Τα βασικά για το Boxpark
Το Boxpark αποτελεί μια νέα οικοδομική μορφή εμπορικού κέντρου
συγκροτούμενο από 40 ναυτιλιακά κοντέινερς εγκατεστημένα το ένα δίπλα
στο άλλο και άλλα 20 επιπλέον τοποθετημένα πάνω από τα τελευταία.
Με αυτό τον τρόπο, δημιουργείται μια έκταση περίπου 300 τετραγωνικών
μέτρων ενός συγκροτήματος από εμπορικά καταστήματα, εστιατόρια,
καφετέριες και μπυραρίες. Ο αρχιτέκτονας του πρώτου παγκοσμίως pop-up
εμπορικού κέντρου ονομάζεται Roger Wade, ο οποίος πριν από αυτό έχει
ιδρύσει την βρετανική Street fashion εν ονόματι Boxfresh. Το Boxpark
βρίσκεται γεωγραφικά στην περιοχή Bethnal Green – Shoreditch στο
Ανατολικό Λονδίνο και συγκεκριμένα αποτελεί προέκταση του ανακαινισμένου
σταθμού τρένου με την ονομασία Shoreditch High Street Station.
Τα βασικά για τα boxrooms
Αν και το Boxpark χαρακτηρίζεται ως το πρώτο pop-up εμπορικό κέντρο
βασισμένο στη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική, σε δεκάδες μέτρα ανατολικά
μπορεί να βρεί κανείς τα επονομαζόμενα boxrooms. Τα boxrooms, όπως
κυριολεκτικά μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί από τις λέξεις που
συντίθεται ο εν λόγω όρος, είναι κατοικήσιμα δωμάτια τα οποία έχουν τη
όψη μικρών κουτιών. Τα boxrooms στην καρδιά του Λονδίνου, και όχι μόνο,
αποτελούν πλέον τη σύγχρονη μορφή κατοικίας για χιλιάδες εργαζόμενους.
Συγκεκριμένα, τα boxrooms, είναι προς ενοικίαση δωμάτια στα οποία
υποτίθεται κάποιος να μπορεί να ζήσει και να κάνει αυτά που μπορούσε να
κάνει σε μια αξιοπρεπής κατοικία. Έχει ενδιαφέρον από αρχιτεκτονικής
άποψης ότι η στενότητα του χώρου ως “κατοικίας” που βλέπετε στην
φωτογραφία:
να χαρακτηρίζεται πέρα από την έννοια της στενότητας. Είναι ενδιαφέρον επίσης από οικονομικής απόψης ότι μια τέτοια “κατοικία” υπολογίζεται περίπου από 700 μέχρι και 800 στερλίνες μηνιαίως.
Η γενεαλογία του boxroom
Η ιδέα του boxroom πάντως δέν είναι καινούργια. Τουναντίον, η
σημερινή μορφή του boxroom μπορεί πολύ εύκολα να ταυτιστεί και να
αντιστοιχηθεί εννοιολογικά με τα λεγόμενα “πισινά” (αλλιώς “βοηθητικά”)
ή και τις τρώγλες που διαμένουν οι μετανάστες σε διάφορες χώρες του
πλανήτη οι οποίοι απασχολούνται στις υπηρεσίες φροντίδας. Το φαινόμενο
αυτό μόνο είχε απασχολήσει και τον Engels (βέβαια οι λαικές ανάγκες τότε
ήταν διαφορετικές και σίγουρα λιγότερες) ο οποίος τα περιγράφει γύρω
στα 1840 ως εξής: “μικρά σπίτια, με τα τρία ή τέσσερα διαμερίσματά τους
και μια κουζίνα, ονομάζονται cottages (αγροκήπια) και αποτελούν συνήθως
σ΄ όλη την Αγγλία, μ΄ εξαίρεση μερικές συνοικίες του Λονδίνου, τις
κατοικίες της εργατικής τάξης”{1}. Ένα δωμάτιο
κυριολεκτικά μόνο για ύπνο, αλλά εν δυνάμει και για όλα τα υπόλοιπα που
κυριολεκτικά όμως δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να γίνουν.
Η ιδέα του box είναι η ιδέα της αυτολιτότητας. Είναι η ιδεολογία που
προωθεί ο καπιταλισμός στους εργαζόμενους, ότι δηλαδή για την κρίση του
συστήματος φταίνε αυτοί που ήθελαν στέγη ή επιχείρηση. Είναι ενδιαφέρον,
όμως, το γεγονός ότι αυτή η ιδέα της λιτής κατανάλωσης χώρου όχι μόνο
ζει δίπλα από τα πελώρια και επιβλητικά κτίρια του τραπεζιτικού
κεφαλαίου, καθώς η εξάπλωση των boxrooms έχει ενεργή συνεισφορά στον
εξευγενισμό (gentrification) της περιοχής – δημιουργώντας “εναλλακτικές
αγορές” – με σκοπό την “έξωση” μεγάλου αριθμού κατοίκων με την
κατακόρυφη σχεδόν βίαιη άνοδο των ενοικίων. “Από που προέρχεται λοιπόν η
στενότητα κατοικίας; Πως δημιουργήθηκε; Ο κύριος Ζαξ, ως καλός αστός,
δεν επιτρέπεται να ξέρει οτι αυτό είναι αναγκαίο δημιούργημα της αστικής
κοινωνικής μορφής, οτι δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς στενότητα κατοικίας
μια κοινωνία όπου η μεγάλη εργαζόμενη μάζα εξαρτάται αποκλειστικά από το
μισθό της εργασίας, δηλαδή από το ποσό των μέσων συντήρησης…” {2}.
Ο Engels είναι αδιαμφισβήτητα πιο επίκαιρος από ποτέ αν και το κείμενο
γράφτηκε το 1872. Η στενότητα της κατοικίας δεν θα μπορούσε να μην
εξαρτάται αποκλειστικά από το μισθό της εργασίας, αφού είναι ένα
πραγματολογικό γεγονός το οποίο είναι αδύνατον να μην το καταδείξει ο
καθένας αντικειμενικά.
Το αισθητικοποιημένο μεταμοντέρνο εμπορικό κέντρο
Επιπλέον, το Boxpark δίνει μια λύση – αισθητικοποιημένη τρώγλη – σε
μικρομαγαζάτορες, για σκοπούς ανταλλαγής υπηρεσιών και μόνο. Αφού δεν
υπάρχει η οικονομική δυνατότητα να βρεθεί ικανοποιητικός χώρος
αισθητικοποιείται η στενότητα. Είναι χαρακτηριστικό πάντως το γεγονός
ότι τα ναυτιλιακά κοντέινερς του Boxpark είναι τόσο μικρά που
αναγκαστικά οι εργαζόμενοι και οι μικροεπιχειρηματίες είναι έξω στα
πεζοδρόμια την περισσότερη ώρα, μπαίνοντας μέσα σε αυτό μόνο την ώρα της
πληρωμής ή για συγκεκριμένη διευκρίνιση του προιόντος. Το τελευταίο
ολοκληρωμένο έργο των καπιταλιστικών ομίλων, οι οποίοι εισέβαλαν στην
καρδιά των εργατικών συνοικιών στην περιοχή και συγκεκριμένα γύρω από το
Boxpark ωσάν να είναι το κέντρο του κύκλου, είναι για παράδειγμα το
Αvant-garde Τower:
Εκτός από το ότι το Αvant-garde Τower έχει ως γραφειακές βάσεις διάφορες εταιρίες, διαθέτει επίσης διαμερίσματα προς ενοικίαση μέχρι και 850 αγγλικές στερλίνες την εβδομάδα.
Επίσης, το όνομα που δόθηκε στο κτίριο έχει τη δική του σημειολογία,
καθώς αρμόζει στην εναλλακτική μεταμοντέρνα ατμόσφαιρα της
αποπολιτικοποιημένης αισθητικής της περιοχής. Ακόμα, είναι ενδεικτικό
ότι το Αvant-garde Τower είναι ακριβώς απέναντι από το Boxpark, ενώ
λίγες εκατοντάδες μέτρα ανατολικότερα μπορεί κάποιος να διακρίνει τα
αμέτρητα boxrooms.
Το πολιτικό-ιδεολογικό υπόβαθρο
Τα πολιτικό-ιδεολογικά χαρακτηριστικά που αντλούνται από έμπρακτη
ιδέα του εμπορικού κέντρου Βoxpark δεν απέχουν από την σύγχρονη έννοια
της εργατικής “κατοικίας” του boxroom. Μια από τις πρότασεις που μπορεί
να εντοπίσει κανείς αναφορικά με το Boxpark στον αντίστοιχο ιστότοπο
είναι η εξής: “puts creativity and fashion back where they belong: on the street” – μεταφρασμένο: βάζει την δημιουργηκότητα πίσω εκεί όπου ανήκει: στο δρόμο –
όπου σε σχέση με τα boxrooms, δεν βγάζουν μόνο στο δρόμο την μόδα και
την τέχνη αλλά και τους ενοίκους των boxrooms ζώντας σε μια μη βιώσιμη
κατοικία με αποτέλεσμα να δικαιολογείται το ατέλειωτο μαρτύριο της
εργασιακής υπερωρίας και του να “ζει κανείς στο πόδι”, αφού στο boxroom,
ακριβώς, δεν μπορεί να ζει κανείς. Το ατελείωτο μαρτύριο της εργασιακής
υπερωρίας και η “ζωή στο πόδι”, αποτελούν τα μέσα εκείνα τα οποία
επιτρέπουν να γίνεται “εφικτή” η πληρωμή του μη βιώσιμου ενοικιασμένου
boxroom. H λογική του Boxpark κινείται σε αυτόν το άξονα της εγγενούς
ευελιξίας, δηλαδή να ξεπετάγεται παντού ανα πάσα στιγμή στην καρδιά των
εργατικών συνοικιών, εκεί δηλαδή που πληθυσμός δεν μπορεί να πάει στο
σπίτι του. Με αυτόν τον τρόπο, στο καπιταλιστικό σύστημα, μικρό και
ευέλικτο σημαίνει κατ’ ανάγκην εναλλακτικό και ριζοσπαστικό. Ως
παράδειγματα αυτής της καπιταλιστικής συλλογιστικής, μπορούν να
θεωρηθούν τα καταστήματα βιολογικής αγροτικής καλλιέργειας όπου είθισται
να τα βρίσκει κανείς κρυμμένα μια σταλιά σαν οάσεις υγείας. Η λογική
του Boxpark είναι με άλλα λόγια ο “on the street” τρόπος ζωής, δηλαδή
ένας τρόπος ζωής που όλα γίνονται στο πόδι και ενώ τα άτομα βρίσκονται
σε μια διαρκή εγρήγορση, “οάσεις” εναλλακτικής διασκέδασης, αγοράς και
τέχνης ξεπετάγονται από παντού. Έτσι, και ενώ η έννοια της κατοικίας
για παράδειγμα εξαλείφεται με την χρήση των boxroοοms, εξισορροπείται
αρμονικά με το pop-up εμπορικό κέντρο το οποίο παρέχει αυτό που δεν
μπορεί κανείς να κάνει στην δική του κατοικία.
Η πολιτική γεωγραφία
Παράλληλα, ενδιαφέρον έχει και η τοποθεσία που έχει εμφανισθεί το
Boxpark. Η γεωγραφική περιοχή αυτή του Λονδίνου ιστορικά, αλλά μέχρι και
σήμερα, είναι αποκλειστικά κατοικήσιμη από την εργατική τάξη. Γράφει ο
Engels στο κεφάλαιο “Οι μεγάλες πόλεις” στο “Η κατάσταση της εργατικής
τάξης στην Αγγλία“ γραμμένο γύρω στα 1840: “Ωστόσο η μεγαλύτερη εργατική
συνοικία βρίσκεται στ΄ ανατολικά του Πύργου του Λονδίνου, στο
Whitechapel και Bethnal Green, όπου υπάρχει συγκεντρωμένη η μεγάλη μάζα
των εργατών”{3}. Είναι ενδιαφέρον να ανατρέξει κανείς στο
σχετικό βιβλίο του Engels για να βιώσει την ιστορικότητα της περιγραφής
της κατάστασης των εργατών στην περιοχή του Bethnal Green και όχι μόνο.
Μέσα σε μόλις λίγα χρόνια η έλευση μικρών “εναλλακτικών μαγαζιών” –
υπηρεσιών ως επί το πλείστον μόδας, μπυραρίες καφέ – έχει συμβάλει στην
αισθητικοποίηση της περιοχής με ένα καθαρά αποπολιτικοποιημένο και
υπερταξικό περιοχόμενο. Τα μεγάλα κτίρια με εταιρίες ΙΤ και τραπεζιτικών
υπηρεσιών άρχισαν την τελευταία δεκαετία να φυτρώνουν ακριβώς στην
περιοχή των εργατικών συνοικιών και σιγά-σιγά να αποδεκατίζουν τις
λαϊκές οικογένειες αλλάζοντας τον οικονομικό, ταξικό και κοινωνικό
χαρακτήρα της περιοχής.
Το ύψος των ουρανοξυστών έχει κυριολεκτικά επιβληθεί στις εργατικές
συνοικίες του Ανατολικού Λονδίνου. Το κεφάλαιο που οργιάζει στο κέντρο
του Λονδίνου κυριαρχεί σε περιοχές που συγκεντρώνεται η εργατική τάξη
και την εκτοπίζει, ως επί τω πλείστον, στα βόρεια και νότια προάστια,
όσο πιο μακριά δηλαδή γίνεται από το κεντρικό Λονδίνο. Μιλώντας με
φιλελεύθερους πολιτικούς όρους τύπου “Tea Party”, σκοπός της εκτόπισης
είναι η δημιουργία μιας πόλης η οποία θα είναι “καθαρή” από την φτωχή
εργατική τάξη και την εγκληματική, κατά τους καπιταλιστές, φύση της.
Επιπρόσθετος στόχος των καπιταλιστικών συμπαιγνιών, είναι η δημιουργία
μια πόλης αισθητικά ικανής που θα έχει την δυνατότητα να γίνει άξια
θεάματος. Μιας πόλης όπου η εκμετάλλευση της εργασίας θα έχει
επιταχυνθεί στο άκρο δημιουργώντας διαρκώς υπεραξία. Είναι
χαρακτηριστικό ότι από την μια άκρη του Ανατολικού Λονδίνου βρίσκεται το
Canary Wharf
και από την άλλη το Σίτι του Λονδίνου |
και στην μέση η περιοχή του Shoreditch, η οποία εκ των πραγμάτων βρίσκεται εντός μια κεφαλαιοκρατικής μέγγενης. Ο προφανής στόχος λοιπόν είναι το ‘Canary Wraf-isation’ της περιοχής του Shoreditch ώστε να εισχωρήσει το κεφάλαιο στην ανοικοδόμηση και ανάπτυξη ακινήτων από μεγαλοεπενδυτικές εταιρείες. Η πολεοδομική επενδυτική μανία των καπιταλιστικών κέντρων κατορθώνει επίσης τον εξευγενισμό (gentrification) της εκάστοτε περιοχής με συνοδεία μια λεπτεπίλεπτη αισθητική και καλλιτεχνική μάσκα ανάδειξης ενός εναλλακτικού αστικού χιπστερισμού όπου το “have fun” – περνάμε καλά – και το “hanging out” – συχνάζουμε με παρέα ή και μόνοι – να είναι ο ουσιαστικότερος στόχος.
Το Βoxpark ως “εναλλακτικός” τρόπος ψυχαγωγίας
Το εμπορικό κέντρο Βoxpark θεωρείται μια εναλλακτική
εμπορευματοποιημένη ενότητα της μεταμοντέρνας καλλιτεχνικής δημιουργίας
με το προς πώληση προϊόν. Τα διαμορφωμένα σε μικρούς και στενούς χώρους
καταστήματα οριοθετούν τον ορίζοντα του χώρου ωσάν αυτός να προσδιορίζει
την εναλλακτικότητα έναντι στο κλασικό, πελώριο και αντιαισθητικό
εμπορικό κέντρο. Ο μεταμοντέρνος, δηλαδή, σχεδιασμός του Boxpark είναι
τέτοιος που φαινομενικά παρουσιάζεται ως ο ριζοσπαστικός τρόπος
εναλλακτικής διασκέδασης, αγοράς προϊόντων και δημιουργικότητας. Σε αυτή
την περίπτωση το πρόβλημα του καπιταλισμού εκλαμβάνεται σαν η αδυναμία
του να αφήσει τους καλλιτέχνες να δημιυργήσουν. Για αυτό και το Boxpark
απευθύνεται ανεξαρτήτως τάξης, σε εκείνους που επιθυμούν να βιώσουν τον
“καλλιτεχνικά δημιουργικό καπιταλισμό” ακόμη και αυτοί που έχουν
σχετικά οικονομική στενότητα. Φυσικά αυτοί που αδυνατούν να αγοράσουν
προιόντα σε απόλυτο βαθμό αποκελίονται από την γεωγραφία με συνοπτικές
διαδικασίες, εκ των πραγμάτων. Από την μια, οι ίδιοι οι θιασώτες και όχι
μόνο του Boxpark θα μπορούσαν να κατακρίνουν την κλασική ιδέα του
μεγαθηρίου εμπορικού κέντρου, αλλά την ίδια στιγμή να συνεχίζουν να
ενθαρρύνουν την δημιουργική και ψυχαγωγική ευκαιρία που δίνει ένα άλλο
εμπορικό κέντρο, το Boxpark. Είναι ο εμπορικός και καλλιτεχνικός
παράδεισος των χίπστερ που κατόρθωσαν να γίνουν το μέσο της
μεταμοντέρνας εμπορευματοποίησης της αντικουλτούρας. Είναι αυτοί που
κατάφεραν να πάρουν την avant-garde και να την κάνουν το καλλιτεχνικό
όπλο της καπιταλιστικής αποδόμησης της αισθητικής, είναι αυτοί οι νευρωτικοί dickheads που δεν ξεχωρίζουν την τέχνη από την διαφήμιση.
Θέαμα και εναλλακτικότητα ως μανδύας της ταξικής εκμετάλλευσης
Το Βoxpark είναι ένα παράδειγμα αποδοχής της αισθητικοποιημένης
εναλλακτικότητας που παράγει το κεφάλαιο για να κάνει ανεκτό και μπορετό
ένα αβίωτο βίο. Στην πιο πάνω φωτογραφία γίνεται διακριτή η
μεγαλοαστικοποίηση που προωθεί το κεφάλαιο σε μια καθαρά εργατική
περιοχή:
Αυτή η γεωμετρική έκταση είναι ακριβώς το γεωγραφικό σημείο όπου θα
μπορούσε να διακρίνει ο κάθε ανυποψίαστος τουρίστας την αλλαγή από τα
επιβλητικά και αστραφτερά γυάλινα κτίρια των μεγαλοεπιχειρηματικών
κύκλων στις εργατικές λαϊκές συνοικίες. Ακριβώς σε αυτό το σημείο η
κεφαλαιοκρατική παραγωγή οικοδομεί στο παρόν ένα συγκρότημα
διαμερισμάτων και γραφείων από 51 ορόφους ουρανοξύστη σχεδιασμένο από
τους Foster + Partners. Το ντυμένο σλόγκαν που αναγράφεται από καιρό και
για όσο καιρό θα χτίζεται είναι το εξής: “Τhe Un Square Mile – Where
the City Meets Shoreditch” (μετάφραση: όπου το Σίτυ συναντά το
Σόρεντιτς. Το Σίτυ θεωρείται η κατεξοχήν περιοχή της μεγαλοαστικής τάξης
στην Αγγλία):
Η επιγραφή είναι καταδεκτική όσο αφορά τους σχεδιασμούς της
μεγαλοαστικής τάξης, δηλαδή να αλλάξει την οικονομική και κοινωνική υφή
της περιοχής εις βάρος της λαϊκής οικογένειας. Ακριβώς δεν είναι τυχαίο
που στο κέντρο αυτής της εξελισσόμενης πολεοδομικής ανάπλασης είναι και
το Boxpark το οποίο ξεπετάγεται σαν η καλλιτεχνική υφή της
καπιταλιστικής αυτής αστικής υπεροχής.
Το γεωγραφικό σημείο στο οποίο το Σίτι του Λονδίνου συναντάει το
Shoreditch, δηλαδή την αφετηρία των εργατικών συνοικιών του Ανατολικού
Λονδίνου, συνιστά σημείο προς κατάργηση, ακύρωσης δηλαδή της γεωγραφικής
απόστασης η οποία διαχωρίζει την καρδιά του επιχειρηματικού και
χρηματοοικονομικού κέντρου από την εργατική τάξη. Η καπιταλιστική
πολεοδομική παραγωγή καταργεί την γεωγραφική απόσταση των δύο ταξικών
κόσμων. Είναι προφανές ότι το κάνει αρχικά με όπλο την αρχιτεκτονική και
την παραδειγματική δημιουργία κτιριών, καταστημάτων, κέντρων
διασκέδασης, κατοικιών που προορίζονται μόνο για την αστική τάξη. Η
κατάργηση των γεωγραφικών αποστάσεων, η αδιαφανής δηλαδή μη διακριτή
γεωγραφική απόσταση των ταξικών διαφορών είναι για το κεφάλαιο αναγκαία
προϋπόθεση της κυριαρχίας του. Επιδιώκει δηλαδή μια υπερταξική
γεωγραφική ομαλότητα με την κυριαρχία της πολεοδομικής της παραγωγής και
την εκτόπιση της εργατικής τάξης και των λαϊκών οικογενειών μακριά από
τον πλούτο. “Η καπιταλιστική ανάγκη που ικανοποιεί η πολεοδομία, σαν
ορατό πάγωμα της ζωής, μπορεί να εκφραστεί – με χεγκελιανούς όρους -σαν
απόλυτη κατακυριάρχηση της “ειρηνικής συνύπαρξης μέσα στο χώρο”, πάνω
στο “ανήσυχο γίγνεσθαι μέσα στη διαδοχή του χρόνου”{4}
γράφει ο Guy Debord το οποίο καταδυκνύεται αβασάνιστα. Πώς όμως το
κεφάλαιο μπορεί να εξουδετερώσει παντελώς τα όποια πολιτισμικά στοιχεία
της εργατικής τάξης από του να μην υπάρχουν ως προέκταση του
καπιταλιστικού βασιλείου του επιχειρηματικού αστραφτερού κόσμου του Σίτι
του Λονδίνου; Το μέσο και η τακτική είναι απλή και αποτελεσματική. Το
κεφάλαιο με την πολιτιστική και δημιουργική βιομηχανία καταφέρνει εύκολα
να αισθητικοποιεί ότι το απειλεί με το να το αποπολιτικοποιεί
ταυτόχρονα. Η περίπτωση Shoreditch είναι καταδεικτική μιας
αισθητικοποιημένης απολιτίκ καλλιτεχνικής παραγωγής. Αυτό που
χαρακτηρίζει μια τέτοια αισθητική είναι η μεταμοντέρνα προσέγγιση της
κοινωνίας, της τέχνης και της πολιτικής, αφού το μεταμοντέρνο γίνεται το
εργαλείο με το οποίο όχι μόνο υφίσταται το δικαίωμα αλλά και η
δυνατότητα επίσης να θεαματοποιηθεί ένα κυριολεκτικά σκουπίδι (ώστε να
μπορεί ν’ αγοραστεί, να γίνει αισθητικό αντικείμενο, είτε να
χρησιμοποιηθεί) μέχρι ένα ντιζαϊνατο φλυντζάνι που να αξίζει και 30
στερλίνες.
Η μεταμοντέρνα θεματική και θεαματική παραγωγή και δημιουργικότητα
χαρακτηρίζεται από την απόκρυψη της φτώχιας, της μιζέριας και της
ταξικής εκμετάλλευσης και ή υπό από ένα μανδύα αισθητικής
εκλεκτικότητας, ελιτιστικού περιεχομένου και βανδαλιστικής παρέμβασης ως
ριζοσπαστική κριτική στο κατεστημένο. Η θεαματική τύπου καπιταλιστική
κατάργηση της εργατικής περιοχής ως εργατικής και η μη πλέον γεωγραφική
της διακριτή απόσταση με αποτέλεσμα την οικονομική σύνθλιψη των λαϊκών
οικογενειών συνεχίζει να υφίσταται ως ένας θεαματικός διαχωρισμός. Αν
και η θεαματική διάκριση δεν γίνεται αντιληπτή εύκολα είναι γιατί το
θέαμα θαμπώνει την όποια ταξική διάκριση ώστε να μην γίνεται αντιληπτή η
φτώχια και η εκμετάλλευση. Παρόλα αυτά μικρά ψήγματα της πάλης μπορεί
να δεί κανείς σε συνθήματα τοίχων πχ. για τον Μπόμπ Κρόου, τον μαχητικό
συνδικαλιστή των εργαζομένων στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, φυσικά
μισητό προς την μεγαλοαστική τάξη του Λονδίνου. Όταν ο Guy Debord στην
παράγραφο 167 ισχυρίζεται ότι “Αυτή η κοινωνία που καταργεί τις
γεωγραφικές αποστάσεις, εμπεριέχει την απόσταση, σαν θεαματικό
διαχωρισμό”{5} γίνεται πραγματολογικό γεγονός στην
περίπτωση Shoreditch. Ο θεαματικός διαχωρισμός είναι ανεκτός,
προσβάσιμος και ακίνδυνος. Όταν κάποιος βλέπει θέαμα είναι κατ’ ανάγκην
τρίτο πρόσωπο αν και μπορεί να είναι πιο βαθιά από τον καθένα στο
υποτιθέμενο θέαμα. Το θέαμα αποστασιοποιεί, αισθητικοποιεί την κατάσταση
και αποπολιτικοποιεί το περιεχόμενο. “Η καπιταλιστική εκπαίδευση του
χώρου δεν είναι παρά η εκπαίδευση σ’ ένα χώρο όπου χάνεις τη σκιά σου,
όπου χάνεσαι τελικά, ψάχνοντας να βρεις τον εαυτό σου μέσα σ’ εκείνο που
δεν είναι δικό σου”{6}. Το Boxpark στην καρδιά του
Shoreditch είναι ακριβώς το παράδειγμα της πολιτιστικής και δημιουργικής
βιομηχανίας που συνουσιάζεται με την πολεοδομική και επιχειρηματική
παραγωγή με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένας αχταρμάς χιπστερικής
πανδαισίας και μιας θεαματικής τύφλωσης όπου όχι μόνο ο εργάτης σπαταλά
τον χρόνο του απαιτώντας και διεκδικώντας το, αλλά σε αυτήν την
περίπτωση η εργατική τάξη χάνει τον ίδιο της τον χώρο.
Συμπέρασματα και τέλος σ’ αυτήν την στενότητα χώρου
Αποτέλεσμα λοιπόν του εξευγενισμού (gentrification) του
κεφαλαιου είναι η χιπστερικοποίηση του Shoreditch και μια δημιουργική
καλλιτεχνική παραγωγή η οποία φιλτράρεται από τις επενδύσεις και το
κεφάλαιο. Παραμένει με αυτόν τον τρόπο ένα αποκρυστάλλωμα ενός
μεταμοντέρνου τρόπου ζωής που αποκρύπτει την πραγματική ταξική
εκμεταλλευτική κυριαρχία της κυρίαρχης αστικής τάξης. Το Shoreditch
κατέντησε να είναι φίρμα και να παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας
ενσωματωμένης γεωγραφικής και οικονομικής οντότητας στην παραγωγική
καπιταλιστική διαδικασία του δημιουργικού καλλιτεχνικού πυρήνα του
Λονδίνου. Η προφανής αδυναμία των τοπικών εργατικών οργανώσεων και των
καλλιτεχνών της περιοχής να αντισταθούν στην επέλαση της αστικοποιήσης
διαφαίνεται διαμέσου της χιπστεροποίησής τους (αποδοχή δηλαδή αυτής της
επέλασης του κεφαλαίου). Τα boxrooms στα οποία φυτοζωούν οι εργαζόμενοι,
οι άνεργοι και ευάλωτες ομάδες του Λονδίνου καθίστανται ως ένας
εναλλακτικός τρόπος ζωής, ένας εναλλακτικός τρόπος κατοικίας και ένας
ριζοσπαστικός και ξεχωριστός τρόπος διαχείρησης της ταξικής ήττας. Για
παράδειγμα, ακόμα και ξενοδοχεία της περιοχής έχουν δημιουργήσει δωμάτια
ώστε να μπορεί να βιώσει κανείς του τι εστί να μένει σε ένα κουτί:
Η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι το boxroom του ξενοδοχείου είναι
ένα μικρό παλατάκι που παίρνει την ιδέα από το Boxpark και το
διαμορφώνει ως κατοικία που εν τέλει ουδεμία σχέση έχει με το πραγματικό
εργατικό “σπίτι” γύρω από την περιοχή. Αυτή η στενότητα κατοικίας
διαμορφώθηκε από το κεφάλαιο ως ο εναλλακτικός τρόπος ζωής, μια
αισθητικοποιημένη κατοικία, λιτή ως μια αυτόνομη και αυτοδύναμη οντότητα
η οποία σαγηνεύει τον κάθε αποπολιτικοποιημένο εργαζόμενο με χαμηλές
προσδοκίες. Η καπιταλιστική κοινωνική μορφή κατόρθωσε να νοηματοδοτήσει
την ασχήμια, την μιζέρια και την εκμετάλλευση ως εναλλακτικότητα. Η
στενότητα κατοικίας έχει ντυθεί με την απατηλή επιθυμητή επιλογή μπροστά
στο φόβο της πραγματικότητας. Οι καπιταλιστές κάνουν τα πάντα μέω του
θεάματος έτσι ώστε να μην διακρίνεται η πραγματικότητα. Το μέσο και η
τακτική τους, η μεταμοντέρνα αισθητικοποιημένη και αποπολιτικοποιημένη
πολιτική τους η οποία είναι εκ των πραγμάτων επιτυχημένη. Ο Engels το
είχε διακρίνει και διαπιστώσει πολύ πιο νωρίς όταν ισχυρίζεται ότι “Σε
μια τέτοια κοινωνία δεν είναι τυχαία η στενότητα κατοικίας, είναι μια
αναγκαία κατάσταση που τότε μόνο θα εξαλειφθεί μαζί με τις συνέπειες που
έχει πάνω στην υγεία κλπ. όταν ανατραπεί συθέμελα όλο το κοινωνικό
καθεστώς που τη δημιουργεί”{7}.
Η ιδεά του σύγχρονου και μεταμοντέρνου box δεν είναι καθόλου σύγχρονη και είναι βαθιά πολιτικά και ταξικά προσδιορισμένη: “Αυτή η στενότητα κατοικίας δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τη σημερινή εποχή. Δεν είναι ούτε ένα από τα βάσανα που αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σύγχρονου προλεταριάτου σε σύγκριση με όλες τις προηγούμενες καταπιεζόμενες τάξεις. Αντίθετα, σε όλες τις εποχές η στενότητα κατοικίας έπληττε όλες τις καταπιεζόμενες τάξεις. Για να μπει τέρμα σ’ αυτήν τη στενότητα κατοικίας υπάρχει μόνο ένα μέσο: Να καταργηθεί γενικά η εκμετάλλευση και η καταπίεση της εργαζόμενης τάξης από την κυρίαρχη τάξη”{8}.
Η ιδεά του σύγχρονου και μεταμοντέρνου box δεν είναι καθόλου σύγχρονη και είναι βαθιά πολιτικά και ταξικά προσδιορισμένη: “Αυτή η στενότητα κατοικίας δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τη σημερινή εποχή. Δεν είναι ούτε ένα από τα βάσανα που αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σύγχρονου προλεταριάτου σε σύγκριση με όλες τις προηγούμενες καταπιεζόμενες τάξεις. Αντίθετα, σε όλες τις εποχές η στενότητα κατοικίας έπληττε όλες τις καταπιεζόμενες τάξεις. Για να μπει τέρμα σ’ αυτήν τη στενότητα κατοικίας υπάρχει μόνο ένα μέσο: Να καταργηθεί γενικά η εκμετάλλευση και η καταπίεση της εργαζόμενης τάξης από την κυρίαρχη τάξη”{8}.
———————————————————————————————————————
Σημειώσεις:
1. F. Engels (1974), “Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία“, Μέρος Α’. Εκδόσεις Μπάϋρον, σελ. 71.
2. F. Engels (2012), “Για το ζήτημα της κατοικίας“, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 64.
3. F. Engels (1974), “Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία“, Μέρος Α’. Εκδόσεις Μπάϋρον, σελ. 74.
4. Guy Debord (1990), “Η Κοινωνία του Θεάματος”, Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, σελ. 127 πργ: 172.
5. Guy Debord (1990), “Η Κοινωνία του Θεάματος”, Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, σελ. 127 πργ: 167.
6. Internationale Situationniste 1958 – 1969, “Χωροταξία”, Σχόλια
ενάντια στην πολεοδομία (Ι.S. Νο 6—σελ. 33), Επιχειρήματα 7 – ΑΚΜΩΝ,
σελ. 86.
8. F. Engels (2012), “Για το ζήτημα της κατοικίας“, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 25.
———————————————————————————————————————
Επιμέλεια άρθρου: Collision Montage, WCD
αναδημοσίευση από: www.agkarra.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου