Για παράδειγμα, σε παρέμβασή του σε συνέδριο που έγινε στο Λονδίνο το 2009 με θέμα «Η ιδέα του κομμουνισμού» (εκδόθηκε και σε τόμο από τις εκδόσεις «Lignes») ο Ιταλός Τόνι Νέγκρι αναφέρθηκε στην κομμουνιστική ηθική σαν μια «συνάρθρωση δημιουργική και μεγαλόψυχη της δύναμης των φτωχών, έναν κοινό πόθο αγάπης, ισότητας και αλληλεγγύης», ενώ ανάλογου γενικόλογου και μεταφυσικού περιεχομένου ήταν οι τοποθετήσεις και άλλων βαρύγδουπων «μαρξιστών» του ακαδημαϊκού γραφείου, σε σημείο που οι αναλύσεις τους να μη διαφέρουν επί της ουσίας από τις θεωρίες των ουτοπικών σοσιαλιστών του 19ου αιώνα π.χ. του τύπου Σεν Σιμόν και Φουριέ. Μάλιστα, γίνεται ιδιαίτερη μνεία σε έναν μόνο θεωρητικό, τον Ιταλό Αλμπέρτο Τοσκάνο, ο οποίος έθεσε το αδιαχώριστο του χαρακτήρα της κομμουνιστικής θεωρίας με την εφαρμογή της και το πρόβλημα της εξουσίας που αυτή συνεπάγεται, με επωδό του αρθρογράφου της εφημερίδας τη γνωστή σταλινολογία και την υποτιθέμενη υποβάθμιση από μέρους των «μαρξιστών» φιλοσόφων των επιφαινομένων του σταλινισμού. Με εξαίρεση υποτίθεται τη μοναδική αναφορά του Αλέν Μπαντιού στην εισαγωγή του τόμου που προαναφέρθηκε στην επαρκή κριτική του σταλινισμού από τον Μάο (!). Άλλοι πάλι, ενώ δέχονται εν μέρει τη διαλεκτική του ιστορικού υλισμού (Π. Νταρντό και Κρ. Λαβάλ) καταφεύγουν σε ένα μεταφυσικό κόσμο εξιδανικεύσεων, όπου το κοινό της κομμουνιστικής κοινωνίας δεν πρέπει να ταυτίζεται με το κρατικό και τις στρεβλώσεις που ισχυρίζονται ότι αυτό παράγει, παρέχοντας βέβαια, έτσι ....κοινό δικαίωμα στο κεφάλαιο να συνεχίζει να εκμεταλλεύεται μέσα από το αστικό κράτος τους εργαζόμενους.
Όλα αυτά σε ένα φόντο όπου όντως υπάρχει μια αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος του κόσμου στην Ευρώπη για τα έργα των κλασικών του μαρξισμού - λενινισμού, και στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, η γαλλική έκδοση του «Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος», το οποίο είναι το πιο διαβασμένο και πιο μεταφρασμένο βιβλίο του δυτικού πολιτισμού μετά την «Βίβλο», έφτασε τα 8.700 αντίτυπα το 2009, χωρίς να υπολογίζονται οι παραγγελίες βιβλιοθηκών και οι πωλήσεις on-line. Το ίδιο και για την έκδοση του δίτομου «Κεφαλαίου» του Μαρξ σε έκδοση τσέπης το 2008, όπου πουλήθηκαν 7.200 αντίτυπα κάθε τόμου με επανεκτύπωση 3.000 αντιτύπων το 2009, αριθμοί οπωσδήποτε σημαντικοί για ένα τόσο πυκνογραμμένο και απαιτητικό έργο. Το φαινόμενο είναι πλέον παγκόσμιο, οι πωλήσεις της γερμανικής έκδοσης του «Κεφαλαίου» τριπλασιάστηκαν μέσα σ' ένα χρόνο ενώ μια εκδοχή σε μάνγκα έχει γίνει μπεστ-σέλερ στην Ιαπωνία, (εφημ. Το ΒΗΜΑ 7/3/2010).
Τι συμπέρασμα μπορεί να βγάλει κανείς από την προβαλλόμενη τελευταία από αστικά ΜΜΕ «ολική επαναφορά» του μαρξισμού; Το πρώτο και βασικό είναι ότι παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της διεθνούς και ειδικότερα της ευρωπαϊκής ολιγαρχίας και του πολιτικού της προσωπικού να εξισωθεί ιστορικά ο κομμουνισμός με το φασισμό και τα εγκλήματά του (μέσω των σχετικά πρόσφατων ψηφισμάτων της ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρώπης), αυτό είναι μάλλον αδύνατο να συμβεί στη συλλογική μνήμη των λαών. Το φάντασμα του Μαρξ - όπως ήταν και ο τίτλος βιβλίου του Ζακ Ντεριντά, ήδη από το 1993, την εποχή που πολλοί αφελείς είχαν ασπασθεί τη θεωρία Φουκουγιάμα για το τέλος της Ιστορίας - εξακολουθεί να στοιχειώνει τους εφιάλτες της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας, ιδιαίτερα στα πλαίσια της σημερινής μεγάλης κρίσης.
Το δεύτερο συμπέρασμα που μπορεί να εξαγάγει κάποιος είναι η απόσταση που χώριζε και χωρίζει τον ελιτίστικο «μαρξισμό» του ακαδημαϊκού γραφείου από τη μαρξιστική - λενινιστική ιδεολογία ως επαναστατική θεωρία της εργατικής τάξης που σαν τέτοια είναι αδιαχώριστη από την επαναστατική πράξη. Είναι ο μαρξισμός επιστημονική θεωρία στο βαθμό που λαμβάνει υπόψη του την αντικειμενική πραγματικότητα, στο βαθμό που σαν μεθοδολογία εδράζεται στη Χεγκελιανή διαλεκτική της σύνθεσης των αντιθέτων, η οποία με τη σειρά της ανάγεται (υπό μια έννοια) στη μαιευτική μέθοδο της ελληνικής φιλοσοφίας και έχει σαν κύριο περιεχόμενο την ανάλυση του ταξικού χαρακτήρα των κοινωνιών στην ιστορική τους εξέλιξη. Ταυτόχρονα, είναι επαναστατική θεωρία στο βαθμό που διαφωτίζει και καθοδηγεί τον αγώνα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, της φτωχομεσαίας αγροτιάς, των μικροεπαγγελματιών της πόλης και της διανόησης στο δρόμο της ανατροπής της αστικής εξουσίας και της εγκαθίδρυσης της εργατικής - λαϊκής εξουσίας.
Υπόκειται σε κριτική εξέταση; Ασφαλώς και είναι ανοικτός σε κριτική και θεωρητική ανάπτυξη, αυτό είναι νόμος κάθε διαλεκτικής θεωρίας, ποτέ εξ άλλου ο μαρξισμός - λενινισμός δεν υπήρξε αποστεωμένο δόγμα όπως διακρίνονται οι συκοφάντες του ούτε έκλεινε τα μάτια στο καινούργιο που δημιουργεί η ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της. Με μια διαφορά: Υπάρχουν νομοτέλειες που ακόμα κι αν κάποιος δεν είναι μαρξιστής μπορεί εύκολα να τις διαπιστώσει, γιατί απλούστατα υπαγορεύονται από τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης. Για παράδειγμα, είναι ταξική η φύση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ή όχι; Όποιος έχει αμφιβολίες μπορεί να περιορισθεί μόνο στο ελληνικό παράδειγμα μεταπολεμικά και να παρακολουθήσει τον κυρίαρχο ρόλο του πλέγματος μεγάλο κεφάλαιο - ξένος (ατλαντικός ή ευρωενωσιακός) παράγοντας και των εκφάνσεών του, δηλαδή θεσμοί του αστικού κράτους - ΜΜΕ - (και τα τελευταία χρόνια) δημοσκοπικές εταιρείες στη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων.
Άλλο παράδειγμα: Πρέπει να θέσει ένα κομμουνιστικό κόμμα θέμα εξουσίας και με ποιους όρους; Η ιστορική εμπειρία έδειξε και δείχνει ότι ο λεγόμενος κοινοβουλευτικός δρόμος για το σοσιαλισμό με ό,τι παρέλκει αυτός είναι ο ασφαλέστερος τρόπος της αστικής εξουσίας να συνεχίζει να ασκεί την εξουσίας της, έστω με προσωρινές μικροπαραχωρήσεις, οδηγώντας π.χ. πάλαι ποτέ κραταιά κομμουνιστικά κόμματα όπως το ΚΚ Ιταλίας ή το ΚΚ Γαλλίας στην ενσωμάτωση είτε στην πολιτική εξουθένωση και την αυτοακύρωση, με διάδοχη κατάσταση ακόμα πιο συντηρητικές - αντιλαϊκές κυβερνήσεις.
`Η, ακόμα, τι χαρακτήρα πρέπει έχει η εργατική - λαϊκή εξουσία για να κατοχυρώσει τη νίκη της και την ανατροπή των παραγωγικών σχέσεων με την απαλλοτρίωση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας; Δεν υπήρξε ιστορικό προηγούμενο που πραγματικά επαναστατική εξουσία δε χρειάστηκε να συγκρουσθεί με τους ταξικούς της αντιπάλους, ιδιαίτερα σε συνθήκες εγκαθίδρυσης της εξουσίας της.
Υπό αυτό το πρίσμα, δεν υπάρχει μαρξιστική θεωρία χωρίς την προσθήκη του λενινισμού (ο οποίος, όπως εύστοχα έχει ειπωθεί, είναι ο μαρξισμός την εποχή του ιμπεριαλισμού), όπως επίσης δεν υπάρχει μαρξισμός ξεκομμένος από τη σημερινή ιστορικο-κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και τη διαχρονική ιστορική εφαρμογή του στην Ευρώπη τον 20ό αιώνα.
Είναι χαρακτηριστική του προβληματισμού που έχει δημιουργήσει η πρωτόγνωρη οικονομική κρίση - η οποία εντάσσεται στον κύκλο των περιοδικών κρίσεων του καπιταλισμού για τον οποίο είχαν ήδη κάνει λόγο οι κλασικοί του μαρξισμού από τον 19ο αι.(1) - στις τεχνοκρατικές και ακαδημαϊκές ελίτ του παγκόσμιου καπιταλισμού, η αναφορά της αμερικανικής επιθεώρησης TIME (2/2/2009) στην επικαιρότητα της μαρξιστικής ανάλυσης σε σχέση με τη μεγάλη κρίση του συστήματος, παραθέτοντας προφανή επιφαινόμενα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Δηλαδή την υπερσυσσώρευση κερδών από το παραγόμενο προϊόν σε βάρος των αμοιβών των εργαζομένων, τη μετατόπιση της δραστηριότητας του κεφαλαίου στις χώρες του Τρίτου Κόσμου εκεί που είναι εύκολη η ωμή εκμετάλλευση της φτηνής εργασίας, το διευρυνόμενο ρήγμα μεταξύ φτώχειας και πλούτου και επιπλέον αυτό που τρέμει περισσότερο ο καπιταλισμός. Δηλαδή, το ενδεχόμενο κατάρρευσης της μεσαίας τάξης, γενικότερα των μεσοαστικών και μικροαστικών στρωμάτων, που παραδοσιακά αξιοποιούνται σαν στυλοβάτης της εξουσίας του κεφαλαίου και των εθνικών ή υπερεθνικών θεσμών του. Είναι ενδεικτική η αναφορά του TIME την περίοδο της εμφάνισης της κρίσης στην άποψη του γνωστού Αμερικανού νομπελίστα οικονομολόγου Joseph Stiglitz, που ισχυρίστηκε ότι τα σημερινά προβλήματα «είναι πολύ βαθύτερα από την αποτυχία των οικονομικών αγορών».
Για παράδειγμα, είναι σκόπιμο να αναφερθεί εδώ ότι πέρα από το ότι τα τελευταία 40 χρόνια έχει μεταβληθεί δραστικά στις ΗΠΑ ο συσχετισμός συμμετοχής στο εθνικό προϊόν μεταξύ του 20% των πιο φτωχών και του 5% των πιο πλούσιων εις βάρος των πιο φτωχών (2), ο μέσος μισθός με τιμαριθμική αναπροσαρμογή των Αμερικανών εργατών την τελευταία τριακονταετία έχει υποστεί πραγματική μείωση, ενώ πτωτική τάση παρουσιάζει τα τελευταία 25 χρόνια, τόσο στις αναπτυγμένες όσο και τις αναπτυσσόμενες καπιταλιστικές οικονομίες, το μερίδιο των αμοιβών των εργαζομένων, σε σχέση με το παραγόμενο προϊόν.(3)
Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, ότι παρά τις διαβεβαιώσεις αστών οικονομολόγων (όπως του προέδρου του ομοσπονδιακού θησαυροφυλακίου των ΗΠΑ Μπεν Μπερνάνκε) ότι βρισκόμαστε στο τέλος της πρόσφατης μεγάλης κρίσης του καπιταλισμού οι συνέπειές της για τους εργαζόμενους, δηλαδή ύφεση, υψηλή ανεργία, κ.λπ. αναμένεται να συνεχιστούν. Ήδη ο δείκτης ανεργίας των ΗΠΑ έφτασε στο ιστορικά ψηλό επίπεδο του 9,8% τον περασμένο Σεπτέμβρη με αδύνατη για την ώρα οποιαδήποτε πρόβλεψη για αναστροφή της αυξητικής τάσης.(4)
Επίσης, ο αριθμός των αναμενόμενα μακροχρόνιων ανέργων στις ΗΠΑ είχε φθάσει τον περασμένο Γενάρη τα 6,3 εκατομμύρια, πάνω από το διπλάσιο του αντίστοιχου αριθμού της προηγούμενης χειρότερης περιόδου των αρχών της δεκαετίας του 1980, με εξαιρετικά δυσοίωνες αυτή τη φορά τις προβλέψεις των οικονομολόγων για το μέλλον πολλών από αυτούς τους νεόπτωχους της αμερικανικής μεσαίας τάξης.(5) Οι τάσεις αυτές του καπιταλισμού υποδεικνύουν από μόνες τους ότι παρά την παρατεταμένη περίοδο ανάπτυξης, γενικά, τα τελευταία 20 χρόνια και τον ως ένα βαθμό επιμερισμό της στο βιοτικό επίπεδο ορισμένων στρωμάτων των κοινωνιών των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών, το κεφαλαιοκρατικό σύστημα δεν μπορεί ωστόσο να λύσει τη θεμελιώδη αντίφαση ανάμεσα στον εντεινόμενο κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ιδιωτική εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της. Αναμένεται, παράλληλα με τη σταδιακή ή βάναυση υπονόμευση των αμοιβών, των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων της εργατικής τάξης, των εργαζομένων γενικότερα, την οποία βιώνουμε ήδη στη χώρα μας με πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς (!), να οξυνθούν περαιτέρω προβλήματα όπως αυτά της εξασφάλισης αξιοπρεπούς εργασίας σε νέους εργαζόμενους, της ενσωμάτωσης μικρομεσαίων στρωμάτων στο σύστημα, κάτι που ανέδειξε και η πρόσφατη κρίση με τη δημιουργία επίπλαστης ευημερίας και ανεδαφικών καταναλωτικών συνηθειών (πλαστικό χρήμα - ληστρική εκμετάλλευση από τις Τράπεζες, υπερχρέωση νοικοκυριών, κ.λπ.).
Αυτές οι αντιφάσεις, με την προσθήκη και άλλων υπερεθνικών παραμέτρων όπως των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στα πλαίσια μιας σταδιακά περιοριζόμενης δεξαμενής εκμετάλλευσης πρώτων υλών και φτηνού διαθέσιμου ανθρώπινου κεφαλαίου, του διευρυνόμενου χάσματος μεταξύ της κεφαλαιοκρατικής ελίτ και των μικρομεσαίων στρωμάτων σε συνθήκες αύξησης των τεχνολογικών δυνατοτήτων και βελτίωσης της ποιότητας των διαθέσιμων αγαθών, της αξιοποίησης των πιο σύγχρονων μεθόδων παραγωγής για τη μεγιστοποίηση του καπιταλιστικού κέρδους με παρεπόμενη τη ραγδαία επιβάρυνση του περιβάλλοντος, δεν μπορούν παρά να προοιωνίζονται νέες μελλοντικές κρίσεις του συστήματος τοπικά και διεθνώς και επομένως να υποβάλλουν την επικαιρότητα μιας επεξεργασμένης μαρξιστικής - λενινιστικής στρατηγικής, λαμβάνοντας υπόψη τα σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα.
Όπως έδειξε η ίδια η εξέλιξη των καπιταλιστικών κοινωνιών τις μεταπολεμικές δεκαετίες η παρουσία της αριστεράς (θεωρώντας ότι ο όρος αριστερά έχει κυρίως ιστορικό περιεχόμενο) στους κόλπους του αστικού κοινοβουλευτισμού ή θα είναι συστημική παρά τις ενδεχόμενες φραστικές αντισυστημικές εξάρσεις (οι οποίες είναι εντελώς ανώδυνες, όταν δεν αξιοποιούνται κιόλας από την αστική εξουσία) ή θα ακολουθεί με συνέπεια, επιμονή και προοπτική επεξεργασμένη στρατηγική ρήξης με την εξουσία του κεφαλαίου σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Το τελευταίο συνεπάγεται συνεπή αντιιμπεριαλιστική στάση και όσον αφορά το σύνολο των διεθνοποιημένων σχηματισμών που συνδέονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την επιθετική φύση του υπερεθνικού κεφαλαίου είτε αυτό είναι αμερικανικό είτε ευρωπαϊκό. Η εμπειρία της συμμετοχής παλιότερα των ευρωκομμουνιστικών κομμάτων σε αστικές κυβερνήσεις συνεργασίας στη Δυτική Ευρώπη, αρχίζοντας από τη συμμετοχή του ΚΚ Γαλλίας του Ζορζ Μαρσέ στην πρώτη κυβέρνηση Μιτεράν το 1981 και καταλήγοντας στη συμμετοχή της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης του Φάουστο Μπερτινότι στην προ-Μπερλουσκόνι κυβέρνηση στην Ιταλία έδειξε ότι για τα κομμουνιστικά κόμματα, ο δρόμος αυτός είναι απλά ο δρόμος της διαχείρισης του συστήματος (ενίοτε και με ψήφιση αντεργατικών νομοθεσιών όπως έγινε στην Ιταλία με το ασφαλιστικό νομοσχέδιο) που συνήθως στρώνει το δρόμο για τις επόμενες συντηρητικές κυβερνήσεις, αφαιρώντας ταυτόχρονα από τους κομμουνιστές, την όποια αξιοπιστία είχαν στην εργατική τάξη και γενικότερα στους εργαζόμενους της χώρας τους.
Τα «αριστερά - κομμουνιστικά» κόμματα όπως αυτά της Ευρωπαϊκής Αριστεράς που αρνούνται την ταξική συγκρότηση της κοινωνίας και των επιφαινομένων της, που παραιτούνται από την ταξική πάλη και την προοπτική της λαϊκής εξουσίας με απαλλοτρίωση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής προς όφελος και για λογαριασμό της εργατικής εξουσίας, που δεν αντιμάχονται επί της ουσίας τα σχέδια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων είναι αναμενόμενο και απολύτως φυσιολογικό κάποια στιγμή να ενσωματωθούν πλήρως και οργανικά στο σύστημα το οποίο υποτίθεται αντιπαλεύουν.
Ωστόσο, ανοίγει για τα άξια του ονόματός τους κομμουνιστικά κόμματα, τους κομμουνιστές γενικότερα, η απαιτητική δοκιμασία της περαιτέρω επεξεργασίας της μαρξιστικο-λενινιστικής θεωρίας και στρατηγικής, της ενδελεχούς ανάλυσης της φύσης μιας μελλοντικής εργατικής εξουσίας και των θεσμών αυθεντικού ελέγχου της μέσα σε ένα περιβάλλον αναπτυγμένης υλικοτεχνικής βάσης του καπιταλισμού και αλματώδους ανάπτυξης των τεχνολογικών δυνατοτήτων του σύγχρονου πολιτισμού.
Αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της επεξεργασίας είναι και η ανοικτή, διαλεκτική εξέταση χωρίς εξιδανικεύσεις ούτε ισοπεδωτικές λογικές της μεγάλης περιπέτειας του σοσιαλισμού στην Ευρώπη του 20ού αιώνα, η μέχρι τέλους στη βάση του διαλεκτικού χαρακτήρα του ιστορικού υλισμού ανάλυση του χαρακτήρα της εξουσίας, γενικά των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής και της εξέλιξής τους στο πρώτο εργατοαγροτικό κράτος στον κόσμο που ήταν η Σοβιετική Ένωση. Στην κατεύθυνση αυτή, οι Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε που εγκρίθηκαν από το 18ο Συνέδριο είναι μια σημαντική συμβολή στο μαρξισμό - λενινισμό, στο βαθμό που εξετάζουν κριτικά από τη σκοπιά αυτή, χωρίς να εξαντλούν, την εγκαθίδρυση, την ανάπτυξη, την υπονόμευση και τελικά την αντεπαναστατική ανατροπή του σοσιαλισμού το '89 - '90.
Η συνεχιζόμενη σε βάθος έρευνα της εξέλιξης και των αιτιών της ανατροπής του σοσιαλισμού στην Ευρώπη τον 20ό αι. είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια αυτονόητη ενέργεια κριτικής επισκόπησης της πορείας του παγκόσμιου κινήματος για ένα κομμουνιστικό κόμμα που δεν έχει ξεθωριάσει επαναστατικά. Είναι το οξυγόνο που θα εμπλουτίσει την ιστορική του αντίληψη, θα εξοπλίσει το πολιτικό - ιδεολογικό του οπλοστάσιο στις σημερινές συνθήκες, θα ακονίσει τη μαχητική του παρέμβαση τοπικά και διεθνώς στη βάση επεξεργασμένης στρατηγικής με την προοπτική της λαϊκής εξουσίας. Ο μαρξισμός - λενινισμός δεν είναι ούτε ήταν ποτέ θέμα ακαδημαϊκών αναζητήσεων των ελίτ, ήταν και είναι η ιστορικά θεμελιωμένη θεωρία της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης για την επαναστατική αλλαγή των σχέσεων παραγωγής και την εγκαθίδρυση της εξουσίας των εργαζομένων.
1. Βλ. F. Engels: «From Socialism: Utopian and Scientific», (La Revue Socialiste, 1880), σελ. 188-89, Collection: K. Marx, F. Engels, V. Lenin, On Historical Materialism, Progress Pub., Moscow, 1972.
2. Εφημ. Le Monde - Economie, φύλ. 20/1/2009.
3. Περιοδικό TIME, 2/2/2009.
4. Εφημερίδα The New York Times, φύλ. 2/10/2009.
5. Εφημερίδα The New York Times, φύλ. 20/2/2010.
Στ. Λειβ. Δρ. μαθηματικός - Πάτρα
...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου