Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ

"Των εν ερημίαις και όρεσι..." (εκδόσεις "Εντός"). Σ' ερημιές και λεσβιακά βουνά ο μεγάλος αγώνας.

Μυθιστόρημα για τον Εμφύλιο στη Λέσβο το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του Μιχάλης Λιαρούτσος. Βιογραφείται ο αντάρτης Λευτέρης, Γραμματέας της ΕΠΟΝ, ο οποίος όταν απαγορεύτηκε η εφημερίδα «Ελεύθερη Λέσβος», την έβγαζε παράνομα σε πολύγραφο. 
Στα 1947, ξένοι επικυρίαρχοι, τώρα Αγγλοι κι Αμερικάνοι κανόνιζαν την πορεία της χώρας μας. Αρχίζει αντάρτικος αγώνας. Σαράντα περίπου αντάρτες βρίσκονταν στα λεσβιακά βουνά, χωρισμένοι σε τρεις ομάδες. Αρκετοί, με τους Πασχαλιά και Καλαλέ, στα βουνά της Αγιάσου, κάμποσοι με τον Μπούρα στη βορειοδυτική περιοχή, λίγοι με τον Πιταούλη στο Μανταμάδο. Σιωπή και μυστικότητα σκεπάζανε την παρουσία και τις κινήσεις τους. Φροντίδα τους η ανασυγκρότησή τους, ύστερα από δραματικά γεγονότα.

Τραγικές στιγμές. Ο αντάρτης Αποστόλης πολεμά μόνος με χωροφύλακες στα Στραβολάγκαδα. Σώθηκαν οι σφαίρες του, οι χωροφύλακες τον πλησιάσανε. Ένας τράβηξε μαχαίρι και του 'κοψε το κεφάλι. Το πήρανε και το γυρίζανε στα χωριά να το δείχνουνε. Το θάψανε σ' ένα χωράφι στις Λάμπες. Το σώμα τ' αφήσανε άθαφτο! Οι σύντροφοί του ψιθυρίσανε το πένθιμο εμβατήριο: «Επέσατε θύματα, αδέλφια εσείς, σ' άνιση μάχη κι αγώνα...».
Ο Μήτσος σκοτώθηκε από ένα κλαράκι που μπλέχτηκε στη σκανδάλη του αυτόματου όπλου, που δεν το 'χε ασφαλισμένο. Οι αντάρτες φτιάξανε νεκροκρέβατο από ξύλα και κλαριά και κουβαλώντας τον στους ώμους ανεβήκανε στην κορφή, ανοίξανε λάκκο, είπε κάμποσα λόγια ο καπετάνιος, μερικοί ψάλανε το Πένθιμο Εμβατήριο και τον θάψανε.


Ο Λευτέρης βγαίνει στο βουνό
Όταν ο Λευτέρης έφτασε στο λαγκάδι ο καπετάνιος Πασχαλιάς
του 'δειξε τις εγκαταστάσεις τους. Τρία αμπριά για τους άντρες, το μαγειρείο, αμπράκι γι' αποθήκη και αποχωρητήριο. Ολ' αυτά στη «χαλατσιά», φτιαγμένα μαστορικά, καμουφλαρισμένα, κάπου τον Οχτώβρη του 1947. 

Με την περήφανη φωνή του ο Κυριάκος είπε:

«Τώρα Λευτέρη είμαστε καλά, επιτέλους συμμαζευτήκαμε. Ακόμα και διαλέξεις κάνουμε. Ο Κυπαρίσσης είναι ο διαφωτιστής μας. Διαβασμένο παιδί. Είναι κι ο Νάσος κι ο καπετάνιος μας. Πολλά μας μαθαίνουνε, κατατοπιζόμαστε. Έχουμε και ραδιόφωνο, σ' ένα μικρό αμπρί. Ο Παναγιώτης ο Χαβαράνης το δουλεύει. Θα πας κι εσύ μαζί του. Έτσι είπε ο καπετάνιος. Να 'χουμε καθημερινό δελτίο ειδήσεων.
Εσύ ξέρεις γράμματα, θα κρατάς σημειώσεις και θα μας τα λες. Ναι, τώρα είμαστε καλά, Λευτέρη. Έχουμε κι επιτυχίες αυτούς τους δυόμισι μήνες που είμαστε στ' αμπριά. Αφοπλίσαμε χωροφύλακες, ΜΑΥδες, μπήκαμε σε χωριά, Βασιλικά, Μπαλτζίκι. Κάθε τόσο κατεβαίνουμε στους αμαξόδρομους. Σταματούμε αυτοκίνητα, μιλούμε σε κόσμο. Πληθαίνουμε, όλο και καινούριοι αντάρτες έρχονται στις γραμμές μας. Από σαράντα, τώρα είμαστε εβδομήντα πέντε και βάλε. Δεν είναι λίγο. Βάρδα μονάχα από προδοσιά! Μόνο έτσι μπορεί να χάσουμε τούτο το στέκι. Να το υπερασπιστούμε για να το κρατήσουμε, δε γίνεται λόγος.
Ούτε άλλος τόπος προσφέρεται, ούτε έχουμε τα μέσα. Αν σε κάτι τούτο το μέρος αξίζει, δεν είναι γιατί έχουμε έναν τόπο οχυρό, αλλά γιατί είναι τόπος εντελώς αψηλάφητος. Από δω η "χαλακιά", αντίκρυ μια απότομη πλαγιά, στη σμίξη τους η αρχή τούτου του ρηχού και στενού λαγκαδιού. Ολόγυρα βράχια, πέτρες, γλίστρες, πουρνάρια, πυκνά πεύκα, ούτε ίχνος μονοπατιού ή γιδόστρατας. Πού να φανταστεί κανένας ότι εδώ κάτω έχουν εγκαταστάσεις οι αντάρτες! Κι αν ακόμα φανούν κάποια αποσπάσματα σε τούτα τα μέρη, δε θα κατεβούν χαμηλά. Θα περάσουν την πλαγιά ψηλότερα, θα ανιχνεύσουν, δε θα δουν τίποτα και θα τραβήξουν πέρα. Γι' αυτό είπα: Μόνο η προδοσία! "Η προδοσία"! Πρώτα το λύγισμα, η λιποψυχιά, ύστερα η λιποταξία! Τα επακόλουθα γνωστά».
«Πρέπει να επαγρυπνούμε, Κυριάκο», είπε ο Λευτέρης.
«Μα αυτό κάνουμε συνέχεια, Λευτέρη! Μπορείς όμως να ξέρεις την κάθε στιγμή, τι συμβαίνει στην ψυχή ενός ανθρώπου;». 
Χαρακτηριστική, περιγραφική, κι αποκαλυπτική η αφήγηση αυτή του Πασχαλιά.
Κάποτε στο βουνό έρχεται και κάποια ευχάριστη είδηση: «Συναγωνιστές, ακούστε. Σχηματίστηκε σήμερα κυβέρνηση του Βουνού. Απ' το πρωί ο Δημοκρατικός Στρατός χτυπά την Κόνιτσα! Τόπε το ραδιόφωνο της Αθήνας!».

Βαθιά ανθρώπινες στιγμέςΜια ποιοτική κι ανθρώπινη σκηνή, ο φυλακισμένος μελλοθάνατος του αντιτορπιλικού «Μιαούλης» των φυλακών «Μουσταφά Μπάρακς» στην Αφρική. Έκανε τη χτένα του μαντολίνο κι έπαιζε σιγανοτραγουδώντας σκοπούς του νησιού του, για να ξεχνάνε τους πόνους του στομαχιού τους. Ή άλλους, πιο μελαγχολικούς «μην κλαις, γλυκιά Μαριώ, γρήγορα θα ξανάρθω!..».
Καταφεύγανε στο βουνό, για να ξεφύγουν από διώξεις και κυνηγητά. Ήταν ψυχικά προετοιμασμένοι για μάχες και πόλεμο. Τ' άλλα, την πείνα, τη δίψα, τις βροχές, την παγωνιά, τον ύπνο πάνω στο χώμα, κάτω απ' τ' αστέρια τ' ουρανού, τις συνεχείς, μετακινήσεις και πορείες, χωρίς την παραμικρή ξεκούραση, ούτε τα υποπτεύονταν.

Ακούνε ραδιόφωνο στο βουνό και αντί για τον εκφωνητή, κάτι το μαγευτικό μπαίνει στη θέση του. Ο λυγμός ενός βιολιού και το ζεστό τραγούδι μιας τραγουδίστριας, που σαγηνεύει: «Τα μάτια, τα δικά σου τα μάτια. Τα μάτια, που έχουν τόση γλύκα!». Αναστατώνονται οι αντάρτες: «Ασ' τοοο! Αυτούουου. Μην το βγάζεις». Αλλά η μαγεία χάνεται.


Σκληρός ο αγώνας του αντάρτικου. Λιποταξία σημαίνει ζημιά, καταστροφή, και κίνδυνο θανάτου. Ο λιποτάκτης, θέλει δε θέλει, περνά στην υπηρεσία του αντίπαλου, προδίνει, ακόμα παίρνει κι όπλο και κυνηγά τους χτεσινούς συντρόφους του. Έγινε και λιποταξία από κάποιον που πρόδωσε τ' αμπριά.

Μεγάλη υπόθεση το ψωμί. Πεινάνε λυσσασμένα. Γι' αυτό τρώνε ό,τι βρίσκουν, αναμμένο αλεύρι, πικρές ελιές, σαρδέλες παστές, που τις πιπιλίζουν, να μείνει η αρμύρα στο στόμα, ίσως και χορτάσουν. Λιώνανε στην πείνα, να τους τρώει η ψείρα να τρέχουνε σαν την άδικη κατάρα και να τους ντουφεκάνε συνέχεια. Πιπιλίζανε στο στόμα ένα άχυρο, να ξεγελάσουνε την πείνα τους. Ένα μισοσάπιο κρεμμύδι το μοιραστήκανε δύο.


Σκοτώσανε τον Γιώργο Σάμιο. Η δύστυχη μάνα του έφτασε ως εκεί που τον είχανε πεταμένο, να ζητήσει τ' άψυχο σώμα του, να το νεκροστολίσει και να το θάψει. Και βρήκε μπροστά της κανίβαλους. «Βουλγάρα, προδότρα, παλιοβρώμα, παλιομάνα τούτου του ληστή! Τολμάς κι έρχεσαι να τον δεις κιόλας!». Βάλανε τις φωνές και χίμηξαν πάνω της και τη δέρνανε.

Σε μάχη στα Στραβολάγκαδα πήραν ένα γουρούνι εξήντα οκάδες και δώσαν ένα λεβέντη με το ίδιο βάρος! «Ωραία ανταλλαγή», έλεγε με πληγωμένη την καρδιά ο Μπούρας. Ένα παλικάρι ο Φάνης Μουλάς, πρώτος τραυματίας του αντάρτικου. Στα «Ξενοτάφια», αρχές του '47. Η σφαίρα ακόμα βρισκόταν στο μπράτσο του. Κι ούτε ήταν να βγει. Ποιος θα την έβγαζε; Υστερα μόνη της η πληγή έγιανε, αφήνοντας σαν ενθύμιο της μάχης τη σφαίρα στο μπράτσο του.

Εκτελέσεις και παρανομία μαχητών
Ακατόρθωτη η ανθρώπινη επικοινωνία στο βουνό. Αντιμετωπίζανε συνέχεια το κρύο, την πείνα, την αγρύπνια, την κούραση, την αγωνία, το θάνατο! Οι άνθρωποι του μαρτυρίου, οι αντάρτες, δε βρέθηκαν να τριγυρίζουν στα βουνά από αποκοτιά ή επειδή τους άρεσε. Κάποιοι τους εξανάγκασαν σ' αυτό. Οι ξένοι πρώτα, Άγγλοι κι Αμερικάνοι, κι από κοντά οι ντόπιοι φίλοι τους, αντιδραστικοί, δοσίλογοι, ταγματασφαλίτες και βάλε. Ανάμεσά τους, πρώτος και καλύτερος, ο μεγάλος Αφέντης, που ήταν κι ο αρχηγός, που όλοι αυτόν άκουγαν και σ' όλους έδινε διαταγές και οδηγίες.


Τουφέκισαν εφτά λίγο έξω από την πόλη. Την Πρωτομαγιά πάει εκδρομή το γυμνάσιο θηλέων. Κάποιες μαθήτριες είπαν: «Εδώ πιο πέρα είναι θαμμένοι οι αντάρτες που τουφέκισαν». Τα κορίτσια άρχισαν να μαζεύουν λουλούδια, παπαρούνες και μαργαρίτες και να τα βάζουν πάνω στους νιόσκαφτους τάφους.
Ο Λευτέρης, ο πρωταγωνιστής στο βιβλίο, δηλαδή ο συγγραφέας του Μιχάλης Λιαρούτσος, σε μια μάχη τραυματίστηκε βαριά. Τον κατεβάσανε στην πλάτη τους δυο αντάρτες από το βουνό στην πόλη. Εκεί κρύφτηκε.


Στον "Επίλογο" ο συγγραφέας κάνει απολογισμό τι γίναν οι αντάρτες στη Λέσβο. Σκοτωθήκανε στο βουνό, πιαστήκανε, εκτελεστήκανε, προδοθήκανε καθώς ήτανε στην παρανομία κι επικηρυγμένοι για τ' αργύρια
 
Το 1949 ο γέρο Κώστας Δελήρογλου κυκλώνεται και πριν σκοτωθεί φώναξε: «Ιγώ ρε πουτάνις έφαγα τα ψουμιά μ', δεν παραδίνουμι». Σκληρές αλλά και ποιητικές οι περιγραφές των αγωνιστών της Λέσβου από τον σύντροφό τους «Λευτέρη».

Αξέχαστη θα μείνει η μνήμη τους!
Το πολύ επιτυχημένο ξώφυλλο, μ' ένα ξερό τοπίο στο λεσβιακό Όλυμπο, φιλοτέχνησε ο φίλος, ξεχωριστός Λέσβιος ζωγράφος, Γιώργος Πέρρος.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια: