απαραίτητοι παράγοντες η πολιτική «σταθερότητα», μέσω ισχυρών κυβερνήσεων που θα οδηγήσουν στην οικονομική «ανασυγκρότηση», καθώς και η συνέχιση της εισροής κεφαλαίων (στην προκείμενη περίοδο, από τις ΗΠΑ) για την ενίσχυση της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας.

Όχι μόνο διατηρείται ανέπαφο όλο το νομικό οπλοστάσιο της προηγούμενης περιόδου, αλλά ενισχύεται και με την αναβίωση του μεταξικού νόμου 375/36 «Περί τιμωρίας των εγκλημάτων κατασκοπίας και των εγκληματικών ενεργειών των απειλουσών την εξωτερικήν ασφάλειαν της χώρας», βάσει του οποίου καταδικάστηκε, από το 1952 και μετά, το μεγαλύτερο μέρος των παραπεμφθέντων στα στρατοδικεία κομμουνιστών για «έγκλημα κατασκοπίας»19. Η επαναφορά του Α.Ν. 375/36 σχετίζεται, σε μεγάλο βαθμό, με τη βαθύτερη εμπλοκή της Ελλάδας στα ιμπεριαλιστικά σχέδια των ΗΠΑ και τη σύνδεσή της με τον ιμπεριαλιστικό μηχανισμό του ΝΑΤΟ, όπου εντάχτηκε στις 18 Φλεβάρη 1952. Από τη στιγμή που η Ελλάδα εισέρχεται στο λεγόμενο Ψυχρό Πόλεμο που εξαπέλυε ο ιμπεριαλισμός (με ηγεμονική δύναμη τις ΗΠΑ) εναντίον του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, η κατηγορία ως «πράκτορα του εχθρού» και «κατασκόπου» απευθυνόταν εναντίον κάθε αγωνιστή. Τον ίδιο καιρό, νέες φουρνιές αγωνιστών στέλνονται σε φυλακές (Αβέρωφ, Βούρλων, Αίγινας, Κέρκυρας και άλλες σε όλη τη χώρα) και τόπους εξορίας (Μακρόνησος, Άι-Στράτης, Γυάρος, Τρίκερι κ.ά.) και προστίθενται στον ήδη μεγάλο αριθμό των δεσμωτών από τα χρόνια του εμφύλιου πολέμου. Σε ανακοίνωσή του, στις 7 Μάρτη 1951, το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ καταγγέλλει την ύπαρξη 40.000 φυλακισμένων και εξόριστων και 3.000 καταδικασμένων σε θάνατο.20

Σχετικά με την οικονομική «ανασυγκρότηση», κατά τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια παρατηρείται μεγάλη καθυστέρηση, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την οικονομική κατάσταση των κρατών της Δ. Ευρώπης που επίσης λάμβαναν τη στήριξη του σχεδίου Μάρσαλ. Μέχρι το 1953, οπότε ολοκληρώνεται (μετά και από την παράταση ενός χρόνου) το σχέδιο Μάρσαλ για την Ελλάδα, η προτεινόμενη από τις ΗΠΑ –και, κατά βάση, ακολουθούμενη– οικονομική πολιτική προκάλεσε έντονο προβληματισμό στους κόλπους της άρχουσας τάξης της χώρας. Ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη η εισροή των αμερικανικών κεφαλαίων στόχευε στην καπιταλιστική μεταπολεμική ανάπτυξη σε συνδυασμό με την αύξηση «παροχών» και τη δημιουργία του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας»21, στην Ελλάδα ως πρωταρχικός στόχος τέθηκε η σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας. Πάνω σ’ αυτήν τη βάση διεξαγόταν η ενδοαστική συζήτηση στην Ελλάδα για την κατάλληλη πολιτική που θα συνέβαλλε στην οικονομική ανάκαμψη. Τα αμερικανικά κεφάλαια συνέχιζαν να προορίζονται κυρίως για την κάλυψη στρατιωτικών αναγκών, προτεραιότητα που ενισχύθηκε, άλλωστε, με το ξεκίνημα του πολέμου της Κορέας (Ιούνης 1950), στον οποίο συμμετείχε και η Ελλάδα. Η ενίσχυση των στρατιωτικών δαπανών σε βάρος της παραγωγικής ανασυγκρότησης, σε συνδυασμό και με την ταυτόχρονη μείωση –εκείνο τον καιρό– της οικονομικής βοήθειας, δημιούργησε τόσο μεγάλα προβλήματα στα λαϊκά στρώματα,22 που ακόμα και μέσα στα αστικά επιτελεία προκλήθηκε έντονος προβληματισμός και πολιτικές διαμάχες23 οι οποίες έφταναν μέχρι και το επίπεδο της κριτικής του αμερικανικού παράγοντα (σε σχέση και με τους ανταγωνισμούς του με άλλες καπιταλιστικές δυνάμεις) στην καθυστέρηση της βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας24. Αυτή η κριτική αστών παραγόντων πατούσε σε στέρεες βάσεις, καθώς, κατά κύριο λόγο, οι ΗΠΑ ήταν αυτές που εμπλέκονταν στα ζητήματα της οικονομικής πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων από θέσεις ισχύος, χρησιμοποιώντας συχνά γλωσσικό ύφος επικυρίαρχου. Στόχος τους ήταν η αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των αμερικανικών κεφαλαίων ως παράγοντα για την πιο στέρεη ενσωμάτωση της Ελλάδας στο διεθνές μεταπολεμικό καπιταλιστικό σύστημα, στα ιμπεριαλιστικά σχέδια στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.25

Την ίδια στιγμή, είναι έντονες οι ενδοαστικές αντιπαραθέσεις ως προς το μίγμα της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής (περιοριστική ή επεκτατική), όπως και για τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας, που, εξυπηρετώντας ανάλογα το όποιο μίγμα, θα την οδηγούσε στο δρόμο της «ανόρθωσής» της. Κατά την πρώτη αυτή μετεμφυλιακή περίοδο, εμφανίζονται έντονες διχογνωμίες σχετικά με αυτό, αν δηλαδή θα συνέχιζε να ακολουθείται ο κοινοβουλευτικός δρόμος ή αν θα επιβαλλόταν κάποια μη κοινοβουλευτική λύση. Οι υποστηρικτές της δεύτερης, βέβαια, λύσης δεν υποστήριζαν ανοιχτά την επιβολή δικτατορίας, ωστόσο αυτή υποκρυπτόταν πίσω από τη θέση για παράκαμψη των εκλογών και μεταβατική κυβέρνηση (στην προκείμενη περίπτωση, του Παπάγου)26.

Κατά τις διαβουλεύσεις αυτές, υπερισχύει η θέση για εκλογές (που είναι και θέση των Αμερικανών27), οι οποίες και πραγματοποιούνται στις 5 Μάρτη 1950. Η ανάδειξη σε πλειοψηφία των λεγόμενων «κεντρώων» σχηματισμών δείχνει, ουσιαστικά, την προτίμηση αστικής τάξης και ΗΠΑ στις δοκιμασμένες από τα χρόνια του Εμφυλίου «κεντρώες λύσεις». Αντίστοιχη είναι η υποστήριξη στα «κεντρώα» κυβερνητικά σχήματα και στις επόμενες εκλογές (9 Σεπτέμβρη 1951), παρά, μάλιστα, τη νίκη του Παπάγου (που στο μεσοδιάστημα είχε σχηματίσει δικό του κόμμα, τον «Ελληνικό Συναγερμό»). Η προώθηση του Παπάγου γίνεται λίγο αργότερα, αφού πρώτα η βραχύβια κυβέρνηση Πλαστήρα προχωρήσει στη Συνταγματική Αναθεώρηση και την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, το 1952, και όταν πια ολοκληρώνεται, με τη διαμόρφωση του πολιτικού διπόλου ΕΠΕΚ (Πλαστήρας) - «Ελληνικός Συναγερμός» (Παπάγος), η μερική αναμόρφωση του (μετεμφυλιακού) αστικού συστήματος. Μέχρι τότε, οι ΗΠΑ παρεμβαίνουν σταθερά υπέρ της λύσης του επίσης δοκιμασμένου Πλαστήρα, ενώ εκφράζουν μονίμως ανησυχίες όσες φορές προκύπτουν διάφορες μικροκομματικές διαφωνίες σε κυβερνητικό επίπεδο.28

ΤΟ «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ» ΣΤΗ «ΒΡΟΜΙΚΗ ΔΟΥΛΕΙΑ»

Η προώθηση των «κεντρώων λύσεων» αξιοποιείται πάντα από το σύστημα, ώστε με το μανδύα της «προόδου» να κατευνάζονται ή και να ενσωματώνονται οι όποιες αντιδράσεις των καταπιεζόμενων κοινωνικών στρωμάτων για να διαιωνίζεται το εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα. Φυσικά, στην περίπτωση της Ελλάδας, η χρησιμοποίηση «κεντρώων» πολιτικών σχηματισμών –εκτός από την επιδίωξη της ενσωμάτωσης λαϊκών στρωμάτων– έχει συνδεθεί και με την προώθηση σκληρών μέτρων ενάντια στο λαϊκό κίνημα.

Οι «κεντρώες» κυβερνήσεις του Βενιζέλου και, κυρίως, του Πλαστήρα (1950-1952) κρίθηκαν ως οι πλέον κατάλληλες ώστε η χώρα να «ξεπεράσει» τις «πληγές του Εμφυλίου» και να εισέλθει στη φάση της «ανασυγκρότησης». Στην ουσία, το «Κέντρο» ανέλαβε να συμβάλει σε μια (τύπου) «αποΕΑΜοποίηση» των λαϊκών και, ιδίως, των μικροαστικών στρωμάτων, «ρίχνοντας» συνθήματα περί «ειρηνεύσεως», κλεισίματος της Μακρονήσου κ.ά., τα οποία εξέφραζαν όλο τον ΕΑΜογενή κόσμο της χώρας˙ με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσε το σύστημα να τραβήξει ένα μέρος αυτού του κόσμου από την επιρροή του ΚΚΕ, κάτι που διευκόλυνε γενικώς, σε κάποιο βαθμό, και η πίεση που είχαν δημιουργήσει η εμφύλια σύγκρουση και οι διώξεις που την ακολούθησαν. Παρά τις διακηρύξεις, όμως, για «ειρήνευση» και χαλάρωση των μέτρων ασφαλείας (ιδίως από τον Πλαστήρα), στην ουσία δεν άλλαξαν πολλά πράγματα στον τομέα των διώξεων. 

Η σύνδεση αυτών των κυβερνήσεων με την καταστολή του λαϊκού κινήματος, το κυνηγητό εναντίον των παράνομων Οργανώσεων του ΚΚΕ, των διώξεων εναντίον της νεοσύστατης τότε ΕΔΑ (καλοκαίρι 1951) κλπ. είναι άμεση. Αναφερόμενοι, για παράδειγμα, στις κυβερνήσεις Πλαστήρα, αυτή η σύνδεση είναι λογική, καθώς η ΕΠΕΚ, πέρα από τα μεγάλα λόγια για εκδημοκρατισμό της χώρας, ακολούθησε απαρέγκλιτα τον ίδιο δρόμο του αντικομμουνισμού.29 Η εξάρθρωση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ αποτελούσε, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, μία από τις κυριότερες επιδιώξεις της άρχουσας τάξης και των Αμερικανών30, και το «Κέντρο» υπηρέτησε και αυτόν το σκοπό με ευλάβεια και υψηλό ταξικό κριτήριο. Όσο, μάλιστα, εντείνονται οι προσπάθειες από το Κομμουνιστικό Κόμμα να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του και να σταθεί και πάλι στα πόδια του τόσο εντείνονται και οι διώξεις. Κορυφαία «επιτυχία» του «Κέντρου» αποτελεί η σύλληψη του Νίκου Μπελογιάννη, στις 20 Δεκέμβρη 1950, η εξάρθρωση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, η παραπομπή δεκάδων μελών και στελεχών του σε δίκη και η εκτέλεση των Μπελογιάννη, Μπάτση, Καλούμενου και Αργυριάδη (30 Μάρτη 1952). Τον ίδιο καιρό, στο εκτελεστικό απόσπασμα στέλνονται κι άλλοι αγωνιστές31, ενώ πραγματοποιούνται διώξεις εναντίον του «Δημοκρατικού», της εφημερίδας-πρόδρομου της «Αυγής» που κυκλοφορούσε από τον Αύγουστο του ’50,32 φτάνοντας, με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, έως το οριστικό σφράγισμά της, στις 4 Γενάρη 1951 (33).

Στο νομικό καθαρά πλαίσιο, αναφερθήκαμε στην επαναφορά του μεταξικού νόμου 375/36 «Περί κατασκοπίας», βάσει του οποίου καταδικάζονται τα επόμενα χρόνια εκατοντάδες κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές. Πρέπει, βέβαια, να επισημανθεί ότι η επαναφορά του συγκεκριμένου νόμου εντάσσεται και σε ένα συνολικό διεθνές πλαίσιο του «αγώνα για την καταπολέμηση του κομμουνισμού», καθώς αντίστοιχοι νόμοι ανασύρθηκαν ή φτιάχτηκαν μεταπολεμικά και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση των ΗΠΑ34. Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των κατασταλτικών μηχανισμών, το Μάρτη του 1951, η κυβέρνηση Βενιζέλου ψηφίζει το νόμο 1707/51 «Περί προσκλήσεως ιδιωτών δι’ εκτέλεσιν ειδικής υπηρεσίας»35, με τον οποίο φτιάχνονται τα περίφημα ΤΕΑ (Τάγματα Ειδικής Ασφαλείας). Με τη συγκρότηση των ΤΕΑ, ενισχύονταν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί με ένθερμους «εθνικόφρονες» πολίτες, που συνέβαλαν δραστικά στον εκφοβισμό του λαού.36
 
Ωστόσο, η μεγαλύτερη συμβολή του «Κέντρου» στην ενίσχυση του νομικού πλαισίου ήταν η αναθεώρηση του Συντάγματος, στις 21 Δεκέμβρη 1951. Το νέο Σύνταγμα άρχισε να εφαρμόζεται από την 1η Γενάρη 1952 (37) και έθεσε τις βάσεις για τη λειτουργία του μετεμφυλιακού αστικού κράτους, μέχρι το 1974. Όπως κάθε αστικό Σύνταγμα, έτσι και αυτό του ’52 διαπνέεται από ένα γενικό πνεύμα «φιλελευθερισμού» και «δημοκρατίας», αφήνοντας την ίδια στιγμή τη δυνατότητα στους διάφορους αρμόδιους κρατικούς μηχανισμούς να καταλύουν αυτήν την επικαλούμενη «δημοκρατία»38. Δεν είναι σκοπός του παρόντος να αναλύσει όλες τις πτυχές του Συντάγματος του ’52, γι’ αυτό θα αναφερθούμε σε ελάχιστα (ως προς τον πραγματικό τους όγκο) παραδείγματα όπου οι ίδιες οι αστικές διατάξεις του «αυτοκαταργούνταν». 

Καταρχάς, τα άρθρα 29-44 «Περί του Βασιλέως» και 45-53 «Περί της διαδοχής και της Αντιβασιλείας» καθόριζαν μια σειρά από αποκλειστικές αρμοδιότητες του Παλατιού, που το καθιστούσαν τον απόλυτο ρυθμιστή του κράτους. (39) Τα σημεία, όμως, που ξεδίπλωναν τον πραγματικό του χαρακτήρα ως μέσου κατοχύρωσης της κυριαρχίας της αστικής τάξης ήταν αυτά που αναφέρονταν στα «Περί του δημοσίου δικαίου των Ελλήνων». Τα άρθρα 3-28, ενώ υποτίθεται ότι διασφάλιζαν τις λεγόμενες «ατομικές ελευθερίες», την ίδια στιγμή καθόριζαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο έπρεπε να κινούνται. Χαρακτηριστικό ήταν το άρθρο 4, που κατοχύρωνε την «προσωπική ελευθερία» ως «απαραβίαστο». Την ίδια στιγμή διακήρυσσε, όπως κάθε αστικό Σύνταγμα, ότι «ουδείς καταδιώκεται, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται ή άλλως πως περιορίζεται, ειμή οπόταν και όπως ο νόμος ορίζει». Έτσι, με την ψήφιση σειράς νόμων κατά της προσωπικής ελευθερίας, το απαραβίαστο της τελευταίας αναιρούνταν. 

Παράλληλα το άρθρο 10 όριζε ότι το κράτος μπορούσε να απαγορεύσει για λόγους «δημόσιας ασφάλειας» τις «εν υπαίθρω συναθροίσεις» (που, κατά τα άλλα, ο λαός είχε δικαίωμα να οργανώνει). Τέλος, ενώ «οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι», η οποιαδήποτε σωματειακή δομή μπορούσε να διαλυθεί «διά δικαστικής αποφάσεως» και οριζόταν ρητά ότι «η απεργία εις τους δημοσίους υπαλλήλους και εις τους υπαλλήλους νομικών προσώπων και οργανισμών δημοσίου δικαίου απαγορεύεται» (άρθρο 11). Το τελευταίο αυτό άρθρο άνοιγε το δρόμο για την απομάκρυνση των «μη εθνικόφρονων» εκπαιδευτικών, ιδιαίτερα σε συνάρτηση με το άρθρο 16, που όριζε το βασικό περιεχόμενο του εκπαιδευτικού έργου με σκοπό «…την ανάπτυξην της εθνικής συνειδήσεως των νέων επί τη βάσει των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», καθώς και με το άρθρο 100, όπου οριζόταν ότι «ιδεολογίαι σκοπούσαι την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του υφισταμένου πολιτειακού ή κοινωνικού καθεστώτος αντίκεινται απολύτως προς την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου»!

Γενικά, το Σύνταγμα του ’52 είναι απόλυτα εναρμονισμένο με το συνολικό θεσμικό πλαίσιο των προηγούμενων χρόνων, αλλά, κυρίως, με τη βασική επιδίωξη των δημιουργών του, αυτή της ενίσχυσης των κανόνων που θα εξασφάλιζαν την οριστική στερέωση του ελληνικού αστικού κράτους. Μάλιστα, ολόκληρο το προηγούμενο νομικό οπλοστάσιό του λειτουργούσε παράλληλα και συμπληρωματικά των γενικών (νέων) συνταγματικών διατάξεων, κατά τρόπο εξειδίκευσης των γενικών αρχών και άρθρων του νέου Συντάγματος (40). Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ούτε ο Πλαστήρας, ούτε οι επόμενοι πρωθυπουργοί κατήργησαν κάποιο από τα μέτρα των προηγούμενων χρόνων, ακριβώς γιατί επρόκειτο τελικά για μία ενιαία δέσμη νομοθετημάτων προς εξυπηρέτηση του παραπάνω σκοπού (41)

Η θητεία των «κεντρώων» κυβερνήσεων, στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, ολοκληρώθηκε το Νοέμβρη του 1952. Μέχρι τότε, μαζί με την ψήφιση του νέου Συντάγματος ως προϋπόθεση για τη μετέπειτα εδραίωση του καπιταλισμού στη χώρα, μπήκαν και οι πρώτες –γερές– βάσεις της σύνδεσης της Ελλάδας με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς (με ηγεμονεύουσα δύναμη τις ΗΠΑ) στην ευρύτερη περιοχή και παγκοσμίως. Πρώτα, η κυβέρνηση Βενιζέλου πήρε την απόφαση, το Νοέμβρη του 1950, για συμμετοχή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος (που έφτασε σε υψηλότερο σημείο επάνδρωσης τους 2.160 άντρες, ενώ συνολικά πήραν μέρος 10.25542) στην ιμπεριαλιστική επέμβαση των ΗΠΑ στην Κορέα (43), ενώ η κυβέρνηση Πλαστήρα (με τη στήριξη όλων των κομμάτων (44) στη Βουλή, εκτός της ΕΔΑ45) εγκαινίασε την πρόσδεση της χώρας στο άρμα του ΝΑΤΟ, με την ένταξή της στον ιμπεριαλιστικό οργανισμό, στις 18 Φλεβάρη 1952.

1953-1963: Καπιταλιστικη «ανασυγκροΤΗΣΗ» ΚΑΙ «ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Η δεκαετία 1953-1963 μπορεί να χαρακτηριστεί, σε γενικές γραμμές, ως αυτή της «καπιταλιστικής ανασυγκρότησης» της Ελλάδας: «Παραγωγική ανασυγκρότηση» με μεγάλες επενδύσεις ξένων και ντόπιων ιδιωτικών κεφαλαίων, διατήρηση της περιστολής των εργατικών δικαιωμάτων, δανειοδοτήσεις υπέρ της «ανάπτυξης», ολοκληρωτική πρόσδεση στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς ΝΑΤΟ και ΕΟΚ. (46) Στη διακυβέρνηση της χώρας βρέθηκε, κατά την περίοδο αυτή, η «δεξιά» πτέρυγα του αστικού πολιτικού φάσματος, αρχικά ο «Ελληνικός Συναγερμός» του Παπάγου, τον οποίο διαδέχτηκε (μετά το θάνατό του, το 1955) ο Κ. Καραμανλής ως αρχηγός της «Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης» (ΕΡΕ). Και οι δύο αυτές εμβληματικές μορφές του αστικού πολιτικού κόσμου αναδείχτηκαν σε πιστούς υπηρέτες των συμφερόντων της εγχώριας αστικής τάξης, για την υπεράσπιση της οποίας δε δίστασαν ούτε να συνεχίσουν την αντιλαϊκή επίθεση, ούτε όμως και να έρθουν σε αντιπαραθέσεις εντός του αστικού «στρατοπέδου». Ιδίως ο Καραμανλής δεν ταλαντεύτηκε σε καμία σχεδόν στιγμή της σταδιοδρομίας του ως πρωθυπουργός, κράτησε σταθερή και ενιαία πολιτική γραμμή υπεράσπισης του καπιταλιστικού συστήματος, ερχόμενος σε έντονες αντιπαραθέσεις με το Παλάτι, αμφισβητώντας ακόμα και την ύπαρξη του θεσμού.(47)

Στο διάστημα αυτό, με βάση τους παραπάνω άξονες της (εσωτερικής και εξωτερικής) πολιτικής της «Δεξιάς», συνεχίζεται (με διάφορες αυξομειώσεις) η αντικομμουνιστική «σταυροφορία», οι ωμές επιθέσεις στο κίνημα, οι διώξεις εναντίον μελών και στελεχών του ΚΚΕ και της ΕΔΑ. Σε αυτήν την κατεύθυνση συμβάλλει και η διατήρηση και η ενίσχυση μιας σειράς «παρακρατικών» μηχανισμών στο στρατό, στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα, στο φοιτητικό κίνημα κ.α., η παρέμβαση των οποίων στον τομέα της καταστολής, του «φακελώματος» και συνολικά των διώξεων ήταν καθοριστική.48 Ιδίως αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό της «δεξιάς» διακυβέρνησης είναι αυτό που την άφησε στην ιστορία ως «Κράτος της Δεξιάς»˙ ένας όρος που αφενός είναι εξαρχής λανθασμένος, καθώς προσδίδει στην έννοια του «κράτους» παραταξιακό αντί για ταξικό χαρακτήρα, αφετέρου αποτέλεσε το πάτημα ώστε να διαφοροποιηθεί το «Κέντρο» από τη «Δεξιά» και να ενισχυθούν πλαστοί ενδοαστικοί πολιτικοί διαχωρισμοί του τύπου «πρόοδος εναντίον συντήρησης». Δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί, για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο κρατικός μηχανισμός στελεχώθηκε σε σημαντικό βαθμό από υποστηρικτές των κομμάτων αυτών, ούτε ότι η ΕΡΕ πέτυχε να δημιουργήσει έναν αρκετά ισχυρό «κομματικό στρατό» τραβώντας με το μέρος της –μέσω ανάπτυξης υλικών δεσμών (διορισμοί στο Δημόσιο, παροχές αδειών, αντιπαροχή)– μεγάλο μέρος των μεσαίων στρωμάτων. Ωστόσο, αυτό περισσότερο αποτελεί προϋπόθεση για την –επιτυχημένη τελικά– «καπιταλιστική ανασυγκρότηση», η οποία άλλωστε πραγματοποιήθηκε πάνω στα θεμέλια που είχαν «χτίσει», όπως αναλύσαμε νωρίτερα, οι κυβερνήσεις του «Κέντρου». 

Σχετικά με το νομικό πλαίσιο της δεκαετίας αυτής και τον τρόπο εφαρμογής του, είναι άκρως χαρακτηριστικά τα λόγια του ίδιου του Καραμανλή, απαντώντας ουσιαστικά στις κατηγορίες του «Κέντρου» για «αντιδημοκρατική» διακυβέρνηση. Συγκεκριμένα, αναφερόμενος στα κατασταλτικά μέτρα, υποστηρίζει ότι «ελήφθησαν κατά την διάρκειαν του συμμοριτοπολέμου και από τας Κυβερνήσεις 1948-1951, των οποίων μετείχον και τα κόμματα του Κέντρου», ενώ σχολιάζοντας τη στάση των κυβερνήσεών του τονίζει: 

«Εγώ όχι μόνον δεν προσέθεσα τίποτα, αλλά και τα μέτρα αυτά εφάρμοσα με επιείκειαν. Είχα δε την πρόθεσιν να τα άρω εν καιρώ, εάν το λαϊκόν μέτωπον το 1956 και η επικίνδυνος διόγκωσις των δυνάμεων της ΕΔΑ, κατά το 1958, δεν καθίστων ψυχολογικώς άκαιρον την άσκησιν παρομοίας πολιτικής» (49).
Σε αυτήν την εκτίμησή του, ο Καραμανλής δεν έχει άδικο, καθώς και τα δύο ζητήματα που θέτει είναι πραγματικά. Επί «δεξιάς» διακυβέρνησης (κυρίως κατά την 8ετία της ΕΡΕ), ακολουθήθηκε μια πολιτική σταδιακής (και σημαντικής) μείωσης των διωκόμενων (φυλακισμένων και εξόριστων), ενώ τερματίστηκαν οι εκτελέσεις (50). Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο Κούνδουρος, το Μάρτη του 1962 ο αριθμός των διωκόμενων έφτανε περίπου τους 1.600 και ένα χρόνο αργότερα ο αντίστοιχος αριθμός εμφανίζεται μειωμένος (51).

Δύο είναι οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν σε αυτήν την εξέλιξη. Ο πρώτος σχετίζεται με τη σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα. Όπως στα καπιταλιστικά κράτη της Δ. Ευρώπης ήδη μεταπολεμικά, έτσι και στην Ελλάδα αυτής της περιόδου η καπιταλιστική «ολοκλήρωση» έπρεπε να συνδυαστεί με μια σειρά παρεμβάσεων «φιλελεύθερου» χαρακτήρα που θα προσέδιδαν μια κάποια –τουλάχιστον– επίφαση «εκδημοκρατισμού». Εκεί εντάσσονται οι παραπάνω ενέργειες «επιείκειας», όπως και διάφορες –κατά καιρούς– συζητήσεις των αστικών επιτελείων μέχρι και για το ενδεχόμενο νομιμοποίησης του ΚΚΕ (52)

Ο δεύτερος παράγοντας έχει να κάνει με το επίπεδο του εργατικού-λαϊκού κινήματος και την πίεση που αυτό ασκεί στο σύστημα για «εκδημοκρατισμό» και χαλάρωση των κατασταλτικών μέτρων. Χαρακτηριστικά, μετά από τα σκληρά χτυπήματα που συνεχίζει να δέχεται το λαϊκό κίνημα και το Κομμουνιστικό Κόμμα κατά τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, καταφέρνει να σταθεί όρθιο και (μέσα από την ΕΔΑ) να συμβάλει καθοριστικά στην ανασύνταξη της οργάνωσης της λαϊκής πάλης. Αρκετά περιορισμένοι στην αρχή της δεκαετίας του ’50, με σταδιακή ανάκαμψη στη συνέχεια, οι εργατικοί και συνδικαλιστικοί αγώνες, οι φοιτητικές κινητοποιήσεις, καθώς και αυτές για το ζήτημα του Κυπριακού, θα φτάσουν στα τέλη αυτής της δεκαετίας και (ιδίως) κατά τη δεκαετία του ’60 σε πολύ υψηλότερα επίπεδα οργάνωσης και συμμετοχής. 

Βέβαια, όπως αναλύσαμε και στις πρώτες σελίδες σχετικά με το χαρακτήρα του αστικού κράτους και των μέσων που μπορεί να χρησιμοποιεί προκειμένου να αντιμετωπίσει τυχόν τριγμούς, μπορεί να παρατηρείται αυτή η «ελάφρυνση» (που εκφραζόταν κυρίως στο επίπεδο της επιβολής των ποινών), όμως το καθεστώς των διώξεων εξακολουθούσε να υπάρχει, απλώς εφαρμοζόταν με διάφορες διαβαθμίσεις ως προς τη σκληρότητά του ανάλογα με την πίεση που ασκούσαν οι λαϊκοί αγώνες. Είναι άκρως χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι μέχρι το 1962, με διάφορες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και των ποινικών δικαστηρίων (1952-1962), η «επ’ αόριστον» παράταση των εκτοπίσεων (μετά από απόφαση των Επιτροπών Ασφαλείας) δικαιολογούνταν με βάση το σκεπτικό ότι η «ανταρσία» δεν είχε τερματιστεί, καθώς η λήξη του εμφύλιου πολέμου δεν είχε συνοδευτεί ποτέ από τη ρητή λήξη της «ανταρσίας» με νομοθετική διάταξη ή από μια επίσημη συνθηκολόγηση των «συμμοριτών», μόνο ένα μέρος των οποίων είχε εγκαταλείψει το «εθνικό έδαφος» (53)! Με το νομοθετικό διάταγμα 4234 «Περί ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων την ασφάλειαν της χώρας» κηρύσσεται το «τέλος της ανταρσίας», αλλά την ίδια στιγμή διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής του ΑΝ 509/47, καθώς «απαγορεύεται πάσα ενέργεια ανασυστάσεως του Κομμουνιστικού Κόμματος και των […] διαλυομένων οργανώσεων, πάσα ενέργεια προς επικράτησιν αυτών, ως και η […] διάδοσις των συνθημάτων ή των αποφάσεων ή της εκνόμου δράσεως αυτών» (άρθρο 6) (54)

Παρότι οι καταδικαστικές αποφάσεις με βάση τον 509/47 ήταν ελάχιστες μετά το 1952,55 η μη κατάργηση του νόμου αυτού (που είχε θέσει το ΚΚΕ στην παρανομία) σήμαινε τη μόνιμη απειλή των μελών και υποστηρικτών του ΚΚΕ με το ενδεχόμενο εφαρμογής του. Η παραπάνω διάταξη του διατάγματος 4234/62 ενίσχυε τελικά το «δικαίωμα» του κράτους να διώκει την ΕΔΑ και όλους τους μαζικούς φορείς και τις οργανώσεις όπου συμμετείχαν μέλη του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος. Τον ίδιο καιρό, παράλληλα με τον εκφοβισμό της εφαρμογής του 509/47 και μεσούσης της «συνεχιζόμενης ανταρσίας», οι παραπομπές σε δίκες γίνονται βάσει του νόμου 375/36 «περί κατασκοπίας». Μάλιστα, η εφαρμογή του τελευταίου, εκτός του ότι πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις σε μια περίοδο ανόδου της απήχησης της ΕΔΑ (η οποία το 1958 αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση), στόχευε, στην ουσία, στο χτύπημα της ίδιας της ιδεολογίας των κατηγορούμενων κομμουνιστών, καταδικάζοντάς τους όχι για τη «διάπραξη κατασκοπίας» (κάτι που δεν μπορούσε να «αποδειχτεί» δίχως να γελοιοποιείται το κατηγορητήριο), αλλά για «προσφοράν εις κατασκοπίαν» (56)

Ο Γ. Μαγκάκης, συνήγορος των κατηγορούμενων κομμουνιστών κατά την πρώτη δίκη από αυτές που έγιναν το 1960 «για κατασκοπία», κατά την αγόρευσή του συμπυκνώνει όλο το νόημα του –αβάσιμου– κατηγορητηρίου στην εξής φράση: «Ο κομμουνισμός κάνει κατασκοπία. Άρα αφού εσείς είσθε κομμουνισταί, είσθε κατάσκοποι» (57). Το «κυνήγι των κατασκόπων» συνεχίζεται με αυξανόμενη ένταση, από το Μάη μέχρι τον Αύγουστο του 1960, με συλλήψεις εκατοντάδων μελών και στελεχών της ΕΔΑ και της Νεολαίας της ΕΔΑ, ως «κατασκόπων εκ δορυφόρων κρατών» (σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της Ασφάλειας).(58)

Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις «δηλώσεις μετανοίας» και το «θεσμό» των λεγόμενων «πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων» που μέσα από τον έλεγχο της «νομιμοφροσύνης» των εργαζόμενων είχαν στόχο την καθυπόταξη κάθε αγωνιστικής στάσης, είναι αυτονόητο ότι δημιουργούσαν ένα ασφυκτικό πλαίσιο σε βάρος των μελών και φίλων του παράνομου ΚΚΕ και της ΕΔΑ.
 * * * 
Η διακυβέρνηση της ΕΡΕ τερματίζεται με την παραίτηση του Καραμανλή (υπό το βάρος της υπόθεσης της δολοφονίας του συνεργαζόμενου με την ΕΔΑ βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη), την ήττα του στις εκλογές που ακολουθούν και την αναχώρησή του για το Παρίσι, το Δεκέμβρη του ’63. Νικήτρια σε δύο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις αναδεικνύεται η «Ένωση Κέντρου» (ΕΚ) και πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπανδρέου. Στο διάστημα που ακολουθεί, το πολιτικό σκηνικό συνθέτουν μια σειρά από κυβερνητικές κρίσεις, οι αντιθέσεις του Παπανδρέου με το Παλάτι, η εκδήλωση της «αποστασίας» βουλευτών της ΕΚ, οι μεγάλες διαδηλώσεις του Ιούλη του ’65 και γενικά μια πολιτική αστάθεια που οδηγεί στη «λύση» της επιβολής της αμερικανοκίνητης δικτατορίας των συνταγματαρχών, στις 21 Απρίλη 1967.

Μέχρι τότε, όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο, μένει σχετικά ανέπαφο. Ο Παπανδρέου κατέκτησε μια μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή μετά τις εκλογές της 16ης Φλεβάρη 1964, υποστηριζόμενος από μεγάλο μέρος του λαού που πίστεψε στην πολιτική του λεγόμενου «ανένδοτου αγώνα» κατά της «Δεξιάς», τις υποσχέσεις για κατάργηση των εκτάκτων μέτρων, του 509/47 και των νομοθετημάτων «περί κατασκοπίας»59. Παρά το γεγονός ότι κατά τη θητεία της «Δεξιάς» στη διακυβέρνηση της χώρας αρκετές φορές «κεντρώοι» βουλευτές ζητούσαν την κατάργηση των κατασταλτικών μέτρων60, η ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από την ΕΚ δε συνοδεύτηκε από την πραγματοποίηση αυτών των «διεκδικήσεων» και μετέπειτα υποσχέσεων. Ως πιστός υπηρέτης των συμφερόντων του αστικού κράτους, η ΕΚ δεν κατάργησε κανέναν από τους προηγούμενους κατασταλτικούς νόμους, αντίθετα, διατήρησε ανέπαφο όλο το σχετικό νομικό «οπλοστάσιό» του και αντιδραστικούς «θεσμούς» όπως τα «πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων» και το Συνδικαλιστικό της Ασφάλειας. Μέσα στο γενικό κλίμα του αντικομμουνισμού (όπου ανέκαθεν εντασσόταν και το «Κέντρο»), δεν τέθηκε ποτέ το ζήτημα της νομιμοποίησης του ΚΚΕ, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε η καταστολή του συνδικαλιστικού κινήματος με το χτύπημα των απεργιών και την απαγόρευση εργατικών συγκεντρώσεων και άλλων διαδηλώσεων. Η βασική αρχή ότι «Ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ», όπως αναφέρεται στην περίφημη εγκύκλιο 1010 του Παπανδρέου «Προς τους Γενικούς Επιθεωρητάς Μέσης Εκπαιδεύσεως» (11 Μάρτη 1965) (61), αποτελεί την κύρια πολιτική γραμμή των κυβερνήσεων της ΕΚ. Η απελευθέρωση ορισμένου αριθμού πολιτικών κρατουμένων, το Γενάρη του 1964, ήταν απλά ένα ημίμετρο, αφού, όπως αναφέραμε, ουσιαστικά το συνολικό νομικό πλαίσιο διατηρείται.

Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, το θεσμικό πλαίσιο, που διαμορφώθηκε στην περίοδο του ταξικού εμφύλιου πολέμου 1946-1949, διατηρήθηκε και μετά από αυτόν ολόκληρη την περίοδο 1950-1967. Πάνω σε αυτό το θεσμικό πλαίσιο θα πατήσουν και οι συνταγματάρχες πραξικοπηματίες της 21ης Απρίλη 1967 για να επιβάλουν την 7χρονη δικτατορία τους.

Ενδεικτικά ως προς αυτό είναι όσα υποστήριξε ένας στρατοδίκης στη δίκη του Γιάννη Λίππα, στελέχους του ΚΚΕ, στο Έκτακτο Στρατοδικείο της Λάρισας, το Μάη του 1969.
«Διαμαρτύρεσθε ότι σας έπιασε η χούντα. Μα και στο παρελθόν νόμιμες κυβερνήσεις, Παπάγου, Καραμανλή σας έπιαναν και σας εξόριζαν. Τι το ανώμαλο βρίσκετε σ’ αυτό;» (62)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

* Ο Χάρης Ραζάκος είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ και συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. Φρ. Ένγκελς: «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του Κράτους», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1983, σελ. 183.
2. Β. Ι. Λένιν: «Για το Κράτος. Διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Σβερντλόφ, 11 Ιούλη 1919», στο Β. Ι. Λένιν: «Για το Κράτος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2013, σελ. 21.
3. Ό.π., σελ. 30.
4. Ό.π., σελ. 33.
5. Στις αρχές του Δεκέμβρη του 1945, ο τότε υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Σοφούλη, Κ. Ρέντης, ανακοινώνει ότι «διώκονται ως μέλη του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ, κλπ. 48.956 [άτομα]. Ελλείπουν στοιχεία διά 14 περιφερείας. Το σύνολον των διωκομένων (με τους εν προφυλακίσει και τους των 14 περιφερειών ων ελλείπουν τα στοιχεία) υπολογίζεται ότι υπερβαίνει τα 80.000 άτομα» (εφημερίδα «Το Βήμα», 11 Δεκέμβρη 1945). Τα ίδια στοιχεία δίνει και η βρετανική νομική αποστολή. (Χάινζ Ρίχτερ, «Η Συμφωνία της Βάρκιζας και τα αίτια του Εμφυλίου πολέμου», στο Γιάννη Ιατρίδη (επιμ.): «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950, Ένα Έθνος σε κρίση», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα, 1984, σελ. 292). Η αφόρητη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, μάλιστα, στις φυλακές, εκείνο τον καιρό, απασχολεί ακόμη και την κυβέρνηση Σοφούλη, η οποία, σε μια προσπάθεια να φανεί φιλολαϊκή, ανακοινώνει τον περίφημο νόμο «Περί αποσυμφορήσεως των φυλακών», με (υποτιθέμενο) σκοπό την παραγραφή ορισμένων αδικημάτων, ώστε να δημιουργηθούν πιο «ανθρώπινες» συνθήκες μέσα στις φυλακές. (ΑΝ. 753/45 «Περί αποσυμφορήσεως των φυλακών» εφ. «Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος», τχ. 311Α, 21 Δεκέμβρη 1945). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος νόμος έμεινε, ουσιαστικά, «κενό γράμμα», αφού η Δικαιοσύνη προχωρούσε με πολύ αργό ρυθμό τις σχετικές διαδικασίες. Σύμφωνα με τη βρετανική νομική αποστολή, κατά τους επόμενους 3 περίπου μήνες από τη δημοσίευση του νόμου, μέχρι δηλαδή τις εκλογές της 31ης Μάρτη 1946, απολύθηκαν από τις φυλακές περίπου 4.000 κρατούμενοι (Heinz Richter: «Η επέμβαση των Άγγλων στην Ελλάδα. Από τη Βάρκιζα στον Εμφύλιο Πόλεμο, Φλεβάρης 1945 - Αύγουστος 1946», εκδ. «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 2003, σελ. 409-410). Ο Κλόουζ δίνει τον αριθμό των 3.000 απολυθέντων (Ντέιβιντ Κλόουζ: «Οι ρίζες του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα», εκδ. «Φιλίστωρ», 2003, σελ. 249). Όποιος κι αν είναι ο σχετικός αριθμός, στην ουσία είναι πολύ μικρός σε σχέση με τον αριθμό των φυλακισμένων και ακόμη μικρότερος σε σχέση με τον αριθμό συνολικά των διωκόμενων, ενώ ελάχιστη σημασία έχει από τη στιγμή που μετά από τις εκλογές του Μάρτη οι διώξεις συνεχίστηκαν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση.
6. Το Άρθρο 3 αμνήστευε «τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από της 3ης Δεκεμβρίου 1944» μέχρι τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Εξαιρούσε από την αμνηστία «τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχία του πολιτικού αδικήματος». (Όπως παρατίθεται στο Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ [επιμ.]: «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Συλλογή Κειμένων. Έγγραφα από το Αρχείο του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2016, σελ. 381).
7. Ενδεικτική είναι η ομιλία του πρωθυπουργού Κ. Τσαλδάρη, κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, στην πρώτη συνεδρίαση της Βουλής (17 Μάη 1946), όπως και αυτές των Σοφούλη, Σ. Βενιζέλου, Παπανδρέου και Ζέρβα, κατά τις δηλώσεις των πολιτικών αρχηγών, την επόμενη μέρα (Επίσημα Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής, Δ΄ Αναθεωρητική Βουλή, τχ. Α΄, συνεδριάσεις 17 Μάη 1946 και 18 Μάη 1946 αντίστοιχα).
8. Για το Γ΄ Ψήφισμα βλ. Νίκου Αλιβιζάτου: «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974, όψεις της ελληνικής εμπειρίας», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα, 1995, σελ. 496-504 και Ρούσσου Κούνδουρου: «Η ασφάλεια του καθεστώτος», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα, 1978, σελ. 129-130. Ολόκληρο το Γ΄ Ψήφισμα, στο Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.): «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Συλλογή κειμένων. Έγγραφα από το Αρχείο του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2016, σελ. 385-391.
  9. Μέχρι το καλοκαίρι του 1949, οπότε τερματίζεται ο εμφύλιος πόλεμος, ιδρύονται 24 Έκτακτα Στρατοδικεία και 6 Μεραρχιακά. (Δόμνας Κόφφα: «Τα Έκτακτα Στρατοδικεία των χρόνων 1946-1949», στο Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ [επιμ.]: «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Συλλογή κειμένων. Έγγραφα από το Αρχείο του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2016, σελ. 93-94). Για όλο το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά την ίδρυση και λειτουργία των Έκτακτων Στρατοδικείων, βλ. Κωνσταντίνου Οικονομόπουλου: «Έκτακτα Στρατοδικεία και νομοθεσία αφορώσα την Δημόσιαν τάξιν και ασφάλειαν», Αθήναι, 1951, σελ. 5-59.
10. Ν.Δ. «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των ισχυόντων Νόμων “περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφαλείας”», εφ. «Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος», τχ. 145Α, 4 Μάη 1946. Με αυτό το Ν.Δ. επαναφέρεται ο θεσμός που αξιοποιήθηκε ιδιαίτερα κατά τη μεταξική δικτατορία, για να εξυπηρετήσει τους αντικομμουνιστικούς της σκοπούς. Την κάθε Επιτροπή Ασφαλείας συγκροτούσαν ο τοπικός διοικητής της Χωροφυλακής, ο νομάρχης, ο εισαγγελέας και ένας δικαστικός, και καθήκον της είχε να εκτοπίζει κάθε άτομο ύποπτο «υποθάλψεως ληστών ή φυγοδίκων [ή] διαπράξεως λαθρεμπορίας ή άλλων πράξεων αντικειμένων εις την Δημόσιαν Τάξιν, ησυχίαν και ασφάλειαν της Χώρας». Για τη λειτουργία των Επιτροπών Ασφαλείας, στο Γιώργου Μαργαρίτη: «Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949», τ. 1ος, εκδ. «Βιβλιόραμα», Αθήνα, 2001, σελ. 155. Επίσης, στο Νίκου Αλιβιζάτου: «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974, όψεις της ελληνικής εμπειρίας», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα, 1995, σελ. 461-465.
11. Ψήφισμα ΛΑ΄ «Περί συμπληρώσεως του περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την Δημόσιαν Τάξιν και Ασφάλειαν Ψηφίσματος Γ΄ του 1946, ως προς διά του Τύπου πραττόμενα αδικήματα» και Ψήφισμα ΛΒ΄ «Περί συμπληρώσεως του Γ΄ Ψηφίσματος», εφ. «Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος», τχ. 221Α, 17 Οκτώβρη 1947 και τχ. 224Α, 22 Οκτώβρη 1947, αντιστοίχως. Το ΛΒ΄ Ψήφισμα καθορίζει ουσιαστικά τον ακριβή τρόπο με τον οποίο θα γίνεται η λογοκρισία, που επιβάλλει το ολίγων ημερών νωρίτερα θεσπισμένο ΛΑ΄. Με τα δύο αυτά ψηφίσματα, το Γ΄ Ψήφισμα πήρε την τελική του μορφή.
12. ΑΝ 509/47 «Περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του Πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», εφ. «Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος», τχ. 293Α, 27 Δεκέμβρη 1947. Επίσης, ΑΝ 516/48 «Περί ελέγχου νομιμοφροσύνης των δημοσίων κλπ. υπαλλήλων και υπηρετών», εφ. «Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος», τχ. 6Α, 8 Γενάρη 1948. Τέλος, τα Ψηφίσματα ΛΘ΄ «Περί προσωρινής απαγορεύσεως της διακοπής της παραγωγής και αναστολής του δικαιώματος της απεργίας» και Μ΄ «Περί δημεύσεως των περιουσιών των συμμετεχόντων εις τον συμμοριακόν αγώνα», εφ. «Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος», τχ. 268Α, 7 Δεκέμβρη 1947 και τχ. 17Α, 21 Γενάρη 1948, αντίστοιχα. Παράλληλα με τη δήμευση των περιουσιών, επανέρχεται και η ποινή της στέρησης της ελληνικής ιθαγένειας. Ψήφισμα ΛΖ΄ «Περί αποστερήσεως της ελληνικής ιθαγενείας προσώπων αντεθνικώς δρώντων εις το εξωτερικόν», εφ. «Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος», τχ. 267Α, 7 Δεκέμβρη 1947.
13. Ολόκληρος ο ΑΝ 509/47, στο Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.): «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Συλλογή κειμένων. Έγγραφα από το Αρχείο του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2016, σελ. 394-398.
14. Αρκετά αναλυτικά στοιχεία για τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, στο Ηλία Νικολακόπουλου: «Η καχεκτική δημοκρατία. Κόμματα και εκλογές. 1946-1967», εκδ. «Πατάκη», Αθήνα, 2005, σελ. 86-94. Ακόμα και η αγγλοαμερικανική αποστολή παρατηρητών του δημοψηφίσματος, AMFOGE 2, η οποία κλήθηκε να παρακολουθήσει «ανεπίσημα» τις διαδικασίες, σε έκθεσή της, 6 μέρες μετά από το δημοψήφισμα, αναφέρεται σε κάποιες «ανωμαλίες» («irregularities») που παρουσιάστηκαν σε διάφορα εκλογικά τμήματα, ενώ επισημαίνει συμπερασματικά ότι «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η παράταξη που εκπροσωπεί την κυβερνητική σκοπιά άσκησε αθέμιτη επιρροή προκειμένου να εξασφαλίσει ψήφους υποστήριξης της επιστροφής του Βασιλιά, αλλά και χωρίς ακόμη αυτήν την επιρροή είμαστε πεπεισμένοι ότι μία πλειοψηφία υπέρ της επιστροφής του Βασιλιά θα μπορούσε να επικρατήσει». (United States Department of State, Foreign relations of the United States (FRUS), 1946. The Near East and Africa, vol. VII, U.S. Government Printing Office, 1946, σελ. 204-207). Το μέγεθος της νοθείας στο δημοψήφισμα της 1ης Σεπτέμβρη ’46 παραδέχεται η αποστολή σε συμπληρωματική αδημοσίευτη έκθεσή της, στις 13 Σεπτέμβρη ’46, όπου αναγνωρίζει ότι «οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν δείχνουν καθαρά πως σε πολλά τμήματα της Ελλάδας δεν υπήρχαν οι απαραίτητες συνθήκες για διεξαγωγή γνήσιου δημοψηφίσματος και ότι το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι αληθινό» (Γ. Μαυρογορδάτου: «Οι εκλογές και το δημοψήφισμα του 1946 προοίμιο του εμφυλίου πολέμου», στο Γιάννη Ιατρίδη [επιμ.]: «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα Έθνος σε κρίση», εκδ. Θεμέλιο, 1984, σελ. 329).
15. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ. 1949-1968», τ. Β΄, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 103.
16. Ήδη στις 20 Μάρτη 1949, κατά τις τελευταίες προπαρασκευαστικές συνομιλίες για την ίδρυση του ΝΑΤΟ (4 Απρίλη 1949), οι ΗΠΑ κάνουν μία ολοκληρωμένη πρόταση για το μέλλον της καπιταλιστικής (Δυτικής) Ευρώπης, υπό τον τίτλο «Η Βορειοατλαντική Συμφωνία: Κοινή Άμυνα και η διατήρηση της ειρήνης, της ασφάλειας και της ελευθερίας στη Βορειοατλαντική Κοινότητα». Μέσα στο πλαίσιο της «αμερικανικής βοήθειας» (σχέδιο Μάρσαλ) και της επιχειρούμενης ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας εναντίον της ΕΣΣΔ και του σοσιαλιστικού μπλοκ, οι ΗΠΑ αναγνώριζαν την ανάγκη της λεγόμενης «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Στο πλαίσιο δε αυτής της «ολοκλήρωσης» εντάσσουν τις 16 χώρες που λαμβάνουν την «αμερικανική βοήθεια», ανάμεσά τους και την Ελλάδα. («Ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ επί της βορειοατλαντικής συνθήκης» [20 Μάρτη 1949] στο United States Department of State, FRUS, 1949. Western Europe, vol. IV, U.S. Government Printing Office, 1949, σελ. 240-241). Ανάλογες και πιο αναλυτικές προτάσεις γίνονται και τους επόμενους μήνες. Βλ. «Υπόμνημα της Επιτροπής Προσωπικού του Εθνικού Συμβουλίου Γνωμοδοτήσεων προς το Εθνικό Συμβούλιο Γνωμοδοτήσεων» (16 Γενάρη 1950) στο United States Department of State, FRUS, 1950. National security affairs; foreign economic policy, vol. I, U.S. Government Printing Office, 1950, σελ. 815-819.
17. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ. 1949-1968», τ. Β΄, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 104.
18. Μιχάλη Λυμπεράτου: «Από το ΕΑΜ στην ΕΔΑ», εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα, 2011,  σελ. 39.
19. Νίκου Αλιβιζάτου: «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974, όψεις της ελληνικής εμπειρίας», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα, 1995, σελ. 428.
20. «Ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και του ΠΓ της ΚΕ του ΑΚΕ – Για τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές» (7 Μάρτη 1951) στο «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 7ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1995, σελ. 130. Ολόκληρη η ανακοίνωση στις σελ. 130-135. Δύο μήνες νωρίτερα, κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι μόνο οι φυλακισμένοι είναι 19.797, από τους οποίους καταδικασμένοι από Έκτακτα Στρατοδικεία και από κακουργιοδικεία «δι’ εγκλήματα σχέσιν έχοντα με ΕΑΜ-ΕΛΑΣ» δηλώνονται οι 14.097. (Εισηγητική Έκθεση του νόμου 2058/52 στο Ρούσσου Κούνδουρου: «Η ασφάλεια του καθεστώτος», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα, 1978, σελ. 141). Ακόμα κι αν δεχτούμε ως αληθινό το στοιχείο αυτό (ο αριθμός δείχνει μικρός σε σχέση με την πραγματικότητα της εποχής), προσθέτοντας τους δεκάδες χιλιάδες πολιτικούς εξόριστους, φαίνεται ο αριθμός που δίνει το ΚΚΕ τότε να είναι πολύ κοντά στον πραγμα-τικό.
21. Η συγκρότηση του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας», με την ενίσχυση παροχών προς μεγάλα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων, κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, είχε διπλό σκοπό. Από τη μία, αποτελούσε το κύριο μέσο για να χαλιναγωγηθούν –έως και να ενσωματωθούν– οι λαϊκές αντιδράσεις ενάντια στην πολιτική που επέβαλλε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, και «προσφέροντας» ορισμένες παροχές που η εργατική τάξη στην ΕΣΣΔ απολάμβανε μαζικά (δημόσια υγεία, πρόνοια, παιδεία, εργασία κλπ.) να δημιουργήσει αυταπάτες ότι η εργατική τάξη μπορεί να ζει αξιοπρεπώς μέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας. Από την άλλη, η διόγκωση του κρατικού τομέα και η παροχή ορισμένων δικαιωμάτων στην εργατική τάξη ήταν αναγκαία για την εξασφάλιση των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης που απαιτούσε η ανάπτυξη της σύγχρονης καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας.
22. Σε αντίθεση με το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» που «πρόσφερε» η Δυτ. Ευρώπη, στην Ελλάδα «οι κρατικές δαπάνες ήταν ειδικά την περίοδο 1951-1960 εξαιρετικά χαμηλές, το ασφαλιστικό σύστημα πολύ περιορισμένο, οι συνθήκες κατοικίας άθλιες, τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα για το 70% στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η αναλογία τετραγωνικών και ατόμων που κατοικούν σε αυτά η χειρότερη σε ολόκληρη την Ευρώπη». Επίσης, στην περίοδο 1951-1957, καταμετρούνταν 3.000.000 άποροι, το 1/4 του ενεργού πληθυσμού ήταν άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι, ο αγροτικός πληθυσμός εξαθλιωμένος, «ενώ το εισόδημα του 70% των οικογενειών της χώρας επέτρεπε μόνο τη στοιχειώδη κάλυψη των οικονομικών αναγκών» (Μιχάλη Λυμπεράτου: «Από το ΕΑΜ στην ΕΔΑ», εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα, 2011, σελ. 51-53).
23. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ. 1949-1968», τ. Β΄, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 116.
24. Στις αρχές του 1952, το υπουργείο Εξωτερικών προβαίνει στην παρακάτω (επιθετική) εκτίμηση: «Ο ανταγωνισμός μεταξύ Αμερικανών και Άγγλων συνεχίζεται εκ του αφανούς. […] οι Άγγλοι πιστεύουν ότι οι Αμερικανοί επιδιώκουν να τους εκτοπίσουν εκμηδενιζομένης της επιρροής των από οικονομικής και πολιτικής πλευράς επί της Ελλάδος […] Ούτω οι Αμερικανοί ετορπίλισαν διαφόρους προσφοράς Αγγλικών και Γαλλικών κύκλων προτιθεμένων να εγκαταστήσουν βιομηχανίας εν Ελλάδι και εσαμποτάρησαν εξαγωγάς ελληνικών προϊόντων…». («Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ. 1949-1968», τ. Β΄, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 115).
25. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ. 1949-1968», τ. Β΄, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 117.
26. Μάκη Μαΐλη: «Το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το 1950 έως το 1967», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2014, σελ. 52-53. Ο Σπ. Μαρκεζίνης, εξέχουσα προσωπικότητα του αστικού πολιτικού προσωπικού και υποστηρικτής της «λύσης Παπάγου», αναφερόμενος στο ζήτημα φέρνει ως παράδειγμα των υποστηρικτών αυτής της θέσης και το φιλελεύθερο πολιτικό, φίλο του εκδότη Δημ. Λαμπράκη, Γ. Εξηντάρη, ο οποίος υποστήριζε ότι μόνο μία κυβέρνηση που δε θα προέκυπτε από εκλογές θα μπορούσε να πάρει σκληρά μέτρα. Αξιοσημείωτο είναι, βέβαια, ότι ο ίδιος ο Παπάγος, ήδη από το τέλος του ’49, υποστηρίζει τη λεγόμενη «συνταγματική οδό» δείχνοντας σφόδρα αντίθετος σε ενδεχόμενη δικτατορική λύση, «προμηνύοντας», ταυτόχρονα, την πρόθεσή του για κάθοδό του στην πολιτική. Σε συνέντευξή του σε αγγλικό πρακτορείο, το Δεκέμβρη του 1949, δηλώνει χαρακτηριστικά ότι «τόσον η κομμουνιστική επικράτησις όσον και οιαδήποτε άλλη μορφή δικτατορίας προέρχεται από την εκμετάλλευσιν της οικονομικής και κοινωνικής δυσπραγίας του λαού, επίσης και από την ανικανότητα των κυβερνήσεων να βελτιώσουν αναλόγως το βιοτικόν επίπεδον αυτού». (Σπύρου Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», τ. Α΄, εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα, 1977, σελ. 60).
27. Το Νοέμβρη του ’49, ο Αμερικάνος πρεσβευτής Γκρέιντι γνωστοποιεί τη θέση των ΗΠΑ ότι «πρέπει συντόμως να διεξαχθούν βουλευτικαί εκλογαί […] ουχί βραδύτερον των αρχών της προσεχούς ανοίξεως», όπως και έγινε (Ηλία Νικολακόπουλου: «Η καχεκτική δημοκρατία. Κόμματα και εκλογές. 1946-1967», εκδ. «Πατάκη», Αθήνα, 2005, σελ. 100).
28. Χαρακτηριστική είναι, για παράδειγμα, η δυσφορία που εκφράζουν οι ΗΠΑ, κατά τις πρώτες βδομάδες μετά από τις εκλογές της 3ης Μάρτη 1950, πάνω στο θέμα της «εξαίρεσης» από τη νεοσύστατη κυβέρνηση του Σοφ. Βενιζέλου των Πλαστήρα και Παπανδρέου («Απεσταλμένος στην Ελλάδα “[minor]” προς Υπουργείο Εξωτερικών, 23 Μάρτη 1950» στο United States Department of State, FRUS, 1950. The Near East, South Asia, and Africa, vol. V, U.S. Government Printing Office, 1950, σελ. 351-352). Επίσης χαρακτηριστική είναι η παγερή αδιαφορία που δείχνουν προς τον Παπάγο κατά τις προεκλογικές επαφές τους μαζί του, λίγες μέρες πριν τις εκλογές της 9ης Σεπτέμβρη 1951. Σε συνάντηση που έχει ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα, Τζον Πιουριφόι, με τον Παπάγο, αφού ο τελευταίος τού εκφράζει διάφορα παράπονα (π.χ., «προπαγάνδα» κάποιων εφημερίδων ότι δήθεν έχει σκοπό να επιβάλει στρατιωτική δικτατορία) και διαβεβαιώσεις ότι «μπορούν να τον υπολογίζουν για συνεργασία μεταξύ τους σε στενότερη βάση», απαντάει, ουσιαστικά, ότι τα «τα μακρόπνοα σχέδια [των ΗΠΑ] για κυβερνητική σταθερότητα στην Ελλάδα» δεν τον συμπεριλαμβάνουν. («Πρεσβευτής στην Ελλάδα [Πιουριφόι] προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, 28 Αυγούστου 1951» στο United States Department of State, FRUS, 1951. The Near East and Africa, Vol. V, U.S. Government Printing Office, 1951, σελ. 503-505). Παρά το γεγονός ότι διαφαινόταν η επερχόμενη νίκη του «Ελληνικού Συναγερμού», οι ΗΠΑ δεν έχουν διάθεση να αξιοποιήσουν τον Παπάγο ως πρωθυπουργό.
29. Μιχάλη Λυμπεράτου: «Από το ΕΑΜ στην ΕΔΑ», εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα, 2011, σελ. 390.
30. Τη σημασία που δίνουν οι ΗΠΑ στο χτύπημα του ΚΚΕ την αποτυπώνει πολύ γλαφυρά το ίδιο το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, το οποίο υποστηρίζει ότι «η επικράτηση του κομμουνισμού στην Ελλάδα είναι δυνατό να χρησιμεύσει ως εφαλτήριο για την κομμουνιστική διείσδυση, πολιτική και στρατιωτική, στη Μέση και Εγγύς Ανατολή […] θα έπληττε το κύρος των ΗΠΑ και θα εξασθενούσε τη θέληση για αντίσταση σε άλλες χώρες που απειλούνται από τον κομμουνισμό» και θα είχε «στρατιωτικές και πολιτικές συνέπειες που θα απειλούσαν σοβαρά την ασφάλεια των ΗΠΑ»! («Πρόταση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας» [14 Φλεβάρη 1951] στο United States Department of State, FRUS, 1951. The Near East and Africa, Vol. V, U.S. Government Printing Office, 1951, σελ. 463-466).
31. Χαρακτηριστικές είναι οι εκτελέσεις των Σταύρου Κασσάνδρα και Νίκου Πιτσίκα (22 Γενάρη 1951), που καταδικάστηκαν από το Έκτακτο Στρατοδικείο για εσχάτη προδοσία επειδή αρνήθηκαν να πολεμήσουν στην Κορέα, και του Νίκου Νικηφορίδη (5 Μάρτη 1951), που καταδικάστηκε με την κατηγορία της «απόπειρας διάδοσης ανατρεπτικών ιδεών», επειδή μάζευε υπογραφές για το σταμάτημα των πυρηνικών. Μαζί με τον τελευταίο, στο εκτελεστικό απόσπασμα στήνονται και οι Θεόδωρος Ορφανίδης, Μόσχος Στογιάννης, Κώστας Σπρίντζος, Μήτσος Κωνσταντίνου, Μπάμπης Παπαδόπουλος, Ρήγας Παραθυράς.
32. Ο «Δημοκρατικός», παρά το κλίμα εκφοβισμού του λαού από τους κρατικούς και «παρακρατικούς» μηχανισμούς (σύμφωνα με καταγγελίες, ζητούνταν ακόμα και ταυτότητες από αυτούς που αγόραζαν την εφημερίδα στα περίπτερα), έφτασε σε πολύ υψηλά επίπεδα κυκλοφορίας (9.000 φύλλα, κατά μέσο όρο). (Μιχάλη Λυμπεράτου: «Από το ΕΑΜ στην ΕΔΑ», εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα, 2011, σελ. 81).
33. Είχε προηγηθεί, την ίδια μέρα της κυκλοφορίας του «Δημοκρατικού», η σύλληψη του φερόμενου ως διευθυντή του, βουλευτή της «Δημοκρατικής Παράταξης», Δ. Χριστάκου. (Μιχάλη Λυμπεράτου: «Από το ΕΑΜ στην ΕΔΑ», εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα, 2011, σελ. 81 και 83).
34. «Νόμος για την Εσωτερική Ασφάλεια, 1950» (23 Σεπτέμβρη 1950) στο U.S. Statutes at Large, 1950-1951, vol. 64, Part 1, United States Government Printing Office, Washington, 1952, σελ. 987-1019. Καθοριστική, βεβαίως, ήταν η συμπλήρωση του νόμου αυτού με έναν από τους τελευταίους «μακαρθικούς» νόμους, που ολοκληρώνει το νομικό πλαίσιο της αντικομμουνιστικής σταυροφορίας στις ΗΠΑ: «Νόμος για τον έλεγχο του Κομμουνισμού, 1954» (24 Αυγούστου 1954), στο U.S. Statutes at Large, 1954, Part 1, United States Government Printing Office, Washington, 1955, σελ. 775-780.
35. Νόμος 1707/51 «Περί προσκλήσεως ιδιωτών δι’ εκτέλεσιν ειδικής υπηρεσίας», «Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος», τχ. 87Α, 30 Μάρτη 1951.
36. Τα ΤΕΑ, στην ουσία, αντικαθιστούν τα σώματα ΜΑΥ και ΜΑΔ που έδρασαν κατά τον Εμφύλιο και η συγκρότησή τους γίνεται με πρόσκληση «εθνικόφρονων» πολιτών που αναλαμβάνουν υπηρεσία ως έφεδροι (έχοντας τον οπλισμό τους στα σπίτια τους), με κύριο καθήκον την παρακολούθηση και τον εκφοβισμό των «μη εθνικόφρονων» πολιτών. Βλ. Νίκου Αλιβιζάτου: «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974, όψεις της ελληνικής εμπειρίας», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα, 1995, σελ. 599. Για τις μονάδες ΜΑΥ και ΜΑΔ, βλ. Γιώργου Μαργαρίτη: «Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949», τ. 1ος, εκδ. «Βιβλιόραμα», Αθήνα, 2001, σελ. 227-230.
37. «Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος», τχ. 1Α, 1 Γενάρη 1952.
38. Ο Μαρξ, αναλύοντας το Σύνταγμα της Γαλλίας του 1848, αποδίδει ακριβώς τη φύση και το χαρακτήρα όλων των αστικών Συνταγμάτων: «… το κάθε άρθρο του Συντάγματος περιέχει την ίδια του την αντίθεση, τη δική του άνω και κάτω Βουλή, δηλαδή στη γενική φράση την ελευθερία και στη σημείωση του περιθωρίου την κατάργηση της ελευθερίας. Όσο καιρό, λοιπόν, ήταν σεβαστή η λέξη ελευθερία και εμποδιζόταν μόνον η πραγματική εξάσκησή της, εννοείται με νόμιμο τρόπο, έμενε η συνταγματική ύπαρξη της ελευθερίας ανέπαφη και απαραβίαστη, κι ας θανατώνανε πραγματικά τη συγκεκριμένη της ύπαρξη». (Καρλ Μαρξ: «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1979, σελ. 30-31).
39. Επί παραδείγματι, το άρθρο 31 όριζε ότι «ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους υπουργούς αυτού», στο άρθρο 32 καθοριζόταν ότι «ο Βασιλεύς είναι ο ανώτατος άρχων του κράτους, άρχει των ενόπλων δυνάμεων, κηρύττει πόλεμον, συνομολογεί συνθήκας ειρήνης, συμμαχίας, εμπορίας…», ενώ με το άρθρο 38 δινόταν το αποκλειστικό δικαίωμα στο Βασιλιά «να αναστέλλη τας εργασίας της βουλευτικής συνόδου, είτε αναβάλλων την έναρξιν, είτε διακόπτων την εξακολούθησιν αυτών».
40. Μάκη Μαΐλη: «Το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το 1950 έως το 1967», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2014, σελ. 116. Πολλοί απολογητές του συστήματος χαρακτηρίζουν το πριν τη θέσπιση του νέου Συντάγματος νομικό πλαίσιο ως «Παρασύνταγμα», προσπαθώντας να διαχωρίσουν το αντιλαϊκό αυτό νομικό πλαίσιο από τις όποιες –υποτίθεται– «φιλελεύθερες» διατάξεις του νέου Συντάγματος. Ακόμα περισσότερο, αυτό γίνεται στην προσπάθειά τους να προσδώσουν στον Πλαστήρα (και γενικά στο «Κέντρο») φιλολαϊκές διαθέσεις, που λόγω πιέσεων δεν ευοδώθηκαν.
41. Τον Απρίλη του ’51, η κυβέρνηση Πλαστήρα θέσπισε το Ψήφισμα «Περί της ισχύος των από 14 Οκτωβρίου 1944 και εφεξής εκδοθεισών Συντακτικών Πράξεων και Ψηφισμάτων», εφ. «Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος», τχ. 120Α, 29 Απρίλη 1952. Χαρακτηριστικό για την ελαστικότητα όλης της αστικής νομοθεσίας είναι το γεγονός ότι με το εν λόγω Ψήφισμα προβλέπεται ότι όλες οι διατάξεις (Συντακτικές Πράξεις και Ψηφίσματα) που προϋπήρχαν (από τις 14 Οκτώβρη 1944) του νέου Συντάγματος, παρότι «αντίθετοι προς το Σύνταγμα», «εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την αναθεώρησιν του Συντάγματος, θεωρούμεναι ως κατά παρέκκλισιν εξ αυτού ισχύουσαι».
42. Μάκη Μαΐλη: «Το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το 1950 έως το 1967», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2014, σελ. 94.
43. Ο Σοφ. Βενιζέλος σχολιάζοντας το θέμα δήλωσε: «… είμαι εξαιρετικώς υπερήφανος διότι εις την υπ’ εμέ κυβέρνησιν έλαχεν η τιμή της αποφάσεως διά την αποστολήν μιας συμβολικής δυνάμεως εις την Κορέαν», ενώ μνημόνευσε τον πατέρα του, Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος είχε ενεργήσει αναλόγως, το 1919, με τη συμμετοχή ελληνικών στρατευμάτων στην ιμπεριαλιστική εκστρατεία της Αντάντ στην Ουκρανία ενάντια στη νεαρή σοβιετική εξουσία. (Σπύρου Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», τ. Α΄, εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα, 1977, σελ. 154).
44. Ο Κ. Τσαλδάρης, αν και υπερψήφισε την ένταξη στο ΝΑΤΟ, άσκησε κριτική στους όρους συμμετοχής της Ελλάδας και στο γεγονός ότι η κυβέρνηση δε διαπραγματεύτηκε ουσιαστικά αυτούς τους όρους. («Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1949-1968», τ. Β΄, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 296).
45. Στην ψηφοφορία στη Βουλή, κατά της ένταξης στο ΝΑΤΟ τάχτηκε η ΕΔΑ (εκτός ενός βουλευτή, του Λ. Καραμαούνα, που είχε αποχωρήσει από την κοινοβουλευτική ομάδα) και ο Μ. Κύρκος, ως εκπρόσωπος του «Δημοκρατικού Ριζοσπαστικού Κόμματος». Ο Πλαστήρας, κατά την ομιλία του, υποστήριξε πως «δεν ημπορεί κανείς να μην παραδεχθή ότι, όταν η Ελλάς συμμετέχη εις το Ατλαντικόν Σύμφωνον μετά των μεγάλων δυνάμεων, αι οποίαι κατοικούνται από ελευθέρους δημοκρατικούς λαούς, αισθάνεται εαυτήν ασφαλεστέραν […] Αι άλλαι θεωρίαι περί ειρηνεύσεων και ουδετερότητος […] δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με το γεγονός αυτό». Η σύμπνοια των εκπροσώπων των αστικών κομμάτων υπέρ της σύνδεσης της Ελλάδας με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, κατά τη συνεδρίαση της Βουλής, είναι απόλυτη, κάτι που κάνει τον Πλαστήρα να συγχαρεί «ολόκληρον σχεδόν την Βουλήν –διότι υπήρξε και κάποια μερίς, η οποία δεν συμφωνεί, αλλά δεν έχει σημασίαν, εφ’ όσον ολόκληρος η λοιπή Εθνική Αντιπροσωπεία ομοθύμως εγκρίνει την εισδοχήν αποδεχομένη το νομοσχέδιον τούτο». (Επίσημα Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής, Συνεδρίαση 18 Φλεβάρη 1952).
46. Στις 12 Οκτώβρη 1953, η κυβέρνηση Παπάγου υπογράφει την ελληνοαμερικανική συμφωνία για εγκατάσταση των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Η σύνδεση της χώρας με την ΕΟΚ ξεκίνησε με την υπογραφή σχετικής συμφωνίας, στις 9 Ιούλη 1961, και ολοκληρώθηκε με την κύρωσή της από τη Βουλή, στις 24 Γενάρη 1962.
47. Το «απόγειο» της αντιπαράθεσης Καραμανλή-Παλατιού ήταν η πρόταση του πρώτου για αναθεώρηση του Συντάγματος (αρχές 1963), κυρίως ως προς άρθρα που αφορούσαν τις αρμοδιότητες του Βασιλιά. Η θέση για περιορισμό των βασιλικών παρεμβάσεων ερχόταν σε πλήρη συμφωνία με την πάγια και σταθερή θέση του Καραμανλή για «εκσυγχρονισμό» του αστικού κράτους.
48. Ενδεικτικές ως προς το πλήθος και τις ονομασίες τους οργανώσεις, με δράση κατά την περίοδο 1950-1967: Αντικομμουνιστική Σταυροφορία Ελλάδος, Εθνική Εταιρεία, Εθνική Κοινωνική Δράση, Εθνική Κοινωνική Οργάνωση Φοιτητών (ΕΚΟΦ), Οργάνωση Νεοεθνικών Δυνάμεων Ελλάδος, Ναζιστική Οργάνωση Αθηνών, Ένωσις και Κοινωνική Δράσις, Πανελλήνια Ομοσπονδία Βασιλοφρόνων, Εθνική Φάλαγξ, Εθνικός Σύνδεσμος, Πανελλήνιος Ένωσις Εθνικοφρόνων, Πανελλήνιος Ένωσις Εθνικοκοινωνικής Αναγεννήσεως, Εθνική Πολιτική Οργάνωσις Ελληνίδων, Εθνική Κοινωνική Εξόρμησις, Κυανή Φάλαγξ, Ιερός Λόχος κ.ά. («Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ. 1949-1968», τ. Β΄, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 184). Επίσης, οι πιο γνωστές «παρακρατικές» οργανώσεις εντός του στρατεύματος και «εκκολαπτήρια» των μετέπειτα «πραξικοπηματιών» του ’67, «Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών» (ΙΔΕΑ) και «Ένωσις Ελλήνων Νέων Αξιωματικών» (ΕΕΝΑ). Ο ΙΔΕΑ, μάλιστα, εγκαινίασε τη δράση του ήδη από το 1944. Η συνεχής παρουσία και δράση του εντός του στρατού, εν γνώσει και με την «ανοχή» του κράτους, όλα αυτά τα χρόνια, δείχνει και την ανάγκη ύπαρξής του ως μηχανισμού στήριξης του συστήματος.
49. «Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχείο. Γεγονότα και Κείμενα», τ. 6ος, έκδ. «Η Καθημερινή», Αθήνα, 2005, σελ. 20.
50. Οι τελευταίες εκτελέσεις έγιναν επί διακυβέρνησης Παπάγου. Στις 14 Αυγούστου 1954 εκτελέστηκε στο Δαφνί ο Νίκος Πλουμπίδης, την 1η Μάη 1955 ο Χρήστος Καρανταής («Χρηστάκος») στις φυλακές Αλικαρνασού και στις 29 Αυγούστου 1955 ο Νίκος Καρδαμήλας. Και οι τρεις καταδικάστηκαν για διενέργεια κατασκοπίας.
51. Ο Κούνδουρος παραθέτει τα εξής: «Τον Μάρτιο 1962, σύμφωνα με ανεπίσημες πηγές υπήρχαν 1.359 φυλακισμένοι και 296 εκτοπισμένοι [σύμφωνα με αναφορά που βρέθηκε στα αρχεία της Διεθνούς Αμνηστείας]. Πριν από το καλοκαίρι του 1963, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, 960 άτομα είχαν παραμείνει στις φυλακές και οι εξόριστοι είχαν μειωθεί σε 6 [!]. Σύμφωνα με αριστερές πηγές, ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων την 1.6.1963 ήταν 1.045». (Ρούσσου Κούνδουρου: «Η ασφάλεια του καθεστώτος», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα, 1978, σελ. 160). Σύμφωνα με τον Λιναρδάτο, τον Απρίλη του 1963 βρίσκονταν στις φυλακές περίπου 1.200 πολιτικοί κρατούμενοι. (Σπύρου Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», τ. Δ΄, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1986, σελ. 229).
52. Τον Απρίλη του 1960, η ΚΕ του ΚΚΕ κοινοποιεί επιστολή με την οποία ζητάει «να καταργηθούν οι έκτακτοι νόμοι και τα ψηφίσματα της ανωμάλου περιόδου και να αρθή η απαγόρευσις της νομίμου λειτουργίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδος [ως] προϋπόθεσις απαραίτητος διά την ομαλήν αποκατάστασιν της ομαλής δημοκρατικής ζωής εις την χώραν […]». («Υπόμνημα της ΚΕ του ΚΚΕ, Προς την κυβέρνησιν, την Βουλήν των Ελλήνων και τα πολιτικά κόμματα. Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ – απαραίτητη προϋπόθεση για την αποκατάσταση ομαλής δημοκρατικής ζωής στη χώρα μας» [15 Απρίλη 1960] στο «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 8ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1997, σελ. 496). Ολόκληρη η επιστολή, στις σελ. 496-499. Το περιεχόμενο της επιστολής στήριξε η Διοικούσα Επιτροπή της ΕΔΑ και έτσι άνοιξε για λίγο καιρό μία άτυπη συζήτηση επί του ζητήματος. Η θέση για νομιμοποίηση του ΚΚΕ βρήκε θετικά προσκείμενους και σημαντικούς παράγοντες των αστικών κομμάτων (Βενιζέλος, Μαρκεζίνης), που θεωρούσαν ότι μέσω της νομιμοποίησής του το ΚΚΕ θα αντιμετωπιζόταν αποτελεσματικότερα. Στις 4 Μάη, ο Βενιζέλος δηλώνει πως «η νομιμοποίησις του ΚΚΕ είναι η κατάλληλος λύσις διά την εκκαθάρισιν της πολιτικής ζωής της χώρας, αλλά τούτο δεν συμφέρει εις την κυβέρνησιν, διότι θέλει να χρησιμοποιεί το ΚΚΕ ως μπαμπούλα». («Ο Βενιζέλος τάσσεται υπέρ της νομιμοποιήσεως του ΚΚΕ», στην εφ. «Η Αυγή», 5 Μάη 1960). Τη συμφωνία του με τις δηλώσεις Βενιζέλου εκφράζει λίγες μέρες αργότερα και ο Τσριμώκος, λέγοντας ότι πιθανή νομιμοποίηση του ΚΚΕ θα «εχρησίμευε προς αποσαφήνισι της πολιτικής καταστάσεως». («Ο Τσιριμώκος υπέρ της νομιμοποιήσεως του ΚΚΕ», στην εφ. «Η Αυγή» 10 Μάη 1960). Στο ίδιο άρθρο, δημοσιεύεται δήλωση του «δεξιού» πολιτικού Μαρκεζίνη ότι «η δημοκρατία δεν επιβιώνει με πλάσματα δικαίου, ούτε με παρελθοντολογίαν, ούτε με αστυνομικά μέτρα». Παρόμοιες θέσεις είχαν εκφραστεί και παλιότερα. Στις 5 Φλεβάρη 1952, «Το Βήμα» υποστήριζε ότι «το πρόβλημα δεν θα λυθεί με το να τεθεί εκτός νόμου η άκρα Αριστερά», ότι «θα έπρεπε να περιορισθή το Κράτος προς το παρόν τουλάχιστον εις την δίωξιν […] όταν θα διαπιστώνεται το έγκλημα, αφίνοντας κατά μέρος και ελεύθερην την πολιτικήν εκδήλωσιν εντός των Νόμων, διά να διατηρούμεν την κομμουνιστικήν επιρροήν και ΕΝ ΣΑΦΕΙ ΑΠΟΜΟΝΩΣΕΙ και υπό την φανερήν εποπτείαν του Κράτους» και πως «επιβάλλεται […]να τεθή ο κομμουνισμός όχι εκτός νόμου, αλλά εντός νόμου». («Με ψύχραιμην αντιμετώπισιν» στην εφ. «Το Βήμα», 5 Φλεβάρη 1952). Λίγους μήνες αργότερα (25 Νοέμβρη 1952), ο ίδιος ο Παπάγος, ως πρωθυπουργός, δέχεται στο γραφείο του τον Πασαλίδη ως «απόδειξη» ότι δεν αμφισβητούσε τη νόμιμη δράση της ΕΔΑ. (Μάκη Μαΐλη: «Το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το 1950 έως το 1967», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2014, σελ. 164).
53. Νίκου Αλιβιζάτου: «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974, όψεις της ελληνικής εμπειρίας», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα, 1995, σελ. 584-586.
54. Νομοθετικό Διάταγμα 4234 «Περί ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων την ασφάλειαν της χώρας», εφ. «Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος», τχ. 116Α, 30 Ιούλη 1962. Το νομοσχέδιο συζητήθηκε στην αρμόδια επιτροπή από τις 12 έως τις 17 Ιούλη 1962, όπου κατά τη συζήτηση εκφράστηκαν από τους βουλευτές της πλειοψηφίας (ΕΡΕ) πολλές αντικομμουνιστικές κορόνες και κατηγορίες προς τους βουλευτές της ΕΔΑ. Οι εκπρόσωποι του «Κέντρου» δήλωσαν ότι διαφωνούν με το εν λόγω νομοσχέδιο, χωρίς όμως να ζητούν την ακύρωση του 509/47. (Επίσημα Πρακτικά της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής του άρθρου 35 του Συντάγματος, Συνεδριάσεις 12 έως 17 Ιούλη 1962).
55. Σύμφωνα με –ελλιπή– στοιχεία του υπουργείου Δικαιοσύνης, κατά την περίοδο 1957-1959 απαγγέλθηκαν μόνο 5 καταδίκες βάσει του 509/47. Ο Κούνδουρος συμπληρώνει ότι από τότε και μέχρι την επιβολή της Χούντας δεν επιβλήθηκαν άλλες καταδίκες με βάση αυτόν το νόμο. (Ρούσσου Κούνδουρου: «Η ασφάλεια του καθεστώτος», εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα, 1978, σελ. 253).
56. Με αυτήν την κατηγορία κρίθηκαν ένοχοι οι Γ. Ερυθριάδης, Έλλη Ερυθριάδου, Ρούλα Κουκούλου, Αύρα Παρτσαλίδου, Κ. Φιλίνης και Κ. Τριανταφύλλου, στην πρώτη δίκη για κατασκοπία τον Απρίλη του 1960. Με την ίδια κατηγορία καταδικάστηκαν λίγες μέρες αργότερα οι Κ. Λουλές, Χ. Φλωράκης, Δ. Δάλλας, Γ. Κουτρούκης, Κ. Τσακίρης και Π. Χρυσοχοΐδου. Το Μάη του ’60, κηρύσσονται ένοχοι οι Φ. Λαζάρου και Β. Τσιγκούνης και, τον Ιούνη του ίδιου χρόνου, ο Π. Πεταλωτής. Στην ίδια δίκη, ο Ι. Λίππας κρίνεται ένοχος «για συλλογή και μετάδοση πληροφοριών». Τέλος, το Σεπτέμβρη, κρίνεται ένοχος ως «προσφερθείς εις κατασκοπείαν» και ο Μ. Σιγανός. («Οι δίκες για κατασκοπία την άνοιξη του 1960 στην Αθήνα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1989, σελ. 165, 694, 707, 714 και 716).
57. «Οι δίκες για κατασκοπία την άνοιξη του 1960 στην Αθήνα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1989, σελ. 113. Η πρώτη δίκη ξεκίνησε στις 5 Απρίλη 1960. Κατά την απολογία του στη δεύτερη δίκη, που ξεκίνησε στις 26 του ίδιου μήνα, ο Χ. Φλωράκης θα καταγγείλει ως «απαράδεκτη και συκοφαντική την κατηγορία» ότι «είμαστε κομμουνισταί, άρα διενεργήσαμε κατασκοπία εις βάρος της Ελλάδος και του ΝΑΤΟ και υπέρτης ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών». («Οι δίκες για κατασκοπία την άνοιξη του 1960 στην Αθήνα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1989, σελ. 450-451).
58. Τάσου Τρίκκα: «ΕΔΑ. 1951-1967», τ. Β΄, εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα, 2009, σελ. 785. Το κύμα αυτό των συλλήψεων ξεκίνησε ήδη από την άνοιξη του ’58, όταν η ανάδειξη της ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση θορύβησε τα αστικά επιτελεία. Στις 15 Δεκέμβρη 1958, αντιπροσωπία της Διοικούσας Επιτροπής της ΕΔΑ δημοσιοποιεί πλήρη κατάλογο (εκατοντάδων) εκτοπισμένων μετά τις εκλογές της 11ης Μάη 1958. (Τάσου Τρίκκα: «ΕΔΑ. 1951-1967», τ. Α΄, εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα, 2009, σελ. 610-611). Ενδεικτικό της ανησυχίας που προκάλεσε η μεγάλη εκλογική άνοδος της ΕΔΑ είναι άρθρο της «Καθημερινής», της επομένης κιόλας των εκλογών, όπου κρούει προς τον Καραμανλή τον κώδωνα του κινδύνου, ώστε το «σύμπτωμα» της «διόγκωσης των ψήφων της ΕΔΑ να το αντιμετωπίσει διά «της ασκήσεως μιας εις ευρείαν κλίμακα κοινωνικής πολιτικής, η οποία θ’ αποσπάση από την αρπαγήν της ερυθράς προπαγάνδας την μάζαν των δυσηρεστημένων». («Αι πρώται ενδείξεις», στην εφ. «Η Καθημερινή», 12 Μάη 1958).
59. Πρόκειται για στοιχεία του προγράμματος της ΕΚ, όπως τα παρουσίασε στη Βουλή ο Παπανδρέου, μετά τις εκλογές του Νοέμβρη του 1963. (Μάκη Μαΐλη: «Το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το 1950 έως το 1967», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2014, σελ. 254). Τις προγραμματικές δηλώσεις της ΕΚ στήριξε και η ΕΔΑ.
60. Τόσο το 1955 όσο και το 1958 διάφοροι «κεντρώοι» βουλευτές φέρνουν πρόταση για κατάργηση του 375/36 «περί κατασκοπίας» (Χρήστου Θεοχαράτου: «Χαρίλαος Φλωράκης και λαϊκό κίνημα [Λόγος αναιρετικός]», τ. Α΄, εκδ. Τυποεκδοτική ΑΕ, Αθήνα, 2001, σελ. 505). Στις 12 Μάη 1960, κατατίθεται αντίστοιχη επερώτηση και πάλι από εκπροσώπους «κεντρώων» κόμματων. Μάκη Μαΐλη: «Το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το 1950 έως το 1967», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2014, σελ. 211.
61. Πρόκειται για την εγκύκλιο με την οποία προσπάθησε ο Παπανδρέου να διαλύσει τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη στη Μέση Εκπαίδευση, όπως και να προωθήσει το χαφιεδισμό και την απομάκρυνση των προοδευτικών, «μη εθνικόφρονων», καθηγητών από τα σχολεία. Ολόκληρη η Εγκύκλιος 1010, στο «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ. 1949-1968», τ. Β΄, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 660-661.
62. Γιώργη Μωραΐτη: «Πίσω απ’ τα σίδερα», εκδ. «Μυκήναι», Αθήνα, 1987, σελ. 252.

Δεν υπάρχουν σχόλια: