«Μην τολμήσετε να απεργήσετε. Κάντε ό,τι σας ζητάει ο εργοδότης. Αλλιώς θα χάσετε τη δουλειά σας. Η πρόταση της Ελληνικής Χαλυβουργίας προς τους εργαζόμενους (σ.σ. για απολύσεις και περικοπές των μισθών) ήταν λογική υπό τις δύσκολες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στην αγορά».
Χ.Α. –Πυρήνας Μαγνησίας- Γενάρης  του 2012

Εισαγωγή

Στις εκλογές του Μάη 1928 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας άγγιξε το ναδίρ της εκλογικής του επιρροής, συγκεντρώνοντας μόλις το 2,6% των ψήφων και έχοντας χάσει πάνω από το μισό της δύναμής του από το 1924. Δύο χρόνια αργότερα και μεσούσης της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης οι Ναζί είδαν τα ποσοστά τους να εκτοξεύονται στο 18,3%. Το 1930 όμως δεν ήταν απλά η χρονιά της εκλογικής ανάκαμψης του φασισμού στη Γερμανία. Ήταν επίσης η χρονιά όπου το γερμανικό βιομηχανικό και τραπεζικό κεφάλαιο, «γοητευμένο» από τις «λύσεις» που προσέφερε ο φασισμός στα αδιέξοδά του, άρχισε πλέον να στηρίζει ανοιχτά και αποφασιστικά το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Α. Χίτλερ.

Βεβαίως ο φασισμός δεν υπήρξε αποκλειστικά «γερμανικό» ή «ιταλικό» φαινόμενο. Πολλά από τα κατασταλτικά μέτρα που εφαρμόστηκαν ενάντια στο εργατικό κίνημα (και την πρωτοπορία του, τους κομμουνιστές) στη Γερμανία και την Ιταλία εφαρμόστηκαν και σε μια σειρά άλλες χώρες υπό καθεστώς αστικής δημοκρατίας. Είναι άλλωστε γνωστές οι απόψεις πολλών αστών πολιτικών της εποχής, όπως π.χ. ο Τσόρτσιλ, για το Μουσολίνι. Οι αστικές δημοκρατίες της Ευρώπης και της Αμερικής στήριξαν τότε ενεργά (και δεν «ανέχθηκαν» απλώς, όπως συχνά αναφέρεται στην αστική και οπορτουνιστική ιστοριογραφία) την άνοδο του φασισμού. Συνέδραμαν καταλυτικά στην υλικοστρατιωτική ανάκαμψη και θωράκιση της ναζιστικής Γερμανίας, είτε με πιστώσεις, είτε με επενδύσεις, είτε κάνοντας τα «στραβά μάτια» στην κατάφωρη παραβίαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών περί εξοπλισμών κ.α.


Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν έργο μιας πλευράς αλλά προϊόν των καπιταλιστικών αντιθέσεων, δηλαδή και των δυο πλευρών. Απλώς, το «ριγμένο» από την έκβαση του Α΄ ιμπεριαλιστικού Παγκοσμίου Πολέμου γερμανικό κεφάλαιο, άρχισε να αποζητούσε εκ νέου διανομή των διεθνών αγορών, γεγονός που οδήγησε σε μεγαλύτερη όξυνση των ενδοϊμπεριστικών αντιθέσεων, άρα σε έναν νέο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η αλληλεξάρτηση και αλληλοϋποστήριξη, οι στενότατοι δεσμοί που ανέπτυξαν μεταξύ τους κεφάλαιο και φασισμός, καταγράφηκαν και στοιχειοθετήθηκαν λεπτομερώς στις Δίκες της Νυρεμβέργης. Η διαβόητη «δίκη των βιομηχάνων» -άγνωστη σήμερα- θεωρήθηκε τότε ίσης σημασίας με τις δίκες των στελεχών των Ναζί, των SS, της Βέρμαχτ, κλπ. Έκτοτε καταδικάστηκε στη λήθη: οι εγκληματικές ευθύνες των μονοπωλίων για την άνοδο του ναζισμού παραγράφηκαν, τα αίτια του φασισμού και του πολέμου «επαναπροσδιορίστηκαν», τα βιβλία ιστορίας ξαναγράφτηκαν και σύντομα οι κατηγορούμενοι έγιναν κατήγοροι…

Χορηγοί του φασισμού

«Μετά από πρόσκληση του Γκέρινγκ, περίπου 25 από τους μεγαλύτερους βιομηχάνους της Γερμανίας, μαζί με το Σαχτ (σ.σ. Πρόεδρο της Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων από το 1930, Διευθυντή της Τράπεζας του Ράιχ και από το 1934 Υπουργό Οικονομικών των Ναζί), συναντήθηκαν στο Βερολίνο στις 20 Φεβρουαρίου 1933», δηλαδή, «λίγο πριν τις γερμανικές εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933. Στη συνάντηση αυτή ο Χίτλερ ανακοίνωσε την πρόθεση των συνωμοτών (σ.σ. των Ναζί) να αποκτήσουν τον ολοκληρωτικό έλεγχο της Γερμανίας, να διαλύσουν το κοινοβουλευτικό σύστημα, να κτυπήσουν κάθε αντιπολίτευση με βία και να αποκαταστήσουν τη δύναμη της Βέρμαχτ. Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν ο Γουστάβος Κρουπ, επικεφαλής της πολεμικής βιομηχανίας Alfried Krupp A.G., τέσσερα ηγετικά στελέχη της I. G. Farben, ενός εκ των μεγαλυτέρων κονσέρν (σ.σ. μονοπωλίων) χημικών στο κόσμο, ο Αλβέρτος Βόγκλερ, επικεφαλής της United Steel Works της Γερμανίας και άλλοι επιφανείς βιομήχανοι».1

Ένας εξ αυτών, ο George von Schnitzler, διευθυντικό στέλεχος της I. G. Farben, κατέθεσε στις Δίκες της Νυρεμβέργης: «Ενώ περίμενα τον Γκέρινγκ να εμφανιστεί, μπήκε στο δωμάτιο ο Χίτλερ, ο οποίος έσφιξε το χέρι όλων και κάθισε στη κεφαλή του τραπεζιού. Σε ένα μακρύ λόγο μίλησε κυρίως για τον κίνδυνο του κομμουνισμού, επί του οποίου έκανε σα να είχε μόλις κερδίσει μια αποφασιστική μάχη». Τα επιχειρήματα του Χίτλερ έπιασαν τόπο. Η συνάντηση έληξε με τη σύσταση ειδικού ταμείου υποστήριξης των Ναζί στις επερχόμενες εκλογές ύψους 3.000.000 μάρκων (Ντοκουμέντο EC-439, ΠΔΝ). Στις εκλογές αυτές το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα έλαβε το 43,9% των ψήφων.

Τον Απρίλη του 1933 και αφού οι Ναζί βρίσκονταν πλέον στην εξουσία, ο Γ. Κρουπ με την ιδιότητα του Προέδρου του Συνδέσμου της Γερμανικής Βιομηχανίας του Ράιχ (της μεγαλύτερης ένωσης βιομηχάνων στη Γερμανία) κατέθεσε στο Χίτλερ τα σχέδια του Συνδέσμου για την αναδιοργάνωση της γερμανικής βιομηχανίας. Από τη μεριά του ο Κρουπ ανέλαβε να ευθυγραμμίσει το Σύνδεσμο με τους σκοπούς των Ναζί, μετατρέποντάς τον σε αποτελεσματικό όργανο για την υλοποίηση της πολιτικής τους. Σε επιστολή του στον Χίτλερ (25 Απριλίου 1933) ο Κρουπ έγραψε πως το σχέδιο αναδιοργάνωσης που κατέθεσε εκ μέρους του Συνδέσμου Βιομηχάνων χαρακτηρίζονταν από την επιθυμία «να συνδυαστούν τα οικονομικά μέτρα με την πολιτική αναγκαιότητα, υιοθετώντας την έννοια του Φίρερ για το νέο Γερμανικό Κράτος». Στο ίδιο το σχέδιο τόνιζε: «Η τροπή των πολιτικών γεγονότων [είναι] στη γραμμή των όσων εγώ ο ίδιος και το Διοικητικό Συμβούλιο ευχόμασταν για πολύ καιρό» (Ντοκουμέντο D-157, ΠΔΝ).

Ο βιομηχανικός κολοσσός της Κρουπ, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία του γερμανικού κεφαλαίου, υπήρξαν βασικοί οικονομικοί αρωγοί – χορηγοί, όχι μόνο της πολεμικής μηχανής της φασιστικής Γερμανίας, αλλά και των διαφόρων πολιτικών (κόμμα, οργανώσεις νεολαίας) ή παραστρατιωτικών οργανώσεων των Ναζί (όπως τα Τάγματα Εφόδου SA, τα SS, κλπ.). Έτσι ξεκίνησε το «Ταμείο του Χίτλερ», με κεφάλαια που προέρχονταν «ακόμα και από τους πιο απομακρυσμένους κύκλους της γερμανικής βιομηχανίας, συμπεριλαμβανομένου του κόσμου της αγροτικής οικονομίας και των τραπεζών» (Ντοκουμέντο D-151, ΠΔΝ). Με το άνοιγμα των αρχείων της Κρουπ, προέκυψε ότι μόνο π.χ. το εργοστάσιο της εταιρείας στο Essen είχε «προσφέρει» ως το 1945 το ιλιγγιώδες ποσό των 4.738.446 μάρκων στο εν λόγω Ταμείο (Ντοκουμέντο D-325, ΠΔΝ).

Τα οφέλη όμως ήταν αμοιβαία: «Ο Εθνικοσοσιαλισμός απελευθέρωσε το Γερμανό εργάτη από τη μέγγενη ενός δόγματος (σ.σ. του κομμουνισμού) που ήταν βασικά εχθρικό τόσο για τον εργοδότη όσο και για τον εργαζόμενο. Ο Αδόλφος Χίτλερ επέστρεψε τον εργάτη στο έθνος του. Τον μετέτρεψε σε πειθαρχημένο στρατιώτη της εργασίας και συνεπώς σύντροφό μας (σ.σ. των βιομηχάνων!)».2 Με άλλα λόγια, ο φασισμός εξασφάλισε την πολυπόθητη για το κεφάλαιο «εργασιακή ειρήνη», διαλύοντας τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργατών και συλλαμβάνοντας, εκτοπίζοντας ή εξοντώνοντας τους κομμουνιστές.

Τα συμφέροντα των γερμανικών μονοπωλίων ταυτίζονταν επίσης με δύο άλλες κύριες επιδιώξεις των Ναζί: την ιμπεριαλιστική αναδιανομή του κόσμου και τη συντριβή της ΕΣΣΔ. Άλλωστε από το 1936 κιόλας ο Χίτλερ είχε δώσει οδηγίες στο υπουργείο Πολέμου του Ράιχ να ετοιμάζεται για την «αναμέτρηση με τη Ρωσία», την οποία θεωρούσε «αναπόφευκτη» (Ντοκουμέντο EC-416, ΠΔΝ). Όσον αφορά το πρώτο, όπως υπογράμμισε ο υπουργός Οικονομίας των Ναζί Σαχτ στον Αμερικανό Πρόξενο Fuller το 1935: «Οι αποικίες είναι απαραίτητες στη Γερμανία. Αν καταστεί δυνατό θα τις αποκτήσουμε μέσα από διαπραγματεύσεις. Αν όχι, θα τις αρπάξουμε (σ.σ. με τη βία).» (Ντοκουμέντα EC-450 και US-629, ΠΔΝ).

Καταλυτικό ρόλο ωστόσο στην οικονομική και στρατιωτική ισχυροποίηση της Γερμανίας έπαιξαν και τα αμερικανικά μονοπώλια: η Ford, η General Motors (μέσω της θυγατρικής της Opel και όχι μόνο), η General Electric, η Standard Oil (η σημερινή Exxon-Mobil), η IBM, η ΙΤΤ (η σημερινή ΑΤ&Τ), η Τράπεζα Chase Manhattan και πολλοί άλλοι, έκαναν τεράστιες επενδύσεις, επωφελούμενοι του «εξαιρετικού» επιχειρηματικού κλίματος που προσέφερε η ναζιστική Γερμανία, αποκομίζοντας ακόμα μεγαλύτερα κέρδη. Τόσο ο Πρόεδρος της IBM T. Watson όσο και ο Πρόεδρος της Ford H. Ford τιμήθηκαν για τις «υπηρεσίες» τους στο Γ΄ Ράιχ με το μετάλλιο του Μεγάλου Σταυρού της Γερμανικής Τάξης του Αετού το 1937 και 1938 αντίστοιχα.

Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας

Από το 1940 κιόλας οι βιομηχανίες της Κρουπ άρχισαν να προμηθεύονται με “φτηνό” εργατικό δυναμικό από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (πολλών εκ των οποίων την εποπτεία και διαχείριση είχαν οι ίδιες οι εταιρείες) ή τις κατεχόμενες περιοχές: «Εργάτες μεταφέρονταν στο Essen από την Πολωνία και τη Ρωσία σε υπερβολικά συνωστισμένα, παγωμένα και ανθυγιεινά βαγόνια για ζώα και, αφού αποβιβάζονταν, τους κτυπούσαν, τους κλωτσούσαν και τους φέρονταν απάνθρωπα.». Ο «χρόνος ήταν χρήμα» για την επιχείρηση: «Οι επιστάτες της Κρουπ έδιναν ιδιαίτερη αξία στην ταχύτητα με την οποία οι σκλάβοι εργάτες μεταφέρονταν προς και από τα τρένα…τους κτυπούσαν και τους κλωτσούσαν και γενικά τους κακομεταχειρίζονταν με βάναυσο τρόπο…Έβλεπα με τα μάτια μου ανθρώπους άρρωστους που μετά βίας μπορούσαν να περπατήσουν να τους παίρνουν για δουλειά.» (Ντοκουμέντα D-321 και D-367, ΠΔΝ).

Η I. G. Farben υπήρξε τόσο αποτελεσματική στην “αξιοποίηση” εργατών από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ώστε αποτέλεσε πρότυπο για πολλές άλλες εταιρείες. Στελέχη της παρείχαν συμβουλευτική υποστήριξη ή μεγάλης κλίμακας εκπαίδευση στη χρήση καταναγκαστικής εργασίας σε γνωστές βιομηχανίες όπως η Volkswagen, η Messerschmitt, η Heinkel, κ.ά. Το τεραστίων διαστάσεων βιομηχανικό συγκρότημα “Buna” της I. G. Farben κατασκευάστηκε από κρατούμενους του Άουσβιτς (γύρω από το οποίο “ξεφύτρωσαν” δεκάδες επιχειρήσεις). Περισσότεροι από 25.000 άνθρωποι εκτιμάται ότι πέθαναν στη διάρκεια της κατασκευής του, ενώ την περίοδο της λειτουργίας του απασχολούσε σχεδόν 85.000 κρατουμένους.3 Μόνο από το Μαουτχάουζεν άντλησαν εργάτες 45 ιδιωτικές εταιρείες.

Εργαζόμενοι 12 ή και παραπάνω ώρες, υπό άθλιες συνθήκες, με ελάχιστο φαγητό και τα βασανιστήρια σε ημερήσια διάταξη. Επομένως δεν προκαλεί ίσως έκπληξη ο μεγάλος αριθμός των νεκρών που καταγράφονταν καθημερινά. Ένας επιστάτης της Κρουπ κατέθεσε κυνικά στη Δίκη: «Παραδέχομαι ότι χτυπούσα τους Ρώσους…Τουςγρονθοκοπούσα στα αυτιά και τους χτυπούσα με ένα λαστιχένιο σωλήνα … ή με ένα ξύλινο ραβδί…Οσο πιο ενεργητικός ήμουν εναντίον αυτών των ανθρώπων, τόσο περισσότερο άρεσε στον Διευθυντή Έργου… Έπρεπε να χτυπώ τους Ρώσους, για να αυξήσω την παραγωγή τους. Ανά καιρούς είχα μέχρι και 2.000 ξένους στην επίβλεψή μου. Οι Ρώσοι δεν ήταν δυνατό να δουλέψουν παραπάνω απ’ ό,τι δούλευαν, γιατί το φαγητό ήταν κακής ποιότητας και πολύ λίγο. Η Διεύθυνση των Έργων όμως απαιτούσε ακόμα μεγαλύτερη απόδοση από αυτούς». (Ντοκουμέντο D-305, ΠΔΝ). Σε υπόμνημά του με ημερομηνία 20 Μαρτίου 1942, ένας από τους Διευθυντές της επιχείρησης είχε γράψει σχετικά με την κακομεταχείριση των Σοβιετικών αιχμαλώτων: Όταν «κάποιος έχει να κάνει με Μπολσεβίκους» πρέπει «να τους ταΐζει με ξύλο αντί για φαγητό» (Ντοκουμέντο D-318, ΠΔΝ).

Η εξοντωτική εκμετάλλευση των εργατών είχε τα επιθυμητά για το κεφάλαιο αποτελέσματα. Τα καθαρά κέρδη του ομίλου εκτοξεύτηκαν από ένα παθητικό την ίδια χρονιά που ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία, σε 57.216.392 μάρκα μόλις δύο χρόνια μετά και 111.555.216 μάρκα το 1941. Η αξία του διπλασιάστηκε την περίοδο 1933 – 1942, ενώ μόνο το 1942 – 1943 αυξήθηκε κατά 80%!

Η επόμενη μέρα: Από κατηγορούμενοι κατήγοροι

Το 1943 υπήρξε χρονιά – σταθμός στη ροή του πολέμου. Η νίκη του Κόκκινου Στρατού στο Στάλινγκραντ σήμανε την αρχή του τέλους για τους Ναζί. Ο ιμπεριαλισμός ωστόσο προετοιμάζονταν ήδη για την επόμενη μέρα. Στα αρχεία του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών βρίσκουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση της Πρεσβείας της χώρας μας στην Ελβετία (Βέρνη, 4/12/1943), όπου περιγράφεται η συνάντηση του Σαχτ με τους Βρετανούς και Αμερικανούς ομολόγους του στο Δ.Σ. της Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων (η οποία φαίνεται πως συνέρχονταν κανονικά, παρά το γεγονός ότι οι χώρες που μετείχαν σε αυτή βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση):

«α) Ο Δρ. Σαχτ επέμεινεν επί της σοβαρότητος του κινδύνου ον θα διέτρεχεν ολόκληρος η Ευρώπη εις περίπτωσιν άνευ όρων υποταγής της Γερμανίας εις την Σοβιετικήν Ρωσίαν.
β) Εις σχετικήν ερώτησιν των Αγγλοσαξώνων συναδέλφων του, ο Δρ. Σαχτ απήντησεν ότι ωμιλεί εξ ονόματος των μεγαλοβιομηχάνων και ανώτερων στρατιωτικών κύκλων της Γερμανίας.
γ) Οι Σύμμαχοι, κατά τον Δρ. Σαχτ, έχουν συμφέρον να δεχθούν συζήτησιν περί ανακωχής μετά των εκπροσώπων του σημερινού γερμανικού πολιτικού καθεστώτος, διότι μεταπολίτευσις επερχόμενη προ της ανακωχής θα συνεκλόνιζεν εις επικίνδυνον βαθμόν την εσωτερικήν τάξιν της Γερμανίας.
Η παραίτησις ή απομάκρυνσις του χιτλερικού συγκροτήματος θα ελάμβανε χώραν, κατά την πρότασιν ταύτην του Δρ. Σαχτ, αμέσως μετά τη συνομολόγησιν της ανακωχής».4

Δε γνωρίζουμε ποια τύχη είχαν οι προτάσεις του Σαχτ, αν, σε ποιο βαθμό ή με ποιο τρόπο τελικά υλοποιήθηκαν. Αυτό που είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε είναι ότι, όταν ήρθε η ώρα ν’ αποδοθούν ευθύνες στο κεφάλαιο για την αποφασιστική συνδρομή του στην άνοδο του φασισμού στην εξουσία, για την καταλυτική υλική – οικονομική υποστήριξή του στον πόλεμο και για τα εγκλήματα που διέπραξε κατά της ανθρωπότητας (χρήση αιχμαλώτων πολέμου, εξοντωτικές συνθήκες εργασίας, κ,λπ.) ο πέλεκυς έπεσε πολύ ελαφρά.

Από τα 24 διευθυντικά στελέχη της I. G. Farben στους οποίους απαγγέλθηκαν κατηγορίες (για εγκλήματα πολέμου, κατά της ανθρωπότητας και κατά της ειρήνης, για λεηλασία, συμμετοχή στα SS, κ,λπ.) οι 11 αθωώθηκαν. Στους υπόλοιπους αποδόθηκαν ποινές κάθειρξης 1-7 χρόνια. Να σημειώσουμε ότι, μεταξύ άλλων, η I. G. Farben υπήρξε η κατασκευάστρια εταιρεία του Zyklon B, του αερίου δηλαδή που χρησιμοποιήθηκε για την εξόντωση χιλιάδων ανθρώπων. Ο Κρουπ και εννέα άλλα μέλη του Δ.Σ. του ομίλου του επίσης καταδικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου σε φυλάκιση μέχρι και 12 χρόνια. Ο Σαχτ αθωώθηκε παρά τις ενστάσεις της σοβιετικής πλευράς. Κανένα από τα στελέχη των εταιρειών δυτικών συμφερόντων δεν αντιμετώπισε κατηγορίες και δεν τιμωρήθηκε.

Πόσοι γνωρίζουν σήμερα πως η μηχανογραφική οργάνωση των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης – εξόντωσης (78 στο σύνολο), που υπήρξε καταλυτική στην “αποτελεσματική” λειτουργία τους, έγινε με τεχνολογία της IBM; Πως η Standard Oil προμήθευε με καύσιμα τόσο τους Συμμάχους όσο και τον Άξονα στη διάρκεια του πολέμου; Πως η ITT συνέδραμε σημαντικά στη βελτίωση του γερμανικού συστήματος πληροφοριών ή πως σχεδίασε τις βόμβες Focke – Wulfs που χρησιμοποιήθηκαν ενάντια στα συμμαχικά στρατεύματα; Πως η General Motors κατασκεύασε χιλιάδες θωρακισμένα αυτοκίνητα, φορτηγά και τανκς για το γερμανικό στρατό; Πως το 1941 η Fordwerke (εργοστάσιο της Ford στο Βερολίνο) υπήρξε υπεύθυνη για την προμήθεια του 1/3 σχεδόν του συνόλου των φορτηγών της Βέρμαχτ; Οι μισοί “εργαζόμενοι” της εταιρείας ήταν «σκλάβοι εργασίας», προερχόμενοι από στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις κατεχόμενες περιοχές. Το ίδιο και στη μονάδα της Ford στην Κολωνία, όπου τουλάχιστον 1.200 εργάτες ήταν Ρώσοι, πολλές φορές ανήλικοι, οι οποίοι πάρθηκαν από τα σπίτια τους με τη βία, για να δουλέψουν ως φτηνό και αναλώσιμο εργατικό δυναμικό στα εργοστάσια γερμανικών ή αμερικανικών μονοπωλιακών συμφερόντων.5

Και όμως η μονάδα της Ford στη Κολωνία όχι μόνο συνέχισε να λειτουργεί μετά τον πόλεμο, αλλά έλαβε και 1 εκ. δολ. σε αποζημιώσεις για τις ζημιές που υπέστη στη διάρκεια του βομβαρδισμού της πόλης από τους Συμμάχους! Η General Motors έλαβε επίσης 33 εκ. δολ. σε φοροαπαλλαγές από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για τις ζημιές που υπέστησαν τα εργοστάσιά της σε Γερμανία και Αυστρία στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο!6

Οι προανακριτικές έρευνες και οι εργασίες του δικαστηρίου της Νυρεμβέργης σταμάτησαν απότομα στα μέσα του 1948, όταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφάσισε να διακόψει τη χρηματοδότηση του προσωπικού του. Όλες οι εκκρεμείς υποθέσεις εγκαταλείφθηκαν και οι φάκελοι έκλεισαν.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1950 – 1951 ο John McCloy, Ύπατος Αρμοστής των ΗΠΑ στην Αμερικανική Ζώνη κατοχής της Γερμανίας, άρχισε να αμνηστεύει έναν – έναν όλους τους βιομηχάνους – τραπεζίτες που είχαν καταδικαστεί ως εγκληματίες πολέμου, όπως ο Κρουπ, τα στελέχη της I. G. Farben ή ο Φρίντριχ Φλικ (ένας από τους βασικότερους οικονομικούς υποστηρικτές του Χίτλερ και του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, που επίσης αποκόμισε τεράστια κέρδη, χρησιμοποιώντας σκλάβους εργάτες που μίσθωνε από τα SS – υπολογίζεται ότι από τους 48.000 εργάτες που εργάστηκαν στις επιχειρήσεις του Φλικ, σχεδόν το 80% δεν επιβίωσε). Οι περιουσίες που είχαν κατασχεθεί επεστράφησαν, ενώ πολλοί αποκαταστάθηκαν στα διευθυντικά πόστα που είχαν και πριν.

Ο John McCloy δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Ως νομικός είχε στο παρελθόν εργαστεί εκπροσωπώντας τα συμφέροντα των Ροκφέλερ και της Τράπεζας Chase Manhattan (εκ των πλέον ένθερμων υποστηρικτών των Ναζί). Διετέλεσε υφυπουργός πολέμου (1941 – 1945), ενώ το 1947 διορίστηκε Πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ως Ύπατος Αρμοστής των ΗΠΑ στη Γερμανία ανέλαβε την αναδιοργάνωση των μυστικών υπηρεσιών του Δυτικού τμήματος της χώρας, θέτοντας επικεφαλής της το Ρέινχαρντ Γκέλεν, το Ναζί εγκληματία πολέμου, που ήταν υπεύθυνος της αντισοβιετικής κατασκοπίας και καταζητούνταν από την ΕΣΣΔ για τα τερατώδη εγκλήματα που διαπράχθηκαν υπό την ηγεσία του στο Ανατολικό Μέτωπο. Την ίδια περίοδο ο Αδόλφος Χοΐσινγκερ, πρώην Αρχηγός του Επιτελείου Στρατού της Βέρμαχτ, διορίστηκε Αρχηγός του Επιτελείου Στρατού της Ο.Δ. της Γερμανίας, ενώ στη συνέχεια τοποθετήθηκε Πρόεδρος της Μόνιμης Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ! Μετά τη Γερμανία ο John McCloy διετέλεσε Πρόεδρος της Τράπεζας Chase Manhattan (1953 – 1960), καθώς και του Ιδρύματος Φορντ (1958 – 1965).

Η μεταπολεμική ανάκαμψη των γερμανικών μονοπωλίων υπήρξε εντυπωσιακή. Λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση του Κρουπ, η εταιρεία του φιγουράριζε στη 12η θέση διεθνώς (σήμερα η Thyssen Krupp είναι μια πολυεθνική με πάνω από 670 θυγατρικές παγκοσμίως). Ο Φλικ έγινε επίσης ξανά ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στη Γερμανία. Η I. G. Farben, αν και χωρίστηκε σε 12 διαφορετικές εταιρείες μετά τον πόλεμο, σύντομα άγγιξε την κερδοφορία που είχε προπολεμικά. Ορισμένες εξ αυτών, όπως η Bayer (η γνωστή φαρμακοβιομηχανία), η Basf, η Agfa ή η Hoerst (η σημερινή Aventis) παραμένουν μέχρι τις μέρες μας σημαντικοί μονοπωλιακοί κολοσσοί της ΕΕ. Όπως έγραψε το περιοδικό TIME στις 7 Ιούλη 1952 «η συμμαχική απόφαση να δοθεί η Farben πίσω στους αρχικούς της ιδιοκτήτες αποτελεί σταθμό στο δρόμο της γερμανικής ανάκαμψης». Να λοιπόν πώς οικοδομήθηκε το «δυτικογερμανικό θαύμα», που αξιοποιήθηκε ως αιχμή του δόρατος ενάντια στις χώρες της σοσιαλιστικής Ευρώπης.

Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, τα μονοπώλια βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του αγώνα κατά του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και της ΕΣΣΔ. Παράλληλα επένδυσαν μεγάλα ποσά, ώστε να καλύψουν το παρελθόν τους, επιχειρώντας να ξαναγράψουν την Ιστορία και επαναπροσδιορίσουν τη λαϊκή μνήμη. Είναι όμως μια ιστορία που έχει γραφτεί με αίμα. Και όπως είναι γνωστό το αίμα δε ξεπλένεται εύκολα…

Σημειώσεις:
1. Πρακτικά Δικών της Νυρεμβέργης (από δω και πέρα ΠΔΝ), Τόμος 1, Κεφάλαιο VIII
2. Από ομιλία του Γ. Κρουπ, 26 Ιανουαρίου 1934, Ντοκουμέντο D-392, ΠΔΝ
3. Simpson S (1995) “The splendid blond beast” (Common Courage Press) σελ.84
4. Φάκελος 36.2 του 1944, Κυβέρνηση του Καΐρου (Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο του ΥΠΕΞ)
5. Βλέπεενδεικτικά BBC News, 23/2/1998, Silverstein K (2000) “Ford and the Fuhrer”, στοThe Nation, τεύχος 3, σελ.14, Higham Ch (1983) “Trading with the Enemy” (Delacorte Press) σελ.1-33, ACSA Press Release, 13/7/2003, κ.α.
6. Βλέπε Logsdon J R (1999) “Power, ignorance and anti-Semitism”, στοHanover Historical Reviewκαι Higham Ch (1983), όπως πριν.  

Tου Αναστάση Γκίκα,  δρ. Πολιτικών Επιστημών