Δ΄μέρος: Κάποτε ήταν Ζωτικός Χώρος, σήμερα είναι Ανταγωνιστικότητα
Σε προηγούμενα σημειώματα είδαμε ότι για τα πράγματι υψηλά δημόσια ελλείμματα των τελευταίων 15 χρόνων δεν ευθύνονται οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων, ούτε οι δαπάνες για υγεία και παιδεία. Αντίθετα, τα ελλείμματα δημιουργήθηκαν εν μέρει για τη συντήρηση του κράτους καταστολής και κυρίως από τη μη είσπραξη φόρων από το μεγάλο κεφάλαιο. Είναι ειρωνικό αλλά οι εργαζόμενοι κλήθηκαν να επωμισθούν το οικονομικό βάρος της καταστολής των ιδίων και άλλων λαών (μέσω των πολεμικών εξοπλισμών στην υπηρεσία του ΝΑΤΟ) και …δεν ανταπεξήλθαν.
Είναι λοιπόν σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε μια έννοια που επαναλαμβάνεται συνέχεια χωρίς να ορίζεται, ακριβώς επειδή το περιεχόμενό της είναι πολύ σκοτεινό και επικίνδυνο για την εργατική τάξη. Σε αναλογία με την πρόταξη της «ανάγκης για ζωτικό χώρο» από τον Χίτλερ που «δικαιολόγησε» την επέλαση του φασισμού, η σύγχρονη «ανάγκη για ανταγωνιστικότητα» επιχειρεί να δικαιολογήσει την επέλαση του κεφαλαίου σε όλο τον κόσμο. Τι σημαίνει όμως πραγματικά η «ανταγωνιστικότητα», η οποία μάλιστα φιγουράρει και στον νέο τίτλο του Υπουργείου Ανάπτυξης;
Ουσιαστικά, η ανταγωνιστικότητα μετράει δύο πράγματα ταυτόχρονα: μισθό και παραγωγικότητα, ώστε να βγει ένας δείκτης «μοναδιαίου κόστους εργασίας» -δηλαδή, πόσο κοστίζει ένα εμπόρευμα ή μια υπηρεσία σε εργατικά χέρια. Για να ανέβει η παραγωγικότητα, υπάρχουν δύο τρόποι: ο πρώτος είναι η επένδυση σε εξοπλισμό, μηχανές, τεχνολογία κλπ που επιτρέπουν σε έναν εργάτη να παράγει περισσότερο από χθες, στην ίδιας διάρκειας εργάσιμη ημέρα.
Ο δεύτερος είναι η αύξηση της εντατικότητας – με κάμερες παρακολούθησης των εργαζομένων, 5λεπτα ή μηδενικά διαλείμματα, μειωμένο για τις ανάγκες προσωπικό, πολλαπλές θέσεις και άλλες τέτοιες ευαγείς μεθόδους, αυξάνεται η «απόδοση» των εργαζομένων. Στην Ελλάδα, η όποια αύξηση της παραγωγικότητας τα τελευταία 10 χρόνια προήλθε από τον δεύτερο τρόπο, ο οποίος σημειωτέον είναι πολύ φθηνότερος από τον πρώτο, αλλά έχει κοντά ποδάρια.
Υπάρχει ένα φυσικό όριο ξεζουμίσματος του εργάτη.
Ο μισθός υπολογίζεται μεικτός, χωρίς την εισφοροδιαφυγή. Αν δηλαδή ο μισθός είναι 1000 ευρώ μεικτά, τότε ο καπιταλιστής τον υπολογίζει στα 1350 περίπου (μαζί με τη δική του εισφορά, 35%), ανεξάρτητα αν εισφοροδιαφεύγει και τελικά μπορεί να πληρώνει μόλις 840 ευρώ, μην αποδίδοντας ούτε την εισφορά του εργαζόμενου. Ακόμα, η μαύρη, ανασφάλιστη εργασία δεν υπολογίζεται καθόλου στο δείκτη ανταγωνιστικότητας (αν υπολογιζόταν, θα αύξανε η ανταγωνιστικότητα).
Τέλος, αθροίζονται μαζί οι υπέρογκοι μισθοί των διευθυντών, στελεχών και άλλων άμεσων συνεργατών των καπιταλιστών.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η Ελλάδα φιγουράρει στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης σε ανταγωνιστικότητα, μαζί με την Ιταλία (έχουν το υψηλότερο ονομαστικό μοναδιαίο κόστος εργασίας). Ακολουθούν από κοντά η Πορτογαλία και η Ισπανία, σε ενδιάμεση θέση είναι η Γαλλία και η πλέον ανταγωνιστική των 6 είναι φυσικά η Γερμανία. Το διάγραμμα δείχνει ότι το ονομαστικό μοναδιαίο εργατικό κόστος αυξήθηκε στην Ελλάδα και την Ιταλία κατά 35% τα τελευταία 10 χρόνια, ενώ στην Γερμανία μόλις κατά 7%.
Το αβίαστο συμπέρασμα που βγάζουν οι προπαγανδιστές της Νέας Τάξης είναι ότι πρέπει να καταβαραθρωθούν οι μισθοί και να υπάρξει ευελιξία στην αγορά εργασίας. Όπως όμως φαίνεται στον πίνακα, η Γερμανία ρίχνει το εργατικό κόστος πρώτη (κυρίως μέσω του πρώτου τρόπου αύξησης της παραγωγικότητας).
Έτσι, αυτό που προτείνουν οι κυβερνώντες του ΠΑΣΟΚ, οι χθεσινοί της ΝΔ και τα παπαγαλάκια τους αριστερά και δεξιά, είναι ένας αγώνας δρόμου μισθών και εργατικών κατακτήσεων προς τα κάτω, χωρίς τέρμα.
Οι φωνές που καλούν σε αύξηση των επενδύσεων είναι επίσης εκ του πονηρού, αλλά αυτό θα το εξετάσουμε σε επόμενο σημείωμα. Το συμπέρασμα που μπορεί να βγει μέχρι εδώ είναι ότι η ανταγωνιστικότητα είναι ένα ιδεολογικό επιχείρημα χειραγώγησης των εργαζομένων, ένας βωμός στον οποίον καλούνται να θυσιάσουν οι εργαζόμενοι τους ίδιους και τα παιδιά τους.
Είναι έτσι φτιαγμένοι οι δείκτες που την μετράνε, ώστε οι εργαζόμενοι να είναι πάντα χαμένοι, ακόμα και όταν ...πετυχαίνουν τους «εθνικούς στόχους».
Του Γιώργου Λαμπρινίδη, Οικονομολόγου (αναδημοσίευση από την εφημ. "Νέο Εμπρός", Φ.901/19.01.2011) www.neo-empros.net
(συνεχίζεται)
....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου