Για ακόμη μια χρονιά χιλιάδες μικροί και
κυρίως μεσαίοι αγρότες βρέθηκαν στους δρόμους με τα μηχανήματά τους,
περισσότερα από κάθε άλλη φορά, σε πάνω από 40 διαφορετικά σημεία της
χώρας, από την Ορεστιάδα μέχρι την Κρήτη, από τη Ρόδο μέχρι την Πρέβεζα
και τη Θεσπρωτία. Οι αιτίες πολλές, ωστόσο αφορμή ήταν το νέο φορολογικό
σύστημα το οποίο φορολογεί φτωχούς αγρότες που δεν μπορούν ούτε άλλους
φόρους, ούτε χρέη να πληρώσουν. Αυτή η κατάσταση έχει ως αποτέλεσμα την
υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των αγροτών σε τέτοιο σημείο, ώστε σε
ορισμένες περιπτώσεις να μην μπορούν να πληρώσουν ούτε την ασφαλιστική
εισφορά στον ΟΓΑ, με συνέπεια να μην εξασφαλίζεται ούτε καν η
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη της αγροτικής οικογένειας. Σε αυτές τις
συνθήκες πολλοί από αυτούς οδηγούνται στην καταστροφή, δηλαδή στην
πώληση της μικροϊδιοκτησίας τους ή στην κατάσχεσή της από τις τράπεζες
και το Δημόσιο. Η αγωνία επιβίωσης αποτυπώνεται και στα αιτήματά τους
που σχετίζονται με το υψηλό κόστος παραγωγής, τα πολλά χαράτσια, τη
μεγαλύτερη αφαίμαξη του εισοδήματος των αγροτοπαραγωγών από το αστικό
κράτος και τους εμποροβιομήχανους.
Βέβαια
στην Ελλάδα, συγκριτικά με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, υπάρχει ακόμα υψηλό
ποσοστό μικρομεσαίων αγροτών με μικρή και πολυτεμαχισμένη ιδιοκτησία
γης. Η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) 2014-2020, όπως και οι
προηγούμενες, δε στοχεύει στην αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων
της χώρας με στόχο πρώτα απ’ όλα τις εγχώριες διατροφικές ανάγκες, αλλά
εξυπηρετεί τις ανάγκες του σύγχρονου καπιταλιστικού ανταγωνισμού τόσο
εντός της ΕΕ όσο και στις οικονομικές της σχέσεις με τρίτες χώρες, προς
όφελος κυρίως των βιομηχανικών μονοπωλίων. Οι νέες διεθνείς συνθήκες του
οξυμένου ανταγωνισμού καθιστούν αναγκαία την επιτάχυνση της δημιουργίας
μεγάλων καπιταλιστικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Αυτόν τον κεντρικό
στόχο, ο οποίος προϋποθέτει τη συγκέντρωση της γης σε λίγα χέρια, έχουν
οι αναδιαρθρώσεις στην αγροτική παραγωγή, καθώς και οι αλλαγές στα
κριτήρια και τα ποσά των κοινοτικών επιδοτήσεων. Αυτή η συγκέντρωση
επιταχύνεται τα τελευταία χρόνια και από τη δημοσιονομική αναδιάρθρωση
που επιχειρείται σε επίπεδο ΕΕ και ελληνικής κυβέρνησης σε συνθήκες
βαθιάς και παρατεταμένης κρίσης.
ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΠ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 2013
Η
ΚΑΠ αποτελεί την πιο παλιά κοινοτική πολιτική και ως τέτοια βοηθά να
κατανοηθεί συνολικότερα ο φιλομονοπωλιακός χαρακτήρας της ΕΟΚ και στη
συνέχεια της ΕΕ. Σε επίπεδο ΕΟΚ άρχισε να ισχύει από το 1962, ενώ στην
Ελλάδα εφαρμόστηκε όταν αυτή εντάχτηκε στην ΕΟΚ το 1981.
Όσον
αφορά τα ευρωπαϊκά κονδύλια που πήγαιναν στην ΚΑΠ, παλιότερα
αποτελούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό του κοινοτικού προϋπολογισμού. Όπως
φαίνεται και στο διάγραμμα 1, αυτό το ποσοστό μειώνεται σταθερά από το
74% το 1985 στο 43% το 2007. Για την περίοδο 2014-2020 η μείωση θα
συνεχιστεί για να φτάσει το 2020 το 38% του ευρωπροϋπολογισμού.
Η
παραπάνω μεταβολή στο ποσοστό του κοινοτικού προϋπολογισμού που
κατευθύνεται στην ΚΑΠ αποτυπώνει την ανακατανομή των κοινοτικών πόρων με
στόχο τη χρηματοδότηση των μετέπειτα ευρωκοινοτικών πολιτικών που
ακολούθησαν κατά τη 10ετία του ’90 σε άλλους τομείς (χρηματοπιστωτικό
σύστημα, ενέργεια, μεταφορές, εμπόριο, δυνάμεις καταστολής κ.ά.). Οι
αναδιαρθρώσεις και σε αυτούς τους τομείς, όπως και στον αγροτικό τομέα
μέσω της ΚΑΠ, εξυπηρετούν τον ίδιο στόχο, την κερδοφορία και την
ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων σε συνθήκες οξυμένου
διεθνούς ανταγωνισμού.
Στην
ΕΕ, όπως και στην προγονική της ΕΟΚ, υπήρχαν πάντα αντιθέσεις και
ανταγωνισμοί μεταξύ των διάφορων αστικών τάξεων των κρατών-μελών, αλλά
και επιμέρους τμημάτων τους σχετικά με το τι θα αποσπάσει η καθεμιά για
λογαριασμό της. Για κράτη-μέλη με διευρυμένο αγροτικό τομέα, τα
κοινοτικά κονδύλια και τα κριτήρια κατανομής τους σε αυτόν αποτελούσαν
και στοιχείο της πολιτικής συμμαχιών της αστικής τάξης με τα μικροαστικά
τμήματα της υπαίθρου. Παρά τις αντιθέσεις των κρατών-μελών, οι οποίες
κατέληγαν σε πρόσκαιρους συμβιβασμούς, ο στόχος ήταν κοινός και
ομόφωνος: Η επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων και στον αγροτικό τομέα,
η επέκταση δηλαδή της μισθωτής εργασίας, η κυριαρχία του καπιταλιστικού
κέρδους, η μεγέθυνση των καπιταλιστικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων μέσω
της συγκέντρωσης της παραγωγής και της γης.
Για την προώθηση του παραπάνω στόχου αξιοποιήθηκαν πολλοί μηχανισμοί και εργαλεία (μηχανισμός τιμών και επιδοτήσεων, περιορισμοί - ποσοστώσεις στην παραγωγή κ.ά.), με πιο βασικά ανάμεσά τους τα 7ετή προγράμματα (Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης - ΚΠΣ) με τους αντίστοιχους ελέγχους και προσαρμογές στην υλοποίησή τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα αυτά τα μέτρα που λαμβάνονταν στο πλαίσιο της ΚΑΠ στηρίζονταν, ψηφίζονταν και υλοποιούνταν απ’ όλες τις ελληνικές αστικές κυβερνήσεις. Για την επιδίωξη των στρατηγικών της υποχρεώσεων μέσω των κονδυλίων αυτών, η ΕΕ προσαρμόζει κάθε φορά τα κριτήρια μοιράσματος, καθώς και το ίδιο το ύψος των επιδοτήσεων. Αυτά τα μέτρα με τη σειρά τους συμπληρώνονται από άλλα σε εθνικό επίπεδο, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τα φορολογικά εργαλεία της συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ (π.χ. φορολόγηση χωραφιών, ηλεκτροδοτούμενων χώρων, γεωτρήσεων, αλλαγή του φορολογικού καθεστώτος με φορολόγηση από το πρώτο ευρώ με 13% της φτωχής αγροτιάς, τέλος επιτηδεύματος κ.ά.).
Ας
δούμε όμως πώς αποτυπώνονται οι συνέπειες αυτών των πολιτικών στη
διάρθρωση της ελληνικής αγροτικής πολιτικής η οποία από το 1981 μέχρι
σήμερα έχει υποστεί σοβαρές αλλαγές σε βάρος της αυτάρκειάς της. Στο
Διάγραμμα 2 αποτυπώνεται η εξέλιξη του γεωργικού εμπορίου της Ελλάδας,
χώρα που μέσα στην πρώτη 5ετία από την ένταξη στην ΕΟΚ μετατρέπεται από
εξαγωγική σε εισαγωγική αγροτικών προϊόντων, κατάσταση που όχι μόνο
διατηρείται, αλλά επιδεινώνεται συνεχώς μέχρι σήμερα. Η Ελλάδα
καταγράφει κατά μέσο όρο ετήσια ελλείμματα της τάξης των 3 δισ. ευρώ
περίπου στο αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο. Τα προϊόντα που εισάγει είναι
κυρίως ζωοκομικά (γάλα, κρέας, ζωοτροφές, μαλακό στάρι, ζάχαρη κ.ά.),
δηλαδή προϊόντα που άνετα μπορούν να παραχθούν και λόγω κατάλληλων
εδαφοκλιματολογικών συνθηκών. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτά τα προϊόντα
παράγονταν στο παρελθόν στη χώρα μας, αλλά η παραγωγή τους μειώθηκε
δραστικά λόγω των περιορισμών (ποσοστώσεων) και των χαμηλών ή μηδενικών
επιδοτήσεων από την ΕΕ.
Για
τη μείωση αυτής της παραγωγής στην Ελλάδα ήταν καθοριστική η δημιουργία
της ενιαίας αγοράς και της αντίστοιχης ελευθερίας κίνησης εμπορευμάτων,
η άρση των τελωνειακών επιβαρύνσεων στις εισαγωγές από χώρες της ΕΕ.
Στην πορεία η άρση αφορούσε και τις εισαγωγές από τρίτες χώρες, με τις
οποίες η ΕΕ έκλεινε συμφωνίες (Μαρόκο, Τυνησία, Καναδά κ.ά.). Έτσι, με
όρους καπιταλιστικής αγοράς τα εγχώρια προϊόντα δεν μπορούν να
ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό με αντίστοιχα προϊόντα τα οποία
εισάγονται φθηνότερα αφού παράγονται σε χώρες με πολύ μεγαλύτερη
παραγωγή, η οποία μάλιστα είναι καπιταλιστικά οργανωμένη, ή σε άλλες
όπου αξιοποιείται φθηνότερη εργατική δύναμη. Η παραπάνω κατάσταση έχει
ως αποτέλεσμα να σαπίζει η εγχώρια παραγωγή, παρόλο που γι’ αυτήν έχουν
δαπανηθεί σημαντικοί πόροι (σπόροι, λιπάσματα, ενέργεια, εργασία κ.ά.).
Χαρακτηριστικό εδώ είναι το παράδειγμα εισαγωγής γενετικά τροποποιημένης
τομάτας από την Πολωνία και το Μαρόκο.
Αυτή
η πορεία αποτυπώνεται στη μεγαλύτερη μείωση των μικρών και μεσαίων
αγροτών, αφού μεγαλύτερο μέρος τους σε σχέση με το παρελθόν δεν αντέχει
στις νέες συνθήκες. Ο ρυθμός μείωσης των μικρομεσαίων αγροτικών
νοικοκυριών υπολογίζεται στο 3,5% κάθε χρόνο σε επίπεδο ΕΕ, ενώ στην
Ελλάδα οι αγρότες μειώθηκαν την τελευταία δεκαετία κατά 35% (από το 17%
το 2000 σε 11% το 2009). Βέβαια, στα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ η
διαδικασία αυτή είχε προηγηθεί. Επισημαίνουμε ότι ο περιορισμός της
μικρής αγροτικής παραγωγής, όπως και κάθε άλλης μικρής εμπορευματικής
παραγωγής, η απειλή της από την αντίστοιχη μεγάλη, καπιταλιστικά
οργανωμένη παραγωγή αποτελεί καταρχάς νομοτέλεια του ίδιου του
καπιταλιστικού ανταγωνισμού, απόρροια του ίδιου του καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής, τόσο στη φάση της ανάπτυξης όσο και στη φάση της
κρίσης. Αυτή την αντικειμενική τάση έρχεται να επιταχύνει και να
ενισχύσει η ΚΑΠ στην ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή, δεδομένης και της πιο
μεγάλης έκτασης μικρών παραγωγικών μονάδων σε σχέση με άλλους κλάδους.
Τα
παραπάνω αποδεικνύουν ότι στο πλαίσιο της ΕΕ και του διεθνούς
καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας δεν υπάρχει δυνατότητα για
σχεδιασμό «διατροφικού μοντέλου, βασισμένου στα ποιοτικά εγχώρια προϊόντα…»1,
όπως υποκριτικά υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, έχουμε την αντιφατική
πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της καταστροφής παραγωγικών
δυνάμεων και δυνατοτήτων. Το ίδιο γίνεται και σε άλλους παραγωγικούς
κλάδους, π.χ. στη ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία.
Όσον
αφορά, τώρα, τη συμμετοχή του Ακαθάριστου Γεωργικού Προϊόντος (ΑΓΠ) στο
ΑΕΠ της χώρας το 1982 ήταν 14,6% σε σταθερές τιμές (18,5% σε τρέχουσες)
και σταδιακά έφτασε το 2011 στο 2,5% του ΑΕΠ, ενώ τα τελευταία χρόνια
κυμαίνεται γύρω στο 3%, αν και αυτό το στοιχείο θα πρέπει να αξιολογηθεί
συγκριτικά με τη σχέση εισαγωγών - εξαγωγών στην οποία ήδη
αναφερθήκαμε. Εξετάζοντας όμως αυτήν την πορεία σε σχέση με τις
επιδοτήσεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφορετική ανά
περιόδους κατεύθυνση των επιδοτήσεων. Όταν η Ελλάδα εντάχτηκε στην ΕΟΚ
το 1981, ο προσανατολισμός των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων ήταν στην αγορά
μηχανολογικού εξοπλισμού (τρακτέρ, αρδευτικά συστήματα κ.ά.) με στόχο τη
μεγαλύτερη εκμηχάνιση της αγροτικής παραγωγής. Από αυτές τις
επιδοτήσεις σε μεγάλο βαθμό επωφελήθηκαν τα ευρωπαϊκά μονοπώλια
παραγωγής σχετικού εξοπλισμού, δηλαδή κατά κάποιον τρόπο αυτές
αποτέλεσαν έμμεσες επιδοτήσεις προς τη βιομηχανία ανοίγοντας γι’ αυτήν
νέες αγορές.
Στη συνέχεια, οι επιδοτήσεις δίνονταν ανά κιλό προϊόντος, συνεπώς υπήρχε κίνητρο για αύξηση της παραγωγικότητας. Ωστόσο αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής, ιδίως των φρούτων, να καταλήγει είτε στην καταστροφή (χωματερές) είτε στην απόσυρση (βούτυρο, κρέας, λάδι, κρασί κ.ά.), γεγονός που συνέβαλε με τη σειρά του στη διατήρηση των τιμών καταναλωτή σε υψηλά επίπεδα. Στη συνέχεια, τη δεκαετία του ’90, η επιδότηση δινόταν ανά στρέμμα, ενώ από τη δεκαετία του 2000 μέχρι σήμερα κυριαρχεί η αποδέσμευση της επιδότησης από την παραγωγή. Δηλαδή επιδοτούνται στρέμματα ακόμη και αν δεν καλλιεργούνται!
Από
την αρχή της ένταξης μέχρι και τις μέρες μας, ένα σημαντικό ποσοστό
κοινοτικών πόρων πήγαινε κι εξακολουθεί να πηγαίνει σε αντιπαραγωγικές
δράσεις, καταστρέφοντας παραγωγικές δυνατότητες και εξαγοράζοντας τη
συναίνεση των αγροτών στις αναδιαρθρώσεις. Αυτό το ποσοστό αφορά
επιδοτήσεις για ξερίζωμα μόνιμων καλλιεργειών (ελιών, αμπελιών,
ροδάκινων κ.ά.), 3ετή επιδοτούμενα προγράμματα για να μην καλλιεργούν
(π.χ. οριστική εγκατάλειψη καπνοκαλλιέργειας), υποχρεωτική αγρανάπαυση,
καταστροφή (καύση) αλιευτικών σκαφών, κλείσιμο εργοστασίων ζάχαρης,
τοματοπολτού κ.ο.κ.
Όσον
αφορά το μέγεθός τους, αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα έπαιρνε κατά
μέσο όρο τις περισσότερες επιδοτήσεις ανά στρέμμα συγκριτικά με άλλες
χώρες-μέλη της ΕΕ και συγκεκριμένα 56 ευρώ/στρέμμα (560 ευρώ ανά
εκτάριο), όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ των 27 ήταν περίπου 27 ευρώ/στρέμμα
(270 ευρώ ανά εκτάριο).
Από
αυτούς τους πόρους στους μικρούς και μεσαίους αγρότες κατέληγε ένα
μικρό μόνο μέρος. Αν δούμε την κατανομή των πόρων αυτών στην Ελλάδα ανά
κλίμακα π.χ. για το 2011 (δε διαφέρει ουσιαστικά από χρονιά σε χρονιά),
θα διαπιστώσουμε ότι το 74,6% από το σύνολο των δικαιούχων παίρνει μέχρι
5.000 ευρώ και αντιστοιχεί στο 17% των συνολικών πόρων (Πίνακας 1).
Συνεπώς τα πολλά πάνε στους λίγους, στους μεγαλοκληρούχους και
μεταποιητές. Αντίστοιχη είναι και η εικόνα σε επίπεδο ΕΕ, όπου
υπολογίζεται ότι το 80% των επιδοτήσεων πηγαίνει στο 20% των αγροτών και
το υπόλοιπο 20% στο 80% των αγροτών.
Η ΝΕΑ ΚΑΠ 2014-2020
Η
νέα ΚΑΠ, που αποτελεί το νέο 7χρονο προγραμματισμό για το 2014-2020,
αποφασίστηκε το 2013, μετά από δύο (2) χρόνια συζητήσεων και έντονων
αντιθέσεων (κυρίως για το ύψος των επιδοτήσεων, το αίτημα των Βόρειων
χωρών για συρρίκνωσή τους, αφού δεν έχουν γεωργία και εισάγουν τρόφιμα,
της «πράσινης ενίσχυσης» που ήθελαν κ.ά.). Κάθε φορά που αναθεωρείται η
Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) - και αυτό συμβαίνει περίπου κάθε 7 χρόνια
- επικαιροποιεί και ενισχύει τα μέτρα με τα οποία επιδιώκει το
στρατηγικό στόχο της συγκεντροποίησης και κερδοφορίας των μεγάλων
καπιταλιστικών αγροτικών επιχειρήσεων.
Στις
προηγούμενες αναθεωρήσεις της ΚΑΠ, η ΕΕ επικαλούνταν ως άλλοθι την
ανισότητα στην κατανομή των επιδοτήσεων στην οποία ήδη αναφερθήκαμε.
Αυτή η ανισότητα ποτέ δεν αποκαταστάθηκε, αλλά αντίθετα εντάθηκε με την
πλήρη απελευθέρωση των τιμών παραγωγού (κατάργηση κατώτατων εγγυημένων
τιμών), στο πλαίσιο των αναθεωρήσεων των ΚΑΠ και των συμφωνιών στον
Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), με αποτέλεσμα το ξεκλήρισμα αρκετών
αγροτών.
Η
ΕΕ υποκριτικά επικαλείται ως άλλοθι για τις νέες προτάσεις της ΚΑΠ
2014-2020 την επισιτιστική ασφάλεια και την «πράσινη ανάπτυξη» την οποία
συνδέει με την κλιματική αλλαγή. Την επισιτιστική ασφάλεια σε καμιά
περίπτωση δεν την εξασφαλίζει η παραγωγή που άμεσα ή έμμεσα είναι
ενταγμένη στην καπιταλιστική αγορά (γνωστά τα διατροφικά σκάνδαλα με
εγκεφαλοπάθεια βοοειδών, τα ορμονούχα κοτόπουλα, το νοθευμένο ηλιέλαιο,
το μολυσμένο κρέας αλόγου κ.ά.). Η προπαγανδιζόμενη ένταξη του αγροτικού
τομέα στην «πράσινη ανάπτυξη» και οι σχετικές «πράσινες ενισχύσεις»
αξιοποιούνται ως άλλοθι από τη μία για να βγουν αγροτικές γαίες εκτός
παραγωγής και από την άλλη για την επιδότηση των μεγαλοκληρούχων με 30%
υψηλότερες τιμές το στρέμμα σε σύγκριση με τους μικρούς και τους
μεσαίους αγρότες.
Ας
δούμε όμως πιο συγκεκριμένα κάποια στοιχεία για τη νέα ΚΑΠ 2013-2020. Η
δομή της νέας ΚΑΠ διατηρεί τη δομή των δύο πυλώνων. Συγκεκριμένα:
i) Ο πυλώνας 1 περιλαμβάνει τις άμεσες ενισχύσεις.
Οι σχετικοί κοινοτικοί πόροι για την Ελλάδα ανέρχονταν στην προηγούμενη
περίοδο 2007-2013 στα 2,22 δισ. ευρώ/έτος (2013), ενώ την περίοδο
2014-2020 θα μειωθούν κατά 12% (σε σταθερές τιμές) για να φτάσουν το
2020 περίπου 1,95 δισ. ευρώ/έτος. Στο γράφημα του Διαγράμματος 4
φαίνεται η εξέλιξή του σε επίπεδο ΕΕ για το χρονικό διάστημα 2013-2020,
για το οποίο προβλέπεται μείωση κατά 13%. Ωστόσο, το κυριότερο είναι τα
κριτήρια της κατανομής τους και οι αλλαγές συγκριτικά με πριν. Αυτές οι
αλλαγές συνοψίζονται στα εξής:
α) Οι επιδοτήσεις θα δίνονται ανά στρέμμα,
ανεξάρτητα από την καλλιέργεια και το κόστος παραγωγής. Ωστόσο, η
ελληνική κυβέρνηση όταν γραφόταν αυτό το άρθρο δεν είχε καταλήξει ακόμη
ποιο ακριβώς σενάριο θ’ ακολουθήσει. Πρέπει π.χ. ν’ αποφασίσει αν θ’
αποτελεί ολόκληρη η χώρα μία ενιαία περιφέρεια ή περισσότερες, αν θα
διακρίνει τις εκτάσεις σε δύο κατηγορίες -καλλιεργούμενες και
βοσκοτόπους- ή αν ακόμα παραπέρα θα διαχωρίζει τόσο τις καλλιεργούμενες
όσο και τους βοσκοτόπους στα πεδινά και ορεινά τμήματα. Ανεξαρτήτως του
σεναρίου στο οποίο θα καταλήξει η κυβέρνηση, ο μεγάλος χαμένος θα είναι
οι μικροκληρούχοι και κυρίως αυτοί που είχαν καλλιέργειες και δικαιώματα
με υψηλές επιδοτήσεις άνω των 100 ευρώ/στρέμμα (π.χ. βαμβάκι, σταφίδα,
καπνό, λάδι, βιομηχανική τομάτα κ.ά.). Σύμφωνα με διάφορα σενάρια,
υπολογίζεται ότι η γεωργική γη θα παίρνει επιδότηση περίπου 38-40
ευρώ/στρέμμα και ο βοσκότοπος 10-11 ευρώ/στρέμμα. Τα στοιχεία της
«κατανομής των ενισχύσεων του 2011» (βλ. Πίνακας 1) δείχνουν ότι το
74,6% των δικαιούχων παίρνει επιδοτήσεις μέχρι 5.000 ευρώ/έτος, με το
υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων να εκτιμά ότι αυτές οι
επιδοτήσεις αποτελούσαν περίπου το 40% του εισοδήματος πριν το ξέσπασμα
της κρίσης, ενώ μετά από αυτό αποτελούν το 60% του εισοδήματός τους!
Η
αποσύνδεση της επιδότησης από την παραγωγή αντικειμενικά δρα ως
αντικίνητρο για την παραγωγή προϊόντων. Η αιτιολόγηση που δίνει η ίδια η
ΕΕ είναι ότι η επιδότηση δίνεται με τη μορφή της εισοδηματικής
ενίσχυσης ανεξαρτήτως παραγωγής, έτσι ώστε ο αγρότης να μπορεί πιο
εύκολα να προσαρμοστεί στη διαρκώς εναλλασσόμενη ζήτηση της αγοράς,
προσαρμόζοντας αντίστοιχα την καλλιέργεια του. Ταυτόχρονα, αυτή η μορφή
επιδότησης είναι συμβατή με τις αρχές του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου
ο οποίος καλεί σε κατάργηση των επιδοτήσεων στην καλλιέργεια στο όνομα
της επιδίωξης του ανόθευτου ανταγωνισμού. Ουσιαστικά η ΕΕ ως
περιφερειακή ιμπεριαλιστική ένωση έχει κάνει επιλογή που συμφέρει τα
ευρωπαϊκά μονοπώλια, προωθώντας συμφωνίες με τρίτες χώρες οι οποίες
προέβλεπαν εισαγωγές στην ΕΕ φτηνών αγροτικών προϊόντων από τη μία και
εξαγωγές προς τις χώρες αυτές βιομηχανικών προϊόντων υψηλότερης αξίας.
Τέτοιου είδους συμφωνίες λειτουργούν προς όφελος των κρατών - μελών της
ΕΕ με ισχυρή βιομηχανική παραγωγή (κυρίως Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία),
καθώς και των βιομηχανιών τροφίμων που εισάγουν φθηνότερα την πρώτη ύλη,
ενώ, όπως είναι προφανές, λειτουργούν σε βάρος των μελών - κρατών με
πιο διευρυμένη αγροτική παραγωγή και σε βάρος των μικρών αγροτών (οι
οποίοι αντικειμενικά δεν μπορούν να βγουν κερδισμένοι από αυτόν τον
ανταγωνισμό) στο εσωτερικό των τελευταίων.
β) Νέο στοιχείο αποτελεί και το λεγόμενο «πρασίνισμα» της ΚΑΠ
(λες και η καλλιέργεια της γης δεν την πρασινίζει!) το οποίο
παρουσιάζουν ως θετικό και νεωτερίζον. Αποκρύπτουν τον πραγματικό στόχο
αυτού του «πρασινίσματος», ο οποίος δεν είναι άλλος από την αύξηση της
επιδότησης κατά 30% σε όσους έχουν πάνω από 150 στρέμματα και αφήνουν
ακαλλιέργητο το 5% και από το 2017 το 7% της καλλιεργήσιμης γης τους
(για να ενισχυθεί η βιοποικιλότητα όπως υποστηρίζουν!). Αυτό σημαίνει
ότι σημαντικές παραγωγικές εκτάσεις δε θα καλλιεργηθούν, θα μείνουν
αναξιοποίητες. Είναι παρόμοιες μέθοδοι με αυτές της 10ετίας του 1980,
που επιδοτούσαν το θάψιμο αγροτικών προϊόντων. Μάλιστα όσοι δεν αφήσουν
ακαλλιέργητη γη δε θα πάρουν την πράσινη επιδότηση και θα επιστραφεί στο
ταμείο των Βρυξελλών.
γ) Με τη νέα ΚΑΠ θα παίρνουν επιδοτήσεις όσοι χαρακτηρίζονται «ενεργοί αγρότες».
Αντίθετα, μέχρι σήμερα οι κοινοτικές επιδοτήσεις (π.χ. για το λάδι)
δίνονται σε όσους καλλιεργούν ανεξάρτητα αν είναι ή όχι κατά κύριο
επάγγελμα αγρότες. Ο ακριβής καθορισμός των «ενεργών αγροτών» θα γίνει
από το κάθε κράτος - μέλος και δεν αποκλείεται να μη συμπεριληφθούν
αγρότες που έχουν μικροϊδιοκτησία και κάνουν περιστασιακά ή μονιμότερα
και άλλη δουλειά για να ζήσουν. Ήδη το 2010 το υπουργείο Αγροτικής
Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΑΑΤ) αποφάσισε (με εισήγηση της ΠΑΣΕΓΕΣ) κι
έκοψε τις κοινοτικές επιδοτήσεις σε 168.581 δικαιούχους που έπαιρναν
μέχρι 200 ευρώ/έτος, με τη συνολική μείωση να φτάνει στα 18,7
εκατομμύρια ευρώ και τα οποία επιστράφηκαν στην ΕΕ, με τη δικαιολογία
ότι το διοικητικό κόστος ήταν υψηλό! Το αποτέλεσμα από το διαχωρισμό των
αγροτών σε ενεργούς και μη θα είναι η πλήρης διακοπή της χορήγησης
κοινοτικών επιδοτήσεων σε μικροαγρότες που δεν μπορούν να ζήσουν μόνο
από τον κλήρο τους και αναγκάζονται να κάνουν και άλλη δουλειά για να
επιβιώσουν.
ii) Ο πυλώνας 2 της νέας ΚΑΠ περιλαμβάνει τις επιδοτήσεις για τη γεωργική ανάπτυξη (επιχειρηματικές
επιδοτήσεις), οι οποίες από 3.962,80 εκατ. την περίοδο 2007-2013 θα
φτάσουν σε 3.729,10 εκατ. ευρώ την περίοδο 2014-2020, θα μειωθούν δηλαδή
κατά 5,90% (σε σταθερές τιμές 2011). Στον πίνακα 2 παρουσιάζονται
αναλυτικά για κάθε χώρα τα ποσά και οι αλλαγές στη χρηματοδότηση του
δεύτερου αυτού πυλώνα. Η ΕΕ προβάλλει ως στόχο της αγροτικής ανάπτυξης
την ανταγωνιστικότητα της γεωργίας, την «ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας
όλων των τύπων γεωργίας και ενίσχυση της βιωσιμότητας των γεωργικών
εκμεταλλεύσεων, με έμφαση στη διευκόλυνση της αναδιάρθρωσης και του
εκσυγχρονισμού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων για την αύξηση του βαθμού
συμμετοχής στην αγορά...». Γι’ αυτόν το σκοπό:
α) Δίνεται η δυνατότητα σε κάθε κράτος - μέλος να μεταφέρει το 15% των πόρων από τον πυλώνα 1 στον πυλώνα 2 και αντιστρόφως.
β)
Υπάρχει εθνική συμμετοχή που κυμαίνεται ανάλογα με το ΑΕΠ της χώρας σε
σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ ή με το αν πρόκειται για αποκεντρωμένες
περιοχές, νησιά Αιγαίου κλπ.
γ)
Τουλάχιστον 30% από αυτούς τους πόρους κατανέμονται για μετριασμό της
αλλαγής του κλίματος, την προσαρμογή και τη διαχείριση της γης
(γεωργοπεριβαλλοντικά, βιολογική γεωργία κ.ά.).
δ) Τουλάχιστον 5% κατευθύνεται στο LEADER, που το εκμεταλλεύονται κυρίως επιχειρηματίες.
Η ΣΤΑΣΗ ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ ΚΑΙ ΠΑΣΕΓΕΣ
Η
ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ συμφωνούν, ψήφισαν και διαλαλούν ότι η Ελλάδα ευνοήθηκε
από τη νέα ΚΑΠ, γιατί διατήρησε τους ίδιους πόρους. Οι κυβερνήσεις τους
όλα αυτά τα 33 χρόνια εφάρμοσαν την ΚΑΠ με συνέπεια καταστρέφοντας
παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, ενώ σήμερα ως συγκυβέρνηση παίρνουν
και πρόσθετα ενισχυτικά μέτρα με στόχο την κυριαρχία των μεγάλων
αγροτών. Εξάλλου ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων συχνά
αναφέρει ότι «τους ενδιαφέρει ο αγρότης επιχειρηματίας».
Ο
ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του κοροϊδεύει συνειδητά. Όταν περιγράφει τα
βάσανα και τα προβλήματα της αγροτιάς, το κάνει με γενικό τρόπο,
παρουσιάζοντάς τα σαν να εμφανίστηκαν ξαφνικά ως αποτέλεσμα της τρόικας
και των μνημονίων χωρίς να αναφέρεται καθόλου στην ΚΑΠ της ΕΕ και στα
μέτρα που περιλαμβάνει, τα οποία συμπυκνώνουν τις αναγκαιότητες του
καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης στην αγροτική παραγωγή. Δεν αναφέρεται
στις συνέπειες αυτού του δρόμου ανάπτυξης και της ΚΑΠ τα 33 χρόνια
εφαρμογής της στη χώρα. Επιλεκτικά τοποθετείται για την ΚΑΠ όταν
υπάρχουν αγροτικές κινητοποιήσεις και υπάρχει εξειδικευμένη συζήτηση γι’
αυτήν. Κάνει κριτική ότι είναι «μηχανισμός κατανομής ενισχύσεων» χωρίς
να μπορεί να «ενεργοποιήσει τα αναπτυξιακά ανακλαστικά του αγροτικού
χώρου», ότι ο «σχεδιασμός της ευρωπαϊκής γεωργικής πολιτικής για την
περίοδο 2014-2020 είναι για πρώτη φορά τόσο άμεσα συνδεδεμένος με τη
συνολική πολιτική λιτότητας» όπου χάνει πόρους και η Ελλάδα. Θεωρεί ότι η
ρήτρα αναστολής χρηματοδότησης, σύμφωνα με την οποία παρακρατούνται οι
κοινοτικοί πόροι αν δεν εφαρμόζονται τα μέτρα του σύμφωνου
δημοσιονομικής σταθερότητας, «ακυρώνει στην πράξη την έννοια της
ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, σε μια περίοδο που ιδίως οι χώρες του Νότου
βρίσκονται σε προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής».
Το
πιο επικίνδυνο όμως στοιχείο της προσέγγισής του είναι η καλλιέργεια
αυταπατών για τη δυνατότητα προστασίας της φτωχής αγροτιάς στο πλαίσιο
του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και της ΕΕ, καθώς και για την αλλαγή
του χαρακτήρα της τελευταίας ως οικονομικής ένωσης που εξυπηρετεί τα
συμφέροντα των μονοπωλίων: «Ως ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζουμε μια ευρωπαϊκή
γεωργική πολιτική που θέτει στον πυρήνα της την πρόσβαση σε υγιεινά
τρόφιμα για όλους, σταθερά και δίκαια εισοδήματα για τους αγρότες,
προσιτές τιμές για τους καταναλωτές, μέσω οικολογικά βιώσιμων μορφών
παραγωγής.» Διακηρύσσει ότι επιδιώκει ριζική αναθεώρηση της ΚΑΠ με
«αύξηση του προϋπολογισμού για τη γεωργία. - Δημιουργία ενός ευρωπαϊκού
ταμείου διαχείρισης γεωργικών κρίσεων, χρηματοδοτούμενο αποκλειστικά από
τον κοινοτικό προϋπολογισμό. - Σύνδεση των ενισχύσεων με την παραγωγή
και την ποιότητα των προϊόντων, αύξηση του ποσοστού των συνδεδεμένων
ενισχύσεων, ειδικά για στρατηγικού χαρακτήρα προϊόντα».
Οι
περισσότερες προτάσεις του είναι ακριβώς αυτές της ΚΑΠ και της
κυβέρνησης. Στη διαχειριστική του λογική ο ΣΥΡΙΖΑ συγκαλύπτει και
συσκοτίζει ότι η πολιτική της ΕΕ και της ΚΑΠ εξασφαλίζει αναπτυξιακές
δυνατότητες αποκλειστικά σε μεγαλοπαραγωγούς και καπιταλιστικές
αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Δε διαχωρίζει τους μικρούς και μεσαίους από
τους μεγάλους παραγωγούς και θέτει το ζήτημα με γεωγραφικούς όρους με
αναφορά στο συντονισμό με τις χώρες του Νότου, λες και δεν υπάρχουν στο
Νότο εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι. Θεωρεί ως λύση για το συνεχώς
μειούμενο αγροτικό εισόδημα και τα αυξανόμενα βάσανα της φτωχής αγροτιάς
την αύξηση των πόρων του κοινοτικού προϋπολογισμού, που σημαίνει ότι
δέχεται τον προσανατολισμό τους. Αποκρύπτει ότι, αν και τους
περισσότερους πόρους πήρε η Ελλάδα, δεν έσωσαν την πλειοψηφία των
αγροτών από τα χρέη, τη φτώχεια, τον κίνδυνο καταστροφής τους χωρίς άλλη
εναλλακτική εργασίας.
Η ΠΑΣΕΓΕΣ πάντα στήριζε και προπαγάνδιζε την ΕΕ και την ΚΑΠ, τους αγρότες-επιχειρηματίες και το ίδιο κάνει και σήμερα με τη νέα ΚΑΠ 2014-2020 με πιο επίσημο τρόπο. Η κριτική της στην κυβέρνηση επικεντρώνεται σε καθυστερήσεις στην έκδοση και υλοποίηση των εφαρμοστικών νόμων, διαλαλώντας ότι με τη νέα ΚΑΠ «δίνεται η δυνατότητα στον αγροτικό τομέα της χώρας μας να διορθωθούν στρεβλώσεις, αδικίες του παρελθόντος, προκειμένου η αγροτική οικονομία μας να τεθεί σε αναπτυξιακή τροχιά» (Καραμίχας Τζανέτος, 8 Νοέμβρη 2013).
Χρηματοδοτείται
από την ΕΕ για τη διοργάνωση ημερίδων ανά την Ελλάδα, στις οποίες
παρουσιάζει διάφορα πιθανά σενάρια για τον τρόπο υλοποίησης της νέας
ΚΑΠ, συγκαλύπτει τους πραγματικούς στόχους της και αποπροσανατολίζει
εκφράζοντας την εκτίμηση ότι «η νέα ΚΑΠ έχει χάσει όλα τα κοινά
χαρακτηριστικά της και ενέχει τον κίνδυνο για μερική ή ολική
επανεθνικοποίησή της μετά το 2020». Αυτή η άποψη προβάλλεται τα
τελευταία χρόνια για να συσκοτίσει το γεγονός ότι όρος και προϋπόθεση
χορήγησης των κοινοτικών πόρων είναι η οικονομική μεγέθυνση, η
συγκέντρωση και συγκεντροποίηση παραγωγής και γης. Συμβάλλει τα μέγιστα
σε αυτήν τη συσκότιση και όταν χαρακτηρίζει ως στρέβλωση (που μπορεί και
πρέπει να διορθωθεί) το γεγονός ότι ένα ελάχιστο μέρος των επιδοτήσεων
φτάνει στους μικρούς αγρότες.
Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
Ακόμα
μια φορά μέσα και από τις τελευταίες εξελίξεις για το μέλλον της ΚΑΠ
2014 - 2020 επιβεβαιώνεται και δικαιώνεται η θέση του ΚΚΕ για το
χαρακτήρα της ΕΕ, για τις αντιλαϊκές συνέπειες από την ένταξη και
ειδικότερα από την πολιτική της ΚΑΠ. Αναδεικνύεται η επικαιρότητα της
θέσης του ΚΚΕ για αποδέσμευση από την ΕΕ με εργατική εξουσία, για να
γίνουν κοινωνική ιδιοκτησία οι βιομηχανίες, η ενέργεια, οι
τηλεπικοινωνίες, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, η γη, οι υποδομές κλπ. και
να μπουν στην παραγωγή με κεντρικό σχεδιασμό και κίνητρο παραγωγής την
κοινωνική ευημερία, την ικανοποίηση των αναγκών των παραγωγών του
πλούτου.
Μόνο
σε αυτήν την κοινωνία ο αγροτοπαραγωγός μπορεί να έχει μέλλον είτε
δουλεύοντας σε μια μεγάλη μηχανοποιημένη κρατική αγροτική παραγωγή,
άμεσα συνδεδεμένη με τη βιομηχανία, είτε με την εθελοντική ένταξή του
στον παραγωγικό αγροτικό συνεταιρισμό που θα υποστηρίζεται από το
κρατικό εμπόριο. Μόνο αυτή η κοινωνία μπορεί να αποτελέσει απάντηση στη
βίαιη καταστροφή και ανεργία που τους επιφυλάσσει ο καπιταλισμός.
Αυτή
η σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα είναι που καθιστά επίκαιρη και
ρεαλιστική την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ για άλλο δρόμο ανάπτυξης, που θα
εξυπηρετεί τις ανάγκες του λαού και όχι τις ανάγκες κερδοφορίας των
επιχειρηματικών ομίλων. Μόνο με τις παραπάνω προϋποθέσεις μπορεί να
γίνει προγραμματισμένη αξιοποίηση της γης για διαφορετικές χρήσεις, με
στόχο την ισόρροπη ανάπτυξη διαφορετικών κλάδων όπως η φυτική, ζωική
παραγωγή και αλιεία, που χρειάζονται για την κάλυψη των διατροφικών και
άλλων αναγκών του λαού μας, η παραγωγή φτηνών και καλών τροφίμων, αλλά
και πρώτης ύλης για τη μεταποίηση, η βελτίωση της παραγωγικότητας με
κρατικές επιστημονικές και τεχνικές υποδομές. Κανένα άγχος και εκβιασμό
δε θα νιώθει ο αγροτοπαραγωγός από εμποροβιομήχανους για τις τιμές των
αγροτικών εφοδίων και για τις τιμές πώλησης της παραγωγής, τις φυσικές
καταστροφές κ.ά.
Ο
κεντρικός προγραμματισμός, η κλαδική και περιφερειακή εξειδίκευσή του
που στηρίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία και στον εργατικό και κοινωνικό
έλεγχο, λύνει το πρόβλημα της ανεργίας, δίνει στα παιδιά των αγροτών τη
δυνατότητα να διαλέξουν και άλλο τομέα εργασίας, αντιμετωπίζει με
τελείως διαφορετικό τρόπο από τον καπιταλισμό τις δαπάνες εργασίας,
υλών, μηχανημάτων κλπ., τις ανάγκες συσσώρευσης για μελλοντική πιο
αναβαθμισμένη παραγωγική ανάπτυξη, για κοινωνικές υπηρεσίες χωρίς να τις
θεωρεί ασύμφορο «κόστος». Σε αυτόν το διαφορετικό τρόπο υπολογισμού
δαπανών και νέων αποθεμάτων προϊόντων στηρίζεται η αντίληψή μας για
μονομερή διαγραφή του χρέους, για αποδέσμευση από την ΕΕ και οποιαδήποτε
ιμπεριαλιστική ένωση, για δραστική μείωση των εισαγόμενων προϊόντων με
ταυτόχρονη αύξηση των εγχώρια παραγόμενων, αλλά και για αμοιβαία
επωφελείς για τους λαούς εμπορικές, τουριστικές ανταλλαγές. (...)
Της Διαμάντως Μανωλάκου
* Η Διαμάντω Μανωλάκου είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνη του Τμήματος Αγροτικής Πολιτικής.
www.komep.gr
www.komep.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου