Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

«Λέγατε: Ο Ρίτσος είναι δικός μας. Για μένα ήταν η μεγαλύτερη συντροφιά κι η μεγαλύτερη αξία…»

Τρία κόκκινα γράμματα, χιλιάδες λαϊκοί αγωνιστές κι αγωνίστριες  στρατευμένοι στον αγώνα για την κοινωνική συνειδητοποίηση και απελευθέρωση του ανθρώπου από την εκμετάλλευση, την ταξική σκλαβιά. Έναν αγώνα που ο Γ. Ρίτσος, «πάντα “παρών στο κάλεσμα της εποχής”», συμμετείχε με σώμα και ψυχή και υπερασπίστηκε με τη δράση του και το έργο του.

«ΚΚΕ – τρία κόκκινα γράμματα – πολύ πονέσαμε, σύντροφοι, πολύ ξαγρυπνήσαμε πολύ μακριά κοιτάξαμε…Σεμνή υπογραφή του λαού μας στις λεωφόρους του μέλλοντος» έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος κι ο στίχος του δένει αρμονικά με το λογότυπο του γιορτασμού των 100χρονων του ΚΚΕ.

Τρία κόκκινα γράμματα, χιλιάδες λαϊκοί αγωνιστές κι αγωνίστριες  στρατευμένοι στον αγώνα για την κοινωνική συνειδητοποίηση και απελευθέρωση του ανθρώπου από την εκμετάλλευση, την ταξική σκλαβιά. Έναν αγώνα που ο κομμουνιστής ποιητής, «πάντα “παρών στο κάλεσμα της εποχής”», συμμετείχε με σώμα και ψυχή και υπερασπίστηκε με τη δράση του και το έργο του.

«Γιατί έγινα κομμουνιστής; Για ό,τι γίναμε όλοι μας Γιατί διαπιστώσαμε ότι υπάρχει αδικία, εκμετάλλευση, γιατί υπάρχει καταπίεση και σαν άνθρωποι αντιστεκόμαστε σ’ αυτό. Και ύστερα οργανωθήκαμε όλοι εμείς οι αδικημένοι, οι καταπιεσμένοι, οι εξευτελισμένοι κλπ. ενωθήκαμε με το ανθρώπινο όνειρο να φτιάξουμε μια καλύτερη ζωή για όλους τους ανθρώπους. Όχι μονάχα για μας. Γιατί εμείς αυτά που φτιάχνουμε μπορεί να μην τα χαρούμε κιόλας. Αλλά έχουμε τη χαρά ότι κάποτε θα τα χαρούν κάποιοι. Γι’ αυτό έγινα. Όπως γινήκατε όλοι σας. Όπως γίναμε όλοι μας», έλεγε ο Γ. Ρίτσος σε συζήτηση με το προσωπικό του Ριζοσπάστη, που τυπώθηκε σ’ ένα μικρό βιβλιαράκι*, όταν ρωτήθηκε γιατί έγινε και γιατί παραμένει κομμουνιστής.

«Γιατί έμεινα; θα μπορούσε κανένας, απ’ τη στιγμή που ονειρεύτηκε έναν κόσμο καλύτερο κι απ’ τη στιγμή που δούλεψε γι’ αυτόν τον κόσμο με όσες δυνάμεις είχε, μικρές, μεγάλες, ή μέτριες, θα μπορούσε ποτέ να εγκαταλείψει; θα ήταν σα να εγκατέλειπε τον καλύτερό του εαυτό. Μπορούσε ποτέ, από φόβο, ή από πόνο να σταματήσει; Έχουμε ανθρώπους που κάποτε αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Άνθρωποι είναι. Ανθρώπινο είναι. Ωστόσο έμειναν πιστοί. Κι αγάλλονται όταν θυμούνται ότι κι αυτοί πρόσφεραν ένα τόσο δα χαλικάκι, σ’ αυτό το οικοδόμημα που ετοιμάζουμε. Το να έφευγα απ’ τον κομμουνισμό, ήταν σα να έφευγα από την πατρίδα μου, σα να έφευγα απ’ τη ζωή, σα να έφευγα απ’ τον κόσμο. Σα να μην ήμουν πια τίποτα.
«Λέγατε: Ο Ρίτσος είναι δικός μας. Για μένα ήταν η μεγαλύτερη συντροφιά κι η μεγαλύτερη αξία…»
«Δεν χρειαζόμουν κανένα εγκώμιο, ούτε να μου φέρνουν χρυσές πλάκες, για να με τιμήσουν. Όχι. Λέγατε: Ο Ρίτσος είναι δικός μας. Για μένα ήταν η μεγαλύτερη συντροφιά κι η μεγαλύτερη αξία. Το μεγαλύτερο βραβείο που δέχτηκα στη ζωή μου, ήταν η αγάπη σας…»
Γιατί αν εσείς λέτε ότι εσείς μου χρωστάτε κάτι, ότι σας έδοσα κάτι, ότι είμαι κι εγώ ένας από τους οργανωτές του κοινωνικού συναισθήματος, (εάν και όποιος τέλος πάντων), εγώ σας χρωστώ πολύ περισσότερα. Τα δικά σας βιώματα, οι δικές σας εμπειρίες, η δική σας συντροφικότητα σε κρίσιμες στιγμές, στη Μακρόνησο, στη Γυάρο, στη Λέρο, με στήριξαν. Πώς συμπεριφέρονταν οι σύντροφοι, τόσο χτυπημένοι, ιδίως στη Μακρόνησο! Εκεί ξαφνικά έβλεπες ρεύματα ολόκληρα να φεύγουν, να κάμπτονται, κάτω απ’ τις τρομακτικές πιέσεις. Πιέσεις ψυχολογικές κυρίως, αλλά και σωματικές (ξύλο, σπασίματα χεριών, ποδιών, τυφλώσεις και σκοτωμοί). Αλλά κι οι ψυχολογικές πιέσεις ήταν αφάνταστες — να μην ξέρεις τι γίνεται απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, να βουίζουν οι χαράδρες απ’ τα μαρτύρια των ανθρώπων και οι ίδιοι οι βασανιστές να τρελαίνονται. Πολλοί Αλφαμίτες τρελάθηκαν. Είχαμε περισσότερους τρελούς από βασανιστές, παρά από βασανιζόμενους».

«Είναι, λοιπόν, όχι σαν να εγκαταλείπω εσάς πια. Είναι σαν να εγκαταλείπω τον εαυτό μου. Δεν θα μπορούσε να γίνει Δεν μπορώ να σκεφτώ τον εαυτό μου μακριά από σας. Γιατί σας χρωστάω πάρα πολλά,  σύντροφοι.
Με την πείρα σας, με τους αγώνες σας, με το κλάμα σας, με την αγάπη που μου δείξατε, μου δόσατε πολλά. Πολλές φορές δεν με είχατε διαβάσει, ή δεν με καταλαβαίνατε, απλώς ακούγατε το όνομα Ρίτσος και λέγατε “είναι δικός μας” κι αυτό σας έφτανε. Και μένα μου έφτανε. Δεν χρειαζόμουν κανένα εγκώμιο, ούτε να μου φέρνουν χρυσές πλάκες, για να με τιμήσουν. Όχι. Λέγατε: Ο Ρίτσος είναι δικός μας. Για μένα ήταν η μεγαλύτερη συντροφιά κι η μεγαλύτερη αξία. Το μεγαλύτερο βραβείο που δέχτηκα στη ζωή μου, ήταν η αγάπη σας. Η αγάπη του κόσμου».


Δεν υπάρχουν σχόλια: