|
Η αστική τάξη «θυσίαζε» πόλεις της Μακεδονίας με αντάλλαγμα τη Μικρά Ασία (φωτ.: Ελληνες στρατιώτες στη Σμύρνη το 1919) |
Η πατριδοκαπηλία της αστικής τάξης
Διαχρονικά,
η αστική τάξη ουδέποτε λογάριασε θυσίες για την ισχυροποίηση της
εξουσίας της και του καπιταλισμού συνολικότερα, είτε σε ανθρώπους (ακόμα
και δικούς της), είτε σε εδάφη κ.λπ.
Έτσι, αν σε μια δεδομένη χρονική
συγκυρία οι περιστάσεις απαιτούσαν την αλλαγή συνόρων, άλλοτε με την
προσάρτηση εδαφών και πληθυσμών, άλλοτε με την παράδοσή τους
(«ζυγίζοντας» κάθε φορά τα αντισταθμιστικά οφέλη), η αστική τάξη δεν
είχε ποτέ κανέναν ενδοιασμό να προχωρήσει στη μία ή την άλλη επιλογή. Σε
κάθε περίπτωση, αυτό που προείχε και προέχει - ορθά από την σκοπιά της -
στον πυρήνα των επιλογών της, ήταν και παραμένει το ταξικό της
συμφέρον.
Χαρακτηριστική ως προς αυτό υπήρξε, μεταξύ άλλων, η
πρόθεση της ελληνικής αστικής τάξης, το 1915, να παραδώσει μέρος του
προσφάτως τότε ενσωματωμένου τμήματος της Μακεδονίας, με αντάλλαγμα
μελλοντικά «δικαιώματα» στη νομή της Μικράς Ασίας - κομμάτι των
γενικότερων «ευκαιριών» που «προσέφερε» η νέα πολεμική αναμέτρηση για
την αναδιανομή του κόσμου (βλέπε Α' Παγκόσμιος Πόλεμος).
Αυτή η
σχετικά άγνωστη πτυχή της Ιστορίας είναι εξαιρετικά επίκαιρη και
χρήσιμη, αφού αναδεικνύει με τα έργα και τα λόγια των ίδιων των αστών
την πατριδοκαπηλία τους, που γνωρίζει έξαρση για μια ακόμη φορά στις
μέρες μας. Καταδεικνύει επίσης το πώς διαστρεβλώνεται η Ιστορία, πώς
συσκοτίζονται σημαντικά ιστορικά γεγονότα, προκειμένου να γίνουν πράξη
οι σύγχρονες αστικές επιδιώξεις (με πρωταγωνιστή τον ΣΥΡΙΖΑ) για
αναβάθμιση της θέσης της Ελλάδας (διάβαζε: αναβάθμιση του ελληνικού
καπιταλισμού, στο πλαίσιο των ευρύτερων ευρωατλαντικών σχεδιασμών στην
περιοχή). Ετσι, το 1992, βασικό μέλημα της αστικής τάξης ήταν η «μάχη»
για την ονομασία της ΠΓΔΜ. Σήμερα, κυρίαρχη έχει γίνει η επιλογή της
σύνθετης ονομασίας. Και γύρω από αυτήν διεξάγεται η σύγκρουση
«πατριωτών» και «μειοδοτών».
Όπως και τότε...
Οταν η αστική τάξη «πρόσφερε» ένα τμήμα της Μακεδονίας στη Βουλγαρία...
Τον
Αύγουστο του 1914 ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Επιδιώκοντας την
είσοδο της Ελλάδας, της Σερβίας και της Βουλγαρίας στον πόλεμο με το
μέρος της, η «Αντάντ» (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία κ.ά.) απέδωσε στις
αντίστοιχες κυβερνήσεις διακοίνωση, «συμβουλεύοντάς» τις να διευθετήσουν
ειρηνικά τις μεταξύ τους διαφορές, ενώ ειδικότερα στη Βουλγαρία
υποσχέθηκε εδαφικά ανταλλάγματα επί της Μακεδονίας και Θράκης. Η άρχουσα
τάξη της τελευταίας ωστόσο προσανατολιζόταν προς τις «Κεντρικές
Δυνάμεις» (Γερμανία - Αυστροουγγαρία), τον έτερο ιμπεριαλιστικό
συνασπισμό, ενώ παράλληλα η Σερβία βρισκόταν σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση,
υπό το βάρος της επίθεσης των αυστροουγγρικών δυνάμεων.
Ενόψει της
επικείμενης επίθεσης στα Δαρδανέλια, το ζήτημα της συμμετοχής της
Ελλάδας και της Βουλγαρίας στις πολεμικές επιχειρήσεις τέθηκε ακόμα πιο
επιτακτικά. Έτσι, «οι Σύμμαχοι προσεκάλεσαν ημιεπισήμως την Ελλάδα
όπως τους βοηθήσει εν Δαρδανελλίοις. Αντί της βοηθείας ταύτης τη
προσέφερον το βιλαέτιον της Σμύρνης».1
Ο Δ. Α. Κόκκινος αναφέρει σχετικά στο έργο του «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος»: «Αι
προτάσεις των συμμάχων προς την Ελλάδα ως προς Βουλγαρίαν ήσαν σαφείς.
Θα εντάσσοντο συγχρόνως... παρά τω πλευρώ των συμμάχων και η μεν
Βουλγαρία θα ελάμβανε προσφερόμενα εκ μέρους της Ελλάδος το Σαρισαμπάν (Νέστος),
την Δράμαν και την Καβάλαν, η δε Ελλάς δεκαπλάσιαν έκτασιν εις την
Μικράν Ασίαν, όταν θα εγίνετο εκεί επιτυχής εκστρατεία. Δηλαδή η Ελλάς
θα έδιδε τμήματα της χώρας και θα ελάμβανε ως αντιστάθμισμα εδάφη τα
οποία δεν είχον εις τας χείρας των εκείνοι οι οποίοι τα υπέσχοντο».2 Το δέλεαρ ήταν πολύ ελκυστικό για την ελληνική αστική τάξη ώστε να το αγνοήσει.
Έτσι, σε υπόμνημά του στις 11 Γενάρη 1915, ο Βενιζέλος πρότεινε στον Βασιλιά Κωνσταντίνο «να παραχωρηθή προς τους Βούλγαρους το τμήμα Καβάλας, Δράμας, Σαρισαμπάν», υπό ορισμένες προϋποθέσεις και με τα ανάλογα ανταλλάγματα.3