Τόσο η εγχώρια όσο και η διεθνής καπιταλιστική οικονομία
βρίσκονται, εδώ και μερικούς μήνες, σε κρίση, με τις αναφορές για το
μεγάλο βάθος της να πολλαπλασιάζονται όσο περνάει ο καιρός. Ήδη, το 2ο
τρίμηνο του 2020 (στο οποίο ο τουρισμός έχει σχετικά μικρή συμμετοχή) η
εγχώρια οικονομία καταγράφει μείωση ΑΕΠ που προσεγγίζει το 15% σε ετήσια
βάση.
Στο πλαίσιο αυτό, ξετυλίγεται μια εκτεταμένη επικοινωνιακή
προσπάθεια στην οποία μετέχει ένα ευρύτατο φάσμα που ξεκινά από διάφορα
αστικά επιτελεία αλλά και από τον οπορτουνιστικό χώρο, αντικείμενο της
οποίας είναι μια προσπάθεια εμφάνισης της κρίσης ως κρίσης που οφείλεται
στον κορονοϊό, μιας κρίσης που δήθεν προέρχεται από εξωγενείς προς τον
καπιταλισμό παράγοντες.
Παράλληλα, αξιοποιώντας και αυτήν την
επικοινωνιακή προσπάθεια, τα αστικά επιτελεία προσπαθούν να
χειραγωγήσουν τις λαϊκές μάζες που βιώνουν, για μια ακόμα φορά, μετά από
ελάχιστα χρόνια, τις συνέπειες μιας καπιταλιστικής κρίσης και να τις
στοιχίσουν πίσω από τη σημαία της αναμονής των μέτρων διαχείρισης. Στην
ίδια κατεύθυνση είναι και η προσπάθεια του οπορτουνισμού και της
σοσιαλδημοκρατίας να ρυμουλκήσουν το εργατικό κίνημα σε μια αδιέξοδη
πορεία, που αναλώνεται σε μια δήθεν εναλλακτική κυβερνητική διαχείριση
της κρίσης.
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΚΟΡΟΝΟΪΟΥ
Ο πραγματικός χαρακτήρας της τρέχουσας οικονομικής κρίσης και η απάντηση στο ερώτημα αν πρόκειται για «κορονοκρίση» ή όχι μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητός αν εξετάσει κανείς την πορεία της οικονομίας πριν την εμφάνιση του ιού.
Τα στατιστικά στοιχεία που πλέον είναι διαθέσιμα αποτυπώνουν με γλαφυρό τρόπο πως η εγχώρια καπιταλιστική οικονομία βρισκόταν σε κατάσταση συρρίκνωσης ήδη απ’ τα τέλη του 2019, πολύ πριν την εμφάνιση του κορονοϊού.
Ειδικότερα, το εποχικά και ημερολογιακά διορθωμένο ΑΕΠ1 του 4ου τριμήνου του 2019 μειώθηκε κατά 0,9% σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2019 ενώ το επόμενο τρίμηνο, το 1ο του 2020 μειώθηκε περαιτέρω κατά 0,7% σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2019, με τη συνολική μείωση σε επίπεδο εξαμήνου να κυμαίνεται στο 1,6% του ΑΕΠ, ενώ η οικονομία βρισκόταν, πρακτικά, σε σταστιμότητα ήδη απ’ το 3ο τρίμηνο του 2019 που σημείωσε 0,2% μεταβολή σε σχέση με το 2ο τρίμηνο.
Το συνολικό ΑΕΠ σε επίπεδο έτους σημείωσε αύξηση κατά 1,9% μειωμένο ακόμα και απ’ την ήδη αναθεωρημένη προς τα κάτω εκτίμηση για 2% που είχε γίνει μόλις στα μέσα Νοέμβρη όταν η κυβέρνηση κατέθεσε τον προϋπολογισμό του 2020. Υπενθυμίζουμε πως τον Απρίλη του 2019 υπήρχε εκτίμηση για 2,3% ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ.
Η σχετική αδυναμία αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου φαίνεται πιο έκδηλα αν εξετάσει κανείς τους επίσημους δείκτες βιομηχανικής παραγωγής εκείνης της περιόδου. Το 2019 ως σύνολο έκλεισε με μείωση του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής κατά 0,6% σε σχέση με το 2018 έναντι αύξησης 1,6% το 2018, ενώ ο δείκτης της μεταποίησης σημείωσε για το σύνολο του έτους οριακή αύξηση 1,2% έναντι αύξησης 2,8% το 2018. Μάλιστα η αύξηση συγκαλύπτει α) μεγάλη κλαδική ανισομετρία, αφού ο κλάδος των τροφίμων σημείωσε αύξηση 1,5%, ο δυναμικός κλάδος του φαρμάκου αύξηση 23% ενώ η βιομηχανία μετάλλου σημείωσε συρρίκνωση και ο κλάδος της μεταποίησης που συγκεντρώνει την τελευταία δεκαετία τη μερίδα του λέοντος των τοποθετήσεων κεφαλαίου, ο κλάδος πετρελαίου, σημείωσε συρρίκνωση 8,6% για το σύνολο του έτους και β) μεγάλη «χρονική» ανισομετρία, αφού τα στοιχεία υποδηλώνουν μια σαφέστατη επιδείνωση της βιομηχανικής παραγωγής και της παραγωγής στη μεταποίηση προς το τέλος του έτους (το 2ο εξάμηνο).
Έτσι, τα επίσημα κρατικά στοιχεία αποσαθρώνουν το κυβερνητικό επιχείρημα για «αυξανόμενη δυναμική της εγχώριας οικονομίας» που είχε διατυπωθεί στην εισηγητική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού του 2020.
Τα αναλυτικά στοιχεία διάρθρωσης του ΑΕΠ, που αποτυπώνουν τις επιμέρους συνιστώσες του, υπογραμμίζουν πως η συρρίκνωση του ΑΕΠ αντανακλά κατά κύριο λόγο τη μείωση των εξαγωγών, σε μείωση των επενδύσεων ήδη το 4ο τρίμηνο του 2019 και, απ’ το 2020 σε ελαφριά μείωση και της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών.
Εύκολα γίνεται κατανοητό πως η στασιμότητα στην Ευρωζώνη, η επιβράδυνση του παγκόσμιου ΑΕΠ και η απότομη επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου που χαρακτήρισαν το 2019 πολύ πριν εμφανιστεί στην επικαιρότητα το ζήτημα του κορονοϊού,2 σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των κυβερνητικών και άλλων απολογητών της αστικής πολιτικής, όχι απλά εμφανίστηκαν και στην ελληνική οικονομία, αλλά είχαν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση δυσκολιών στην καπιταλιστική οικονομία ήδη απ’ το 2019.
Σημειώνουμε επίσης πως το 1ο τρίμηνο του 2020 η επίδραση του κορονοϊού στην κοινωνική και οικονομική ζωή ήταν σχετικά περιορισμένη, ειδικά στην Ελλάδα. Η πρώτη ανακοίνωση του ΕΟΔΥ για τον κορονοϊό γίνεται στις 28 Φλεβάρη 2020 και αναφέρεται σε μέτρα προφύλαξης που πρέπει να λαμβάνονται. Ακόμα και σε διεθνές επίπεδο, ο ΟΟΣΑ εκτιμούσε, στις αρχές του Μάρτη του 2020, πως ο κορονοϊός θα είχε μια επίπτωση της τάξης του 0,5% στο διεθνές ΑΕΠ.
Αξίζει να αναφέρουμε πως το ΚΚΕ είχε πολλαπλά προειδοποιήσει για αυτές τις αρνητικές επιπτώσεις της πολιτικής της λεγόμενης εξωστρέφειας. Είχαμε, πολύ έγκαιρα, χαρακτηρίσει υπεραισιόδοξες τις προβλέψεις για ισχυρή ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας το επόμενο μεσοπρόθεσμο διάστημα, οι οποίες συσκότιζαν την αντικειμενική κατάσταση και το δεδομένο της ανάπτυξης αντιθέσεων στον καπιταλισμό διεθνώς, που θα είχαν αντανάκλαση στην εγχώρια οικονομία.3
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ
Όλο το προηγούμενο διάστημα, η διασφάλιση της λεγόμενης εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας προβλήθηκε απ’ τις κυβερνήσεις ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, το ΣΕΒ και την Τράπεζα της Ελλάδος ως ένα σημαντικό επίτευγμα μετά από την κρίση. Η περιβόητη πολιτική της εξωστρέφειας ουσιαστικά προκρίνει την περαιτέρω ενσωμάτωση της εγχώριας οικονομίας με την παγκόσμια καπιταλιστική αγορά και σίγουρα δεν αποτελεί καινούργια στρατηγική, ειδικά αν την εξετάσει κανείς σε επίπεδο αστικής οικονομικής σκέψης.4 Στο παρόν άρθρο δεν επιχειρούμε μια αναλυτική κριτική της συζήτησης, αλλά επικεντρώνουμε στην αστική αναπτυξιακή στρατηγική της τελευταίας δεκαετίας, που έδωσε ιδιαίτερη βάση στην εξωστρέφεια.
Ειδικά μετά την κρίση του 2008 η αστική στρατηγική για την ανάπτυξη προέκρινε με επίταση τους τομείς του –εξωτερικού5– Τουρισμού και των Μεταφορών ως πυλώνες της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι τομείς αυτοί συγκέντρωσαν τη «μερίδα του λέοντος» των επενδύσεων, ενώ μια σειρά κρατικών ρυθμίσεων στόχευε στην ενίσχυση του κεφαλαίου στους κλάδους αυτούς. Το αστικό επιχείρημα είναι πως η χώρα παρουσιάζει «συγκριτικό πλεονέκτημα» στους κλάδους αυτούς.
Η στρατηγική αυτή είχε προσωρινό θετικό αποτέλεσμα για το κεφάλαιο. Με όχημα και τις συνολικότερες διεθνείς εξελίξεις στην περιοχή –που αναγόρευσαν σε απαγορευμένες ζώνες μια σειρά από ανταγωνιστικούς τουριστικούς προορισμούς της ευρύτερης περιοχής– ο τουρισμός στην Ελλάδα είδε μια θεαματική αύξηση την περίοδο μετά την κρίση.
Ο αριθμός των επισκεπτών από την αλλοδαπή σχεδόν διπλασιάστηκε την περίοδο 2010-2020 ενώ ο κλάδος έφτασε να αντιπροσωπεύει άμεσα το 12% του ΑΕΠ, με την έμμεση συμμετοχή του, με βάση διάφορες αστικές εκτιμήσεις, να ξεπερνά το 20% του ΑΕΠ.6 Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως ο κλάδος του τουρισμού έχει μια έντονη συμβολή στη λεγόμενη «μαύρη» οικονομία, δηλαδή στην οικονομία που δεν καταγράφεται επίσημα απ’ το αστικό κράτος και δε φορολογείται,7 όχι μόνο λόγω της οικονομίας της «νύχτας» που τους καλοκαιρινούς μήνες είναι στενά δεμένη με τον τουριστικό κλάδο, αλλά, ίσως ακόμα και κυρίως, με τον ίδιο τον ξενοδοχειακό κλάδο και τις δυνατότητες να μην καταγράφεται ένα μεγάλο τμήμα των πραγματικών εσόδων του εγχώρια, μέσα απ’ τριγωνικές συναλλαγές κάθε είδους με επιχειρήσεις του εξωτερικού.8 Έτσι, η μεγάλη διόγκωση του τουριστικού κλάδου έχει, πιθανά, μεγαλύτερη συμβολή στην πραγματική οικονομική κατάσταση της χώρας απ’ τα επίσημα καταγεγραμμένα στοιχεία. Απ’ την άλλη η ναυτιλία κατέγραφε μια συμβολή στο ΑΕΠ της χώρας της τάξης του 7%, ενώ αν αθροίσουμε και τις υπόλοιπες διεθνείς μεταφορές και τις έμμεσες επιδράσεις τους, η «εξωστρέφεια» συμβάλλει σχεδόν στο 30% του ΑΕΠ της χώρας. Η ταχεία ανάπτυξη αυτών των τομέων είχε θετικό πρόσημο στις όποιες επιδόσεις κατέγραψε η εγχώρια καπιταλιστική οικονομία μετά από την εκδήλωση της κρίσης. Αν μάλιστα συνυπολογιστεί πως το «πλασματικό ΑΕΠ», που αντανακλά την αυτοκατανάλωση ενός τεκμαρτού εισοδήματος λόγω ιδιοκατοίκησης, είναι στην Ελλάδα σχεδόν 70% μεγαλύτερο από το μέσο όρο της ΕΕ (17% του ΑΕΠ έναντι 10% του ΑΕΠ), η συμβολή της «εξωστρέφειας» στην εγχώρια οικονομία είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε πως το αστικό αφήγημα για την αναπτυξιακή δυναμική της εξωστρέφειας, σκόπιμα, συσκοτίζει την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης ως ακρογωνιαίο λίθο για την καπιταλιστική κερδοφορία και την ανάπτυξη. Μάλιστα, ο κλάδος του Τουρισμού αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα γι’ αυτό. Η εκτίναξη των εσόδων και των κερδών των ξενοδόχων και του κεφαλαίου γενικότερα δεν συνοδεύτηκε από ουσιαστική βελτίωση των μισθών και των εργασιακών συνθηκών στον κλάδο, αλλά αντίθετα βασίστηκε πάνω στους «μνημονιακούς» όρους εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης ως απαραίτητους για να διασφαλιστούν η ανταγωνιστικότητα και η κερδοφορία του. Πέραν αυτού, η ανάπτυξη του «εξαγωγικού» τουρισμού έγινε, όπως άλλωστε είχαν προσχεδιάσει τα αστικά επιτελεία, σε βάρος του εγχώριου τουρισμού, με τον πρώτο να αντικαθιστά το δεύτερο. Η ανάπτυξη στον Τουρισμό δεν ήταν για όλους και έδειξε πόσο επισφαλής είναι η μονομέρεια στην καπιταλιστική ανάπτυξη.
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΡΟΝΟΪΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ
Η εμφάνιση της πανδημίας του κορονοϊού και κυρίως των μέτρων διαχείρισής της ήρθε και επέδρασε πολλαπλασιαστικά πάνω στην οικονομική κατάσταση που προαναφέραμε, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα.
Η περιβόητη «αποστασιοποίηση», το κλείσιμο των υπηρεσιών εστίασης και διασκέδασης, η κατάργηση του «εμπορίου φυσικής επαφής» και οι μεταβολές σε μια σειρά από άλλες οικονομικές δραστηριότητες επέδρασαν πάνω σε μια οικονομία που βρισκόταν ήδη σε φάση συστολής στην Ελλάδα και στασιμότητας στον υπόλοιπο πλανήτη, οδηγώντας σε μια διεθνή οικονομική κρίση βαθύτερη απ’ την κρίση του 2008-2009, που σχεδόν συγκρίνεται με τη λεγόμενη «μεγάλη κρίση» του 1929-1932.
Σε πολλές χώρες του κόσμου, η παρέμβαση του αστικού κράτους για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού περιστράφηκε γύρω από μια προσπάθεια περιορισμού της φυσικής επαφής μεταξύ των ανθρώπων, με στόχο την αναχαίτιση της επέκτασης του ιού.
Τα αντι-Covid μέτρα αφορούσαν τον περιορισμό των μετακινήσεων, που εκτεινόταν από διακοπή των αεροπορικών μεταφορών και έφτασε μέχρι και την απαγόρευση κυκλοφορίας, τη διακοπή εκείνων των κοινωνικών συναθροίσεων που κρίθηκαν απ’ το αστικό κράτος ως «μη απαραίτητες», τον περιορισμό ορισμενων οικονομικών δραστηριοτήτων που μέχρι και το 2019 γίνονταν με άμεση, φυσική επαφή και την αντικατάστασή τους με άλλες «ομόλογες» δραστηριότητες που δεν απαιτούν πλέον τη φυσική επαφή.
ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε δύο σημαντικές πλευρές που αφορούν τα μέτρα διαχείρισης του κορονοϊού.9 Η πρώτη αφορά τη συσχέτιση των μέτρων διαχείρισης του κορονοϊού με το λεγόμενο ψηφιακό μετασχηματισμό, και η δεύτερη, η σημαντικότερη, αφορά τον ταξικό χαρακτήρα των μέτρων διαχείρισης σε επίπεδο οικονομίας.
Η σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία (διαδίκτυο, χρήση Η/Υ και «έξυπνων κινητών τηλεφώνων») είναι η αντικειμενική βάση για να υλοποιηθούν τα μέτρα διαχείρισης του κορονοϊού που προκρίθηκαν απ’ τις κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Ειδικότερα, η επέκταση των ψηφιακών επικοινωνιών και του διαδικτύου και η ευρύτατη αποδοχή του επιτρέπουν πλέον μια σειρά από δραστηριότητες να πραγματοποιούνται ηλεκτρονικά. Το ηλεκτρονικό εμπόριο έχει –ακόμα και στη σχετικά τεχνολογικά καθυστερημένη Ελλάδα– σχεδόν τη δυνατότητα αντικατάστασης του εμπορίου με φυσική επαφή, ενώ υπάρχουν τεχνολογικές λύσεις που επιτρέπουν μια σειρά από δραστηριότητες, όπως μέρος της εκπαίδευσης, οι δραστηριότητες που αφορούν την κρατική διοίκηση κ.ά. να πραγματοποιούνται ηλεκτρονικά, αν και σε περιπτώσεις, όπως στην εκπαίδευση, με αναπροσανατολισμό του στόχου και ποιοτική υποβάθμιση του περιεχομένου.
Θα ήταν πρακτικά αδύνατο να υλοποιηθούν τα μέτρα για την αντιμετώπιση του κορονοϊού αν δεν υπήρχε ολόκληρο το ψηφιακό σύστημα, σε επίπεδο τεχνολογιών, υποδομών αλλά και νοοτροπίας, που την τελευαία εικοσαετία, στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία, κυριαρχεί ως το «νέο» και το «καινούργιο» που χαράσσει δρόμο για το μέλλον.
Μάλιστα, σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα που παρουσιάζουν μια σχετική τεχνολογική υστέρηση, ο κορονοϊός αξιοποιήθηκε ως ευκαιρία για να προωθηθούν τεχνολογικές λύσεις που θα χρειάζονταν αρκετά περισσότερο καιρό για να εφαρμοστούν.
Οι εκτιμήσεις για «άλμα 10 ετών» στο ηλεκτρονικό εμπόριο φαντάζουν ίσως υπερβολικές, όμως κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει πως, καθότι «ανάγκα και οι θεοί πείθονται», ο περιορισμός των μετακινήσεων οδήγησε μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού στο να εξοικοιωθεί με το ηλεκτρονικό εμπόριο με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα σε σχέση με «φυσιολογικές» συνθήκες. Θυμίζουμε πως μόλις μερικά χρόνια πριν, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, με την πολιτική σύνδεσης της πιστωτικής κάρτας με την εφορία αλλά και με τα capital control, πρακτικά «επέβαλαν» στον ελληνικό πληθυσμού, που είχε μεγάλη αντίσταση και επεδίωκε τη χρήση μετρητών, τη χρήση πιστωτικής κάρτας.
Η εν λόγω μεταβολή δεν είναι μονο ελληνικό φαινόμενο. Σε ολόκληρο τον κόσμο τα μέτρα για τον κορονοϊό εχουν ως αποτέλεσμα μια «ψηφιακή στροφή» που αφορά ολοένα και περισσότερες δραστηριότητες. Άλλωστε, με αυτόν τον τρόπο μπορεί να κατανοήσει κανείς τον Κ. Μητσοτάκη που στη συζήτηση στη Βουλή για τον κορονοϊό δήλωνε ευθαρσώς: «Η χώρα βγαίνει από την πανδημία με νέα όπλα, τα οποία σφυρηλατήθηκαν στον τροχό της. Στη διάρκειά της οι ανάγκες της στιγμής υπηρέτησαν, υπηρετούν ταυτόχρονα και τις αναγκαιότητες του μέλλοντος. Και έτσι μια κρίση που αφορούσε πρωτίστως την Υγεία μετατράπηκε σε επιταχυντή μεταρρυθμίσεων στο σύνολο του κράτους. Η νέα ψηφιακή Δημόσια Διοίκηση, η ανασυγκρότηση του ΕΣΥ, η νέα δομή της Πολιτικής Προστασίας, μπορεί να ήταν ανέκαθεν κυβερνητικές επιλογές. Η τηλεργασία, η ηλεκτρονική εκπαίδευση, η σύμπραξη Πολιτείας και ιδιωτών σε κοινωνικούς στόχους, μπορεί να αποτελούσαν όλα αυτά προγραμματικές μας δεσμεύσεις. Όμως η μάχη κατά του κορονοϊού τις κατέστησε επείγουσες δράσεις. Διαμόρφωσαν ένα θετικό κεκτημένο για το σήμερα, αλλά και ένα κεφάλαιο προόδου για το αύριο.»10
Τελικά μεγάλο κομμάτι των μέτρων διαχείρισης του κορονοϊού συνίσταται σε μια «αντικατάσταση» της ανθρώπινης φυσικής επαφής με τηλε-επαφή, είτε πρόκειται για εργασία και μετατροπή της σε τηλε-εργασία, είτε για εμπόριο και μετατροπή του σε ηλεκτρονικό τηλεμπόριο, είτε για κοινωνικές επαφές και μετατροπή τους σε επαφές μέσα από τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κατά κάποιο τρόπο, τα μέτρα διαχείρισης του κορονοϊού επιτάχυναν, ίσως δραστικά, μια πορεία που πλευρές της κοινωνικής αλληλεπίδρασης των ανθρώπων τις μεταβάλλει ποιοτικά αντικαθιστώντας την άμεση φυσική επαφή με μια ψηφιακή αλληλεπίδραση μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών. Η ψηφιακή τεχνολογία διαμεσολαβεί σε ολοένα και περισσότερες ανθρώπινες επαφές.
Η πλευρά αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία αν θέλει κανείς να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο τα μέτρα διαχείρισης επιδρούν στην οικονομική ζωή, τον αντιφατικό τρόπο με τον οποίο αλλάζουν ορισμένες δραστηριότητες, τα διαφορετικά συμφέροντα γύρω απ’ τα μέτρα αυτά, τους κλάδους που πλήττονται και τους κλάδους που ευνοούνται απ’ τις εξελίξεις αυτές. Αυτή η πλευρά μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση και του εξής γεγονότος: Οι μετοχές των 4 μονοπωλικακών ομίλων της «διαδικτυακής εποχής» (Apple, Microsoft, Google, Amazon) αυξήθηκαν κατά 50-80% το 5μηνο από τις 20 Μάρτη μέχρι τις 20 Αυγούστου, την περίοδο δηλαδή των μέτρων πανδημίας.
Η δεύτερη πλευρά αφορά τον ταξικό χαρακτήρα των ίδιων των μέτρων διαχείρισης του κορονοϊού.
Χωρίς αμφιβολία, η αναχαίτιση της ανάπτυξης μιας επιδημίας τέτοιου τύπου επιβάλλει μέτρα περιορισμού των επαφών μεταξύ των ανθρώπων, καθώς η επιδημία μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο και έτσι, περιορίζοντας τον αριθμό των επαφών και «δυσκολεύοντας» τη μετάδοση του ιού, ο ρυθμός με τον οποίο μεταδίδεται ο ιός μέσα στον πληθυσμό μειώνεται. Η επιδημία αναχαιτίζεται. Η παραπάνω διαπίστωση είναι ένας γενικός επιστημονικός κανόνας, που δύσκολα μπορεί να τον αμφισβητήσει κάποιος.
Ωστόσο, ο εν λόγω επιστημονικός κανόνας που υπογραμμίζει την ανάγκη περιορισμού των επαφών μέσα στον πληθυσμό δεν καθορίζει μονοσήμαντα ποιες απ’ το σύνολο των επαφών θα περιοριστούν.
Θυμίζουμε πως η κρατικά επιβεβλημένη καραντίνα έκανε λόγο για «αποφυγή των άσκοπων μετακινήσεων» και πως παράλληλα βασικός λόγος μόνιμης «σκοπούμενης» μετακίνησης, μετακίνησης δηλαδή που επιτρέπεται, ήταν η μετάβαση στο χώρο εργασίας.
Ουσιαστικά, απ’ τις «8 ώρες ανάπαυση, 8 ώρες δουλειά κι 8 ώρες για ό,τι θέλει ο καθένας» τα μέτρα προστασίας του κορονοϊού που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο αφορούσαν κυρίως και σε πολλές περιπτώσεις αποκλειστικά το 8ωρο που η εργατική τάξη κατέκτησε για τον εαυτό της. Οι μετακινήσεις από και προς την εργασία, και οι επαφές μέσα στους χώρους δουλειάς έμειναν στο απυρόβλητο, εκτός απ’ τις περιπτώσεις που η εφαρμογή της τηλεργασίας κρίθηκε απ’ το κεφάλαιο ως περισσότερο συμφέρουσα. Πρόσφατη έρευνα11 στις ΗΠΑ σημείωνε άλλωστε πως η τηλεργασία οδήγησε σε αύξηση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου κατά 48 λεπτά. Ακόμα και στοιχειώδη μέτρα προστασίας των εργαζόμενων σε μεγάλους εργασιακούς χώρους δεν υλοποιήθηκαν όταν υπήρχε απειλή στην κερδοφορία του κεφαλαίου. Ουσιαστικά, το κριτήριο με το οποίο το κράτος του κεφαλαίου αποφασίζει για το ποιες επαφές θα περιοριστούν και ποιες όχι είναι βαθύτατα ταξικό.
Θα μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογήσει πως η εργασία είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί η ίδια η κοινωνική αναπαραγωγή, και πως, υπ’ αυτό το πρίσμα, περιορίστηκαν οι επαφές που θα μπορούσαν να περιοριστούν. Ωστόσο η οπτική αυτή είναι βαθιά λαθεμένη. Είναι βαθιά λαθεμένη γιατί η εργασία και η κοινωνική παραγωγή στον καπιταλισμό κυριαρχείται απ’ το κεφάλαιο και έχει ως στόχο το κέρδος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, στην περίοδο της καραντίνας, δεν πάρθηκαν ούτε καν μέτρα προστασίας και αραίωσης στους χώρους εργασίας. Αυτός ο σκοπός της παραγωγής καθόρισε και την επιλογή των οικονομικών δραστηριοτήτων που έπρεπε να περιοριστούν, και όχι κάποιοι αντικειμενικοί περιορισμοί των παραγωγικών δυνάμεων και των αναγκών της κοινωνίας. Αντίθετα με τις επιλογές που έγιναν, μια ολόκληρη σειρά από οικονομικές δραστηριότητες12 θα μπορούσαν να διακοπούν χωρίς να θιγεί στο ελάχιστο η δυνατότητα της κοινωνικής παραγωγής να καλύπτει τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες της κοινωνίας. Η επιλογή του ποιες δραστηριότητες θα θυσιαστούν στο βωμό της αναγκαίας αναχαίτισης της επιδημίας του κορονοϊού δεν προέκυψε ως άμεση, αντικειμενική συνέπεια της ανάγκης περιορισμού του κορονοϊού αλλά ήταν αποτέλεσμα της καπιταλιστικής σχέσης που κυριαρχεί και καθορίζει την κοινωνική παραγωγή και της ανάγκης των μονοπωλίων να διασφαλίσουν την κερδοφορία τους.
Άλλωστε, η πλευρά αυτή φάνηκε ξεκάθαρα το καλοκαίρι με τις κυβερνητικές παλινωδίες που περιστράφηκαν γύρω απ’ τον τουρισμό. Η κυβέρνηση, υπηρετώντας την κερδοφορία του μεγάλου τουριστικού και εφοπλιστικού κεφαλαίου, ανερυθρίαστα αναίρεσε τα μέτρα περιορισμού αγνοώντας τις υγειονομικές επιπτώσεις, σε απόλυτη αντίθεση με τις δικές της τοποθετήσεις μερικές βδομάδες νωρίτερα.
Το αστικό κράτος περιόρισε με δρακόντειο τρόπο πολλές απ’ τις δραστηριόοτητες που δεν είχαν οικονομικό αποτέλεσμα για το μεγάλο κεφάλαιο και βρήκε ευκαιρία μάλιστα να αποπειραθεί να περιορίσει ακόμα και την πολιτική δράση, και θα το είχε καταφέρει αν δεν έβρισκε απέναντί του την άτεγκτη στάση του ΚΚΕ.
Φυσικά τα μέτρα περιορισμού χτύπησαν και το κεφάλαιο. Ωστόσο, όχι κάθε μερίδα του κεφαλαίου και τελικά όχι κάθε «μέγεθός» του εξίσου. Ο δραστικός περιορισμός του επισιτισμού και της βιομηχανίας διασκέδασης τους τελευταίους 6 μήνες αποτελεί μεγάλο πλήγμα για δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, κατά βάση όμως για μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Σε τελευταία ανάλυση, η διαδικασία αυτή επιταχύνει, με δραστικό τρόπο, την διαδικασία συκγέντρωσης και συγκεντρωποίησης του κεφαλαίου στον κλάδο και διακλαδικά. Αντίστοιχα, το εμπόριο δε σταμάτησε κατά την περίοδο της καραντίνας, αλλά ξετυλίχτηκε μια διαδικασία αντικατάστασης με ηλεκτρονικό εμπόριο, διαδικασία που ευνοεί πολλαπλά τις μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου και τα εμπορικά τμήματα παραγωγικών κολοσσών.
ΒΑΘΕΜΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ο κορονοϊός και τα κυρίως μέτρα «αναχαίτισής» του επέδρασαν καταλυτικά στην οικονομική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο στα τέλη του 2019 και στις αρχές του 2020 και είχαν ως αποτέλεσμα να επιταχύνουν την εκδήλωση μιας βαθύτατης και σχετικά συγχρονισμένης καπιταλιστικής κρίσης πρακτικά σε ολόκληρο τον κόσμο.
Σε διεθνές επίπεδο, οι προβλέψεις του ΔΝΤ κάνουν λόγο για μια υποχώρηση της παγκόσμιας οικονομίας κατά σχεδόν 5% μέσα σε μια χρονιά, ενώ οι προβλέψεις για την Ευρωζώνη μιλούν για συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 8,7% το 2020 και για ανάκαμψη 6,1% το 2021, τοποθετώντας τη συνολική επίδραση για τη διετία 2020-2021 στο -2,5%, περίπου 5% κάτω απ’ το υπολογιζόμενο επίπεδο αν δεν είχε εκδηλωθεί η κρίση.
Οι αρχικές προβλέψεις πως η επίδραση του κορονοϊού θα ήταν τύπου «V» στη διεθνή οικονομία, δηλαδή πως μια απότομη βύθιση της οικονομίας τα δύο πρώτα τρίμηνα θα αντισταθμιζόταν από μια εξίσου μεγάλη –αν όχι μεγαλύτερη– ανάκαμψη το δεύτερο εξάμηνο του έτους, διαψεύστηκαν. Τόσο οι προβλέψεις για το βάθος και την έκταση της κρίσης όσο και η μη επιβεβαίωση του μοντέλου ανάκαμψης τύπου «V» είναι στοιχεία που φωτίζουν ότι δεν πρόκειται για κρίση που οφείλεται στον κορονοϊό.
Σε ολόκληρο τον κόσμο η κρίση έχει πολύ μεγαλύτερο βάθος απ’ αυτήν που θα προέκυπτε λόγω μιας περικοπής των δραστηριοτήτων εστίασης και αναψυχής για δύο μήνες. Ο ΟΟΣΑ εκτιμούσε πως η επίπτωση της κρίσης στη παγκόσμια οικονομία θα ήταν περίπου 1,5% του ΑΕΠ, περίπου 5 φορές μικρότερη απ’ την υπολογιζόμενη επίπτωση του 8%. Παράλληλα, το πολύ μεγάλο βάθος της κρίσης και σε χώρες που δεν επέβαλαν μέτρα αυστηρής διαχείρισης της πανδημίας, όπως η Σουηδία και η Ιαπωνία, αποδεικνύει τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της.
Πρόκειται για μια κρίση που ελώχευε στη διεθνή οικονομία όλο το προηγούμενο διάστημα, μια κρίση που περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να εκδηλωθεί. Το σύνολο των στοιχείων, η στασιμότητα στη διεθνή οικονομία, το πολύ υψηλό χρέος, η τάση μείωσης του ποσοστού κέρδους, τα αρνητικά επιτόκια, η κόπωση των επεκτατικών μέτρων κ.ά. μαρτυρούν πως το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου διεθνώς οξύνθηκε και πως ο κορονοϊός δεν ήταν κάτι άλλο παρά ένας παράγοντας που επιτάχυνε την έλευση μιας διεθνούς κρίσης και δεν αποτελεί την αιτία της. Η επίδραση του κορονοϊού στην ελληνική καπιταλιστική οικονομία είναι αντίστοιχη, δεδομένου ότι τη μακρόχρονη οικονομική κρίση ακολούθησε μια πολύ ασταθής και αναιμική ανάκαμψη. Οι δυσκολίες αναπαραγωγής ήδη απ’ το δεύτερο εξάμηνο του 2019 αποτυπώνουν το πρόβλημα.
Στην εγχώρια οικονομία, η απότομη διακοπή της λειτουργίας του σχεδόν 1/3 της οικονομίας (επισιτισμός, τουρισμός και μεγάλο τμήμα του εμπορίου) επιδείνωσε τη δυσκολία διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Παράλληλα, καθώς η εγχώρια οικονομία είναι, όπως αναφέραμε παραπάνω, ειδικά την τελευταία περίοδο προσανατολισμένη σε μια «εξωστρεφή ανάπτυξη», ο δραστικός περιορισμός της τουριστικής κίνησης είχε νέα δραστική αρνητική επίπτωση στην αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου, ενώ η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε σημαντικά σε μια σειρά από κλάδους. Θυμίζουμε πως η τουριστική κίνηση κατακρημνίστηκε, με τις τελευταίες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για συρρίκνωση που υπερβαίνει το 90%.
Οι συνολικές επιπτώσεις στο ΑΕΠ της χώρας δεν έχουν ακόμα υπολογιστεί. Μπορούμε βάσιμα να εκτιμήσουμε πως οι κυβερνητικές εκτιμήσεις για ύφεση της τάξης του 8% και της ΤτΕ για ύφεση της τάξης του 5% το 2020 υποβαθμίζουν το πρόβλημα. Η Κομισιόν κάνει λόγο για κρίση της τάξης του 9% το 2020 και ανάπτυξη 6% το 2021, αν και ορισμένες άλλες εκτιμήσεις (π.χ. Unicredit) κάνουν λόγο για κρίση της τάξης του 16% το 2020. Οι εν λόγω εκτιμήσεις έχουν ήδη συμπεριλάβει τα οικονομικά μέτρα που θα λάβει η ελληνική κυβέρνηση για το 2020. Το ενδεχόμενο μιας κρίσης αρκετά πάνω απ’ το 10% είναι μάλλον δεδομένο, ενώ την ίδια στιγμή οι επιπτώσεις στην περικοπή της «άτυπης» οικονομίας θα είναι δραματικές. Τα επίσημα στοιχεία κάνουν λόγο για μια συρρίκνωση του ΑΕΠ που φτάνει το 15% σε ετήσια βάση (2ο τρίμηνο 2019 - 2ο τρίμηνο 2020), ενώ η ραγδαία υποχώρηση του τουρισμού το 3ο τρίμηνο του έτους και τα πιθανά νέα περιοριστικά μέτρα τους επόμενους μήνες ζωγραφίζουν μια αρνητική εικόνα για την πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να εμφανίσει κυβερνητική διαχείριση της κρίσης ως περισσότερο πετυχημένη απ’ την αντίστοιχη άλλων κρατών-μελών της ΕΕ, στη βάση των καλύτερων επιδόσεων της εγχώριας οικονομίας –ή πιο σωστά της μικρότερης αναλογικά συρρίκνωσης του ΑΕΠ σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη– προκαλούν γέλιο. Οι κυβερνητικές αιτιάσεις αφενός συγκαλύπτουν το σημείο αφετηρίας της εγχώριας οικονομίας μετά από την προηγούμενη κρίση, που βρέθηκε στο μείον 25% του ΑΕΠ σε σχέση με τα επίπεδα που είχε το 2008. Συγκαλύπτουν δηλαδή πως η κρίση του 2008-2015 έπληξε πολύ βαθύτερα την εγχώρια οικονομία σε σχέση με τις οικονομίες των άλλων κρατών-μελών της ΕΕ. Οι αιτιάσεις αυτές συγκαλύπτουν επίσης πως τα μέχρι τώρα στοιχεία δεν περιλαμβάνουν το κρίσιμο 3ο τρίμηνο του 2020, το κατεξοχήν δηλαδή τρίμηνο του τουρισμού, που αποτελεί «ατμομηχανή» της εγχώριας καπιταλιστικής οικονομίας, και αναμένεται να καταγράψει μεγάλη πτώση σε σχέση με το 2019. Έτσι, ο χαρακτηρισμός της κρίσης στην Ελλάδα ως «λιγότερο οξυμένης» είναι τουλάχιστον πρόωρος και μάλλον εκ του πονηρού.
Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της νέας κρίσης είναι επίσης δραστικές. Η ραγδαία υποχώρηση των εσόδων αλλά και οι δαπάνες στις οποίες έχει προχωρήσει το κράτος οδηγούν σε μεγάλη υποχώρηση των μεγεθών του προϋπολογισμού.
Το κρατικό χρέος έχει αυξηθεί κατά 7 δισ. ευρώ και έχει ήδη υπερβεί το 200% του ΑΕΠ με βάση τα στοιχεία του ΔΝΤ ενώ η πορεία του το επόμενο διάστημα αναμένεται να επιδεινωθεί. Αντίστοιχη πορεία εμφανίζει το κρατικό χρέος και σε άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, κυρίως στην γειτονική Ιταλία που εμφανίζεται ως ο νέος, αλλά πολύ μεγαλύτερος, ασθενής της ΕΕ. Ήδη η συζήτηση για τη δημοσιονομική «αντοχή» των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου έχει ξεκινήσει, με τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, προς το παρόν, να τοποθετούνται θετικά.
Η μεγάλη απόκλιση απ’ τους δημοσιονομικούς στόχους κυριολεκτικά χτυπάει καμπανάκι, όχι φυσικά γιατί το εργατικό λαϊκό κίνημα έχει οποιονδήποτε λόγο να επιθυμεί τη δημοσιονομική σταθερότητα του αστικού κράτους. Άλλωστε η απόκλιση φανερώνει αφενός το μέγεθος της κρίσης και τον επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα της ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, και άρα αποδεικνύει την αναγκαιότητα αποτίναξης αυτού του σάπιου συστήματος. Η απόκλιση όμως θα πρέπει να καλυφτεί. Και αυτό μεταφράζεται σε νέα σκληρά δημοσιονομικά μέτρα που θα κληθούν να πληρώσουν τα εργατικά λαϊκά στρώματα το επόμενο διάστημα.
Οι επιπτώσεις της κρίσης έχουν γίνει φανερές ήδη απ’ το Μάη και όσο προχωράμε προς το τέλος της τουριστικής περιόδου γίνονται ολοένα και πιο φανερές.
Το τρίμηνο Μάρτη-Μάη περίπου 550 χιλιάδες εποχικοί εργαζόμενοι δεν προσλήφθηκαν, ενώ πολύ μεγάλος αριθμός τους δε θα προσληφθεί καθόλου μέσα στο 2020. Επιπλέον, έγιναν δεκάδες χιλιάδες απολύσεις την περίοδο μετά τον κορονοϊό. Οι καταγεγραμμένοι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 110 χιλιάδες τον Ιούλη του 2020, ενώ οι προβλέψεις κάνουν λόγο για ανεργία που θα υπερβεί το 20%. Οι οργανώσεις των ΕΒΕ κάνουν λόγο για 100.000 κλειστές επιχειρήσεις μέσα στο 2020.
Η ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Η κυβέρνηση έχει ήδη, ξεκινώντας απ’ το Μάρτη, ανακοινώσει μια σειρά πακέτα οικονομικών «μέτρων» που διατείνεται ότι στοχεύουν στη στήριξη των λαϊκών στρωμάτων. Παράλληλα, σε μεσοπρόθεσμη βάση, η κυβέρνηση προετοιμάζει ένα μεγάλο «πακέτο» χρηματοδότησης της οικονομίας με κονδύλια της ΕΕ, υποστηρίζοντας πως ο συνδυασμός της βραχυπρόθεσμης στήριξης και των μεσοπρόθεσμων επενδυτικών μέτρων συνιστά μια πολιτική ολοκληρωμένης αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης.
ΤΑ ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΑ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
Η πραγματικότητα είναι φυσικά τελείως αντίθετη απ’ την κυβερνητική προπαγάνδα, που εμφάνιζε τα μέτρα ως ανακούφιση των εργαζόμενων. Τα κυβερνητικά μέτρα συνιστούν άμεση στήριξη του κεφαλαίου για να ανταπεξέλθει στη νέα κρίση, ενώ τα μέτρα «στήριξης του εισοδήματος των εργαζόμενων» αποτελούν στην πραγματικότητα υλοποίηση πολιτικής φθηνότερης εργατικής δύναμης ως απαραίτητης προυπόθεσης για την ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Παράλληλα, τα κυβερνητικά μέτρα εντάσσονται στο γενικότερο αστικό σχεδιασμό για την ανάπτυξη που περιλαμβάνει στήριξη νέων τομέων της οικονομίας –π.χ. ψηφιακό κράτος– αλλά και ανασχεδιασμό υφιστάμενων ώστε να διασφαλίσουν την κερδοφορία του κεφαλαίου το επόμενο διάστημα – π.χ. τα οικονομικά αλλά και άλλα κυβερνητικά μέτρα έχουν και χαρακτήρα σταδιακής μεταστροφής του τουριστικού κλάδου σε τουρισμό πολυτελείας και τουρισμό για μεγαλύτερες ηλικίες (silver economy), που θα αποτελούν όλο και περισσότερο μέρος του.
Πρέπει να σημειώσουμε το δημαγωγικό χαρακτήρα των κυβερνητικών εξαγγελιών και γενικότερα των αστικών αναλύσεων όταν αναφέρονται στο ύψος των «μέτρων» αλλά και στον ίδιο τους το χαρακτήρα. Η κυβέρνηση συμψηφίζει μέτρα που απευθύνονται σε εργαζόμενους και μέτρα που απευθύνονται σε επιχειρήσεις, μέτρα που αφορούν «παροχή ρευστότητας» με μέτρα που συνιστούν επιδοτήσεις, αλλοιώνει τους πραγματικούς αποδέκτες των «πακέτων» κ.ά., συμψηφίζει τα έκτακτα μέτρα με την υλοποίηση δικαστικών αποφάσεων που αναφέρονται στο παρελθόν (π.χ. αναδρομικά συνταξιούχων) ή ακόμα εμφανίζει πολλαπλασιαστές της αρεσκείας της.13
Έτσι, οι αναφορές για «μέτρα» 17,5 δισ., που βρίσκονται και στο αναθεωρημένο πρόγραμμα σταθερότητας που κατέθεσε η κυβέρνηση στην Κομισιόν τον Απρίλη του 2020, συμψηφίζουν διάφορα ποσά ώστε να εμφανιστεί ένα μεγάλο πακέτο τόνωσης της οικονομίας και να μπορούν διάφορα μαθηματικά μοντέλα της οικονομίας να προβλέπουν μείωση του ΑΕΠ, που στη χειρότερη περίπτωση να περιορίζεται στο 8%, όπως μέχρι σήμερα επισήμως προβλέπει το ελληνικό κράτος.
Μια προσεκτική εξέταση της υπέρβασης των κρατικών δαπανών14 αποδεικνύει τόσο το ύψος των μέχρι σήμερα δαπανών όσο και τους πραγματικούς αποδέκτες των μέχρι σήμερα κυβερνητικών μέτρων στήριξης. Η «αποζημίωση ειδικού σκοπού» για τους αυτοαπασχολούμενους ανέρχεται σε 1,1 δισ. ευρώ, λιγότερο από το 25% της υπέρβασης, ενώ η ποικιλότροπη στήριξη των επιχειρήσεων (επιστρεπτέα προκαταβολή 865 εκ. ευρώ και δαπάνες μέσω ΠΔΕ προς επιχειρήσεις 2,2 δισ. ευρώ) ανέρχονται σε περίπου 3 δισ. ευρώ, που κατευθύνθηκαν προς τις επιχειρήσεις και συνιστούν σχεδόν το 70% των μέχρι σήμερα έκτακτων δαπανών, όπως καταγράφονται στον προϋπολογισμό.
Η «μερίδα του λέοντος» των ενισχύσεων αφορά ενισχύσεις προς τις επιχειρήσεις που δόθηκαν με διάφορους τρόπους. Οι περιβόητες «αποζημιώσεις ειδικού σκοπού», που εμφανίστηκαν ως ενίσχυση των εργαζόμενων, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων με το κράτος ν’ αναλαμβάνει μεγάλο κομμάτι της μισθολογικής δαπάνης κατά την περίοδο περιορισμού ή τη διακοπή της λειτουργίας τους λόγω της κατάστασης με τον κορονοϊό. Ουσιαστικά, μια επιχείρηση που έβλεπε πως δε θα είχε κερδοφορία την περίοδο αυτή, μπορούσε να επιλέξει να διακόψει τη λειτουργία της και το κράτος αναλάμβανε ένα κομμάτι της μισθοδοσίας της επιχείρησης, μέχρι αυτή να επιλέξει την επαναλειτουργία της. Παράλληλα, το εφάπαξ ποσό των 800 ευρώ επιδότησης για τους αυτοαπασχολούμενους, που για τους αυτοαπασχολούμενους επιστήμονες ήταν –μετά από τη γενική κατακραυγή που ανάγκασε την κυβέρνηση να εγκαταλείψει το σχέδιο να επιδοτήσει τα διάφορα επιμορφωτικά κέντρα με το περιβόητο σύστημα τηλεκατάρτισης, το οποίο ανάγκαζε επιστήμονες σε μια ψευδεπίγραφη τηλεκατάρτιση, όπως αποδείχτηκε γλαφυρά με τα διάφορα «διαμάντια»– μόλις 600 ευρώ, δεν αρκεί ούτε στοιχειωδώς για να καλυφθούν οι μεγάλες ανάγκες των αυτοαπασχολούμενων, που είδαν δραστική μείωση του εισοδήματός τους.
Τους μήνες που μεσολάβησαν ανακοινώθηκαν και άλλες «άμεσες» κρατικές παρεμβάσεις. Αξιοσημείωτη είναι η κυβερνητική παρέμβαση για τα στεγαστικά δάνεια. Η κυβέρνηση προχώρησε σε ένα αρκετά «γαλαντόμικο» πακέτο χρηματοδότησης των δόσεων των στεγαστικών δανείων, που έφτανε μέχρι και χρηματοδότηση του 80% για το 2020. Στόχος του πακέτου, ωστόσο, δεν είναι τόσο η ελάφρυνση των δανειοληπτών όσο η προστασία της ρευστότητας και κυρίως της τυπικής φερεγγυότητας των τραπεζών μπροστά στην επερχόμενη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Αυτό αποκαλύπτεται απ’ το γεγονός πως η κυβέρνηση δεν προχώρησε ούτε καν σε κάποια μέτρα ελάφρυνσης υπερχρεωμένων δανειοληπτών –κόκκινων δανείων– ενώ και τα μέτρα για τα εξυπηρετούμενα δάνεια περιορίζονται στη στήριξή τους για το 2020, χωρίς να γίνεται κανενός είδους περικοπή στον υπέρογκο –ειδικά με σημερινές συνθήκες– δανεισμό. Στόχος της κυβέρνησης είναι να προστατέψει τις τράπεζες από νέα κόκκινα δάνεια, που αντικειμενικά θα γεννηθούν στις πρωτόγνωρες συνθήκες βαθιάς και απότομης κρίσης και επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων, που, όπως είπαμε παραπάνω, θα συμπεριλάβει και τους εργαζόμενους που σχετίζονται –άμεσα ή έμμεσα– με τον τουρισμό, οι οποίοι ήταν σχετικά θωρακισμένοι απ’ την προηγούμενη κρίση. Μια νέα γενιά κόκκινων δανείων θα είχε διπλά αρνητικό αποτέλεσμα για τις τράπεζες, όχι μόνο γιατί μπορεί να επιβάρυνε τους ισολογισμούς τους αλλά, κυρίως, γιατί ενδέχεται να άνοιγε ζήτημα φερεγγυότητας του χαρτοφυλακίου τους και άρα δυσκολία τους να συμμετέχουν στα διάφορα προγράμματα χρηματοδότησης της ΕΕ και της ΕΚΤ.
ΤΟ ΠΑΚΕΤΟ ΜΕΤΡΩΝ ΤΗΣ ΔΕΘ
Στα μέσα του Σεπτέμβρη, η κυβέρνηση προχώρησε, στην ανακοίνωση ενός νέου πακέτου μέτρων «αντιμετώπισης των συνεπειών της κρίσης», αξιοποιώντας και το σύνθημα «δίνουμε αυτοπεποίθηση στην Ελλάδα». Προσπάθησε να εμφανίσει πως πρόκειται για «ζυγισμένα» μέτρα που απευθύνονται σε «όλες τις παραγωγικές τάξεις» και πως πρόκειται για μέτρα που στηρίζουν τόσο τους εργαζόμενους όσο και τις επιχειρήσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απ’ τη μεριά του άσκησε κριτική στα κυβερνητικά μέτρα χαρακτηρίζοντάς τα αποσπασματικά και πως δεν αρκούν: «Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του συνεχίζουν να εθελοτυφλούν και να πιστεύουν ότι αποσπασματικά μέτρα, δάνεια και αναστολές αρκούν για να γυρίσουν την εικόνα.»
Η αλήθεια όμως είναι τελείως διαφορετική. Το πακέτο μέτρων δεν έχει φιλολαϊκό περιεχόμενο. Το πρόβλημά του δεν είναι πρόβλημα αποσπασματικότητας, πρόβλημα «μέτρων» που δεν επαρκούν. Η κυβέρνηση της ΝΔ αξιοποιεί τη συγκυρία για να προωθήσει την πολιτική της και ο πυρήνας των μέτρων που εξήγγειλε στη ΔΕΘ κινούνται σ’ αυτήν την κατεύθυνση.
Η «εμβληματική» μείωση των ασφαλιστικών εισφορών δεν ωφελεί τους εργαζόμενους. Στόχος του μέτρου είναι η μείωση των εργοδοτικών εισφορών στο ασφαλιστικό σύστημα, και τελικά συνιστά επιβάρυνση των εργαζόμενων. Η επιδότηση των θέσεων εργασίας δεν είναι τίποτα άλλο παρά επιδότηση των επιχειρήσεων και του κεφαλαίου με πρόσχημα την αντιμετώπιση της ανεργίας.
Αντίστοιχο χαρακτήρα έχουν και τα προγράμματα που η κυβέρνηση με περισσό θράσος τα χαρακτηρίζει ως προγράμματα στήριξης της εργασίας. Η αναστολή συμβάσεων και το πρόγραμμα ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα του μεγάλου κεφαλαίου, αφού επιτρέπουν στο κεφάλαιο να βάζει τους εργαζόμενους στην κατάψυξη για να τους χρησιμοποιήσει στη συνέχεια κατά το δοκούν, και οδηγούν σε νέα βίαιη συρρίκνωση του εισοδήματος των εργαζόμενων. Η αναβολή πληρωμής για τους αυτοαπασχολούμενους δεν αλλάζει το γεγονός πως θα κληθούν να αποπληρώσουν, σε μερικούς μήνες, το σύνολο των υπέρογκων φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων που παραμένουν στο ακέραιο, και γίνεται μόνο και μόνο γιατί δεν είναι σε θέση να τις αποπληρώσουν τώρα, χωρίς να αλλάζει η ζοφερή πραγματικότητα που βιώνουν –των ελάχιστων εισοδημάτων και των τεράστιων δυσκολιών που έχουν μπροστά τους. Η «προστασία» για 3 μήνες της πρώτης κατοικίας καθόλου δεν αλλάζει τον κυβερνητικό σχεδιασμό να εξαναγκάσει εκατοντάδες χιλιάδες υπερχρεωμένα νοικοκυριά σε «πτώχευση» διευκολύνοντας το κεφάλαιο να τα αφαιμάξει και να μετατρέψει τους ιδιοκτήτες σε ενοικιαστές. Τέλος, η επιλογή της κυβέρνησης να εμφανίζει ως μέτρο, ως «παροχή», την υποχρεωτική υλοποίηση της δικαστικής απόφασης για τα αναδρομικά των συνταξιούχων είναι τουλάχιστον προκλητική.
Παράλληλα, η κυβέρνηση προχώρησε σε νέες άμεσες επιδοτήσεις προς το μεγάλο κεφάλαιο, και μάλιστα τεράστιας κλίμακας. Οι υπεραποσβέσεις 200% μεταφράζονται, τελικά, σε επιδότηση τουλάχιστον της μισής επένδυσης,15 που θα επιλέξουν να κάνουν οι μεγάλοι όμιλοι το επόμενο διάστημα, χωρίς μάλιστα να αναγκαστούν να προβούν σε υπερτιμολογήσεις και τριγωνικές συναλλαγές.
Έτσι, τα κυβερνητικά μέτρα της ΔΕΘ είναι απολύτως στοχευμένα και υπηρετούν τον άξονα της κυβερνητικής πολιτικής. Είναι, ουσιαστικά, πλευρές του γενικότερου κυβερνητικού σχεδιασμού και εντάσσονται οργανικά στις μεσοπρόθεσμες κυβερνητικές στοχεύσεις. Συνίστανται σε μέτρα φτηνής εργατικής δύναμης, με επιδότηση του κεφαλαίου για «θέσεις εργασίας», με μείωση του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους», με επέκταση του καθεστώτος ψυχρής εφεδρείας με κρατική δαπάνη για τους εργαζόμενους, αλλά και σε μέτρα ευθείας επιδότησης της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου. Ο ταξικός τους προσανατολισμός είναι σαφής και η προσπάθεια να εμφανιστούν ως «λίγα» και «αποσπασματικά μέτρα» απ’ το ΣΥΡΙΖΑ απλά και μόνο μαρτυρά την κοινή στρατηγική υπέρ του κεφαλαίου των δύο κομμάτων.
Η αστεία φορολογική ελάφρυνση είναι σταγόνα στον ωκεανό για μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους, ενώ η μείωση του απαιτούμενου αριθμού ενσήμων για τους ανέργους του τουριστικού κλάδου, που βλέπουν μεγάλη μείωση των εισοδημάτων τους, αφορά τελικά προγράμματα επιδότησης στα όρια της «επιβίωσης», τα οποία στοχεύουν μόνο στη διασφάλιση της «κοινωνικής ειρήνης» και σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίζουν τις ανάγκες των ανέργων και υποαπασχολούμενων. Ταυτόχρονα υπογραμμίζουν το πραγματικό βάθος της κρίσης που έρχεται τους επόμενους μήνες και τις επιπτώσεις στους εργαζόμενους.
Παράλληλα, η βραχυπρόθεσμη κυβερνητική πολιτική περιλάμβανε και πολλά μέτρα άμεσης επίθεσης στα εργατικά δικαιώματα. Χαρακτηριστικότερη είναι ίσως η ανάδυση της τηλεργασίας, που προωθήθηκε από πλειάδα κυβερνητικών μέτρων. Η τηλεργασία οδηγεί, όπως άλλωστε δείχνουν και οι πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, σε σημαντική αύξηση του εργάσιμου χρόνου, με διάχυσή του μέσα στο χρόνο ανάπαυσης, ενώ έχει και αρνητικό αντίκτυπο σε πολλές άλλες πλευρές των σχέσεων του εργαζόμενου με τον κεφαλαιοκράτη. Αποτελεί σημαντική πλευρά επιδείνωσης της ζωής των εργαζόμενων και συνιστά έναν απ’ τους μηχανισμούς με τον οποίο το κεφάλαιο επιδιώκει να αντιμετωπίσει την τρέχουσα κρίση.
Η ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Σε κάθε περίπτωση, όμως, τα μεσοπρόθεσμα κυβερνητικά μέτρα έχουν συγκεντρώσει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον, λόγω του ιδιαίτερα μεγάλου φερόμενου μεγέθους τους –που κατά τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς αγγίζει τα 70 δισ. ευρώ. Η μεσοπρόθεσμη πολιτική της κυβέρνησης είναι, τελικά, κομμάτι της συνολικής ευρωπαϊκής «απάντησης» στη νέα κρίση, που, σε αντίθεση με την προηγούμενη, κατέληξε στην υλοποίηση ενός επεκτατικού σχεδίου χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής οικονομίας για να αντιμετωπιστεί ο κορονοϊός συνολικού ύψους 750 δισ. ευρώ.
Η ΕΕ αναφέρει πως πρόκειται για μια «ολοκληρωμένη δέσμη ύψους 1,8 τρισ. ευρώ, η οποία συνδυάζει το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) με μια πρωτοφανή προσπάθεια ανάκαμψης, το “Next Generation EU” (NGEU). Η δέσμη θα βοηθήσει την ΕΕ να ανασυσταθεί μετά από την πανδημία COVID-19 και θα στηρίξει τις επενδύσεις στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση», που εγκρίθηκε μέσα στον Ιούλη.
Η ίδια η στόχευση του «πακέτου» ως στήριξη των επενδύσεων στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και η αναφορά σε ΕΕ νέας γενιάς, αποδεικνύει, τελικά, πως το πρόβλημα της αναπαραγωγής του κεφαλαίου στην ΕΕ είναι πολύ βαθύτερο απ’ τις συνέπειες της πανδημίας του COVID-19. Η ίδια η τοποθέτηση της ΕΕ ουσιαστικά αποδέχεται τόσο την ύπαρξη προβλήματος στην υφιστάμενη ΕΕ και παράλληλα πως ως δεσπόζουσα λύση έχει αναγορεύσει τον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ελλάδα, ως μια απ’ τις οικονομίες που προβλέπεται ότι θα «χτυπηθεί» ιδιαίτερα το 2020, αναμένεται να λάβει 32 δισ. ευρώ. Παράλληλα, η ΕΕ προχώρησε στην έγκριση του πολυετούς προϋπολογισμού της για την επόμενη περίοδο ύψους 1,1 τρισ. ευρώ, που να σημειωθεί ότι δεν αποτελεί έκτακτη χρηματοδότηση, αλλά πρακτικά είναι οι ευρωπαϊκοί «πόροι» της επόμενης επταετίας και απ’ το οποίο η Ελλάδα αναμένεται πως θα «λάβει» περίπου 38 δισ. ευρώ. Τα 70 δισ. ευρώ προκύπτουν ως το άθροισμα των δύο επιμέρους αυτών πακέτων χρηματοδότησης.
Ποιο είναι το πραγματικό ύψος της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης
Η απλή αριθμητική αποσαθρώνει το κυβερνητικό επιχείρημα για «τεράστιο πακέτο χωρίς προηγούμενο». Το μεγαλύτερο κομμάτι του αφορά ευρωπαϊκούς «πόρους», σημαντικό κομμάτι των οποίων άλλωστε καταβάλλει η Ελλάδα, άρα πρόκειται για ανακύκλωση πόρων ήδη δεδομένων. Η προσπάθεια εμφάνισης του ΕΣΠΑ 2021-2028 ως «καινούργια κεφάλαια» τα οποία θα χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη απ’ την κρίση παραβλέπει πως όλοι οι υπολογισμοί, οι κυβερνητικές προβλέψεις και οι σχεδιασμοί γίνονταν πριν την εκδήλωση της τρέχουσας κρίσης, λαμβάνοντας υπόψη τους πόρους αυτούς. Παράλληλα, η Ελλάδα όπως και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη καταβάλλουν άμεσα κεφάλαια στην ΕΕ για τον πολυετή προϋπολογισμό και συνεπώς οι καθαρές ταμειακές ροές απ’ την ΕΕ, δηλαδή το τι «εισπράττει η χώρα» μείον το «τι καταβάλλει» τελικά, είναι σημαντικά μικρότερο ποσό.
Το δεύτερο –το μικρότερο– κομμάτι του πακέτου χρηματοδότησης επίσης υποδιαιρείται σε δύο τμήματα. Η καπιταλιστική οικονομία θα λάβει 21 δισ. ευρώ επιχορηγήσεις και 12 δισ. ευρώ νέα δάνεια, που θα κληθούν να τα αποπληρώσουν.
Τελικά, απ’ το πολυδιαφημισμένο επεκτατικό πακέτο των 70 δισ. τα πρόσθετα κεφάλαια περιορίζονται σε μόλις 21 δισ. ευρώ, την ίδια στιγμή που οι συνολικές επιπτώσεις της κρίσης –η επίπτωση του 2020, το μειωμένο ΑΕΠ για το 2021 και ίσως το 2022– πιθανά να υπερβαίνουν το 20% του ΑΕΠ και να προσεγγίζουν τα 40-50 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, τα ευρωπαϊκά κεφάλαια θα «αργήσουν». Το 2021 δεν προβλέπεται εκταμίευση πάνω από το 10% του συνολικού ποσού, δηλαδή της προκαταβολής που έχει συμφωνηθεί, ενώ για το κρίσιμο 2020 τα περιβόητα «ευρωπαϊκά κεφάλαια» μπορούν να διαδραματίσουν μόνο το ρόλο της υπόσχεσης χρηματοδότησης.
Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση για το «ύψος» της χρηματοδότησης σκόπιμα συσκοτίζει τόσο τον «παραλήπτη» της όσο και το πως «δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα». Τα πακέτα χρηματοδότησης αφορούν είτε άμεση στήριξη του μεγάλου κεφαλαίου για να προχωρήσει σε νέες επενδύσεις είτε στηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη το μεγάλο κεφάλαιο. Παράλληλα, τα πακέτα χρηματοδότησης δεν είναι «δωρεάν». Ο ελληνικός λαός θα κληθεί να τα αποπληρώσει, κυρίως μέσα απ’ την επιβάρυνση του κρατικού χρέους.
ΤΟ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Το πακέτο χρηματοδότησης της ΕΕ και η συμμετοχή της Ελλάδας στο «Ταμείο Ανάκαμψης» είναι συνδεδεμένο με ένα «αναπτυξιακό» σχέδιο που υποβάλλει κάθε κράτος-μέλος και αποτελεί προϋπόθεση για να προχωρήσει η εκταμίευση της χρηματοδότησης.
Ο στόχος του αναπτυξιακού σχεδίου είναι διπλός. Από τη μία, το κάθε αναπτυξιακό σχέδιο συμπυκνώνει τον αστικό σχεδιασμό του εκάστοτε κράτους-μέλους και εδράζεται στους βασικούς άξονες που απαιτεί η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Από την άλλη, τα αναπτυξιακά σχέδια έχουν ως στόχο την ευθυγράμμιση, ως ένα βαθμό, στόχων και προτεραιοτήτων με τους στόχους του κεφαλαίου σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Πρόκειται στην πραγματικότητα για επανάληψη της κατάστασης με τα «μνημόνια», που αποτύπωναν τους στόχους και τις προτεραιότητες της αστικής τάξης και την ίδια στιγμή περιείχαν όρους και στόχους, κυρίως δημοσιονομικού περιεχομένου.
Η τοποθέτηση του ΣΕΒ για το συγκεκριμένο αναπτυξιακό σχεδιασμό και η ευθυγράμμισή του με τις επιδιώξεις της αστικής τάξης είναι αποκαλυπτική: «Παρά την πανδημία του COVID-19, η χώρα μας βρίσκεται σε μια πορεία ανάτασης. Η Πολιτεία έχει ξεκινήσει να σχεδιάζει στη σωστή κατεύθυνση το μέλλον, ώστε η χώρα μας να αντιμετωπίσει πλέον αποτελεσματικά τους περιορισμούς στην οικονομική δραστηριότητα, που δημιουργεί επί δεκαετίες το στρεβλό και δύσκαμπτο θεσμικό πλαίσιο. Αυξάνονται οι χρηματοδοτικοί πόροι από την Ευρώπη, που θα χρησιμοποιηθούν ώστε η ευρωπαϊκή οικονομία να γίνει πιο ισχυρή, ενσωματώνοντας τους στόχους της ψηφιακής οικονομίας και της πράσινης ανάπτυξης. Δημιουργούνται νέες επενδυτικές πρωτοβουλίες, με δεδομένη την απελευθέρωση της οικονομίας και την ενδυνάμωση του ανταγωνισμού, τη μείωση της υπερφορολόγησης και τη στροφή του παραγωγικού προτύπου προς εξωστρεφείς δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας.»16
Αυτός ήταν και ο χαρακτήρας της τοποθέτησης του πρωθυπουργού στην συνέντευξη τύπου στις 21 Ιούλη, μετά από την ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας για το πακέτο. Εκεί δήλωνε: «Έχουμε, λοιπόν, τα εργαλεία, έχουμε το σχέδιο, ξέρουμε τι θέλουμε να κάνουμε. Θα το ξαναπώ ακόμη μία φορά, δεν έχουμε καμία πρόθεση να σκορπίσουμε τα χρήματα με την ανεμελιά του νεόπλουτου. Θα εργαστούμε με ευθύνη, με σύνεση. Θα παρουσιάσουμε σύντομα ένα αναλυτικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης που θα μεταμορφώσει τη χώρα. Αυτό το σημαντικό ευρωπαϊκό κεφάλαιο που τίθεται στη διάθεσή μας δεν έχουμε καμία πρόθεση να το σπαταλήσουμε. Θα το επενδύσουμε προς όφελος όλων των Ελλήνων, θα στηρίξουμε τον κόσμο της εργασίας, θα στηρίξουμε τολμηρές πολιτικές πράσινης μετάβασης, τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό, τις δεξιότητες. Είναι μία μεγάλη, μοναδική ευκαιρία θα έλεγα για την Ελλάδα και την Ευρώπη, να κάνει ένα μεγάλο άλμα μπροστά. Δεν έχουμε καμία πρόθεση να την αφήσουμε ανεκμετάλλευτη.»
Η τοποθέτηση του πρωθυπουργού αναδεικνύει, σε γενικές γραμμές, πως το κυβερνητικό σχέδιο χρηματοδότησης της οικονομίας ευθυγραμμίζεται τόσο με το σχεδιασμό της ΕΕ όσο και με τις απαιτήσεις του μεγάλου κεφαλαίου.
Η αναφορά για αποφυγή της «σπατάλης» αποκαλύπτει, στην πραγματικότητα, πως η ελληνική κυβέρνηση, αξιοποιώντας και τα «φρένα» της ΕΕ δε θα χρησιμοποιήσει την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για να καλυφτούν επιτακτικές λαϊκές ανάγκες καθώς οι τελευταίες θεωρούνται ως σπατάλη από τη σκοπιά της κυβέρνησης.
Αντίθετα, η «μερίδα του λέοντος» θα αξιοποιηθεί για την υλοποίηση μεγάλων επενδυτικών έργων πράσινης ανάπτυξης και προώθησης νέων ψηφιακών λύσεων, που, ακόμα και αν εμφανίσουν θετική συνεισφορά στο ΑΕΠ της χώρας, όχι μόνο δε θα αντιμετωπίσουν τα επιτακτικά λαϊκά προβλήματα, αλλά, αντίθετα, θα τα επιδεινώσουν. Η εμπειρία του λαού απ’ το πανάκριβο «πράσινο» ρεύμα, τα «πράσινα» αυτοκίνητα, την ηλεκτρονική δαγκάνα της εφορίας που σαρώνει τους αυτοαπασχολούμενους και τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς αποδεικνύουν πως τόσο η «πράσινη» ανάπτυξη όσο και ο ψηφιακός μετασχηματισμός, που υλοποιεί το μεγάλο κεφάλαιο έχουν αντιλαϊκό πρόσημο και χαρακτήρα.
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΠΙΣΣΑΡΙΔΗ ΩΣ «ΠΡΟΟΙΜΙΟ» ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
Η κυβέρνηση θα καταθέσει το σχέδιό της στα μέσα Οκτώβρη. Ωστόσο, ήδη απ’ τις αρχές του έτους, πριν δηλαδή τον κορονοϊό και την εκδήλωση της κρίσης στην οικονομία, η κυβέρνηση ανέθεσε σε μια επιτροπή οικονομολόγων, την περιβόητη επιτροπή Πισσαρίδη, την εκπόνηση ενός Σχεδίου Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία. Η επιτροπή αυτή δημοσίευσε το «σχέδιο έκθεσής» της στα μέσα του καλοκαιριού με τον πρωθυπουργό να την χαρακτηρίζει ως «ένα πυκνό σχέδιο το οποίο φιλοδοξεί να αλλάξει τον ίδιο τον παραγωγικό ιστό της χώρας και θέτει στόχους οι οποίοι εφόσον μπορέσουμε να τους πετύχουμε, θα μιλάμε πράγματι για μια μεταμόρφωση της ελληνικής οικονομίας» διαπιστώνοντας μάλιστα ότι πολλές από τις προτάσεις της έκθεσης κινούνται στη γραμμή όχι απλώς των προγραμματικών δηλώσεων, αλλά των κυβερνητικών δράσεων που έχουν ήδη δρομολογηθεί, ενώ στη συνέχεια πρόσθεσε πως στη βάση αυτής της έκθεσης «θα καταλήξουμε, πια, σ’ ένα κείμενο το οποίο θα αποτελεί ένα σχέδιο αναφοράς για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, το οποίο θα κατευθύνει και τις πολιτικές μας ενόψει του Recovery Fund». Έτσι, η έκθεση Πισσαρίδη ουσιαστικά περιλαμβάνει τους άξονες του αναπτυξιακού σχεδιασμού για το επόμενο διάστημα και θα χρησιμοποιηθεί και ως εργαλείο για τη χρηματοδότηση απ’ το ταμείο ανάκαμψης.
Σε επίπεδο «κατεύθυνσης» η έκθεση, αλλά και η αστική πολιτική στο σύνολό της, επιμένει πως η «εξωστρέφεια» της οικονομίας είναι η σωστή κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθεί η χώρα, με κεντρικό στόχο μάλιστα να συνδέσει οργανικά σ’ αυτήν την κατεύθυνση και τη βιομηχανική παραγωγή: «Κεντρικός στόχος για την ελληνική οικονομία κατά τα επόμενα χρόνια πρέπει να είναι η συστηματική αύξηση της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας (δηλαδή της σχετικής συμμετοχής των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στο εθνικό προϊόν), καθώς και η στενότερη διασύνδεση της παραγωγής με την τεχνολογία και την καινοτομία.» Η αστική πολιτική συνειδητά συσκοτίζει πως η «αύξηση των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών», εκτός από ακόμα μεγαλύτερη «έκθεση» της εγχώριας οικονομίας σε διεθνείς κρίσεις, μεταφράζεται σε ένταση της ανισόμετρης ανάπτυξης μεταξύ κλάδων και περιοχών της χώρας και σε μείωση της ικανότητας εξασφάλισης αυτάρκειας, που οι επιπτώσεις της φαίνονται σε συνθήκες κρίσεων και πολέμων κλπ. Η συζήτηση για τις εξαγωγές τυποποιημένων διατροφικών προϊόντων –π.χ. ελαιόλαδο υψηλής διατροφικής αξίας, τυροκομικά προϊόντα υψηλού επιπέδου κ.ά.– κρύβει τις εξευτελιστικές τιμές συγκέντρωσής τους απ’ τους παραγωγούς και τις υψηλές τιμές στο λιανικό εμπόριο, αλλά και πως η αύξηση των εξαγωγών θα αυξήσει σημαντικά τις λιανικές τιμές τους, αφού θα τις ευθυγραμμίσει με τις αντίστοιχες διεθνείς.17
Ωστόσο, η επιμονή στην «εξωστρέφεια», τόσο απ’ τη ΝΔ όσο και απ’ τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, δεν αποτελεί μια μηχανιστική νεοφιλελεύθερη δοξασία. Η ανάγκη του κεφαλαίου για «εξωστρέφεια» ως εργαλείο διασφάλισης της κερδοφορίας του πηγάζει τόσο απ’ τη διεθνή καπιταλιστική ανάπτυξη και τις αυξανόμενες αλληλεξαρτήσεις του, και αποτυπώνονται άλλωστε και στη σημασία που έχουν ιστορικά στην Ελλάδα οι διεθνείς μεταφορές, ο διεθνής τουρισμός και οι μεταποιητικές δραστηριότητες προσανατολισμένες προς τα εκεί. Η ανάγκη του καπιταλιστικού κέρδους προσανατολίζει αντικειμενικά την καπιταλιστική οικονομία προς τα εκεί παρά το γεγονός πως η εξωστρέφεια αντικειμενικά εκθέτει την οικονομία ακόμα περισσότερο στις διεθνείς αναταραχές.
Η έκθεση Πισσαρίδη στη συνέχεια αναδεικνύει τις συνέπειες που θα έχει αυτή η αναπτυξιακή πορεία στο βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων, «από την ανάποδη». Ειδικότερα η έκθεση στέκεται στις «αλλαγές» που πρέπει να πραγματοποιηθούν στην οικονομία για να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Μέσα σ’ αυτές περιλαμβάνει:
– Επιτάχυνση της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, με μεγάλη αύξηση των επενδύσεων, μεγάλη μείωση του αριθμού των μικρών επιχειρήσεων, απορρόφηση των αυτοαπασχολούμενων απ’ τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
– Δραστική μείωση του μεριδίου της εργασίας και του μεριδίου αυτοαπασχολούμενων στο ΑΕΠ, δηλαδή φθηνότερη εργατική δύναμη. Η αύξηση των επενδύσεων από 12% στο 24% του ΑΕΠ μεταφράζεται σε μεγάλη αύξηση των κερδών του κεφαλαίου που δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο σε βάρος του μεριδίου των εργαζόμενων, με αλλαγές στον εργάσιμο χρόνο, διευκόλυνση των απολύσεων, μείωση της υπερωριακής απασχόλησης κ.ά.
– Προώθηση της πολιτικής της «απελευθέρωσης», δηλαδή της εμπορευματοποίησης όσων τομέων ακόμα βρίσκονται σε κάποιο καθεστώς μερικής προστασίας.
– Ολοκλήρωση της επίθεσης στο ασφαλιστικό σύστημα, με μείωση των εργοδοτικών εισφορών και ανάπτυξη της ιδιωτικής ασφάλισης.
– Προώθηση του «επιτελικού κράτους», που θα λειτουργεί προς όφελος του κεφαλαίου αξιοποιώντας τόσο τεχνικές αλλαγές –κατά βάση ψηφιοποίηση του κράτους– όσο και οργανωτικές, με έμφαση στην ανάπτυξη μιας fast track δικαιοσύνης που θα εκδικάζει υπέρ του κεφαλαίου.
– Προώθηση της φοροασυλίας του μεγάλου κεφαλαίου με νέες φοροαπαλλαγές και παράλληλα νέα επέκταση της φορολογίας στα λαϊκά στρώματα.
– Διάλυση της όποιας προστασίας των ανέργων με πρόσχημα τις αλλαγές των επιδομάτων ώστε να μη λειτουργούν ως «αντικίνητρο για την εργασία», με την υποχρέωση δηλαδή του άνεργου να εργάζεται με όποιους όρους επιθυμεί το κεφάλαιο ως προϋπόθεση για να λαμβάνει τα επιδόματα.
– Προώθηση νέων αντιδραστικών αλλαγών στην εκπαίδευση με την «αυτονομία» των μονάδων που θα οδηγήσει στην περαιτέρω ταξική διαφοροποίησή τους.
– Νέα επίθεση στο σύστημα υγείας, χρησιμοποιώντας την «ψηφιοποίηση» ως εργαλείο περαιτέρω μείωσης των κρατικών δαπανών για την υγεία και προωθώντας περαιτέρω την εμπορευματοποίηση της υγείας.
– Στήριξη των επενδύσεων στους τομείς που προκρίνει το μεγάλο κεφάλαιο («πράσινες» επενδύσεις, ψηφιακό κράτος, αλλοδαπός τουρισμός, διεθνείς μεταφορές).
Η πολιτική που σκιαγραφεί η έκθεση Πισσαρίδη είναι πολιτική φθηνότερης εργατικής δύναμης με κεντρικούς άξονες το νέο γύρο επίθεσης στα ασφαλιστικά δικαιώματα, την αύξηση της φορολογίας των εργαζόμενων για να ελαφρυνθεί το κεφάλαιο, την προώθηση μεταρρυθμίσεων στο κράτος προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου, τη νέα μείωση των παροχών σε υγεία, παιδεία και κοινωνική προστασία, την προώθηση των επενδύσεων.
Δεν πρόκειται για κάποια καινοφανή στροφή. Η έκθεση Πισσαρίδη περιγράφει την πολιτική της ΝΔ, που αποτελεί οργανική συνέχεια την πολιτικής που άσκησε την προηγούμενη περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ και που συμπυκνώνει τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου για να προχωρήσει η καπιταλιστική ανάπτυξη την επόμενη περίοδο.
Η ΑΠΟΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΥΡΙΖΑ ΚΑΙ ΜΕΡΑ25 ΣΤΟ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Η κριτική που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ στη ΝΔ είναι αποπροσανατολιστική και αστεία. Ο ΣΥΡΙΖΑ συσκοτίζει πως το σχέδιο Πισσαρίδη κινείται στην ίδια πολιτική που ακολούθησε και ο ίδιος όταν είχε τη διακυβέρνηση της χώρας και κυρίως συσκοτίζει πως η καπιταλιστική ανάπτυξη προϋποθέτει τέτοιες μεταρρυθμίσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ συσκοτίζει πως για το κεφάλαιο, ο μισθός εργασίας είναι αντικειμενικά «βάρος» που επιδιώκει να τον μειώσει όσο το δυνατόν περισσότερο.
Είναι όμως και αστεία γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, στην ανακοίνωσή του για το σχέδιο Πισσαρίδη δεν «κρατιέται» και επιδιώκοντας να του αποδοθούν τα εύσημα γράφει πως «ένα από τα λίγα θετικά του κειμένου είναι ότι για ακόμα μία φορά υπάρχει έμμεση παραδοχή ότι όλο το αφήγημα της ΝΔ για την “καταστροφή” που επέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ καταρρίπτεται πανηγυρικά, αφού “μια ματιά” στα διαγράμματα που συνοδεύουν το κείμενο, για παράδειγμα, αναφορικά με την απασχόληση, τις επενδύσεις, την εξωστρέφεια της οικονομίας, θα πείσει και τους πιο δύσπιστους». Ο ΣΥΡΙΖΑ, εδώ, όχι μόνο «αναλαμβάνει» επιτέλους την ευθύνη των Μνημονίων που εφάρμοσε και ψήφισε ως κυβέρνηση, αλλά, σε απόλυτη δυσαρμονία με την κριτική που ασκεί στο σχέδιο της ΝΔ, θεωρεί πως η πολιτική φτηνής εργατικής δύναμης των Μνημονίων είναι θετική…
Εξίσου αντιδραστική είναι η «αναλυτική κριτική» της έκθεσης Πισσαρίδη απ’ το ΜΕΡΑ25, που, επί της ουσίας, συμφωνεί με πολλές απ’ τις προτάσεις της έκθεσης αναδεικνύοντας σε κεντρικό πρόβλημα το ποιος θα τις υλοποιήσει με θετικό τρόπο, ενώ σε πολλά σημεία αναδεικνύει πως η έκθεση απλά «αναφέρει κοινοτυπίες» και «πράγματα που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί το 1985».
Η κεντρική θέση του ΜΕΡΑ25, την οποία έχει σε κεντρικό πλαίσιο και εκπορεύονται από αυτήν οι επιμέρους, συνοψίζεται σε έναν κίνδυνο «κατασπατάλησης του Ταμείου Ανάπτυξης» που είναι ο ακόλουθος: «Αναγκασμένη να χρησιμοποιήσει μέρος των κονδυλίων του Ταμείου Ανάπτυξης για την έμμεση κάλυψη πάγιων δημοσιονομικών αναγκών, η ΕΕ κινδυνεύει: Και να αποτύχει στο δημοσιονομικό τομέα (δηλαδή, να μην καταφέρει να τονώσει σημαντικά τη συνολική ζήτηση) και να σπαταλήσει τα κονδύλια που, διαφορετικά, θα αρκούσαν ώστε να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγικότητα.»
Το ΜΕΡΑ25 ουσιαστικά διατυπώνει εδώ τον πυρήνα της θέσης του. Ένα διαφορετικό ταμείο ανάπτυξης της ΕΕ θα μπορούσε να «λύσει το θέμα», να αντιμετωπίσει την καπιταλιστική κρίση. Η πολιτική κριτική του ΜΕΡΑ25 συνίσταται, σε μια άλλη διαχειριστική πρόταση του καπιταλισμού, με μια περισσότερο επεκτατική διαχείριση που, όπως ισχυρίζεται, μπορεί να αντιμετωπίσει την κρίση και τις συνέπειές της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΜΕΡΑ25 –όπως και κάθε άλλο πολιτικό κόμμα– πρέπει να κριθούν από τον ταξικό χαρακτήρα τους ως κόμματα του κεφαλαίου και από τις πολιτικές τους κυβερνητικές πράξεις, που τελικά εκπορεύονται από αυτόν το χαρακτήρα. Ο ηγέτης του ΜΕΡΑ25 υπήρξε κυβερνητικό στέλεχος που εξίσου ευθύνεται για τις μνημονιακές πολιτικές περικοπών σε μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές υπηρεσίες. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν επιμέρους διαφοροποιήσεις μεταξύ των προγραμμάτων τους, οι οποίες αφορούν το μίγμα στην οικονομική πολιτική, που υπό προϋποθέσεις –φάση του καπιταλιστικού κύκλου, άλλες συγκυρίες στη διεθνή ή περιφερειακή καπιταλιστική αγορά, άλλοι παράγοντες ακόμα και στο συσχετισμό της ταξικής πάλης– διαφοροποιούνται και ως πολιτικές πρακτικές. Ακόμα, στo πλαίσιo μιας ενιαίας στρατηγικής του κεφαλαίου, υπάρχουν διαφοροποιήσεις σε σχέση με επιμέρους συμφέροντα τμημάτων της αστικής τάξης, τακτικής για τη διασφάλιση εσωτερικών συμμαχιών, π.χ. με τμήματα αυτοαπασχολούμενων και πολύ μικρές επιχειρήσεις, καθώς κι εξωτερικών, π.χ. εντός Ευρωζώνης ή και με κράτη εκτός αυτής. Ωστόσο οι διαφοροποιήσεις αυτές και, τελικά, η επίκληση για μια άλλη διαχείριση δε μεταβάλλουν καθόλου τον προσανατολισμό τους ως κόμματα του κεφαλαίου, στόχος των οποίων είναι η διασφάλιση της κερδοφορίας τους.
Με αυτά τα κριτήρια μπορούμε να κρίνουμε την κριτική του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜΕΡΑ25 στο πρόγραμμα Πισσαρίδη της ΝΔ. Η επίκλησή τους για μια περισσότερο επεκτατική-κεϊνσιανή διαχείριση18 της καπιταλιστικής οικονομίας και ο χαρακτηρισμός των μέτρων και των αναδιαρθρώσεων ως «νεοφιλελεύθερων» τελικά συγκαλύπτει τον ταξικό χαρακτήρα της εφαρμοζόμενης πολιτικής ως πολιτικής αναγκαίας για τη διασφάλιση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, το διαχρονικό χαρακτήρα αυτής της πολιτικής και την οργανική συνέχεια του προγράμματος Πισσαρίδη με τα Μνημόνια που στήριξε και εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Παράλληλα, η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜΕΡΑ25 στα κυβερνητικά μέτρα «αφορά» τελικά και το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα. Πραγματικά, η αντίληψη πως τα «μέτρα είναι νεοφιλελεύθερα» και πως τελικά διαφορετική πολιτική-οικονομική διαχείριση του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης «χωρά» διαφορετικά μέτρα είναι πυρήνας της πολιτικής κριτικής της σοσιαλδημοκρατίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει, ασκώντας κριτική στο σχέδιο Πισσαρίδη, πως «ένα πράγμα είναι καθαρό στην έκθεση: Ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τους εργαζόμενους αποκλειστικά σαν πρόβλημα. Στη βάση αυτού σχεδιάζει ακόμη ευκολότερες απολύσεις, μείωση των αποδοχών για τις υπερωρίες, μείωση των παροχών μητρότητας για τους δημοσίους υπαλλήλους, συρρίκνωση του πλαισίου προστασίας των εργαζόμενων. Την ίδια στιγμή η έκθεση επαναλαμβάνει όλα τα ιδεοληπτικά νεοφιλελεύθερα κλισέ: Οι άνεργοι φταίνε για την ανεργία τους γιατί δεν είναι αρκετά ευέλικτοι ή σωστά καταρτισμένοι.»
Ο ΣΥΡΙΖΑ όπως και το ΜΕΡΑ25 ζυμώνουν στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα τη γραμμή στήριξης των κομμάτων τους ως προϋπόθεση ενός δικαιότερου καπιταλισμού.
Πρόκειται για τη γνωστή «αντιδεξιά-αντινεοφιλελεύθερη» γραμμή, η οποία υποστηρίζει πως στόχος της πάλης του λαού σήμερα πρέπει να είναι η ανατροπή των «δεξιών» πολιτικών που εφαρμόζει η «ακραία» ΝΔ.
Η ΓΡΑΜΜΗ ΠΑΛΗΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ
Η ιδεολογική διαπάλη των κομμουνιστών, με τις παραπάνω γραμμές ενσωμάτωσης σε κάποιο αστικό διαχειριστικό σχήμα, οφείλει να αποκαλύπτει τα όρια και των μεν και των δε, και με αυξήσεις των κρατικών δαπανών, και με περιορισμούς τους. Οφείλει να αναδεικνύει ότι αυτές οι κρίσεις είναι στο DNA της καπιταλιστικής λογικής παραγωγής, είτε με περισσότερο είτε με λιγότερους περιορισμούς της αγοράς.
Κλειδί είναι η ολόπλευρη ιδεολογική-πολιτική αντεπίθεση, η καθημερινή πολιτική ζύμωση και η σύνδεση της πολιτικής μας θέσης με τις μορφές και το περιεχόμενο της πάλης του εργατικού κινήματος.
Έχουμε τη δυνατότητα, σήμερα, να αξιοποιήσουμε τη συγκυρία και την αναλυτική κριτική μας στα κυβερνητικά μέτρα για να προβάλλουμε καλύτερα την κρίση ως καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, και να φωτίσουμε έτσι το νομοτελειακό χαρακτήρα εμφάνισης κρίσεων μέσα στον καπιταλισμό, να αναδείξουμε πως ανάπτυξη και κρίση είναι άρρηκτα συνδεδεμένες.
Τελικά, στις συνθήκες βαθιάς κρίσης, ο ρόλος και η ευθύνη των κομμουνιστών για την οργάνωση της πάλης του λαού αυξάνονται κατακόρυφα. Η βαθιά κρίση προσφέρεται ως αποδεικτικό στοιχείο του αδιέξοδου για το λαό καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και ως ευκαιρία ζύμωσης της μοναδικής ρεαλιστικής φιλολαϊκής λύσης, του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Παράλληλα, οι κομμουνιστές οφείλουν να προσανατολίσουν κατάλληλα την πάλη του λαού, να μην επιτρέψουν να παγιδευτεί στα κάλπικα διλήμματα μιας τάχα καλύτερης διαχείρισης του καπιταλισμού που πολλαπλασιάζονται σε συνθήκες κρίσης από πολλές και διαφορετικές φωνές του αστικού συστήματος, αλλά να επιμείνουν στην ανάγκη κατάλληλου συνδυασμού μορφών και περιεχομένου της πάλης των εργαζόμενων σε κατεύθυνση ρήξης και σύγκρουσης με το σύνολο της κυρίαρχης πολιτικής, να πρωτοστατήσουν ώστε να πολιτικοποιείται η πάλη, να ανυψώνεται η πολιτική συνείδηση των εργαζόμενων, να γίνεται αντιληπτός ο καπιταλισμός ως η πραγματική αιτία της κρίσης και της επίθεσης στα δικαιώματα του λαού, να γίνεται αντιληπτό πως ακόμα και οι όποιες κατακτήσεις σήμερα μπορούν να προέλθουν μόνο μέσα από μια πάλη που αμφισβητεί και συγκρούεται με την ίδια τη «νομιμότητα» του καπιταλισμού, του κράτους του, των επιλογών του και πως αυτή η πάλη είναι μονόδρομος για όποιον θέλει να υπερασπίσει τα συμφέροντα του λαού.
Αυτή είναι η ουσία της πολιτικής πρότασης του ΚΚΕ. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, η Ανακοίνωση-Κάλεσμα της ΚΕ του ΚΚΕ στέκεται σε μια σειρά από μέτωπα και πρωτοβουλίες πάλης για το επόμενο διάστημα και επισημαίνει:
«Η αναγκαιότητα να σπάσει ο φαύλος κύκλος των αντιφάσεων ενός συστήματος, που αδυνατεί να ικανοποιήσει ζωτικά δικαιώματα και ανάγκες για τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία, την ίδια ακριβώς στιγμή που η άνοδος της παραγωγικότητας, η ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης διαμορφώνουν προϋποθέσεις για άλματα στη ριζική βελτίωση και αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων. Αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο και με πιο παραστατικό τρόπο το πώς η οργάνωση της οικονομίας με κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος, η εξουσία στα χέρια μιας κοινωνικής μειοψηφίας, των εκπροσώπων των μονοπωλιακών ομίλων, γίνεται εμπόδιο για την κοινωνική πρόοδο και ευημερία. Συσσωρεύονται στοιχεία που φανερώνουν την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, δηλαδή της εργατικής εξουσίας, για τη θεμελίωση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, του κεντρικού επιστημονικού σχεδιασμού της οικονομίας, με κριτήριο την διευρυνόμενη ικανοποίηση όλων των κοινωνικών αναγκών.
Το ΚΚΕ είναι το μοναδικό κόμμα που όχι μόνο έχει ως Πρόγραμμα αυτήν τη διέξοδο, αλλά και δεν αποκόβει από αυτόν το δρόμο την πάλη για όλα τα εργατικά-λαϊκά προβλήματα, τις προϋποθέσεις για να δοθούν λύσεις σε αυτά. Είναι και το μοναδικό κόμμα που διαθέτει όλες του τις δυνάμεις, ώστε ο λαός μας, οι εργαζόμενοι να πιστέψουν στη δύναμη και τη δυνατότητά τους να καθορίσουν τις εξελίξεις, να βάλουν τη δική τους σφραγίδα, να υλοποιήσουν αυτήν τη διέξοδο. Τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ παλεύουν από κάθε μετερίζι σε αυτήν την κατεύθυνση, πρωτοστατούν στην οργάνωση των εργατικών- λαϊκών αγώνων για όλα τα προβλήματα, διεξάγουν την ιδεολογικοπολιτική διαπάλη με τις αντιλήψεις, τις διαστρεβλώσεις, τις προκαταλήψεις, που θεωρούν αιώνιο το σημερινό σύστημα, παρόλο που σαπίζει και που προβάλλουν ως μοναδική δήθεν διέξοδο για το λαό την ολοένα και μεγαλύτερη προσαρμογή των αναγκών και δικαιωμάτων του στα όρια που το καπιταλιστικό σύστημα θέτει, με βάση τους “εκσυγχρονισμούς” και τις “αναδιαρθρώσεις” του. Αξιοποιούν τα διάφορα μέτωπα πάλης για να δείξουν τις δυνατότητες του άλλου δρόμου ανάπτυξης, του σοσιαλισμού, καθώς και ότι σήμερα υπάρχουν αυτές οι δυνατότητες στην Ελλάδα.
Γι’ αυτό, άλλωστε, οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες δίνουν τη μάχη, ώστε ο καθημερινός αγώνας να μην εγκλωβίζεται στις διάφορες παραλλαγές της αστικής κυβερνητικής διαχείρισης και στα όρια που καθορίζονται από τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς –ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΔΝΤ κλπ. Υπάρχει, πλέον, πλούσια πείρα στο λαό, από τη δεκαετία που προηγήθηκε και τη στάση όλων των κυβερνήσεων, για να ξεπεράσει τις παγίδες και τα κάλπικα διλήμματα που του στήνουν η κυβέρνηση της ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ –ως ο νέος φορέας της σοσιαλδημοκρατίας– το ΚΙΝΑΛ και τα άλλα κόμματα, στο πλαίσιο της συνεχούς αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος.
Δίνουμε τη μάχη ώστε οι καθημερινοί αγώνες στα διάφορα μέτωπα να οδηγούν στην ενίσχυση του ταξικά προσανατολισμένου εργατικού κινήματος, σε μαζική συμμετοχή στα εργατικά σωματεία, στους φορείς των αυτοαπασχολουμένων-επαγγελματιών, των αγροτών, του ριζοσπαστικού γυναικείου κινήματος, των μαθητών, των φοιτητών. Να δυναμώνει η κοινή δράση, η Κοινωνική Συμμαχία, σε αντικαπιταλιστική-αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, η σύγκρουση με τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, να ανοίγει ο δρόμος στην πάλη για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.» 19
ΣημειώσειςΣημειώσεις
* Ο Γρηγόρης Λιονής είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομίας.
1. Το ΑΕΠ μεταβάλλεται από τρίμηνο σε τρίμηνο τόσο γιατί κάποιοι κλάδοι δραστηριοποιούνται περισσότερο ανάλογα με την εποχή (π.χ. αγροτική παραγωγή, κατασκευές, τουρισμός) όσο και γιατί η οικονομία αλλάζει μέγεθος όσο περνάει ο χρόνος (αυξάνεται στην ανάπτυξη ή μειώνεται στην κρίση). Το εποχικά και ημερολογιακά διορθωμένο ΑΕΠ είναι μια προσπάθεια να εξομαλυνθούν οι διαφορές λόγω εποχής του χρόνου. Αποτυπώνει καλύτερα το μέγεθος της οικονομίας και τις μεταβολές του με το χρόνο «αφαιρώντας» την επίδραση των εποχών και ως εκ τούτου είναι το μέγεθος που μπορεί να αποτυπώσει καλύτερα αν η οικονομία συρρικνώνεται ή αυξάνεται σε επίπεδο τριμήνου. Πρέπει να σημειώσουμε ωστόσο πως με κατάλληλη επιλογή της εποχικής διόρθωσης μπορεί κανείς να αλλάξει κάπως τα στοιχεία και ως εκ τούτου τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία έχουν πάντα και μια «πολιτική χροιά». Για παράδειγμα, το γεγονός πως το εποχικά διορθωμένο ΑΕΠ του 2019/4 είναι αυξημένο κατά 1% σε σχέση με το εποχικά διορθωμένο ΑΕΠ του 2018/4, ενώ το μη εποχικά διορθωμένο ΑΕΠ 2019/4 είναι αυξημένο κατά 0,5% σε σχέση με το εποχικά διορθωμένο ΑΕΠ 2018/4, προβληματίζει αφού αφήνει υπονοούμενα για ακόμα μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ το 2019/4 από την καταγεγραμμένη.
2. Βλ. Μάκης Παπαδόπουλος, «Μπροστά στη νέα διεθνή οικονομική κρίση: «πράσινο new deal» ή σοσιαλισμός;», ΚΟΜΕΠ, τεύχ.4-5/2020.
3. «Η ελληνική οικονομία στη σκιά της διεθνούς επιβράδυνσης», Ριζοσπάστης, 7.9.2019.
4. Η αστική οικονομική σκέψη, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει δαπανήσει «τόννους μελάνης» γύρω απ’ τη σχετική συζήτηση, αν δηλαδή είναι «καλύτερη» μια στρατηγική μεγαλύτερης ενσωμάτωσης στη διεθνή καπιταλιστική αγορά ή αν αντίθετα είναι καλύτερη μια πολιτική έμφασης στην εγχώρια αγορά και παράλληλα ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής. Σε τελευταία ανάλυση η συζήτηση ξεκινά ήδη απ’ τις απαρχές του καπιταλισμού με τη διαπάλη ανάμεσα στην αγγλική και τη γαλλική οικονομική σκέψη. Στην Ελλάδα, η σχετική αστική συζήτηση εχει μεγάλες ιστορικές ρίζες και πήρε διαστάσεις την περίοδο μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με αφορμή και τις σχέσεις της Ελλάδας με τις ευρωπαϊκές οικονομίες. (Σχετική αναφορά υπάρχει στο β΄ τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ.) Στο παρόν άρθρο δεν επιχειρείται μια ανασκόπηση της έννοιας, της πολιτικής που αποτυπώνει και των διαφορετικών οικονομικών συμφερόντων που κρύβονται πίσω από αυτήν. Αναφέρουμε μόνο πως, σε γενικές γραμμές, σε κάθε ιστορική περίοδο, τα συμφέροντα μερίδας ή μερίδων της αστικής τάξης διαφοροποιούνται και καθορίζουν κάθε φορά το πώς στέκεται απέναντι στο εν λόγω ερώτημα.
5. Ηδη απ’ το 2008 οι αστικές αναλύσεις επικέντρωναν στην ανάγκη αναδιαμόρφωσης του τουριστικού «προϊόντος» στην Ελλάδα με στόχο να αυξηθεί ο εξωτερικός τουρισμός σε βάρος του εσωτερικού. Είναι χαρακτηριστική η μελέτη για λογαριασμό του ΣΕΒ –Ελληνική Οικονομία 2020– που αναγόρευε σε «προβληματικό στοιχείο» τη μεγάλη συνεισφορά του εσωτερικού τουρισμού στο σύνολο του κλάδου. Η ανάλυση αυτή αποκτά διαφορετική σημασία αν ειδοθεί ως ανάγκη περιορισμού της αναψυχής των λαϊκών στρωμάτων της χώρας με στόχο να αυξηθεί ο τουρισμός απ’ το εξωτερικό, προς όφελος των μεγάλων τουριστικών ομίλων και των ομίλων των μεταφορών.
6. Οι προτάσεις του ΟΕΕ για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του κορονοϊού, 3/2020.
7. Και εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως το αστικό κράτος, την τελευταία δεκαετία, έχει εξαπολύσει πογκρόμ ενάντια σε ένα κομμάτι της «μαύρης οικονομίας», κατά βάση των αυτοαπασχολούμενων. Αντίθετα απ’ αυτό, το αστικό κράτος αφήνει στο απυρόβλητο τη μαύρη οικονομία των μεγάλων ομίλων και παράλληλα προωθεί όλο και περισσότερες ρυθμίσεις που επιτρέπουν τη νόμιμη φοροαποφυγή του μεγάλου κεφαλαίου.
8. Χαρακτηριστική μορφή τέτοιων συναλλαγών είναι η «προπώληση» δωματίων σε ταξιδιωτικούς πράκτορες που εδρεύουν στο εξωτερικό και η καταγραφή ως εγχώριων τουριστικών εσόδων των εσόδων της προπώλησης. Στη συνέχεια, το τουριστικό πρακτορείο «πουλάει» σε πολύ υψηλότερες τιμές τα δωμάτια και μεγάλο κομμάτι των πραγματικών εσόδων της ξενοδοχειακής εκμετάλλευσης καταγράφονται ως κέρδη του τουριστικού πρακτορείου. Φυσικά τέτοιου τύπου συναλλαγές –και πιθανά άλλες πολύ πιο περίπλοκες– μπορούν να πραγματοποιήσουν μόνο μεγάλες τουριστικές μονάδες. Τα ανεκδοτολογικά στοιχεία από τις τουριστικές περιοχές, που υποστηρίζουν πως κομμάτι του εργατικού δυναμικού μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων λαμβάνει σημαντικό τμήμα της αμοιβής του «μαύρα», οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τέτοιου τύπου συναλλαγές είναι κοινός τόπος.
9. Στο παρόν άρθρο δεν εξετάζουμε το κομβικό ζήτημα της υγείας του λαού και του ταξικού χαρακτήρα των μέτρων διαχείρισης, που θυσιάζουν την υγεία του λαού στο βωμό του κέρδους. Εξετάζουμε κατά βάση τα μέτρα περιορισμού και την επίδρασή τους στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου.
10. Ομιλία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή για την κυβερνητική πολιτική σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στη χώρα, 30.4.2020.
11. Ε. DeFilippis κ.ά. «Συνεργαζόμενοι κατά τη διάρκεια του κορονοϊού: Η επίδραση του Covid-19 στη φύση της εργασίας –COLLABORATING DURING CORONAVIRUS: THE IMPACT OF COVID-19 ON THE NATURE OF WORK», NATIONAL BUREAU OF ECONOMIC RESEARCH, Working Paper 27612, Ιούλης 2020.
12. Π.χ. η παραγωγή μέσων παραγωγής ή ακόμα και η παραγωγή των λεγόμενων «διαρκών καταναλωτικών αγαθών» (π.χ. ρούχα, έπιπλα κ.ά.) θα μπορούσε να διακοπεί.
13. Π.χ. υποστηρίζει πως με κρατικές εγγυήσεις 2 δισ. ευρώ τα δάνεια που θα δώσουν οι τράπεζες στις επιχειρήσεις θα φτάσουν τα 7 δισ. ευρώ.
14. Δελτίο Εκτέλεσης Προϋπολογισμού, Ιούλης 2020.
15. Αν επενδυθεί, π.χ., 1 εκ. ευρώ, υπεραπόσβεση 200% σημαίνει πως θα αφαιρεθούν απ’ τα φορολογητέα έσοδα 2 εκ. ευρώ, που με ένα συντελεστή φορολογίας 25% μεταφράζεται σε 500 χιλιάδες ευρώ κέρδος για το κεφάλαιο. Έτσι, η μισή επένδυση πρακτικά επιδοτείται άμεσα από το κράτος.
16. ΣΕΒ, Οικονομία και Επιχειρήσεις, τεύχ. 185, 11.6.2020.
17. Οι τιμές κυμαίνονται περίπου στα 10ευρώ/λίτρο για συσκευασίες των 3 λίτρων.
18. Για μια κριτική της πολιτικής γραμμής Κέινς, Βλ. Μάκης Παπαδόπουλος, «Μπροστά στη νέα διεθνή οικονομική κρίση: «πράσινο new deal» ή σοσιαλισμός;», ΚΟΜΕΠ, τεύχ.4-5/2020.
19. Ανακοίνωση - Κάλεσμα της ΚΕ του ΚΚΕ, ΚΟΜΕΠ, τεύχ.4-5/2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου