Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΛΕΚΟΣ ΞΕΝΟΣ: Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ

Τρανό παράδειγμα σπουδαίου δημιουργού και αφοσιωμένου κομμουνιστή αγωνιστή, ο Αλέκος Ξένος, ο συνθέτης της Αντίστασης, πορεύτηκε σ' όλη του τη ζωή δίνοντας «τα πάντα για τους αδύνατους, για το ανθρώπινο δίκιο».

Παιδί μιας γενιάς που σήκωσε το ανάστημά της σε ξένους και ντόπιους δυνάστες, υπηρέτησε την τέχνη του μετέχοντας παράλληλα στους αγώνες δυναμικά και με συνέπεια, παρά το κόστος που σήμαινε αυτή η συμμετοχή. Απάντησε στο κάλεσμα αντίστασης του λαού μας και ήταν παρών στους αγώνες του πρώτα στην Αθήνα και μετά στα βουνά. Βίωσε την Εθνική Αντίσταση και σαν αγωνιστής και σαν καλλιτέχνης.

Ο δημιουργός «έφυγε» από τη ζωή πριν δεκαέξι χρόνια (1/9/95), αφήνοντας πίσω του ένα πλούσιο μουσικό έργο - παρακαταθήκη για το λαό μας. Δυστυχώς, εξαιτίας της αντιμετώπισης που είχε από την πολιτεία, το μεγαλύτερο μέρος της συμφωνικής μουσικής του παραμένει ανέκδοτο.

Στην προσωπική, αγωνιστική και καλλιτεχνική διαδρομή αυτού του μεγάλου δημιουργού είναι αφιερωμένο το ντοκιμαντέρ «Αλέκος Ξένος, ο συνθέτης της Αντίστασης και της Ειρήνης», της Ρένας Χριστάκη (παραγωγής 1995), που ψηφιοποίησε και παρουσιάζει το Αρχείο της ΕΡΤ μέσω των ιστοσελίδων www.ert-archives.gr & www.ert.gr, και στο οποίο αυτοβιογραφείται ο Ζακύνθιος συνθέτης.

Αυτοβιογραφικό οδοιπορικό

'Ενα «οδοιπορικό» μουσικής και αγώνα, που ξεκινά με αφηγήσεις του συνθέτη από τα βασανισμένα παιδικά του χρόνια, τα ακούσματα των νεανικών του χρόνων που τον επηρέασαν, τους πρώτους δασκάλους που τον μύησαν στη μουσική, όπως ο λαϊκός τραγουδιστής Σπύρος Μορούλιας και ο αρχιμουσικός Γιάννης Πηλικας. Γεννημένος το 1912 ο Αλέκος Ξένος, σε ηλικία τεσσάρων χρόνων, ορφάνεψε από πατέρα και λίγο αργότερα και από μητέρα.
Εγκαταλείπεται από τους συγγενείς στην τύχη του και τον περιμαζεύουν συντοπίτες, κάνει δουλειές του ποδαριού σε τσαγκαράδικο, καμίνι και για τον καλλίφωνο ταβερνιάρη Σπύρο Μπάστα.
Δεκατεσσάρων χρόνων γράφεται στη Φιλαρμονική του Δήμου Ζακύνθου. Μαθαίνει τρομπέτα, παίζει με τη Φιλαρμονική, συνοδεύει μελοδραματικούς θιάσους, ενώ γνωρίζεται με τον σοσιαλιστή συγγραφέα Κ. Πορφύρη που τον επηρεάζει ιδεολογικά και πνευματικά.

Ο συνθέτης αναφέρεται στις σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών (1931-1939) και τους καθηγητές του, στη συνεργασία του με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών και στη σύσκεψη του Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου το 1936 για ζητήματα της μουσικής ζωής του τόπου, μεταξύ των οποίων η ίδρυση μουσικής ακαδημίας και μουσικού κέντρου για τη συλλογή και διαφύλαξη της ελληνικής μουσικής. Ιδιαίτερη μνεία κάνει στη συναναστροφή του με τον δάσκαλό του Δημήτρη Μητρόπουλο. «Ο Μητρόπουλος ήταν δάσκαλος και φίλος. Το μάθημά του, οι μορφές (μορφολογία της μουσικής) ήτανε ανεπανάληπτο. Ένα μάθημα που το χαιρόσουνα. Ο Μητρόπουλος καθότουνα στο πιάνο για να παίξει το πρώτο θέμα και ξεχνιότανε και έκανε τις δικές του παραλλαγές. Μια άλλη φορά, την παραλλαγή του την έγραψα εγώ και του την έδωσα· με αγκάλιασε και με φίλησε. Γιατί, πραγματικά, τον συγκίνησε».


Αγώνες σε Αθήνα και ελεύθερη Ελλάδα

Ήδη, από το 1934, ο Αλ. Ξένος έχει μυηθεί στο μαρξισμό. Συμμετέχει στους αγώνες του μουσικού κλάδου, εντάσσεται στην ΚΟ Μουσικών του παράνομου ΚΚΕ και πρωτοστατεί για τη δημιουργία των μετέπειτα μεγάλων ορχηστρών μας. Το 1941 εντάσσεται στο ΕΑΜ και ορίζεται γραμματέας - εκπρόσωπος της ΚΟ Μουσικών στην Αχτίδα Διανοουμένων - Καλλιτεχνών του ΚΚΕ. Συμβάλλει στη δημιουργία ΕΑΜίτικων μουσικών ομάδων και στην έκδοση της παράνομης εφημερίδας του Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου «Ο Μουσικός». Συλλαμβάνεται δυο φορές, αλλά ξεφεύγει. Μελοποιεί το πρώτο του αντιστασιακό τραγούδι, το ποίημα του Παλαμά «Εμπρός». Ο συνθέτης περιγράφει τη δράση του την περίοδο της Κατοχής, τη σύνθεση του πρώτου του έργου «Νέοι Σουλιώτες» (1940), τη συνεισφορά του στην ίδρυση της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και τα τραγούδια του για τις ανάγκες της Αντίστασης, όπως «Ο Πρώτος Αντάρτης» (απόσπασμα του οποίου εμφανίζεται να ερμηνεύει ο αξέχαστος συνθέτης Δημήτρης Λάγιος).

Το 1943 οι κατακτητές σχεδιάζουν συναυλία στη Λυρική Σκηνή, με συμμετοχή της Ορχήστρας της. Οι μουσικοί του ΕΑΜ, με επικεφαλής τον Α. Ξένο, ματαιώνουν τη συναυλία παριστάνοντας τους «άρρωστους». Ο συνθέτης καταζητείται.

Βγαίνει στην παρανομία και στο Βουνό, όπου γράφει αντιστασιακά τραγούδια, μουσική για παράσταση κουκλοθεάτρου, συνεργάζεται με άλλους ΕΑΜίτες καλλιτέχνες, οργανώνει φιλαρμονικές και χορωδίες. Ο καλλιτέχνης μιλάει για την απόφασή του να πάει στο Βουνό, να δραστηριοποιηθεί έντονα στον αντιστασιακό αγώνα και να τονίσει το ρόλο της μουσικής στην επιτυχημένη έκβασή του. Ασχολείται με τη δημιουργία χορωδιών και φιλαρμονικών στα βουνά της ελεύθερης μαχόμενης Ελλάδας, γράφει τραγούδια που αγαπήθηκαν από το λαό, όπως «Ο ύμνος της Αλληλεγγύης», «Ο Ύμνος της ΕΠΟΝ», «Το τραγούδι του Άρη», «Τραγούδι για τ' Αετόπουλα», συνεργάζεται με άλλους καλλιτέχνες της οργάνωσης.

«Σ' όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής μου ζωής», έλεγε, «δεν ένιωσα μεγαλύτερη και πληρέστερη συγκίνηση και ευτυχία από τούτες τις μέρες. Αυτό το ψυχικό και πνευματικό αγκάλιασμα μ' ένα λαό περήφανο, χαρούμενο, δυνατό, να πέφτει στη μάχη για να αναστήσει μια ευτυχισμένη, δημιουργική Ελλάδα...».

Το 1944 συμμετέχει στο Α' Πανελλήνιο Συνέδριο Ανταρτών ΕΠΟΝιτών στο Μικρό Χωριό Ευρυτανίας, παροτρύνοντάς τους να αναπτύξουν μουσική και πολιτιστική δραστηριότητα. Παράλληλα, λαμβάνει μέρος στο «Θέατρο του Βουνού» που δημιούργησε ο Βασίλης Ρώτας και κατά την ορκωμοσία της κυβέρνησης του Βουνού παρουσίασε τον μελοποιημένο από τον ίδιο «Ύμνο της ΠΕΕΑ»:
«Απ' τη στάχτη βγαίνεις ξανά / ίδια γεννιέται πάντα νέα / με τη σημαία της ΠΕΕΑ / με τα βλαστάρια τα γενναία»... / «Αίμα και δάκρυ πέφτει στη γης / πάντα διψάνε οι τύραννοι / με το σπαθί σου δίκαια οργής / τη λευτεριά μας θα σημάνει...».

«Η Λαφίνα» του ματωμένου Δεκέμβρη

Ο αιματοβαμμένος Δεκέμβρης του '44 συγκλονίζει την Αθήνα, την Ελλάδα. Η οργάνωση των μουσικών, όπως αφηγείται ο συνθέτης, έκανε μικρά γκρουπ που τα έστελνε στο πεδίο της μάχης για να εμψυχώνουν τους αντάρτες. Σ' ένα απ' αυτά, ήταν και ο ίδιος: «Πήγαμε στου Ψυρρή όπου ήταν ένα εγγλέζικο τανκ που χτυπούσε συνεχώς... Κάποια στιγμή χτυπήσανε το ακορντεόν - συνεχίσαμε να παίζουμε με το βιολί τ' αντάρτικα». Με οδύνη θυμάται φίλους και συναγωνιστές, που χάθηκαν. Ο απόηχος των γεγονότων του Δεκέμβρη του '44 συνέβαλε στη δημιουργία ενός από τα γνωστότερα έργα του με τον τίτλο «Η Λαφίνα» που περιέχει έντονα συμβολικά στοιχεία. Εκτός από τον πόνο έχει και ένα αισιόδοξο μήνυμα, πως μόνο με τον αγώνα του λαού μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Πιστός στα κομμουνιστικά ιδανικά και συνεχίζει να προσπαθεί για μια κοινωνία που να υπηρετεί το λαό.

«Μετά τον Δεκέμβρη του 1944», αφηγείται, «τα τραγούδια του αγώνα είχαν την ίδια τύχη με τους αγωνιστές: σκότωμα, φυλακή, εξορία... Όλα ενάντια στην ιδέα της Αντίστασης, στην ιδέα της Ελευθερίας για την ειρήνη, για την προκοπή, για την ανεξαρτησία. Ολ' αυτά έπρεπε να χτυπηθούν. Δεν μπορούσε να τραγουδηθεί τίποτα, επί ποινή θανάτου...».

Ο δημιουργός παρουσιάζει τη σταδιακή παρακμή του αντιστασιακού τραγουδιού και εκφράζει την απογοήτευσή του για την αντικατάσταση από ένα διαφορετικό είδος μουσικής. Ο ίδιος βρίσκεται στο στόχο των επιθέσεων λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, αλλά δεν εγκαταλείπει ποτέ τις ιδέες του και συνεχίζει την καλλιτεχνική του δημιουργία. Το 1947, λόγω των ιδεών και της δράσης του, απολύεται από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και το 1950 από την Ορχήστρα του ΕΙΡ.

Στο ντοκιμαντέρ ο Αλ. Ξένος κάνει εκτενή αναφορά στα έργα «Συμφωνία αρ. 1 Της Αντίστασης», «Ο Διγενής δεν πέθανε», στα χαρακτηριστικά και μηνύματά τους. «Μπορεί να σκοτώσεις τον άνθρωπο, αλλά όχι τις ιδέες του», έλεγε ο αξέχαστος συνθέτης Αλέκος Ξένος, αναφερόμενος στο συμφωνικό του ποίημα «Ο Διγενής δεν πέθανε», έργο εμπνευσμένο από την ηρωική θυσία του Νίκου Μπελογιάννη.
«Το έγραψα σε μια ευφορία ψυχής, γιατί είναι ένα έργο αισιόδοξο, (...) παρ' όλα αυτά που περάσαμε, τις κακουχίες, τους φόνους, τα κυνηγητά». Η πρώτη εκτέλεση του έργου έγινε από τη Συμφωνική Ορχήστρα του ΕΙΡ (1952), σε διεύθυνση Ανδρέα Παρίδη. Ο ίδιος αρχιμουσικός το διηύθυνε στο Λένινγκραντ (1958), όπου ενθουσίασε - «κι ο ίδιος ο Σοστακόβιτς είπε πολλά καλά λόγια», έλεγε ο Αλ. Ξένος. Το 1963 γράφει τον «Σπάρτακο» και το 1964 το «Κύπρος - Ελλάδα μας», για να τιμήσει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, τις θυσίες των ανθρώπων του νησιού.

Η Συμφωνία της Αντίστασης

Στο ντοκιμαντέρ προβάλλεται αρχειακό οπτικοακουστικό και φωτογραφικό υλικό, ενώ για τον συνθέτη μιλούν συναγωνιστές του και άνθρωποι του πολιτισμού (η ζωγράφος Κατερίνα Χαριάτη, ο μουσικολόγος Στέφανος Βασιλειάδης, η πιανίστρια Λούση Κόκλα κ.ά.), εξαίροντας την ξεχωριστή προσωπικότητά του και την καλλιτεχνική προσφορά του.
Τονίζουν την αξία του Επτανησιακού πολιτισμού και την πληθώρα πρωτοπόρων καλλιτεχνών, οι οποίοι συνέβαλαν στον ελληνικό πολιτισμό και την ανάπτυξή του. Μάλιστα, ο μουσουργός επισκέπτεται τον τόπο καταγωγής του, τη Ζάκυνθο, και εκφράζει το θαυμασμό του για την ιστορία και την παράδοσή της. Στη συνέχεια, συμπατριώτες του που συμμετείχαν στην ΕΠΟΝ αφηγούνται με συγκίνηση τις μαζικές εξεγέρσεις τους εναντίον των Γερμανών στο νησί και τον ιδιαίτερα μαχητικό και επαναστατικό τους χαρακτήρα.
Κατά τη διάρκεια της εκπομπής, παρουσιάζονται συμφωνικά έργα και τραγούδια του συνθέτη, ενώ σύντομη ιστορική αναδρομή για τον επτανησιακό μουσικό πολιτισμό κάνει ο μουσικολόγος Γιώργος Λεωτσάκος.

Επίσης, μέσα από τις ίδιες ιστοσελίδες, το Αρχείο της ΕΡΤ παρουσιάζει το έργο του Αλέκου Ξένου «Συμφωνία αρ. 1 "Της Αντίστασης"», από συναυλία της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ το 1999, υπό τη διεύθυνση του Νίκου Τσούχλου.
Το συγκεκριμένο έργο, ένα από τα σημαντικότερα και πιο αντιπροσωπευτικά έργα του συνθέτη, πρωτοπαίχτηκε στην Ελλάδα μόλις το 1979, από τον αρχιμουσικό Ευθύμιο Καβαλλιεράτο και την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Το έργο, που μετουσιώνει τις προσωπικές εμπειρίες του δημιουργού ως αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, περιλαμβάνει μοτίβα γνωστών αντιστασιακών τραγουδιών και βραβεύτηκε το 1952 στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στο Βουκουρέστι.

Η προοδευτική σκέψη και οι αγώνες του Αλέκου Ξένου υπήρξαν απολύτως συνυφασμένοι με το μουσικό του έργο. Παρά τις αντιξοότητες και τους παραγκωνισμούς που υπέστη λόγω των ιδεών του, συνέχισε μέχρι το τέλος της ζωής του να είναι «μαχητής» των ιδανικών και οραμάτων του, για μια κοινωνία και μια Τέχνη που να υπηρετεί πραγματικά το λαό.

της Ρουμπίνης ΣΟΥΛΗ (www.rizospastis.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια: