Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ: Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΥΡΙΑ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ

Από τις κορυφαίες αυθεντικές ερμηνεύτριες του λαϊκού μας τραγουδιού, η Σωτηρία Μπέλλου σφράγισε με τη μοναδική φωνή της δεκάδες μουσικές δημιουργίες. Οι ερμηνείες της δυνατές, συγκλονιστικές, δεν περιορίστηκαν στο να ψυχαγωγήσουν, αλλά κατάφεραν να συνεπάρουν, αγγίζοντας πολύ συχνά ευρύτερες κοινωνικές καταστάσεις. Η φωνή της, για μισό περίπου αιώνα, έδωσε φτερά σε δεκάδες τραγούδια, κάνοντάς τα αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ψυχής.
 

Ασυμβίβαστη, με αγωνιστική διάθεση, δέθηκε με το λαό, όχι μόνο μέσα από τα τραγούδια της αλλά και με κοινούς αγώνες. Με αγωνιστική συνεισφορά στα χρόνια της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, διακινούσε τον παράνομο «Ριζοσπάστη». Δηλώνοντας αριστερή, δε δίστασε ακόμη και σε «μαύρες» εποχές να υπερασπιστεί τις πεποιθήσεις της. Το '48, η Σ. Μπέλλου βρίσκεται στου «Τζίμη του Χοντρού», στην Αχαρνών, δίπλα στον Τσιτσάνη. Μαζί τους και οι Περιστέρης, Κασιμάτης, Κερομύτης, Στέλιος, Ρούκουνας, Τουρκάκης. Η άρνησή της να ανταποκριθεί σε μια παραγγελιά και να πει το «βασιλικό τραγούδι, όπως τότε το έλεγαν οι χίτες», «Του αϊτού ο γιος», έχει ως αποτέλεσμα τον ξυλοδαρμό της και την αποχώρησή της από την ταβέρνα. Ποτέ δεν ξέχασε ότι κανείς από τους άντρες συναδέλφους της δε σηκώθηκε να την υπερασπιστεί. Σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις στο «Ριζοσπάστη» (27/2/94), θυμόταν: «Και "Ριζοσπάστη" διακινούσα... Ήμουν, είμαι και θα είμαι αριστερή. Το λέω και το φωνάζω... Πέρασα πολλά. Και ξύλο και φυλακές».
 
 
Η Σωτηρία Μπέλλου γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1921 στα Χάλια (Δροσιά) Χαλκίδας. Το πρώτο ερέθισμα ν' ασχοληθεί με το τραγούδι τής δόθηκε σε ηλικία δέκα χρόνων, βλέποντας τη Σοφία Βέμπο να πρωταγωνιστεί στην ταινία «Προσφυγοπούλα». Μια μέρα μετά την κήρυξη του πολέμου (29.10.40) θα βρεθεί στην Αθήνα, αντιμετωπίζοντας προβλήματα επιβίωσης. Αναγκάζεται να κάνει πολλές δουλιές, ενώ οι πολιτικές της πεποιθήσεις την οδηγούν να διακινεί κρυφά το «Ριζοσπάστη». Παράλληλα, παίζει κιθάρα και τραγουδά σε ταβέρνες. Συλλαμβάνεται, γιατί έκλεψε μια κουραμάνα. Αργότερα συμμετέχει στα Δεκεμβριανά και τραυματισμένη στο χέρι ξανασυλλαμβάνεται.
 
Αποφυλακίζεται μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Μετά την Απελευθέρωση κι αφού έχει γνωρίσει την αγριότητα και τις εμφυλιοπολεμικές διώξεις, γνωρίζεται με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ηχογραφούν μαζί δύο τραγούδια (τα πρώτα της), «Οταν πίνεις στην ταβέρνα» και «Το παιδί που είχες φίλο». Η επιτυχία μεγάλη, την καθιερώνει ως λαϊκή τραγουδίστρια. Μετά τη φυγή της από του «Τζίμη του Χοντρού» πηγαίνει στου «Παναγάκη», στην οδό Αλκαμένους, με τον Μάρκο Βαμβακάρη. Εκεί τους συναντά ο νεαρός τότε Μάνος Χατζιδάκις και τους ζητά να εμφανιστούν στο «Μουσούρη», όπου αποθεώνονται. Τα χρόνια ακμής του κλασικού λαϊκού τραγουδιού τη βρίσκουν στο ζενίθ της καριέρας της. Ολα τα μαγαζιά τη ζητάνε. Περιζήτητη είναι και στη δισκογραφία. Ηχογραφεί σε πρώτη εκτέλεση πολλά τραγούδια των Τσιτσάνη, Χιώτη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Απόστολου Χατζηχρήστου, Καλδάρα, Καπλάνη κ.ά. Ανάμεσά τους τα «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», «Κάτω απ' το σβηστό φανάρι», «Είπα να σβήσω τα παλιά», «Σαν απόκληρος γυρίζω» κ.ά.
 
Στεκόταν σαν παλικάρι απέναντι σε ό,τι δεν ταίριαζε με τα «θέλω» της. Δε χρωστούσε σε κανέναν τα «πρέπει» των άλλων. Εκείνη είχε τα δικά της. Η ζωή ήταν δική της και θα την υπερασπιζόταν, θα τη ζούσε όπως εκείνη ήθελε και μπορούσε. Ηθελε να είναι υπεύθυνη για τα δικά της λάθη και όχι για εκείνα που κάποιοι με τα δικά τους μάτια τα έβλεπαν λάθος. Ηθελε να μετανιώνει γι' αυτά που έκανε και όχι για όσα δεν έκανε.
 
Με την παρακμή του κλασικού λαϊκού τραγουδιού (αρχή δεκαετίας '60) η καριέρα της γνωρίζει κάμψη. Ακολουθεί το περιθώριο και ο αγώνας της επιβίωσης. Ο αλκοολισμός, η ανεργία, η φτώχεια την οδηγούν σε ψυχιατρική κλινική. Μόλις στάθηκε στα πόδια της, μετά τη νοσηλεία της, προσπαθεί να επιβιώσει κάνοντας διάφορες δουλιές. Από κεριά στις εκκλησίες μέχρι πλύσιμο πιάτων σε ταβερνάκια στο Περιστέρι για ένα πιάτο φαγητό. Στη δουλιά ξαναβγαίνει το '63. Θ' ακολουθήσει η επανεμφάνισή της στη δισκογραφία και η συνεργασία της με τον Τσιτσάνη, στο «Χάραμα».
Μπορεί να ήταν η «αρχόντισσα του ρεμπέτικου», αλλά η Σωτηρία Μπέλλου το ίδιο ανεπανάληπτα ερμήνευσε και κομμάτια του έντεχνου τραγουδιού. Εχοντας στο ενεργητικό της τραγούδια των Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μητσάκη, Καπλάνη, Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Καλδάρα, Χατζηχρήστου, Περιστέρη κ.ά., δε δίστασε να καταθέσει - με εξαιρετική επιτυχία - τη λιτή, δωρική φωνή της σε δημιουργίες των Ξαρχάκου, Σαββόπουλου, Μούτση, Ανδριόπουλου, Λάγιου, Κουνάδη κ.ά.
 

«Ο,τι έχω πει», έλεγε σε συνέντευξή της στο «Ριζοσπάστη» (6/12/87), «είναι βγαλμένο απ' τη ζωή. Κράτησα μια ποιότητα, γιατί για να πω ένα τραγούδι κάθομαι και το μελετώ. Το διαβάζω, το ξαναδιαβάζω, να δω την έννοιά του, πού καταλήγει... Γιατί πώς αλλιώς θα επιλέξω... Άντε, επειδή μας έφεραν ένα τραγούδι θα το πούμε... Υστερα, όλα τα τραγούδια που 'χω πει τα 'χω αγαπήσει. Ορισμένα τα 'χω αγαπήσει πιο πολύ, όπως κι ο κόσμος. Είναι δεμένα μαζί μου. Έχω ένα που το 'χει γράψει ο Τσιτσάνης: "Ποια καρδιά δε θα ραΐσει". Αυτό το τραγούδι κάτι μου λέει. `Η το "Η κοινωνία μ' έχει αδικήσει", το "Σταμάτησε μανούλα μου". Ολα τα τραγούδια τα ένιωθα όταν τα έλεγα. Ολα είναι βγαλμένα από μέσα μου».
 
Η αντιφατικότητα του χαρακτήρα της, τα πάθη για τα οποία ποτέ δε μετάνιωσε, έδιναν συχνά λαβές για σχόλια. Εκείνη, όμως, με όλο της το δίκιο, ήθελε να την αγαπούν γι' αυτό που ήταν. Οσοι της έδιναν αυτή την αγάπη, την κέρδιζαν για πάντα. Κι εκείνοι που περισσότερο την αγάπησαν γι' αυτό που ήταν, είναι ο κόσμος. Ωστόσο, η Σωτηρία Μπέλλου ήξερε να εκτιμά, να αγαπά, ακόμη και να συγχωρεί αυτούς που την πίκραναν. Οι άλλοι δυσκολεύονται ακόμη και σήμερα που δεν υπάρχει να πουν ένα καλό λόγο. Το μόνο σίγουρα που δεν μπορούν να αμφισβητήσουν ήταν η φωνή της και η ερμηνευτική της δύναμη, που μένει ανεξίτηλη.
 
Χτυπημένη από τον καρκίνο, τα τελευταία χρόνια της ζωής της βρέθηκε αντιμέτωπη με τη φτώχεια και τη μοναξιά. Η πίκρα της έσβησε μαζί με τη ζωή της στις 27 Αυγούστου 1997.
 
 
Δείτε ακόμα:
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: