Προφορική αφήγηση του Νίκου Μαρμαρινού (Γύφτου)
Του Δημήτρη Π. Καρατζιτζή *
Του Δημήτρη Π. Καρατζιτζή *
Ο Νίκος Μαρμαρινός γεννήθηκε στην Νάπη το 1929. Πατέρας του ήταν ο Σταύρος Μαρμαρινός από τον Μανταμάδο.
Με την αφήγησή του αυτή μας μεταφέρει στα χρόνια κείνα τα δύσκολα όταν: η φυλακή, τα βασανιστήρια, οι κακουχίες, και οι ξεφτελισμοί ήταν καθημερινά φαινόμενα για τους κομμουνιστές αλλά και για κάθε τίμιο άνθρωπο. Ο θάνατος παραμόνευε παντού σε κάθε τους βήμα, ήταν τα χρόνια κείνα τα «Πέτρινα Χρόνια», όπως συνηθίζεται να λένε.
Ο ίδιος ο Νίκος Μαρμαρινός εξιστορεί ξεδιπλώνοντας τις θύμησες του στην Καισαριανή.
Ο ίδιος με τα λεγόμενά του ορίζει και τους «τίτλους» των ενοτήτων που ακολουθούν.
α) Τα πρώτα μου βήματα…
Μετά το 1944 άρχισα να καταλαβαίνω ορισμένα πράγματα. Εκεί στους Μουστάκηδες (Μιχαηλάρηδες) που είχαν εφημερίδες και έντυπα διάβαζα. Ο πατέρας μου δεν ήξερε γράμματα, ήταν στο ΕΑΜ αλλά δεν καταλάβαινε και πολλά.
Εγώ είχα την ευκαιρία να διαβάζω, από το δημοτικό ακόμα στην κατοχή, 12-14 χρονών που ήμουνα είχα πάρει όλα τα σχολικά βιβλία στη μάντρα και εκεί με το φως του λυχναριού προσπαθούσα να μάθω γράμματα.
Παρακολουθούσα την ανάγνωση της εφημερίδας, βέβαια την έπαιρνα και εγώ και τη διάβαζα και στο δικό μας ντάμι. Εδώ πρέπει να πω ότι, τα αδέλφια Ιγνάτης και Ευριπίδης Μιχαηλάρης διαβάζανε πολύ, η καλύβα τους ήτανε στέκι. Με αυτούς που είχα παρτίδες, οικογενειακές σχέσεις με τον πατέρα μου, ήταν οι Μουστάκηδες (Μιχαηλάρηδες), ήταν ο Ιγνάτης, ήταν ο Ευριπίδης, ο Στρατής και ένας από την Αγία Παρασκευή, ο Γιάννης Κούλικας. Καλό παιδί.
Με την αφήγησή του αυτή μας μεταφέρει στα χρόνια κείνα τα δύσκολα όταν: η φυλακή, τα βασανιστήρια, οι κακουχίες, και οι ξεφτελισμοί ήταν καθημερινά φαινόμενα για τους κομμουνιστές αλλά και για κάθε τίμιο άνθρωπο. Ο θάνατος παραμόνευε παντού σε κάθε τους βήμα, ήταν τα χρόνια κείνα τα «Πέτρινα Χρόνια», όπως συνηθίζεται να λένε.
Ο ίδιος ο Νίκος Μαρμαρινός εξιστορεί ξεδιπλώνοντας τις θύμησες του στην Καισαριανή.
Ο ίδιος με τα λεγόμενά του ορίζει και τους «τίτλους» των ενοτήτων που ακολουθούν.
α) Τα πρώτα μου βήματα…
Μετά το 1944 άρχισα να καταλαβαίνω ορισμένα πράγματα. Εκεί στους Μουστάκηδες (Μιχαηλάρηδες) που είχαν εφημερίδες και έντυπα διάβαζα. Ο πατέρας μου δεν ήξερε γράμματα, ήταν στο ΕΑΜ αλλά δεν καταλάβαινε και πολλά.
Εγώ είχα την ευκαιρία να διαβάζω, από το δημοτικό ακόμα στην κατοχή, 12-14 χρονών που ήμουνα είχα πάρει όλα τα σχολικά βιβλία στη μάντρα και εκεί με το φως του λυχναριού προσπαθούσα να μάθω γράμματα.
Παρακολουθούσα την ανάγνωση της εφημερίδας, βέβαια την έπαιρνα και εγώ και τη διάβαζα και στο δικό μας ντάμι. Εδώ πρέπει να πω ότι, τα αδέλφια Ιγνάτης και Ευριπίδης Μιχαηλάρης διαβάζανε πολύ, η καλύβα τους ήτανε στέκι. Με αυτούς που είχα παρτίδες, οικογενειακές σχέσεις με τον πατέρα μου, ήταν οι Μουστάκηδες (Μιχαηλάρηδες), ήταν ο Ιγνάτης, ήταν ο Ευριπίδης, ο Στρατής και ένας από την Αγία Παρασκευή, ο Γιάννης Κούλικας. Καλό παιδί.
Έτσι σιγά - σιγά άρχισα να καταλαβαίνω και να κάνω τα πρώτα βήματα και μετά ενστικτωδώς και συναισθηματικά με τους καταδιωκόμενους που φιλοξενούσαμε και τους περιθάλπαμε εκεί στα μαντριά και έτσι δέθηκα και περισσότερο.
Ήταν εποχή που στρατολογούσαν τους ΜΑΥδες, με 20 δραχμές μεροκάματο και με ελευθερία να δέρνουνε, να αρπάζουνε και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς και πολλά από αυτά τα παιδιά υπέκυπταν είτε λόγω της φτώχιας, είτε γιατί θέλανε να εκδικηθούν σε προσωπικά ζητήματα πήγαιναν και γίνονταν ΜΑΥδες.
β) Την πρώτη φορά… στο αντάρτικο
Ενώ βγήκα στο βουνό δυο φορές, την πρώτη το Μάρτη του ΄47, δεν βγήκα σαν αντάρτης. Πέρασαν τα τμήματα των ανταρτών από τα μαντριά μας και τα οδήγησα πάνω από το χωριό μας, την Νάπη, στον Κλαπάδο σαν οδηγός.
Εκεί στον Κλαπάδο δεν είχα σκοπό να μείνω σαν αντάρτης, αλλά και ούτε με χρειαζόταν. Ήμουνα πιο χρήσιμος μένοντας στο λημέρι στα μαντριά μας. Αλλά όταν φτάσαμε στον Κλαπάδο μας μπλοκάρουν και τότε έγινε η μάχη του Κλαπάδου. Εκεί πέρα μας είχαν περικυκλώσει όλες οι δυνάμεις που διέθετε τότε η Μυτιλήνη, στρατός, χωροφυλακή και ΜΑΥδες.
Όλοι ήταν οπλισμένοι. Μέχρι που ο διοικητής που δε θυμάμαι συγκεκριμένα ποιος ήταν τότε, έστειλε σήμα στη Μυτιλήνη να στείλουνε σχοινιά να μας δέσουνε. Τόσο σίγουρος ήταν. Το βράδυ στο μεταξύ όταν σκοτείνιασε, σπάσαμε τον κλοιό ή μάλλον μας κάνανε πλάτες οι φαντάροι και φύγαμε. Ήμασταν ένα τμήμα 80 με 90 αντάρτες, φάλαγγα ολάκερη σχεδόν όλοι οι αντάρτες της Μυτιλήνης.
Λοιπόν σπάσαμε τον κλοιό και χωρίς μάχη βγήκαμε από αυτόν, πηγαίνοντας από τα μονοπάτια. Εκεί τα ξέρανε οι Στυψιανοί και απ΄ αυτούς ήταν οι οδηγοί μας. Όπως βαδίζαμε βλέπαμε μπροστά μας πότε αναπτήρα, πότε τσιγάρο που ήταν σημάδια, ότι εδώ είναι ενέδρα και γι΄ αυτό παραμερίστε, και έτσι φυλαγόμαστε. Όταν φτάσαμε σ΄ ένα τρίστρατο, Πέτρα - Στύψη - Μυτιλήνη, εκεί είχανε στήσει ενέδρα οι χωροφύλακες και μας χτυπήσανε. Εγώ ήμουν από τους πρώτους που πέρασα από το τμήμα και ακολούθησε το κυρίως σώμα, αλλά ορισμένα κομμάτια διαλύθηκαν και ξεκόψανε.
Απ΄ αυτούς που ξεκόψανε ήταν, κυρίως, κάτι Καλλονιάτες που ήταν νεοεπιστρατευμένοι και ήταν και άοπλοι βέβαια, οι οποίοι κόπηκαν από το τμήμα και αφού ξεκόπηκαν πήγαν στην περιοχή τους γύρω από την Καλλονή. Αλλά μέχρι να συνδεθούν τους πιάσανε και ήταν μερικοί από τους επτά (7), που περάσανε στρατοδικείο και τους εκτελέσανε μετά το Πάσχα του ΄47. Οι πρώτες εκτελέσεις που κάνανε.
Ξέχασα να πω, στη μάχη του Κλαπάδου είχαμε ένα νεκρό από την Αγιάσο, ενώ αυτοί είχαν πολλούς τραυματίες και σκοτωμένους. Φεύγοντας απ΄ εκεί πέρα περάσαμε τα Μανταμαδιώτικα, πήγαμε στα τσαμλίκια (σ.σ. τσαμλίκ = πεύκο) και εκεί συνήλθαμε σε συνέλευση, όσοι είχαμε μείνει, για να κρίνουμε την κατάσταση.
Απώλειες από διαρροές είχαμε πολλές στο δρόμο, άλλοι χαθήκανε - ξεκοπήκανε, γιατί αυτοί (σ.σ ο στρατός) είχανε επισημάνει το μονοπάτι που ήταν ένα στενάρι που κατεβαίναμε να βγούμε στο τρίστρατο και να περάσουμε απέναντι, στην περιοχή της Στύψης. Το είχανε επισημάνει και είχανε στήσει τα πολυβόλα και βάραγαν εκεί, αλλά επειδή είχε τοίχους η περιοχή, δεν είχαμε θύματα επί τόπου.
Μέχρι τώρα, ταξιδεύαμε, αυτοί από πίσω με τα αποσπάσματα κατά πόδας, με αψιμαχίες κ.λπ. Τελικά περάσαμε απ΄ τα ντάμια τ΄ Αποστόλου Στρατή, στον Άγιο Παντελεήμονα πιο πάνω. Συναντούσαμε πολύ κόσμο, αλλά δεν σταματήσαμε να ζητήσουμε βοήθεια γιατί τα αποσπάσματα μας ακολουθούσαν. Τελικά νύχτωσε, φτάσαμε στο «Καβακλί», μετά στις «Φεράνες» στον Ταύρο από κάτω και περάσαμε στα Αγιασώτικα.
Όταν περάσαμε στα Αγιασώτικα, κάναμε τη συνέλευση, εκεί ήταν ο Πασχαλιάς, ο Αγρίτης, οι καπεταναίοι και λένε αυτή είναι η κατάσταση, δεν μπορούμε σαν ολοκληρωμένο τμήμα να σταθούμε και θα χωριστούμε σε ομάδες. Ένα μέρος θα τραβήξει στο δυτικό τμήμα του νησιού με τον Καρακώστα, τον Μπούρα και τους άλλους και όσοι θέλουνε μπορούν να φύγουνε, να πάνε στις περιοχές τους να κρυφτούνε και όταν αναδιοργανωθούμε τότε το τμήμα πάλι συνδέεται.Εμένα μου λέει ο Πασχαλιάς, θα φύγεις, γιατί εσένα δεν σε ξέρουνε ότι βγήκες αντάρτης. Έτσι νόμιζα και εγώ ότι δεν με ξέρανε, εγώ σαν οδηγός πέρασα, έτσι νόμιζα. Αλλά στο διάστημα, εκεί προς το Σκεπαστό, που καθίσαμε μια μέρα, με είδε ένας Αγιαπαρασκεβιώτης τσοπάνος και το μαρτύρησε εκεί στο χωριό. Λοιπόν δεν σε ξέρουνε, μου λέει ο Πασχαλιάς, πήγαινε στα μαντριά και αν καταλάβεις ότι σε αναζητούν, να φύγεις.
................................................................................
* Ο Δημήτρης Π. Καρατζιτζής είναι εκπαιδευτικός, πρώην Δήμαρχος και νυν Δημοτικός Σύμβουλος Μανταμάδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου