Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΣ: ΘΥΜΗΣΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ (Μέρος Β΄)

Προφορική αφήγηση του Νίκου Μαρμαρινού (Γύφτου)
Του Δημήτρη Π. Καρατζιτζή

(συνέχεια από Α΄ μέρος)
γ) Μια σύντομη επιστροφή στο χωριόΠήγα στα μαντριά και κάθισα 15 μέρες περίπου, κρυφά και από τον πατέρα μου. Μόνο ο αδελφός μου το ήξερε, ένας μπάρμπας μου και ένας από την Αγία Παρασκευή, ο οποίος ήταν φύλακας. Φύλαγε τα βόδια του χωριού που την άνοιξη τα βγάζανε πάνω στο «Μερά». Αυτοί μόνο με ξέρανε. Στο μεταξύ αυτός ο Αγιαπαρασκεβιώτης το είπε στον πατέρα μου, μαθεύτηκε ότι ήμουν με τους αντάρτες, ήρθε ο πατέρας μου εκεί, κάτι υποψιάστηκε, είδε κάτι σημάδια και τελικά φανερώθηκα και μου λέει: «Δεν ξέρουν ότι ήσουν με τους αντάρτες, κατέβα να πλυθείς και να φτιαχτείς».
Ύστερα από μέρες, μια βραδιά, κατέβηκα στο χωριό να μου πλύνει ρούχα η μάνα μου, αλλά ο πατέρας μου είχε συνεννοηθεί με το τμήμα που ήταν μια διμοιρία στο σχολείο. Του είπαν μικρός είναι δεν θα πάθει τίποτα… και το πίστεψε. Όταν κατέβηκα, τώρα τους ειδοποίησε ο πατέρας μου, κάποιος άλλος με είδε, δεν ξέρω. Όταν ήμουν στο σπίτι, και με έβαλε η μάνα μου να τρώγω, ήρθαν οι αγροφύλακες με δυο τρεις φαντάρους, με καλόπιασαν απ΄ δω, απ΄ κει και μου λένε: «Να πάμε μέχρι το σχολείο που σε θέλει να σε ρωτήσει ο λοχαγός;» τους λέω «Πάμε».

Πήγαμε και άρχισε η ανάκριση. Εγώ επέμενα ότι δεν ήμουνα στο αντάρτικο και μέχρι την τελευταία στιγμή επέμεινα. Πέρασα στρατοδικείο και εκεί επέμενα ότι δεν ήμουν αντάρτης, απλώς τους έδειξα τον δρόμο. Αυτά συνέβησαν το ΄47.

Στο μεταξύ τότε που ήμουν υπόδικος στις φυλακές Μυτιλήνης, ήμουν σε ένα θάλαμο που ήταν όλοι από την Αγία Παρασκευή, ΕΛΑΣίτες γνωστοί, φίλοι του πατέρα μου. Μάλιστα είχα και μουστάκι τότε, που μου το ξύρισαν για να πάω στρατοδικείο, θέλανε να μου βάλουν κοντό παντελόνι, ήμουν μικρός τότε.
Στο διάστημα, που ήμουν υπόδικος ήρθε ο πατέρας μου να με δει, με είδε και φεύγοντας για την Αγία Παρασκευή οι αντάρτες μπλοκάρουν στην περιοχή «Μέσα» τα λεωφορεία. Σταματάνε τα λεωφορεία, βρίσκουν τον πατέρα μου, τον βουτά ο
Πασχαλιάς, τον δένει σ΄ ένα πεύκο. «Πρόδωσες τον γιο σου» θα σε κάνω θα σε δείξω, φοβέρες κ.λπ. Πέσανε οι χωριανοί επάνω του να τον παρακαλάνε, βρε τούτο, βρε κείνο, έχει παιδιά, είναι καλός άνθρωπος, άφησέ τον…
Ο Πασχαλιάς μετά μου έλεγε, όταν ξαναβγήκα στο βουνό, ότι το έκανε για να μη έχει συνέπειες, απλώς ήθελε να τον δουν οι άλλοι. Αφού τον είχαν καμιά ώρα δεμένο στο πεύκο, μέχρι να ξεφορτώσουν και να πάρουν τα πράγματα, μετά τον άφησαν.

Στο στρατοδικείο περάσαμε 30 άτομα, οι περισσότεροι ήταν αντάρτες παραδοθέντες, μεταξύ αυτών και ο Όμηρος Σουσαμλής, απ΄ την Αγιάσο, που το «έπαιζε» ποιητής. Εγώ ήμουνα με τον Όμηρο, τελευταίους μας είχαν. Σηκώνεται ο Βασιλικός Επίτροπος μετά τις κατηγορίες και τα σχετικά και λέει ποιοι αποκηρύσσουν τους κομουνιστοσυμμορίτες, το συνηθισμένο τροπάριο που λέγανε τότε, με το πρώτο σηκωθήκανε όλοι. Εγώ με τον Όμηρο καθόμασταν εκεί, και νάχω και ένα μπάρμπα από πίσω να με τσιγκλάει να σηκωθώ και εγώ. Φυσικά δεν σηκώθηκα. Με απαλλάξανε. Όταν πήγαμε μετά στη φυλακή, τους άλλους η ομάδα τους έβαλε σε καραντίνα, εκτός από μένα και τον Όμηρο.

Μετά από λίγες μέρες με αφήσανε, βγήκα στα μαντριά και αμέσως συνδέθηκα μες τα τμήματα γιατί για να περάσουν στα Αγιασώτικα, περνάνε από εκεί για πληροφορίες, για να μάθουν τις δυνάμεις τις αντίπαλες, για ενέδρες και για να τους κατατοπίσω εν πάση περιπτώσει και η δουλειά αυτή συνεχίστηκε, μέχρι τις αρχές Απρίλη 1948 και εγώ μέχρι τότε προσέφερα αυτή τη δουλειά.
Επίσης το ΄48 κατέβηκαν στο χωριό οι αντάρτες. Πριν κατέβουν στο χωριό, για τρόφιμα βέβαια, περάσανε από τα μαντριά, πρέπει να ήταν Φλεβάρης, τους πιάνει ένας χιονιάς, κλείσανε τα πάντα. Εγώ τους έβαλα σε ντάμια και νταμέλια που είχαμε, καμιά 30αριά άτομα ήτανε, για 3 με 4 μέρες για να σπάσει ο καιρός και να λιώσει κάπως το χιόνι.
Το βράδυ που ήταν να κατέβουν στο χωριό, μου λέει ο Πασχαλιάς: «Εσύ θα πας πρώτος στο χωριό και θα κάτσεις μέσα σε ένα καφενείο να σε δούνε και θάρθουμε εμείς».

Μάλιστα, όταν ήρθαν οι αντάρτες, ήμουν σ΄ ένα καφενείο που ήταν όλο δεξιοί και παρακολουθούσα που παίζανε χαρτιά. Μπήκανε μέσα οι αντάρτες και όπως όλοι ήτανε φοβισμένοι, έκανα και εγώ το φοβισμένο. Έρχεται ο Πασχαλιάς και μου λέει: «Ο πατέρας σου σε παρέδωσε, αλλά ήθελες και συ, λοιπόν για να μην έχεις συνέπειες πήγαινε και φέρε ένα ψωμί». Πήγα στο σπίτι, πήρα ένα ψωμί και το πήγα. Αφού μάζεψαν τρόφιμα και τέτοια φύγανε, πριν ξημερώσει. Μαζί με τον αδελφό μου έφυγα και εγώ για το ντάμι. Γιατί μόλις θα ξημέρωνε, θα πλακώνανε τ΄ αποσπάσματα. Είχαμε δύο ντάμια, ένα προς τα «Μέσα» στο «Καβακλί» που ήταν η περιοχή απαγορευμένη και ένα κοντά στο χωριό, στα «Καμίνια», και ήμασταν τότε σ΄ αυτό το ντάμι.

Καμιά φορά ξυπνάω και βλέπω φάλαγγα, καμιά 100αριά άνδρες, και πηγαίνανε στα ζάλα (σ.σ. ίχνη, πατημασιές) των ανταρτών. Εγώ όμως τα είχα πει αυτά τα πράγματα και αν και δεν είχα πείρα, τους είπα: «ότι αύριο πρέπει να φύγετε γιατί είχε λάσπη με τα χιόνια και όταν αύριο βγούνε για επιχειρήσεις, θα δούνε τα ζάλα σας και θάρθουνε κατ΄ ευθείαν σε μας».
Μόλις είδα τα αποσπάσματα ξυπνάω τον αδελφό μου και φύγαμε, είμαστε μακριά σε ένα καλυμμένο μέρος και δεν μας βλέπανε. Ψάξανε τα ντάμια μας, εδώ και εκεί. Φύγανε. Όμως πιο κάτω βρήκαν τα μουλάρια φορτωμένα με ψωμιά, τυριά, τρόφιμα που είχαν πάρει, αλλά αυτοί ακολούθησαν το δρόμο με τις πατημασιές και φτάσανε σ΄ ένα μέρος πάνω από την Πηγή (εκεί σκοτώθηκε ο Παρασκευαΐδης και πληγώθηκε ο
Λιαρούτσος) και εκεί χτυπήθηκαν. Εγώ έμεινα στο ντάμι και μάλιστα με την επιτυχία που είχανε καλμάραν κάπως, αλλά σε λίγο καιρό ξανάρχισαν τις επιχειρήσεις.

Μία ήτανε στις αρχές Απρίλη, βγήκανε πιάσανε τα «Καβακλιά», τις «Κατερίνες», τ΄ Αγιαπαρασκεβιώτικα και χτενίζανε όλη την περιοχή. Ήρθανε και από το δικό μας ντάμι. Από μας ήρθε ο Γιώργος Περγαμηνέλλης, πρώην αντάρτης που τον κάνανε αποσπασματάρχη όταν παραδόθηκε και ήξερε πρόσωπα και πράγματα, τοποθεσίες τα πάντα.
Αποβραδίς είχε περάσει μια ομάδα με το Μήτσο
Στραβουλέλλη από τη Στύψη και πήγαιναν στα «Καβακλιά» για αποστολή. Για τρόφιμα, για σύνδεση, δεν ξέρω.
Επειδή είχανε πολλά πράγματα μαζί τους μου λέει: «Να αφήσουμε μερικά να μην τα κουβαλάμε». Κάτι χιτώνια ήταν, κάτι καραβάνες κ.λπ. Εγώ δεν έδωσα σημασία και είπα: «Αφήστε τα». Πήγανε κάπου δίπλα και τα ψευτοκρύψανε μέσα σε κάτι πέτρες.

Όταν ήρθε ο Περγαμηνέλλης το πρωί για να τους κάνει να ψάξουν, άρχισαν να με χτυπούν και να με ρωτούν ποιοι ήρθαν εδώ πέρα και άρχισαν να ψάχνουν και μέσα σ΄ ένα μέρος που βάζαμε τα κατσίκια τα βρήκανε τα κρυμμένα και άρχισαν να με χτυπάνε πάλι.
Βάλανε τα ντάμια φωτιά, τα κάψανε όλα, εμένα με σπρώχνανε μέσα στο ντάμι που είχανε βάλει φωτιά, κατόρθωσα να βγω, δε θέλανε να με κάψουνε. Εγώ προσπαθούσα να σώσω μια χλαίνη και ένα κιουπινέτς(ι) - (σ.σ. χοντρή κάπα που χρησιμοποιούσαν συνήθως οι τσομπάνηδες).


Με φόρτωσαν τα πράγματα που βρήκανε και βαδίζαμε, και όσα ντάμια βρήκαμε τα βάζανε φωτιά. Τσομπάνηδες δε βρήκανε και έτσι δεν πιάσανε κανέναν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: