ΣΥΜΕΩΝ (ΜΕΝΙΟΣ) ΑΔΑΜΙΔΗΣ του Λεωκράτη και της Πηνελόπης (1828)
Επιμέλεια: Δημήτρης Π. Καρατζιτζής *
B’ ΜΕΡΟΣ
…Μαζεύτηκαν όλοι οι
Αλφαμίτες και άρχισαν να συζητάν μεταξύ τους φωναχτά για να τα ακούμε εμείς και
να τρομοκρατούμαστε. Από αυτά που λέγανε ήταν: «Απόψε πόσοι θα πεθάνουν από
τούτους που φέρανε, αφού όλοι τους είναι εγκληματίες!!» και πολλές άλλες
βρισιές.
Αφού μας ταλαιπώρησαν
κάμποσες ώρες μας πήγανε στο στρατόπεδο. Ήταν ένας κλωβός που πήγαιναν τους
αριστερούς και σε άλλον κλωβό μένανε οι στρατιωτικοί που ήταν ο Σαράφης, ο
Μάντακας και πολλοί άλλοι Αριστεροί στρατιωτικοί και είχαν και έναν κλωβό για
τους ποινικούς.
Όταν πήγαμε στον
κλωβό αντικρίσαμε ένα άλλο θέαμα: Μας είχαν στήσει ορισμένα σκηνάκια για να
μείνουμε. Τα σκηνάκια αυτά τα είχαν φέρει από ένα τάγμα (το ΑΕΤΟ) που ήταν στο
άλλο άκρο της Μακρονήσου. Εκεί που είχαν γίνει τα επεισόδια και σκότωσαν τους
φαντάρους, τους θέρισαν κυριολεκτικά, με τα πολυβόλα όταν τόλμησαν να
διαμαρτυρηθούν για τα βασανιστήρια και τα καψόνια που τους κάνανε γι’ αυτό και
τα σκηνάκια ήταν τρύπια από τις σφαίρες και καταματωμένα από το αίμα των
Ελλήνων στρατιωτών, αλλά επειδή ήταν αριστεροί τους έστειλαν στη Μακρόνησο για
να τους σκοτώσει το κράτος της μισαλλοδοξίας. Όταν πια εγκατασταθήκαμε στον
κλωβό και το πρωί ακούσαμε το εγερτήριο και το «χαρούμενο» ξεκίνημα με το
υβρεολόγιο του περίφημου εκφωνητή του ραδιοφώνου Αθηνών του «κ.» Σβωλόπουλου,
ήσουν υποχρεωμένος να σταθείς προσοχή όπου και να ήσουν γιατί αλλιώς θα
είχες συνέπειες από τη διοίκηση του στρατοπέδου.
Μετά το τέλος αυτής
της πρωινής προσευχής έβγαινε ένας Αλφαμίτης με ένα τηλεβόα και φώναζε: «Από
τον αριστερό κλωβό να έρθουν 200 για αγγαρεία» και ας μην ήμασταν 200 στον
κλωβό, ήμασταν μόνο 180 και γι’ αυτό πηγαίναμε όλοι, άλλος με κομμένο χέρι,
άλλος με δεκανίκια γιατί όταν πολεμούσε με τον Ε.Λ.Α.Σ. τους κατακτητές
έχασε το ένα του πόδι.
Η δουλειά που κάναμε
στην αγγαρεία ήταν να κουβαλάμε πέτρες από το βουνό να τις πηγαίνουμε σε ένα
μέρος πεντακόσια μέτρα μακριά και μετά να τις γυρίζουμε πίσω. Αυτό γινόταν.
Κάθε μέρα όταν πηγαίναμε στο βουνό για να μαζέψουμε πέτρες εκεί μας περιμένανε
κάτι Μαυροσκούφηδες– διαλεγμένα φασιστόμουτρα – διάλεγαν τους αδύναμους νέους,
μας απομάκρυναν από τους άλλους και μας έκαναν καθοδήγηση κατά του
κομμουνισμού.
Εγώ βέβαια επειδή
ήμουν νέος και πολύ αδύνατος καθημερινά γινόμουνα ο στόχος και όταν δεν
ικανοποιούνταν από τη στάση μας – γιατί μας κάνανε ερωτήσεις αν αποκηρύσσουμε
τον κομμουνισμό - τότε άρχιζε η κακοποίηση με ξύλο και βρισιές και πολλές φορές
σε πηγαίνανε στη θάλασσα και σε βουτούσαν μέσα λέγοντας: «Εδώ θα πεθάνεις!!»
Οι άλλοι που είχαν
φορτωθεί πέτρες και πηγαίνανε να τις ρίξουν στο καθορισμένο μέρος, έκαναν όσο
μπορούσαν πιο γρήγορα να γυρίσουν πίσω για να δουν τι γίναμε εμείς, να μας
αναζητήσουν γιατί υπήρχε κίνδυνος και για εξαφάνιση.
Όταν οι
Μαυροσκούφηδες βλέπανε ότι οι άλλοι γυρίζουν, τότε διάλεγαν μια μεγάλη πέτρα
που να μην μπορείς να τη σηκώσεις και τότες άρχιζε πάλι το ξύλο μέχρι που
ερχόταν ένας από τους δικούς μας, που ήταν πιο δυναμωμένος και έπαιρνε αυτός
την πέτρα και έτσι γλίτωνες από τα βασανιστήρια.
Τέτοιου είδους
περιστατικά συμβαίνανε καθημερινά και καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μας
στη Μακρόνησο που ήταν γύρω στον ένα χρόνο.
Ήρθε η ώρα που θα
φεύγαμε από την Μακρόνησο. Από εδώ αρχινάει άλλου είδους Γολγοθάς, γιατί θα
πηγαίναμε στο στρατοδικείο και η διοίκηση του στρατοπέδου έκανε ότι μπορούσε
για να μας ξευτελίσει - βάζοντας τον πατέρα να χτυπάει το γιο του ή το
αντίθετο, το χωριανό να χτυπάει το συγχωριανό του, τον κατηγορούμενο να χτυπάει
το συγκατηγορούμενο του - και όλα αυτά για να πάρει ένα συγχωροχάρτι για να μην
καταδικαστεί σε βαριά ποινή ή και να αθωωθεί δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο καλή
διαγωγή.
Βέβαια οι πολλοί το
αρνήθηκαν και μόνο ελάχιστοι φοβισμένοι και τρομοκρατημένοι το δεχόταν αλλά
μετά συνήθως το μετάνιωναν και ζητούσαν συγνώμη.
Στον έλεγχο που έγινε
στα πράματά μας ότι έμοιαζε με στρατιωτικό το παίρνανε λέγοντας, αυτό δεν σας
ανήκει και αν αρνιόσουν να το δόσεις σε χτυπούσαν και αν τρέχανε αίματα σε
στέλνανε στη θάλασσα να πλυθείς και μετά να ‘ρθεις να πάρεις τα πράματά σου,
όπως έγινε με τον μπάρμπα Αχιλλέα Κοντάρα που τον έστειλαν πολλές φορές
να πλυθεί στη θάλασσα.
Τα βάσανα της
Μακρονήσου δεν είχαν τελειωμό. Από την πρώτη μέρα που πήγαμε μείναμε μέσα σε
μια ατομική σκηνή επτά (7) άτομα!
Τη νύχτα, στην είσοδο
της σκηνής βάζαμε όλα μας τα πράματα για να μην μπορούν να μπουν μέσα οι Αλφαμίτες,
που γυρνάγανε όλη νύχτα μέσα στο στρατόπεδο για να βρουν κάποιον έξω από τη
σκηνή για να το δείρουν και αν δεν έβρισκαν κανέναν τότε, έκαναν τους χτυπημένους
αυτοί για να βγούμε να τους βοηθήσουμε και τότε άρχιζαν σ’ εμάς το ξύλο γιατί
δείχναμε αλληλεγγύη και αυτό δεν τους άρεσε. Και έτσι τη νύχτα δεν μπορούσες να
πας στην τουαλέτα που βρισκόταν 150 μέτρα μακριά, αλλά και ούτε να μπορείς να
κοιμηθείς. Την ημέρα πήγαινες αγγαρεία, περπατούσες και κοιμόσουνα.
Στη Μακρόνησο το
φαγητό ήταν άθλιο γιατί αυτοί που αναλάμβαναν την προμήθεια μας έφερναν ότι το
χειρότερο υπήρχε στην αγορά και επειδή τα ψυγεία ήταν ανύπαρκτα για να τα
βάλουν μέσα, τα βάζανε σε μια αποθήκη και έτσι γινόταν ακόμη χειρότερα. Τα
λαχανικά σάπιζαν, το κρέας - που μας δίνανε κάθε Κυριακή - όταν το έπιανες ωμό
στο χέρι σου και το τραβούσες λίγο άφηνε …ίνες. Οι γιατροί οι δικοί μας το
βγάζανε ακατάλληλο, αλλά ο στρατιωτικός γιατρός το έβγαζε κατάλληλο και το
έδινε για μαγείρεμα.
Εμείς πεινούσαμε και
επειδή δεν είχαμε τι άλλο να φάμε, το τρώγαμε και επόμενο ήταν να μας πιάνει
μετά κόψιμο και να είμαστε άρρωστοι για δυο μέρες τουλάχιστον. Αυτό γινόταν
συχνά. Την ημέρα αν δεν πήγαινες αγγαρεία μπορούσες να πας στην τουαλέτα, που
και εκεί υπήρχε μεγάλη σειρά γιατί ήμασταν όλοι άρρωστοι. Τη νύχτα όμως
φοβόσουν, γιατί οι Αλφαμίτες μας περίμεναν, και έτσι η νύχτα γινόταν ανυπόφορη!
Σε άλλους υπήρχαν και
χειρότερα γιατί δεν τους είχαν καθόλου σε σκηνή, τους λεγόμενους ψιλικατζήδες,
γιατί όλα τους τα πράματα τα βάζανε μέσα σε μια κουβέρτα και τα κάνανε ένα
μπόγο και μοιάζανε σαν και αυτούς που γύριζαν στα χωριά για να πουλήσουν την
πραμάτεια τους γι’ αυτό τους λέγανε ψιλικατζήδες. Αυτοί το βράδυ μένανε έξω από
το κτήριο της Α.Μ. (Αστυνομία Μονάδος) που το φύλαγε ο σκοπός και
όλη νύχτα δεν τους αφήνανε να κοιμηθούν. Μέσα σε αυτούς ήταν και ο Μυτιληνιός ο
Γιάννης Κυπαρίσης που τράβηξε τα πάνδεινα.
Με λίγα λόγια η ζωή
στη Μακρόνησο ήταν κόλαση, γιατί έπρεπε να ξεχάσεις πως είσαι άνθρωπος και
εκτός από τους δικούς μας ανθρώπους -τους φυλακισμένους - δε μπορούσες να έχεις
εμπιστοσύνη σε κανέναν. Υπήρχαν και στρατιώτες που από τα βασανιστήρια και το
ξύλο που τους δώσανε στην Α.Μ. - όπου οι πιο πολλοί Αλφαμίτες ήταν στα Τάγματα
Ασφαλείας - ή τρελαινόταν και τους στέλνανε στο τρελάδικο ή γινότανε και αυτοί
τρομοκράτες και μπαίνανε όπως μας λέγανε στον ίσιο δρόμο, όπως ο περιβόητος Κοθράς,
που παλιότερα υπηρετούσε στην Πολιτοφυλακή και έγινε ο υπ’ αριθμόν ένας
τρομοκράτης και όποιος έπεφτε στα χέρια του έπρεπε να μαρτυρήσει το γάλα της
μάνας του.
Όποιος άντεχε σε αυτά
τα βασανιστήρια θεωρείτο ήρωας. Είχαμε έναν που υπηρετούσε στην Αεροπορία και
το βασάνιζαν μέρα-νύχτα, τον είχαν κλείσει μέσα σε ένα τετραγωνικό μέτρο με
συρματόπλεγμα γύρω – γύρω και τον υποχρέωναν να σηκώνει τα πράματά του νύχτα –
μέρα στον ώμο του και να κάθετε όρθιος και να το χτυπούν οι φύλακες όταν τους
το έλεγε ο αξιωματικός.
Τέτοιοι, ήρωες,
υπήρχαν πολλοί όπως ο Τατάκης και τόσοι άλλοι που δεν μπορώ να θυμηθώ τα
ονόματά τους γιατί πέρασαν πολλά χρόνια από τότες.
Με λίγα λόγια η
Μακρόνησος ήταν το κολαστήριο της Ελλάδας, που το λέγανε Αναμορφωτήριο, και
τώρα πάνε να κάνουν κολαστήριο όλη τη χώρα με τα οικονομικά και ασφαλιστικά
μέτρα που παίρνουν για τους εργαζόμενους.
Η καταδίκη από το
στρατοδικείο
Όταν το καράβι μας
έφερε στη Μυτιλήνη, 150 άτομα, μας βάλανε μέσα σε στρατιωτικά φορτηγά
για να μας πάνε στις φυλακές στη Λαγκάδα. Σε όλο το δρόμο είχαν
βάλει σκοπούς από 3-4 μέτρα δεξιά και αριστερά, από το Στρατό, Χωροφυλακή,
Αγροφυλακή και όποια άλλη υπηρεσία είχαν.
Στο στρατοδικείο
πολλοί καταδικάστηκαν σε θάνατο, όπως ο Γιάννης Βασάλος, η Έλλη Σβώρου, ο
Ανδρέας Χαραλαμπίδης, ο Αχιλλέας Κοντάρας, ο Στρατής Καρακίτσος… Βέβαια δεν
μπορώ να θυμηθώ άλλους. Εγώ δικάστηκα ισόβια και ο Μαρίνος Βόμβας σε
θάνατο με 3 υπέρ και 2 κατά και γι’ αυτό δεν εκτελέστηκε.
Άλλοι πάλι δικάστηκαν
2 χρόνια εξορία και άλλοι απαλλάχτηκαν και έφυγαν.
Εμείς οι κατάδικοι
πήραμε το δρόμο της επιστροφής και μας πήγανε στις φυλακές στα Βούρλα,
που ήταν στον Πειραιά και μας βάλανε σε κάτι κελιά που ήταν για να μένουν 3
άτομα και εκεί μέσα στρίμωξαν να μείνουμε 12.
συνεχίζεται_ (Γ΄ Μέρος)
Μπορείτε να διαβάστε το Α΄μέρος από εδώ: ΣΥΜΕΩΝ (ΜΕΝΙΟΣ) ΑΔΑΜΙΔΗΣ - Α΄ ΜΕΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου